Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Η Μεγάλη Υπόσχεση, η Διάψευση της και οι Νέες Λύσεις


Το Τέλος μιας Αυταπάτης: Η Μεγάλη Υπόσχεση της Χωρίς Όρια Προόδου - η υπόσχεση της κυριαρχίας πάνω στη φύση, της υλικής αφθονίας, της απέραντης ευτυχίας για όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και της ανεμπόδιστης προσωπικής ελευθερίας-συντηρούσε τις ελπίδες και την πίστη ολόκληρων γενεών από την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Το σίγουρο είναι ότι ο πολιτισμός μας άρχισε από τη στιγμή που οι άνθρωποι απέκτησαν κάποιο έλεγχο πάνω στη φύση. Αυτός ο έλεγχος, όμως, παρέμεινε περιορισμένος ως την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Μπαίνοντας στη βιομηχανική εποχή - που άρχισε από την υποκατάσταση της ζωικής και ανθρώπινης ενέργειας με μηχανική και αργότερα πυρηνική ενέργεια και έφτασε μέχρι την υποκατάσταση του ανθρώπινου μυαλού με ηλεκτρονικούς υπολογιστές — αποκτήσαμε τη βεβαιότητα ότι βρισκόμασταν στο δρόμο της απεριόριστης παραγωγής και συνεπώς της απεριόριστης κατανάλωσης. Ακόμα πιστεύαμε ότι η τεχνική μας έκανε παντοδύναμους και η επιστήμη παντογνώστες. Βρισκόμασταν στο δρόμο που θα μας έκανε θεούς, ανώτερα όντα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δεύτερο σύμπαν, χρησιμοποιώντας το φυσικό κόσμο μονάχα σαν δομικό υλικό για την καινούργια μας δημιουργία.

Οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και περισσότερο να δοκιμάζουν μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Έγιναν κύριοι της ζωής τους. Οι φεουδαρχικές αλυσίδες είχαν πια σπάσει και ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά. Η τουλάχιστο έτσι νόμιζαν οι άνθρωποι. Ακόμα κι αν ίσχυε αυτό για τις ανώτερες και τις μεσαίες τάξεις, το κατόρθωμα τους αυτό έκανε κι άλλους να πιστεύουν ότι η νέα ελευθερία θα μπορούσε να επεκταθεί σε κάθε μέλος της κοινωνίας, αρκεί η βιομηχανοποίηση να συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός γρήγορα μεταβλήθηκαν, και από κίνημα που στόχος του ήταν μια νέα κοινωνία και ένας νέος άνθρωπος έγιναν ένα κίνημα που το ιδανικό του ήταν μια αστική ζωή για όλους τους ανθρώπους και ένα πρότυπο οίκουμενικοποιημενού αστού για τον άνθρωπο του μέλλοντος. Θεωρήθηκε ότι η απόκτηση πλούτου και ανέσεων από όλους θα έφερνε την απέραντη ευτυχία σε όλους. Το τρίπτυχο απεριόριστη παραγωγή, απόλυτη ελευθερία και ανεμπόδιστη ευτυχία, αποτέλεσε τον πυρήνα μιας νέας θρησκείας: της θρησκείας της Προόδου · μια νέα Επίγεια Πολιτεία της Προόδου επρόκειτο να πάρει τη θέση της Πολιτείας του Θεού. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η νέα θρησκεία εφοδίαζε τους πιστούς της με ενεργητικότητα, ζωτικότητα και ελπίδα.

Το μεγαλείο της Μεγάλης Υπόσχεσης — τα εκπληκτικά υλικά και πνευματικά επιτεύγματα της βιομηχανικής εποχής— πρέπει να γίνουν αντικείμενο μελέτης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το τραύμα που προκαλεί σήμερα η διάψευση της. Γιατί η βιομηχανική εποχή έχει πραγματικά αποτύχει στην πραγμάτωση της Μεγάλης Υπόσχεσης και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι:

• Η χωρίς όρια ικανοποίηση όλων των επιθυμιών δε συνεπάγεται την ευδαιμονία, ούτε οδηγεί στην ευτυχία, ούτε ακόμα στη μεγαλύτερη απόλαυση.

• Το όνειρο να γίνουμε κύριοι της ζωής μας τέλειωσε, όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε το γεγονός ότι έχουμε γίνει όλοι γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής· ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι προτιμήσεις μας κατευθύνονται από την κυβέρνηση και τη βιομηχανία, καθώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο τους.

• Η οικονομική πρόοδος παρέμεινε περιορισμένη στα πλούσια κράτη και το χάσμα ανάμεσα στα φτωχά και τα πλούσια κράτη πλάτυνε ακόμα περισσότερο.

• Η ίδια η τεχνολογική πρόοδος έχει δημιουργήσει κινδύνους οικολογικούς καθώς και τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, που ο καθένας τους ή και οι δυο μαζί μπορούν να καταστρέψουν ολόκληρο τον πολιτισμό, και ίσως ακόμα και την ίδια τη ζωή.

Όταν ο Albert Schweitzer πήγε στο Όσλο για να πάρει το Νόμπελ της Ειρήνης το 1952, κάλεσε τον κόσμο «να τολμήσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση... Ο άνθρωπος έχει γίνει ένας υπεράνθρωπος... Αλλά ο υπεράνθρωπος με την υπεράνθρωπη δύναμη δεν έχει ανυψωθεί στο επίπεδο της υπεράνθρωπης λογικής. Στο βαθμό που η δύναμη του μεγαλώνει, εξελίσσεται προοδευτικά σε άνθρωπο φτωχό... Πρέπει να συγκλονίζει τη συνείδηση μας το γεγονός ότι στην προσπάθεια μας να γίνουμε υπεράνθρωποι, γινόμαστε όλο και πιο απάνθρωποι».




Γιατί δεν Εκπληρώθηκε η Μεγάλη Υπόσχεση;


Αλλαγή - Κοινωνία - Ευτυχία - Ευημερία - Ανθρωπος - Εγωισμός - Να έχεις ή να είσαι
Η διάψευση της Μεγάλης Υπόσχεσης, πέρα από τις βασικές οικονομικές αντιθέσεις της βιομηχανοποίησης, ξεπήδησε μέσα από το βιομηχανικό σύστημα, σαν συνέπεια των δύο βασικών ψυχολογικών του θέσεων: (1) ότι σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ηδονή, που ορίζεται σαν η ικανοποίηση κάθε επιθυμίας η υποκειμενικής ανάγκης που μπορεί να αισθανθεί κάποιος (ριζοσπαστικός ηδονισμός). (2) ότι ο εγωκεντρισμός, ο ατομικισμός και η απληστία, που είναι απαραίτητα στο σύστημα για να λειτουργεί κανονικά, οδηγούν στην αρμονία και στην ειρήνη.

Είναι πασίγνωστο ότι οι πλούσιοι, σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, εφάρμοζαν το ριζοσπαστικό ηδονισμό. Εκείνοι που διέθεταν απεριόριστα μέσα, όπως η ελίτ της Ρώμης, των ιταλικών πόλεων της εποχής της Αναγέννησης, της Αγγλίας και της Γαλλίας του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, προσπαθούσαν να βρουν μέσα στην αχαλίνωτη ηδονή το νόημα της ζωής. Και πραγματικά, ένα ορισμένο σύνολο ανθρώπων κατά εποχές έκανε τρόπο ζωής τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση, με την έννοια του ριζοσπαστικού ηδονισμού - με μια μόνο εξαίρεση λίγο πριν από το δέκατο έβδομο αιώνα. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν είχε ποτέ σχέση με τη θεωρία της ευδαιμονίας όπως εκφράστηκε από τους Μεγάλους Δάσκαλους της Ζωής στην Κίνα, την Ινδία, την Εγγύς Ανατολή και την Ευρώπη.

Η μοναδική εξαίρεση είναι ο Έλληνας φιλόσοφος Αρίστιππος, μαθητής του Σωκράτη (στις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ.), που δίδαξε ότι σκοπός της ζωής είναι η απόλυτη σωματική ηδονή και ότι ευτυχία είναι το σύνολο των απολαύσεων που δοκιμάζει κανείς. Τα λίγα που ξέρουμε για τη φιλοσοφία του τα οφείλουμε στον Διογένη τον Λαέρτιο, αλλά και αυτά είναι αρκετά για ν' αποκαλύψουν τον Αρίστιππο σαν το μοναδικό πραγματικό ηδονιστή, για τον όποιο η ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί τη βάση για το δικαίωμα ικανοποίησης της. Η ικανοποίηση αυτή πραγματώνει το σκοπό της ζωής: την Απόλαυση.

Ο Επίκουρος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόσωπος του ηδονισμού του Αρίστιππου. Ενώ για τον Επίκουρο η «καθαρή» απόλαυση είναι ο ανώτερος στόχος, η απόλαυση αυτή σήμαινε γι' αυτόν «έλλειψη πόνου» (ατονία) και ακινησία της ψυχής (αταραξία). Σύμφωνα με τον Επίκουρο, η απόλαυση σαν ικανοποίηση μιας επιθυμίας δε μπορεί να είναι ο σκοπός της ζωής, γιατί μια τέτοια απόλαυση συνεπάγεται απαραίτητα και απογοήτευση, και μ' αυτό τον τρόπο αποπροσανατολίζει την ανθρωπότητα από τον πραγματικό της στόχο, που είναι η έλλειψη πόνου. (Η θεωρία του Επίκουρου μοιάζει σε πολλά σημεία μ' αυτήν του Freud). Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο Επίκουρος αντιπροσώπευε ένα είδος υποκειμενισμού αντίθετου με την Αριστοτέλεια θέση, τουλάχιστο όσο επιτρέπουν μια τέτοια ερμηνεία οι αντιφατικές αναφορές πάνω στη θεωρία του.

Έκτος από τους Μεγάλους Δάσκαλους κανένας άλλος δε δίδαξε ότι η πραγματική ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί έναν ηθικό άγραφο νόμο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η ευδαιμονία (vivere bene) του ανθρώπινου γένους. Το βασικό στοιχείο στη σκέψη τους είναι η διάκριση ανάμεσα σ' εκείνες τις ανάγκες (επιθυμίες) που είναι υποκειμενικές και η ικανοποίηση τους οδηγεί στη στιγμιαία απόλαυση, και σ' εκείνες τις ανάγκες που βρίσκονται ριζωμένες μέσα στην ανθρώπινη φύση και η πραγμάτωση τους βοηθάει την ανθρώπινη ανάπτυξη και συνεπάγεται ευδαιμονία. Μ' άλλα λόγια, εκείνο που τους απασχολούσε ήταν η διάκριση ανάμεσα στις καθαρά υποκειμενικές και στις αντικειμενικές ανάγκες — θεωρώντας ότι ένα μέρος των πρώτων αναγκών ήταν βλαβερό για την ανθρώπινη ανάπτυξη, ενώ οι δεύτερες συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης.

Η θεωρία ότι σκοπός της ζωής είναι η ικανοποίηση κάθε ανθρώπινης επιθυμίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά καθαρά από τον καιρό του Αρίστιππου, από φιλόσοφους του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα. Ήταν μια θεωρία που εμφανίστηκε, όπως ήταν φυσικό, όταν το «κέρδος» έπαψε να σημαίνει «κέρδος για την ψυχή» (όπως στη Βίβλο και αργότερα στον Spinoza), αλλά κατέληξε να σημαίνει το υλικό, χρηματικό κέρδος. Αυτό έγινε στην περίοδο που η μεσαία τάξη πέταξε όχι μόνο τις πολιτικές της αλυσίδες, αλλά απέρριψε και όλους τους δεσμούς αγάπης και αλληλεγγύης, πιστεύοντας ότι το να υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου αποτελεί τη μοναδική αιτία της ύπαρξης σου. Για τον Hobbes, η ευτυχία είναι η συνεχής πρόοδος από τη μια μορφή απληστίας (cupiditas) στην άλλη. Ο La Mettrie συστήνει ακόμα και ψυχοφάρμακα που μπορούν να δώσουν τουλάχιστο μια ψευδαίσθηση ευτυχίας. Για τον de Sade η ικανοποίηση των άγριων ενστίκτων είναι νόμιμη, ακριβώς γιατί υπάρχουν και αναζητούν απεγνωσμένα ικανοποίηση. Αυτοί ήταν οι στοχαστές που έζησαν την εποχή της τελικής νίκης της αστικής τάξης. Η μη φιλοσοφική πρακτική της αριστοκρατίας έγινε πρακτική και θεωρία της αστικής τάξης.

Πολλές ηθικές θεωρίες αναπτύχθηκαν από το δέκατο όγδοο αιώνα και μετά. Μερικές απ' αυτές δεν ήταν τίποτε άλλο από μορφές του ηδονισμού με μια επίφαση αξιοπρέπειας, όπως ο χρησιμοθηρισμός. Άλλες αποτελούσαν αυστηρά αντιηδονιστικά συστήματα, όπως αυτά των Kant, Marx, Thoreau και Schweitzer. Η σημερινή εποχή όμως, από το τέλος περίπου του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, έχει επιστρέψει στην πρακτική και τη θεωρία του ριζοσπαστικού ηδονισμού. Η ιδέα της απεριόριστης απόλαυσης αποτελεί μια περίεργη αντίθεση στο ιδανικό της πειθαρχημένης εργασίας. Παρόμοια αντίθεση υπάρχει ανάμεσα στην αποδοχή μιας καταπιεστικής ηθικής της εργασίας και στο ιδανικό της τέλειας απραξίας στο υπόλοιπο της ημέρας και στις διακοπές. Η ατέλειωτη αλυσίδα παραγωγής και η γραφειοκρατική ρουτίνα από τη μια, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και το σεξ από την άλλη, κάνουν δυνατή την ύπαρξη αυτού του αντιφατικού συνδυασμού. Η καταναγκαστική δουλειά μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους στην τρέλα, κάτι που θα μπορούσε να το κάνει και η πλήρης απραξία. Μόνο με το συνδυασμό και των δύο μπορούν να ζήσουν. Πέρα απ' αυτό, και οι δύο αυτές αντιφατικές τάσεις ανταποκρίνονται σε μια οικονομική αναγκαιότητα: ο καπιταλισμός του εικοστού αιώνα στηρίζεται στην υπερκατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από μία ομαδική δουλειά ρουτίνας.

Οι θεωρητικοί συλλογισμοί αποδείχνουν ότι ο ριζοσπαστικός ηδονισμός δε μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία και εξηγούν τους λόγους γιατί δε μπορεί να το κάνει, έχοντας σαν δεδομένο την ανθρώπινη φύση. Αλλά ακόμα και χωρίς θεωρητική ανάλυση, τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτό το είδος του «κυνηγητού της ευτυχίας» δε συνεπάγεται και ευδαιμονία. Είμαστε μια κοινωνία ασύλληπτα δυστυχισμένων ανθρώπων: μοναχικοί, αγχώδεις, καταπιεσμένοι, καταστροφικοί, εξαρτημένοι, —άνθρωποι που νιώθουμε ευχαρίστηση όταν σκοτώνουμε την ώρα μας, που τόσο σκληρά προσπαθούμε να εξοικονομήσουμε.

Το δικό μας πείραμα είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα που έχει γίνει ποτέ και προσπαθεί να βρει μια απάντηση στο ερώτημα αν η ηδονή (σαν μια παθητική επιρροή σε αντίθεση με την ενεργητική επίδραση, την ευδαιμονία και τη χαρά) μπορεί να είναι μια ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Για πρώτη φορά στην ιστορία η ικανοποίηση της ορμής για ηδονή δεν είναι, μόνο το προνόμιο μιας μειοψηφίας αλλά είναι δυνατή για τον περισσότερο πληθυσμό της ανθρωπότητας. Το πείραμα έχει ήδη δώσει αρνητική απάντηση στο πρόβλημα.

Η δεύτερη ψυχολογική αρχή της βιομηχανικής εποχής, ότι δηλαδή η επιδίωξη του ατομικού εγωισμού συνεπάγεται αρμονία, ειρήνη, αύξηση του ατομικού πλούτου, είναι εξίσου θεωρητικά λαθεμένη. Η πλάνη της μπορεί πάλι ν' αποδειχτεί, από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας. Γιατί θα πρέπει ν' αληθεύει αυτή η αρχή, που μόνο ο David Ricardo, ένας από τους μεγάλους κλασικούς οικονομολόγους, την απέρριψε; Το γεγονός ότι είμαι εγωιστής αναφέρεται όχι μόνο στη συμπεριφορά μου αλλά και στο χαρακτήρα μου. Αυτό σημαίνει ότι θέλω τα πάντα για τον εαυτό μου, ότι, νιώθω ευχαρίστηση με το να κατέχω κι όχι να μοιράζομαι, ότι πρέπει να γίνω άπληστος γιατί αν ο σκοπός μου είναι το έχει, τότε όσο περισσότερα είμαι, τόσο περισσότερα έχω, ότι πρέπει να αισθάνομαι ανταγωνιστικά απέναντι σε όλους τους άλλους: τους πελάτες μου που θέλω να ξεγελάσω, τους ανταγωνιστές μου που θέλω να καταστρέψω, τους εργάτες μου που θέλω να εκμεταλλευτώ. Δε μπορώ ποτέ να είμαι ικανοποιημένος γιατί δεν υπάρχει τέλος στις επιθυμίες μου. Πρέπει να ζηλεύω αυτούς που έχουν περισσότερα και να φοβάμαι αυτούς που έχουν λιγότερα. Αλλά θα πρέπει να καταπιέζω όλα αυτά τα συναισθήματα για να παρουσιάζομαι (και στους άλλους και στον εαυτό μου) σαν ένα χαμογελαστό, λογικό, ειλικρινές και ευγενικό ανθρώπινο πλάσμα, τέτοιο που ο καθένας υποκρίνεται ότι είναι.

Το πάθος της κατοχής σίγουρα θα οδηγήσει σε μια ατέλειωτη ταξική πάλη. Αυτό που ισχυρίζονται οι κομμουνιστές, ότι δηλαδή το σύστημα τους θα δώσει τέλος στην ταξική πάλη καταργώντας τις τάξεις, είναι μύθος, γιατί το σύστημα τους στηρίζεται στην αρχή της απεριόριστης κατανάλωσης σαν σκοπό της ζωής. Όσο ο καθένας θα θέλει να έχει περισσότερα, θα υπάρχουν ταξικοί σχηματισμοί, θα υπάρχει ταξική πάλη, και σε παγκόσμια κλίμακα δε θ' αποφευχθεί ο παγκόσμιος πόλεμος. Η απληστία και η ειρήνη αλληλοαποκλείονται.

Ο ριζοσπαστικός ηδονισμός και ο απεριόριστος εγωκεντρισμός δε θα εμφανίζονταν σαν οι κύριες αρχές της οικονομικής συμπεριφοράς, αν δεν είχε γίνει μια ριζική αλλαγή στη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα. Στην κοινωνία του Μεσαίωνα, όπως και σε πολλές άλλες αρκετά αναπτυγμένες αλλά και πρωτόγονες κοινωνίες, η οικονομική συμπεριφορά καθοριζόταν από τις ηθικές αρχές. Έτσι, για τους σχολαστικούς θεολόγους, οι οικονομικές κατηγορίες, όπως η τιμή και η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούσαν μέρος της ηθικής θεολογίας. Είναι γνωστό, ότι οι θεολόγοι χρησιμοποιούσαν τυπολογίες για να προσαρμόσουν τον ηθικό τους κώδικα στις νέες οικονομικές απαιτήσεις (για παράδειγμα, η αξιολόγηση από τον Θωμά Ακινάτο της έννοιας της «δίκαιης τιμής»). Παρόλα αυτά, η οικονομική συμπεριφορά παρέμενε βασικά ανθρώπινη και γιαυτό ήταν υποταγμένη στις αξίες της ανθρωπιστικής ηθικής. Μέσα από μια σειρά γεγονότα ο καπιταλισμός του δέκατου όγδοου αιώνα επέφερε μια ριζική αλλαγή: η οικονομική συμπεριφορά διαχωρίστηκε από την ηθική και τις ανθρώπινες αξίες. Πραγματικά, η οικονομική μηχανή θεωρήθηκε ότι ήταν μια αυτόνομη οντότητα, ανεξάρτητη από τις ανάγκες και τη θέληση του ανθρώπου. Ήταν ένα σύστημα που λειτουργούσε μόνο του και σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Η εξαθλίωση των εργατών καθώς και η καταστροφή ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, για χάρη της ανάπτυξης ολοένα και μεγαλύτερων εταιριών, ήταν μια οικονομική αναγκαιότητα ίσως λυπηρή, αλλά που θα 'πρεπε κανείς να τη δεχτεί σα να ήταν το αποτέλεσμα ενός φυσικού νόμου.

Η ανάπτυξη αυτού του οικονομικού συστήματος δεν καθοριζόταν πια από το ερώτημα: Τι είναι καλό για τον Άνθρωπο; αλλά από το ερώτημα: Τι είναι καλό για την ανάπτυξη τον συστήματος; Κάποιος προσπάθησε ν' αποκρύψει την οξύτητα αυτής της διαμάχης, κάνοντας την υπόθεση πώς ό,τι ήταν καλό για την ανάπτυξη του συστήματος (ή ακόμα και μιας μόνο μεγάλης εταιρίας), ήταν το ίδιο καλό και για τους ανθρώπους. Αυτή η υπόθεση στηρίχτηκε σε μία άλλη βοηθητική, που ήταν η εξής: αυτές οι συγκεκριμένες ιδιότητες, που το σύστημα απαιτούσε από τους ανθρώπους — εγωκεντρισμό, ιδιοτέλεια και απληστία — ήταν σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση· έτσι, όχι μόνο το σύστημα αλλά και η ίδια η ανθρώπινη φύση τις υποκινούσαν. Οι κοινωνίες, όπου ο εγωκεντρισμός, η ιδιοτέλεια και η απληστία ήταν άγνωστα στοιχεία, θεωρούνταν «πρωτόγονες» και τα μέλη τους «άτομα απλοϊκά». Οι άνθρωποι αρνούνταν να παραδεχτούν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, που γέννησαν τη βιομηχανική κοινωνία δεν ήταν έμφυτα, αλλά προϊόντα κοινωνικών περιστάσεων. Ένας άλλος όχι λιγότερο σημαντικός παράγοντας είναι ότι οι σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση έγιναν εχθρικές. Έχουμε γίνει, «εξαμβλωματικά τέρατα της φύσης», που ενώ από τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξης μας ζούμε μέσα σ' αυτήν, με το χάρισμα της λογικής μας την ξεπερνάμε. Έτσι προσπαθήσαμε να λύσουμε το υπαρξιακό μας πρόβλημα εγκαταλείποντας τη Μεσσιανική αντίληψη της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, κατακτώντας τη φύση και μετασχηματίζοντας τη σύμφωνα με τους σκοπούς μας, μέχρι που αυτή η κατάκτηση άρχισε να γίνεται συνώνυμη με την καταστροφή. Το πνεύμα κατάκτησης και εχθρότητας μας έχει τυφλώσει σε τέτοιο βαθμό, που δε μπορούμε να δούμε ότι οι φυσικές πηγές είναι περιορισμένες και μπορεί τελικά να εξαντληθούν. Τότε η φύση θα ρίξει πίσω τα βέλη της ενάντια στην ανθρώπινη αρπακτικότητα.

Η βιομηχανική κοινωνία δείχνει μια περιφρόνηση για τη φύση - όπως και για όλα τα πράγματα που δεν είναι μηχανοποιημένα και για τους ανθρώπους που δεν είναι κατασκευαστές μηχανών (δηλαδή για τις έγχρωμες φυλές, με εξαίρεση τελευταία τους Γιαπωνέζους και τους Κινέζους). Οι άνθρωποι νιώθουν σήμερα μια έλξη για το μηχανικό, το άψυχο, την παντοδύναμη μηχανή που οδηγεί σταθερά στην καταστροφή.





Η Ανθρώπινη Αλλαγή Είναι Οικονομική Αναγκαιότητα


Αλλαγή - Κοινωνία - Ευτυχία - Εγωισμός - Ατομικισμός - Ευημερία - Ανθρωπος - Κρίση - Η Ανθρώπινη Αλλαγή Είναι Οικονομική Αναγκαιότητα
Ως εδώ, το βασικό επιχείρημα ήταν ότι τα χαρακτηρολογικά στοιχεία που έχουν τη ρίζα τους στο δοσμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα — δηλαδή στον τρόπο ζωής μας — είναι παθογενετικά και τελικά δημιουργούν άρρωστους ανθρώπους και συνεπώς μια άρρωστη κοινωνία. Υπάρχει όμως ένα δεύτερο επιχείρημα από μια τελείως διαφορετική σκοπιά, που θεωρεί ότι οι βαθιές ψυχολογικές αλλαγές του ανθρώπου είναι μια εναλλακτική λύση στην οικονομική και οικολογική καταστροφή. Το θέμα αυτό αναφέρεται σε δύο εργασίες που η Λέσχη της Ρώμης ανέθεσε τη μια στον D. Η. Meadows και τους συνεργάτες του, και την άλλη στον Μ. D. Mesarovic και τον Ε. Pestel. Και οι δυο εργασίες αναφέρονται στις τεχνολογικές, οικονομικές και πληθυσμιακές τάσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Mesarovic και ο Pestel συμπεραίνουν ότι μόνο οι δραστικές οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα μ' ένα βασικό σχέδιο, μπορούν να «εμποδίσουν μια μεγάλη και ίσως τελικά μια παγκόσμια καταστροφή». Τα στοιχεία που παραθέτουν για να αποδείξουν τη θεωρία τους στηρίζονται στην πιο πλατιά και συστηματική έρευνα που έχει γίνει ποτέ. (Το βιβλίο τους έχει ορισμένα μεθοδολογικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με την εργασία του Meadows, αλλά αυτή η πιο πλατιά μελέτη προτείνει ακόμα πιο δραστικές οικονομικές αλλαγές σαν μια εναλλακτική λύση για την αποφυγή της καταστροφής). Ο Mesarovic και ο Pestel συμπεραίνουν ακόμα ότι αυτές οι οικονομικές αλλαγές είναι δυνατό να γίνουν μόνο «αν αλλάξουν ριζικά οι αξίες και η στάση των ανθρώπων (ή όπως θα 'λεγα ο προσανατολισμός του ανθρώπινου χαρακτήρα), αν υιοθετηθεί δηλαδή μια νέα ηθική και μια νέα στάση απέναντι στη φύση» (η υπογράμμιση δική μου). Τα λεγόμενα τους επιβεβαιώνουν ακόμα μια φορά αυτά που είπαν άλλοι πριν και μετά τη δημοσίευση της εργασίας τους: ότι μια νέα κοινωνία είναι δυνατή μόνο αν, στη διάρκεια της εξέλιξης της, αναπτυχθεί παράλληλα κι ένα νέο ανθρώπινο πλάσμα ή, πιο απλά, αν συμβεί μια θεμελιακή αλλαγή στη χαρακτηροδομή του σύγχρονου ανθρώπου.

Δυστυχώς και οι δύο εργασίες γράφτηκαν με πνεύμα ποσοτικής ανάλυσης, αφαίρεσης και αποπροσωποποίησης που τόσο χαρακτηρίζει την εποχή μας, και εκτός απ' αυτό παραμέλησαν εντελώς κάθε πολιτικό και κοινωνικό παράγοντα, που χωρίς αυτούς κανένα ρεαλιστικό σχέδιο δε μπορεί να εφαρμοστεί. Παρόλα αυτά, παρουσιάζουν αξιόλογα στοιχεία και για πρώτη φορά ασχολούνται με την οικονομική κατάσταση της ανθρωπότητας σαν συνόλου, τις προοπτικές και τους κινδύνους της. Το συμπέρασμα τους ότι, μια νέα ηθική και μια νέα στάση απέναντι στη φύση είναι απαραίτητα, γίνεται ακόμα πιο αξιόλογο γιατί αυτή η απαίτηση είναι εντελώς αντίθετη με τις φιλοσοφικές τους θέσεις.

Από την άλλη μεριά του φάσματος βρίσκεται ο Ε. F. Schumacher, που είναι επίσης οικονομολόγος, αλλά ταυτόχρονα κι ένας ριζοσπαστικός ουμανιστής. Το αίτημα του για ριζική αλλαγή του ανθρώπου βασίζεται σε δυο νέα επιχειρήματα: ότι η τωρινή κοινωνική κατάσταση μας αρρωσταίνει και ότι προχωράμε σε μια οικονομική καταστροφή, εκτός κι αν αλλάξουμε ριζικά το κοινωνικό μας σύστημα.
Η ανάγκη για βαθιά κοινωνική αλλαγή δεν εμφανίζεται μόνο σαν ηθικό ή θρησκευτικό αίτημα ούτε ακόμα σαν ψυχολογική απαίτηση του σύγχρονου παθογενετικου χαρακτήρα, αλλά σαν μια απαραίτητη συνθήκη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Ο σωστός τρόπος ζωής δεν είναι πια μόνο η πραγμάτωση ενός ηθικού ή θρησκευτικού κώδικα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η φυσική επιβίωση τον ανθρώπινου γένους εξαρτάται άμεσα από μια ριζική αλλαγή του ανθρώπινου συναισθήματος. Μια αλλαγή όμως του ανθρώπινου συναισθηματικού κόσμου είναι δυνατή μόνο στο βαθμό που θα συμβούν δραστικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Αυτές θα δώσουν στο ανθρώπινο συναίσθημα τη δυνατότητα, το θάρρος και την προοπτική για ν' αλλάξει.




Υπάρχει Άλλη Λύση Πέρα από την Καταστροφή;


Κρίση - Καταστροφή - Λύση - Αλλαγή - Κοινωνία - Ευτυχία - Εγωισμός - Ατομικισμός - Ευημερία - Ανθρωπος
Όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως εδώ είναι δημοσιευμένα και πολύ γνωστά. Το πιο απίστευτο όμως γεγονός είναι ότι δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή προσπάθεια για ν' αποφευχθεί αυτό που φαίνεται σαν τελική επιταγή της μοίρας. Αν και στην ιδιωτική μας ζωή δε θα μέναμε παθητικοί μπροστά σε κάποιο κίνδυνο που θ' απειλούσε την ύπαρξη μας, εκτός αν είμαστε τρελοί, εντούτοις εμπιστευόμαστε την τύχη μας σ' αυτούς που χειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις, που δεν κάνουν ουσιαστικά τίποτα, κι εμείς τους αφήνουμε να συνεχίζουν να μην κάνουν τίποτα.

Πώς είναι δυνατό, το ισχυρότερο απ' όλα τα ένστικτα, αυτό της επιβίωσης, να έχει πάψει να μας κινητοποιεί; Μια από τις πιο πιθανές εξηγήσεις είναι ότι οι ηγέτες αναλαμβάνουν πολλές δραστηριότητες, που τους δίνουν τη δυνατότητα να υποκρίνονται ότι παίρνουν αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγουμε την καταστροφή: ατέλειωτα συμβούλια, αποφάσεις επί αποφάσεων, συζητήσεις για τον αφοπλισμό, όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ότι τα προβλήματα είναι πια γνωστά και γίνονται προσπάθειες για την επίλυση τους. Αλλά στην ουσία τίποτα απ' αυτά δε συμβαίνει: καθοδηγητές και καθοδηγούμενοι αποκοιμίζουν τη συνείδηση τους και την επιθυμία τους για επιβίωση δίνοντας την εντύπωση ότι γνωρίζουν το δρόμο και βαδίζουν στη σωστή κατεύθυνση.

Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο εγωισμός που γεννά το σύστημα κάνει τους ηγέτες να δίνουν μεγαλύτερη αξία στην προσωπική επιτυχία παρά στην κοινωνική ευθύνη. Κανένας πια δεν εκπλήσσεται όταν οι πολιτικοί αρχηγοί και οι διευθυντές των επιχειρήσεων παίρνουν αποφάσεις που ευνοούν το ατομικό τους συμφέρον, αλλά που είναι ταυτόχρονα βλαβερές και επικίνδυνες για την κοινότητα. Πραγματικά, αν ο ατομικισμός αποτελεί έναν από τους στύλους της σύγχρονης πρακτικής ηθικής, γιατί αυτοί οι άνθρωποι θα δρούσαν διαφορετικά; Δε φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι η απληστία (όπως και η υποταγή) αποβλακώνει τους ανθρώπους, τους κάνει να μην καταλαβαίνουν, ποιο είναι το πραγματικό τους συμφέρον, το συμφέρον της ζωής τους, των συζύγων και των παιδιών τους (πρβλ. J. Piaget: The Moral Judgment of the Child). Ταυτόχρονα οι άνθρωποι είναι τόσο εγωιστικά απασχολημένοι με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, που αδιαφορούν για καθετί που ξεφεύγει από το ατομικό πεδίο δράσης.

Μια άλλη εξήγηση για τον επερχόμενο θάνατο του ενστίκτου της επιβίωσης είναι ότι οι απαιτούμενες αλλαγές στη ζωή θα πρέπει να είναι τόσο δραστικές, που οι άνθρωποι προτιμούν να δουν τη μελλοντική τους καταστροφή παρά να θυσιάσουν αυτά που τώρα έχουν. Η περιγραφή της εμπειρίας του Arthur Koestler από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολύ διαδομένης στάσης: Ο Koestler βρισκόταν στην άνετη έπαυλη ενός φίλου του, ενώ είχε ήδη ανακοινωθεί η προέλαση των Φρανκικών στρατευμάτων. Ήταν βέβαιο ότι θα έφταναν εκεί. τη νύχτα και το πιο πιθανό θα τον εκτελούσαν, θα μπορούσε να σώσει τη ζωή του φεύγοντας, αλλά η νύχτα ήταν κρύα και βροχερή και το σπίτι γεμάτο ζεστασιά και θαλπωρή. Έτσι έμεινε, τον συνέλαβαν, τον φυλάκισαν και μόνο από θαύμα σώθηκε η ζωή του, βδομάδες αργότερα, - μετά τις προσπάθειες φίλων του δημοσιογράφων. Αυτή είναι μια μορφή συμπεριφοράς μερικών ανθρώπων, που θα διακινδύνευαν να πεθάνουν παρά να υποστούν μια εξέταση που θα τους έδειχνε την ανάγκη για άμεση επέμβαση, μετά από διάγνωση σοβαρής αρρώστιας.

Έκτος απ' αυτές τις ερμηνείες για τη μοιραία παθητικότητα του ανθρώπου σε περιπτώσεις ζωής και θανάτου, υπάρχει κι άλλη μία, που είναι ένας από τους λόγους που έγραψα αυτό το βιβλίο. Αναφέρομαι στο επιχείρημα ότι δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις στα πρότυπα του συνεταιρικού καπιταλισμού, του σοσιαλδημοκρατικού ή σοβιετικού σοσιαλισμού ή του τεχνοκρατικού «φασισμού με το χαμογελαστό πρόσωπο». Ήδη η άποψη αύτη απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα γιατί δεν έχει γίνει αρκετή μελέτη και πειραματισμός πάνω στην πρακτική εφαρμογή εντελώς νέων κοινωνικών προτύπων. Πραγματικά, όσο τα προβλήματα μιας κοινωνικής ανοικοδόμησης δεν απασχολούν, έστω και λίγο, τα πιο λαμπρά μυαλά που τώρα καταγίνονται με την επιστήμη και την τεχνική, δε θα υπάρξει η φαντασία που χρειάζεται για τον οραματισμό νέων και ρεαλιστικών λύσεων.

Ο κύριος στόχος αυτού του βιβλίου είναι η ανάλυση των δύο βασικών τρόπων ύπαρξης: του τρόπου που βασίζεται στο έχει και του τρόπου που βασίζεται στο είναι. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζω μερικές οφθαλμοφανείς παρατηρήσεις που αναφέρονται στη διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς τρόπους. Στο δεύτερο κεφάλαιο φαίνεται πιο ξεκάθαρα αυτή η διαφορά μέσα από διάφορα παραδείγματα καθημερινής εμπειρίας, που οι αναγνώστες μπορούν εύκολα να συνδέσουν με τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες. Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται οι απόψεις για το έχει καιτο είναι που συναντάμε στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και στα γραφτά του Meister Eckhart. Τα επόμενα κεφάλαια πραγματεύονται το πιο δύσκολο θέμα: Την ανάλυση της διαφοράς ανάμεσα στους δύο τρόπους ζωής, όπου και προσπαθώ να καταλήξω σε θεωρητικά συμπεράσματα με βάση τα εμπειρικά στοιχεία. Ως αυτό το σημείο, το βιβλίο ασχολείται κύρια με τις διάφορες απόψεις πάνω στους δύο βασικούς τρόπους ύπαρξης. Τα τελευταία κεφάλαια αναφέρονται στη σχέση ανάμεσα σ' αυτούς τους τρόπους και στη δημιουργία ενός Νέου Άνθρωπου και μιας Νέας Κοινωνίας. Επίσης εισάγουν ένα προβληματισμό πάνω στις πιθανότητες άλλων εναλλακτικών λύσεων που είναι αντίθετες στην εξουθενωτική κακοδαιμονία του ανθρώπου και στην καταστροφική κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη ολόκληρου του κόσμου.


ERICH FROMM, Η Εισαγωγή του ''ΝΑ ΕΧΕΙΣ Ή ΝΑ ΕΙΣΑΙ;''
Μετάφραση ΕΛΕΝΗ ΤΖΕΛΕΠΟΓΛΟΥΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ - ΑΘΗΝΑ 1978