Ο Χιλιάνθρωπος
Ν. Λυγερός
Το μοναστήρι είχε κλείσει.
Δεν περίμενε κανένα πια.
Αυτό πίστευαν τουλάχιστον οι καλόγριες.
Δεν είχε πει τίποτα.
Κοίταξε τον ουρανό.
Αυτός θα ήταν ο τρούλος της εκκλησίας.
Είχε μάθει για την απαγόρευση.
Κι έπρεπε να βρει τον Πέτρο.
Όσο πιο γρήγορα γίνεται, σκέφτηκε.
Έτσι άρχισε ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα του Χρόνου.
Έπρεπε να τρέξουν για να περπατήσουν
όσο πιο αργά γινόταν πάνω στους αιώνες,
λες κι ήταν θάλασσα.
Ποιος θα μπορούσε να προετοιμαστεί
για μια τέτοια πορεία;
Ποιος θα μπορούσε να ήταν στην αρχή;
Αυτός που ήταν ήδη έτοιμος.
Αυτός που είχε ζήσει το τέλος.
Αυτός ήταν ο Χιλιάνθρωπος.
Η βάρβαρη επίθεση
Ν. Λυγερός
Η βάρβαρη επίθεση χτύπησε τους προσκυνητές.
Ή μάλλον αυτούς που δεν είχαν αποδεχθεί την απαγόρευση.
Οι δικοί μας δεν μπορούσαν να γονατίσουν.
Κανείς δεν είχε δικαίωμα να απαγορεύσει τον Σταυρό.
Εδώ και αιώνες οι δικοί μας τον τιμούσαν.
Και οι τόποι είχαν αγιάσει.
Η συνέχεια δεν είχε σταματήσει.
Έως την απαγόρευση.
Η βαρβαρότητα ήθελε να σπάσει τη συνέχεια.
Δεν ήθελε να υπάρχει το μονοπάτι του φωτός.
Ακόμα και τη νύχτα όταν ο Θεός φώτιζε το σπίτι του.
Έτσι χτύπησαν τους αθώους που ήταν άοπλοι.
Και σκότωσαν όσους αντιστάθηκαν.
Σπάνιοι ήταν αυτοί που τα κατάφεραν.
Κι ο Πέτρος ήταν ένας από αυτούς.
Αυτό είχε μάθει ο Δάσκαλος των αρμάτων.
Δεν είχε στενοχωρηθεί.
Αλλά ένιωθε την πληγή.
Και κάθε αθώος ήταν μια πληγή.
Θυμήθηκε παλιότερες μάχες.
Πριν αρχίσουν τα χίλια
Ν. Λυγερός
Ήταν πριν αρχίσουν τα χίλια.
Είχε γίνει μια προσπάθεια.
Η βαρβαρότητα νόμιζε ότι δεν είχε όρια.
Κι όμως αυτά τα όρια τέθηκαν.
Είχε παρθεί η απόφαση.
Κανείς δεν θα περνούσε.
Τα ποτάμια θα παρέμεναν ακίνητα.
Όποια και να ήταν η ορμή των εχθρών
θα στέκονταν όλοι τους ακίνητοι.
Ούτε ένα βήμα πίσω.
Κι έτσι κι έγινε.
Αλλά ποιος μπορούσε να το πιστέψει;
Κανένας βέβαια.
Εκτός από αυτούς που το είχαν ζήσει.
Και δεν είχαν πεθάνει στη μάχη.
Το σφυροκόπημα ήταν ακάθεκτο.
Διότι δεν υπήρχε καμία άλλη επιλογή.
Ο Δάσκαλος είχε δει αυτούς τους ανθρώπους
που είχαν θυσιαστεί έως τον τελευταίο
για να μην περάσει η βαρβαρότητα.
Κι είχαν νικήσει.
Είχαν κατεβεί στον ήλιο
Ν. Λυγερός
Είχαν κατεβεί στον ήλιο.
Γιατί δεν έφτανε το όριο.
Έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα.
Και να απελευθερώσουν τα κατεχόμενα.
Κάθε άγιος έκανε και τα δικά του θαύματα.
Ο λευκός ίππος είχε παίξει το ρόλο του.
Σιγά σιγά η σκακιέρα είχε αλλάξει.
Οι αθάνατοι μάθαιναν να πεθαίνουν.
Ενώ οι θνητοί με τις πράξεις τους
άγγιζαν για πρώτη φορά την αθανασία.
Όχι ως ένα τέχνασμα.
Αλλά μέσω του θανάτου και της μνήμης.
Η συλλογική μνήμη μάθαινε για τις υπερβάσεις.
Δεν υπήρχαν μόνο οι παραβολές.
Ήταν και οι υπερβολές.
Μόνο που ήταν η αλήθεια.
Γιατί κανείς άλλος δεν θα άντεχε τα γεγονότα.
Έτσι άρχισαν και οι θρύλοι.
Μόνο που ο Δάσκαλος ήξερε για την ιστορία.
Κι αυτό επαρκούσε, προς το παρόν.
Η πτέρυγα της Βασίλισσας
Ν. Λυγερός
Η σκακιέρα είχε μεγαλώσει με τους αιώνες.
Η εμβέλειά της άγγιζε όχι μόνο τις μεσοθάλασσες
αλλά και την Μεσόγειο.
Το απέραντο γαλάζιο είχε αποκτήσει νόημα.
Και δεν ήταν πια ουρανός.
Μετά τον τρούλο, το βάπτισμα.
Η καινοτομία είχε αγγίξει τα χίλια χρόνια.
Όμως τώρα κινδύνευε και πάλι.
Κι έπρεπε να δοθεί νέος αγώνας.
Όλοι πίστευαν ότι ήταν της στιγμής.
Μόνο ο Πέτρος κι ο Δάσκαλος κατάλαβαν.
Χωρίς να το αντιληφθούν είχαν φτάσει.
Αλλαγή φάσης.
Νοητικό σοκ.
Η πτέρυγα της Βασίλισσας είχε αναπτυχθεί
και κανείς δεν είχε προβλέψει τη συνέχεια.
Τώρα δεχόταν πιέσεις και καταπιέσεις
από την πλευρά του Βασιλιά.
Του μοναδικού που όριζε την ταχύτητα
του Χρόνου και της μνήμης.