Ανάλυση των 2 βασικών τρόπων ύπαρξης: του έχειν & του είναι. Προέλευση των Όρων έχω και είναι:
Το έχω είναι μια απατηλά απλή έννοια. Κάθε άνθρωπος έχει κάτι: ένα σώμα, ρούχα, καταφύγιο - μέχρι το σημερινό άντρα ή γυναίκα που έχουν αυτοκίνητο, τηλεόραση, πλυντήριο κλπ. να ζεις χωρίς να έχεις τίποτα, είναι ουσιαστικά αδύνατο. Γιατί λοιπόν το έχειν αποτελεί πρόβλημα; Η γλωσσολογική ιστορία του ρήματος έχω αποδεικνύει ότι η λέξη αυτή είναι πραγματικά ένα πρόβλημα. Αυτοί που πιστεύουν ότι η κατοχή είναι η πιο φυσική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μπορεί να εκπλαγούν αν μάθουν ότι πολλές γλώσσες δεν έχουν λέξη για το έχω. Στα εβραϊκά, για παράδειγμα, το έχω εκφράζεται έμμεσα με τη φράση jesh li («είναι για μένα»). Οι γλώσσες που εκφράζουν την κτήση μ' αυτό τον τρόπο κι όχι με το έχω κυριαρχούν. Είναι ενδιαφέρον να δούμε ότι κατά την εξέλιξη πολλών γλωσσών η φράση «είναι δικό μου» αντικαταστάθηκε αργότερα από το ρήμα έχω, αλλά, όπως αναφέρει ο Emile Benveniste, η εξέλιξη αυτή ουδέποτε συνέβηκε αντίστροφα. Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι το ρήμα έχω εξελίχτηκε παράλληλα με την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας και είναι ανύπαρκτο σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η λειτουργική ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση πραγμάτων για συγκεκριμένη χρήση. Άλλες κοινωνιογλωσσολογίκες μελέτες μπορούν ν' αποδείξουν αν, και σε ποιο βαθμό, ευσταθεί αυτή ή υπόθεση.
Η μελέτη του Benveniste ρίχνει καινούργιο φως στην έννοια του είμαι, σαν ρήματος με δική του αυτοτέλεια κι όχι σαν συνδετικού. Το είμαι στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζεται με τη ρίζα es, που σημαίνει υπάρχω, υφίσταμαι μέσα στην πραγματικότητα». Η ύπαρξη και η πραγματικότητα προσδιορίζονται σαν κάτι το «αυθεντικό, το μόνιμο, το αληθινό». Το είμαι σημαίνει ετυμολογικά κάτι περισσότερο από μια δήλωση ταυτότητας ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο. Σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα περιγραφικό όρο ενός φαινομένου. Δηλώνει την πραγματικότητα της ύπαρξης αυτού (άνθρωπου ή πράγματος) που είναι. Δηλώνει την αλήθεια και την αυθεντικότητα του/της/του. Όταν λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι, αναφερόμαστε στην ουσία του άνθρωπου ή του πράγματος και όχι στην εμφάνιση του/της/του.
Η προκαταρκτική έρευνα της έννοιας των ρημάτων έχω και είμαι οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- (1) Όταν χρησιμοποιώ τα ρήματα είμαι ή έχω, δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένες ιδιότητες ενός υποκειμένου, όπως δείχνουν οι φράσεις: «έχω αυτοκίνητο» ή «είμαι λευκός» ή «είμαι ευτυχισμένος». Αναφέρομαι σε δύο βασικούς τρόπους ύπαρξης, σε δύο διαφορετικές στάσεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου και τον κόσμο, σε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηροδομής. Η υπεροχή του ενός από τους δύο τρόπους καθορίζει την ολότητα της σκέψης, του συναισθήματος και της δράσης του άνθρωπου.
- (2) Όταν το έχειν καθορίζει τον τρόπο ύπαρξης μου, η σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κτητική. Θέλω δηλαδή να κάνω τον καθένα, το καθετί, ακόμα και τον εαυτό μου, ιδιοκτησία μου.
- (3) Όσο άφορα το είναι σαν τρόπο ύπαρξης, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο κατηγορίες. Η μία είναι αντίθετη στο έχειν, όπως αναφέρει ο Du Marais, και δηλώνει ζωντάνια και αυθεντική σχέση με τον κόσμο. Η άλλη είναι αντίθετη στο φαίνεσθαι και αναφέρεται στην αληθινή φύση και την αληθινή πραγματικότητα ενός άνθρωπου ή πράγματος, σε αντίθεση με μια απατηλή εμφάνιση, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στην ετυμολογία του είμαι (Benveniste).
(Απόσπασμα)
Συγγραφέας: Erich Fromm
Βιβλίο: Να Έχεις ή να Είσαι;
Κεφάλαιο: Ι - Μια Πρώτη Ματιά
Παράγραφος: Προέλευση των Όρων
Έχεις / Είσαι - Κατοχή και Κατανάλωση
Κεφάλαιο: Ι - Μια Πρώτη Ματιά
Παράγραφος: Κατοχή και Κατανάλωση
Πριν συζητήσουμε μερικά απλά παραδείγματα των δύο τρόπων ύπαρξης, με βάση το έχειν και με βάση το είναι, πρέπει ν' αναφερθούμε σε μια άλλη μορφή εκδήλωσης του έχειν: την ενσωμάτωση. Η ενσωμάτωση ενός πράγματος τρώγοντας το ή πίνοντας το αποτελεί έναν αρχαϊκό τρόπο απόκτησης του. Σε κάποια στιγμή της ανάπτυξης του, το νήπιο εκδηλώνει την τάση να βάζει στο στόμα του τα πράγματα που θέλει. Αυτός είναι ο νηπιακός τρόπος απόκτησης πραγμάτων, όταν η σωματική ανάπτυξη του παιδιού δεν του επιτρέπει ακόμα να ελέγχει διαφορετικά την ιδιοκτησία του.
Βρίσκουμε επίσης την ίδια σχέση ενσωμάτωσης και κτήσης σε πολλές μορφές κανιβαλισμού. Για παράδειγμα: τρώγοντας κάποιον άλλο άνθρωπο, αποκτώ τη δύναμη του (έτσι ο κανιβαλισμός μπορεί να θεωρηθεί το μαγικό ισοδύναμο της απόκτησης σκλάβων, φιλοσοφία του δικού μας πολιτισμού). Τρώγοντας την καρδιά ενός γενναίου άντρα, αποκτώ το θάρρος του. Τρώγοντας ένα ιερό ζώο, αποκτώ τη θεϊκή ουσία που συμβολίζει το ζώο.
Βέβαια, τα περισσότερα πράγματα δε μπορούν να ενσωματωθούν στην κυριολεξία (και ακόμα και να μπορούσαν, πάλι θα χάνονταν μέσα στη διαδικασία της αποβολής τους από το σώμα). Υπάρχει όμως, επίσης, η συμβολική και η μαγική ενσωμάτωση. "Αν πιστεύω ότι έχω ενσωματώσει την εικόνα ενός θεού ή ενός πατέρα ή ενός ζώου, η εικόνα αυτή δε μπορεί ποτέ πια ούτε ν' αποσπαστεί, ούτε ν' αποβληθεί από μένα. Καταπίνω το αντικείμενο συμβολικά και πιστεύω στη συμβολική παρουσία του μέσα μου. Μ' αυτό τον τρόπο εξήγησε ό Freud το υπερεγώ: το εσωτερικευμένο σύνολο των πατρικών απαγορεύσεων και διαταγών. Μια εξουσία, ένας θεσμός, μια ιδέα, μια εικόνα, μπορούν να εσωτερικευθούν με τον ίδιο τρόπο: τις κατέχω αιώνια προστατευμένες μέσα στα έντερα μου. (Ή «εσωτερίκευση» και η «ταυτότητα» χρησιμοποιούνται συχνά σαν συνώνυμα, αλλά είναι δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα αν αυτές οι διαδικασίες είναι πραγματικά ίδιες. Πάντως, η «ταυτότητα» δεν θα 'πρεπε να χρησιμοποιείται απερίσκεπτα, όταν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε στη θέση της την μίμηση ή την υποταγή).
Υπάρχουν πολλά ακόμα είδη ενσωμάτωσης, που δεν έχουν σχέση με φυσιολογικές ανάγκες και επομένως είναι απεριόριστα. Μέσα στον καταναλωτισμό υπάρχει η τάση για το καταβρόχθισμα ολόκληρου του κόσμου. Ο καταναλωτής είναι το αιώνιο βρέφος που κλαίει για το μπουκάλι του. Αυτό γίνεται φανερό σε παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι ο αλκοολισμός και η συνεχής χρήση ναρκωτικών. Δεν θ' ασχοληθούμε μ' αυτές τις καταστάσεις, γιατί τ' αποτελέσματα τους είναι αναπόσπαστα από τις κοινωνικές υποχρεώσεις του ατόμου. Το ψυχαναγκαστικό κάπνισμα δεν απαγορεύεται — αν και δεν κάνει μικρότερο κακό από τον αλκοολισμό ή τα ναρκωτικά - γιατί δεν έχει επίδραση στις κοινωνικές λειτουργίες του ατόμου, παρά «μόνο» ίσως στη διάρκεια της ζωής του.
Πιο κάτω σ' αυτό το βιβλίο, γίνεται μια πιο εκτεταμένη συζήτηση πάνω στα διάφορα είδη του καθημερινού καταναλωτισμού. Αυτό που μπορώ να παρατηρήσω εδώ, είναι ότι, όσο άφορα τον ελεύθερο χρόνο, τα αυτοκίνητα, την τηλεόραση, τα ταξίδια και το σεξ αποτελούν τα κύρια αντικείμενα του σύγχρονου καταναλωτισμού. Αντί λοιπόν να τα θεωρούμε δραστηριότητες-ελεύθερου χρόνου, καλύτερα θα ήταν να τ' αποκαλούσαμε παθητικότητα-ελεύθερου χρόνου.
Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι η κατανάλωση είναι μια από τις μορφές του έχειν, και ίσως η πιο σημαντική για τη σημερινή βιομηχανική κοινωνία της αφθονίας. Η κατανάλωση έχει διφορούμενες ιδιότητες. Ελαττώνει το άγχος, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας πάρει αυτά που κατέχουμε. Απαιτεί όμως να καταναλώνουμε όλο και περισσότερα αγαθά, γιατί η ικανοποίηση που μας δίνει η προηγούμενη καταναλωτική μας δραστηριότητα γρήγορα εξαφανίζεται. Οι σύγχρονοι καταναλωτές μπορούν ν αναγνωρίσουν τούς εαυτούς τους μέσα στη φόρμουλα: είμαι ό,τι έχω και ό,τι καταναλώνω.
Έχεις / Είσαι - Συζήτηση & Ανάγνωση
Κεφάλαιο: ΙΙ - Το Έχειν και το Είναι στην καθημερινή Εμπειρία
Παράγραφος: Συζήτηση & Ανάγνωση
Συζήτηση
Η διαφορά έχειν και είναι, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή μέσα από δύο τυπικά παραδείγματα συζητήσεων. "Ας φανταστούμε μια τυπική συζήτηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όπου ο Α έχει τη γνώμη Χ και ο Β τη γνώμη Ψ. ο καθένας από τους δυο ταυτίζεται με τη δική του γνώμη. Αυτό που ενδιαφέρει και τους δυο είναι να βρουν καλύτερα, δηλαδή πιο λογικά επιχειρήματα, για να υποστηρίξουν τη γνώμη τους.
Κανένας από τους δύο δεν έχει τη διάθεση ν' αλλάξει τη γνώμη του αντιπάλου του. Ο καθένας από τους δύο φοβάται ν' αλλάξει τη γνώμη του, ακριβώς γιατί αυτή του ανήκει, κι επομένως η απώλεια της θα σήμαινε ένα είδος φτώχειας.
Η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική σε μια συζήτηση που δεν ξεκινά σαν αντιπαράθεση ιδεών. Και ποιος δεν έχει συναντήσει κάποιο πρόσωπο πού διακρίνεται για τη θέση ή τη φήμη του ή ακόμα για τα αληθινά του χαρίσματα; Η ακόμα ένα πρόσωπο που του ζητάμε κάτι: μια καλή δουλειά ή αγάπη ή θαυμασμό; Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι διακατέχονται από άγχος και συχνά «προετοιμάζονται» για τη σημαντική αυτή συνάντηση. Σκέφτονται θέματα που μπορεί να ενδιαφέρουν τον άλλον. Σκέφτονται από πριν πως θα μπορούσαν ν' αρχίσουν τη συζήτηση. Μερικοί μάλιστα την προσχεδιάζουν ολόκληρη τουλάχιστο σ' οτι αφορά τη δική τους συμμετοχή. Ή προσπαθούν ν' ανυψώσουν το ηθικό τους με το να σκέφτονται τα προσόντα που έχουν: τις περασμένες τους επιτυχίες, τη γοητευτική τους προσωπικότητα (ή την επιβλητική τους προσωπικότητα, αν αυτός ο ρόλος είναι πιο αποτελεσματικός), την κοινωνική τους θέση, τις σχέσεις τους, την εμφάνιση τους, το ντύσιμο τους. Με λίγα λόγια ζυγίζουν νοερά την αξία τους και βασισμένοι σ' αυτή την αξιολόγηση προβάλλουν τα προσόντα τους.
Στη συζήτηση που πρόκειται να γίνει, το άτομο που είναι πολύ καλό σ' αυτό το παιχνίδι, μπορεί πραγματικά να εντυπωσιάσει πολλούς ανθρώπους, αν και η εντύπωση που δημιουργείται οφείλεται κατά ένα μέρος στην παράσταση που δίνει το άτομο, και περισσότερο στην αδυναμία κριτικής των ανθρώπων. Αν ο άνθρωπος που δίνει την παράσταση δεν είναι τόσο έξυπνος, η παράσταση θα φανεί άψυχη, ψεύτικη και ανιαρή.
Η αντίθετη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που δεν προετοιμάζονται ν' αντιμετωπίσουν μια κατάσταση, ούτε προσπαθούν ν' ανυψώσουν τον εαυτό τους με οποιοδήποτε τρόπο. Απαντούν αυθόρμητα και παραγωγικά. Ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους, τις γνώσεις και τις θέσεις που κατέχουν. Το εγώ τους δε στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους, και γιαυτό ακριβώς μπορούν ν' ανταποκριθούν με πληρότητα στις ιδέες των άλλων ανθρώπων. Γεννούν νέες ιδέες, γιατί δεν είναι προσκολλημένοι σε τίποτα κι έτσι μπορούν να είναι παραγωγικοί (νοητικά). Ενώ τα άτομα με την τάση του έχειν στηρίζονται σ' αυτά που έχουν, τα άτομα με την τάση του είναι στηρίζονται σ' αυτό πού είναι: στο γεγονός ότι είναι ζωντανοί και στην πεποίθηση ότι κάτι καινούργιο θα γεννηθεί, αν έχουν το κουράγιο να προχωρήσουν και ν' ανταποκριθούν στις διάφορες καταστάσεις. Είναι ολοζώντανοι στις συζητήσεις, γιατί δεν είναι αγχωτικά προσκολλημένοι σ' αυτά πού έχουν. Η ζωντάνια τους είναι μεταδοτική και μπορεί να βοηθήσει πολλές φορές και το άλλο άτομο να ξεπεράσει την εγωκεντρικότητά του. Έτσι, η συζήτηση παύει να είναι μια απλή ανταλλαγή προϊόντων (πληροφορίες, γνώσεις, κοινωνική θέση) κι αρχίζει ένας διάλογος, όπου πια δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο. Οι μονομάχοι αρχίζουν το παιχνίδι, και μετά δεν αποχωρίζονται με θρίαμβο ή λύπη — πού και τα δύο είναι άγονα συναισθήματα - αλλά με χαρά. (ο βασικός παράγοντας σε μια ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η ζωντάνια του θεραπευτή. Όποια κι αν είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία, δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα, αν η θεραπευτική ατμόσφαιρα είναι βαριά, άψυχη και βαρετή).
Ανάγνωση
Αυτό που ισχύει για μια συζήτηση, ισχύει επίσης και για την ανάγνωση που είναι — ή θα 'πρεπε να είναι — ένα είδος συζήτησης ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη. Βέβαια, στο διάβασμα (όπως και στην προσωπική συζήτηση), αυτός που το έργο του διαβάζω (ή αυτός που συζητάω) είναι σημαντικός. Το διάβασμα ενός άτεχνου, φτηνού διηγήματος αποτελεί ένα είδος φαντασίωσης. Δεν επιτρέπει την παραγωγική ανταπόκριση. Το κείμενο καταβροχθίζεται σαν το πρόγραμμα της τηλεόρασης ή σαν τα τσιπς πού τρώει κανείς όταν παρακολουθεί τηλεόραση. Άλλα ένα μυθιστόρημα - π.χ. του Balzac - μπορεί να διαβαστεί παραγωγικά γιατί απαιτεί εσωτερική συμμετοχή. Διαβάζεται με βάση το είναι. Τις περισσότερες όμως φορές, το βιβλίο διαβάζεται με βάση το έχειν - καταναλωτικά. Η περιέργεια των αναγνωστών καθώς προχωρούν στο διάβασμα μεγαλώνει και θέλουν να δούνε τι συμβαίνει παρακάτω στην ιστορία: αν ο ήρωας ζει ή πεθαίνει, αν η ηρωίδα βιάζεται η αντιστέκεται. Θέλουν να μάθουν την απάντηση. Το διήγημα είναι γι' αυτούς ένα είδος παιχνιδιού που θα τους ερεθίσει. Το ευχάριστο ή δυσάρεστο τέλος αποτελεί το αποκορύφωμα της εμπειρίας τους. Όταν μάθουν το τέλος, τότε κατέχουν ολόκληρη την ιστορία, που τη νιώθουν τόσο πραγματική, σα να την έχουν ζήσει. Άλλα δεν έχουν με κανένα τρόπο πλατύνει τη γνώση τους. Δεν έχουν στην πραγματικότητα καταλάβει τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, ούτε έχουν εμβαθύνει στην ανθρώπινη φύση, ούτε έχουν κερδίσει καμιά γνώση για τον εαυτό τους.
Ό τρόπος αυτός ανάγνωσης είναι ίδιος ακόμα και σε βιβλία που το θέμα τους είναι φιλοσοφικό ή ιστορικό. Ό τρόπος πού διαβάζει κανείς ένα βιβλίο ιστορίας ή φιλοσοφίας διαμορφώνεται - ή καλύτερα παραμορφώνεται - από την παιδεία. Ο στόχος του σχολείου είναι να δώσει στο σπουδαστή ένα συγκεκριμένο ποσό «πολιτιστικής περιουσίας» και στο τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας βεβαιώνει ότι οι σπουδαστές έχουν τουλάχιστον αποκτησεί ένα μίνιμουμ ποσό γνώσης. Οι σπουδαστές διδάσκονται να διαβάζουν ένα βιβλίο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να επαναλάβουν τις βασικές σκέψεις του συγγραφέα. Αυτός είναι ο τρόπος που «ξέρουν» τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Descartes τον Spinoza, τον Leibniz, τον Kant, τον Heidegger, τον Sartre. Η διαφορά ανάμεσα στα διάφορα εκπαιδευτικά επίπεδα, από το γυμνάσιο μέχρι το πανεπιστήμιο, βρίσκεται βασικά στο ποσό της πολιτιστικής περιουσίας που παρέχεται και που αναλογεί περίπου στο ποσό της υλικής περιουσίας, που οι σπουδαστές περιμένουν ν' αποκτήσουν αργότερα στη ζωή τους.
Οι αποκαλούμενοι λαμπροί σπουδαστές είναι αυτοί που μπορούν να επαναλάβουν, με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, τα λόγια και τις σκέψεις των διαφόρων φιλοσόφων. Μοιάζουν με καλοπληροφορημένο ξεναγό σε μουσείο. Αυτό όμως που δεν μαθαίνουν είναι το τι υπάρχει πέρα απ' αυτό το είδος της κτητικής γνώσης. Δε μαθαίνουν ν' αμφισβητούν τούς φιλόσοφους, να συζητούν μαζί τους. Δε μαθαίνουν να συλλαμβάνουν τις αντιθέσεις των ίδιων των φιλοσόφων ή γιατί αυτοί δεν ασχολούνται με ορισμένα προβλήματα ή γιατί αποφεύγουν ορισμένα θέματα. Δε μαθαίνουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στο τι ήταν καινούργιο και στο τι οι συγγραφείς αναπόφευκτα θα σκεφτόντουσαν και θα έγραφαν, σύμφωνα με την «κοινή λογική» της εποχής τους. Δε μαθαίνουν ν' ακούνε έτσι ώστε να καταλαβαίνουν πότε οι συγγραφείς μιλάνε μόνο με το μυαλό τους και πότε με το μυαλό και την καρδιά μαζί. Δε μαθαίνουν ν' ανακαλύψουν αν οι συγγραφείς είναι αυθεντικοί ή ψεύτικοι και πολλά άλλα πράγματα.
Οι αναγνώστες, όμως, που διαβάζουν ουσιαστικά ένα βιβλίο πολύ συχνά μπορεί να καταλήξουν ότι ένα πολυβραβευμένο βιβλίο δεν έχει καμιά ή έχει περιορισμένη μόνο αξία. Ή ακόμα μπορεί να έχουν καταλάβει σε βάθος ένα βιβλίο, καμιά φορά καλύτερα και από τον ίδιο το συγγραφέα, που μπορεί να θεωρούσε όλα αυτά πού έγραφε εξίσου σημαντικά.
Έχεις / Είσαι - Αγάπη
Κεφάλαιο: ΙΙ - Το Έχειν και το Είναι στην καθημερινή Εμπειρία
Παράγραφος: Αγάπη
(Απόσπασμα)
Η αγάπη έχει και αυτή δύο έννοιες ανάλογα αν τη χρησιμοποιούμε με βάση το έχειν ή το είναι.
Μπορεί κανείς να έχει αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι πού θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Ή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν «αγάπη». Ή «αγάπη» είναι κάτι το αφηρημένο, Ίσως μια θεά ή ένα ξωτικό, αν και κανείς δεν έχει ποτέ δει αυτή τη θεά. στην πραγματικότητα, αυτό πού υπάρχει είναι μόνο η πράξη τής αγάπης. Το ν' αγαπά κανείς, είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση, την απόλαυση πού προσφέρουν ένα πρόσωπο, ένα δέντρο, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια ιδέα. Σημαίνει, να φέρεις κάτι σε ζωή, μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του/της/του. Είναι μια λειτουργία πού ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.
Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το εχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου πού κάποιος «αγαπάει». Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό πού οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, είναι μια κακή χρήση τής λέξης, πού κρύβει την πραγματικότητα: ότι δεν αγαπούν. Πόσοι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους είναι ακόμα συζητήσιμο. ο Lloyd de Mause αποκάλυψε ότι μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια της Ιστορίας της Δύσης, έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας ενάντια σε παιδιά - φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, αδιαφορία, ωμή κτητικότητα και σαδισμός - πού θα έπρεπε κανείς να πιστέψει ότι οι φιλόστοργοι γονείς είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους γάμους. ο γάμος μπορεί να στηρίζεται είτε στην αγάπη είτε — όπως συνέβαινε στους παραδοσιακούς γάμους στο παρελθόν - στην κοινωνική συμβατικότητα και συνήθεια: και στη μια και στην άλλη περίπτωση το ζευγάρι πού πραγματικά αγαπιέται, μοιάζει να είναι η εξαίρεση. Η κοινωνική συμβατικότητα, η συνήθεια, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα, το ενδιαφέρον για τα παιδιά, η αμοιβαία εξάρτηση, το μίσος ή ο φόβος, όλα αυτά βιώνονται συνειδητά σαν «αγάπη». Κι έρχεται μια στιγμή, πού ο ένας ή και οι δυο σύζυγοι ανακαλύπτουν ότι δεν αγαπιούνται, ότι ποτέ δεν είχαν αγαπηθεί. Σήμερα βλέπουμε κάποια πρόοδο σ' αυτό τον τομέα: οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο ρεαλιστές, πιο συνετοί και πολλοί καταλαβαίνουν ότι ούτε μια σεξουαλική έλξη σημαίνει αγάπη, ούτε μια φιλική, όχι πολύ στενή, ομαδική σχέση είναι έκφραση αγάπης. Αυτή η καινούργια θέση έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη εντιμότητα στις σχέσεις - καθώς και πιο συχνή αλλαγή συντρόφων, δεν οδήγησε όμως αναγκαστικά σε μεγαλύτερη συχνότητα αγάπης, και οι καινούργιοι σύντροφοι μπορεί ν' αγαπιούνται τόσο λίγο όσο και οι παλιοί.
Στη διάρκεια τής γνωριμίας ενός ζευγαριού, κανένας από τους δύο δεν είναι σίγουρος για τον άλλο, αλλά προσπαθούν ο ένας να κερδίσει τον άλλο. Και οι δύο είναι ελκυστικοί, ζωντανοί, γεμάτοι ενδιαφέρον, ακόμα και όμορφοι, η ζωντάνια πάντα κάνει ένα πρόσωπο όμορφο. Κανένας δεν έχει ακόμα τον άλλο. Έτσι, όλη τους η ενέργεια διοχετεύεται στο να είναι, δηλαδή στο να δώσουν και να κινήσουν το ενδιαφέρον τού άλλου.
Ο γάμος συχνά αλλάζει ριζικά την κατάσταση. Το συμβόλαιο τού γάμου δίνει σε κάθε σύντροφο την αποκλειστική κατοχή τού σώματος, των αισθημάτων και τής φροντίδας τού άλλου. Τώρα δε χρειάζεται πια να κερδηθεί κανείς, γιατί η αγάπη έχει γίνει κάτι πού το έχουν και οι δύο, μια ιδιοκτησία. Παύουν να προσπαθούν να γίνουν αξιαγάπητοι και να δώσουν αγάπη: έτσι, γίνονται πληκτικοί και η ομορφιά τους εξαφανίζεται. Απογοητεύονται, νιώθουν μπλεγμένοι. Δεν είναι πια τα ίδια πρόσωπα; Έκαναν λάθος; Συνήθως, ο καθένας αναζητάει την αιτία της αλλαγής στον άλλο και νιώθει εξαπατημένος. Εκείνο πού δε βλέπουν είναι ότι δεν είναι πια οι άνθρωποι πού ήταν τον καιρό πού ο ένας αγαπούσε τον άλλο. Το λάθος τους να πιστέψουν ότι μπορεί κανείς να έχει αγάπη, τους έκανε να πάψουν ν' αγαπιούνται. Τώρα, αντί γι' αγάπη, συμβιβάζονται με την κατοχή των όσων έχουν: χρήματα, κοινωνική θέση, σπίτι, παιδιά. Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις, ο γάμος πού βασίστηκε στην αγάπη, αλλάζει και γίνεται μια φιλική κοινοκτημοσύνη, μια εταιρία, όπου τα δύο εγώ φτιάχνουν ένα: αυτό τής «οικογένειας».