Οι στόχοι δεν πρέπει να είναι άμεσα εφικτοί, αλλιώς δεν είναι στόχοι, είναι απλώς καθημερινότητα. Άρα όταν θα διαλέξετε τον στόχο που θα εκπληρώσετε, να σκεφτείτε ότι είναι καλό να σας ξαφνιάσει την πρώτη φορά που θα το σκεφτείτε. Υπάρχουν πέντε επίπεδα, σε αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε μια στόχευση. Το πρώτο επίπεδο είναι η πραγματικότητα κι είναι το πιο χαμηλό. Συνήθως το βρίσκουμε αυτό το πρώτο επίπεδο στους πολιτικούς, που τους επιλέγουμε, αλλά πολύ συχνά τους βρίσκουμε, ενώ στην πραγματικότητα ξεχνάμε ότι τους ψηφίζουμε. Ο κάθε λαός έχει τους πολιτικούς που του αξίζουν. Συνήθως, λοιπόν, έχουμε τον πολιτικό, αυτός μας λέει θα τα αλλάξει όλα, μετά είναι εκλεγμένος και μετά λέει «παιδιά, τα πράγματα είναι δύσκολα». Και τελικά δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα, άρα θα τα αλλάξουμε πιο αργά. Τελικά μπορεί και να μην αλλάξουν καθόλου. Αλλά κανονικά εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να του πούμε «δεν ήταν ανάγκη τότε να γίνει». Αλλά δεν κάνουμε αυτό, επανεκλέγεται την επόμενη φορά. Ούτως ή άλλως επιλέγουμε αυτά που μας δίνει. Σιγά-σιγά μπαίνουμε σ’ αυτό που ονομάζουμε realpolitik και realpolitik είναι ένας τρόπος ανάστροφος να χρησιμοποιήσουμε τη στρατηγική με έναν λανθασμένο τρόπο. Γιατί σας λέει πάνω-κάτω, ότι δε θα κάνετε τίποτα το ιδιαίτερο. Άρα μετά το πιστεύετε, κι επειδή το πιστεύετε όντως δεν κάνετε, και μετά επαληθεύεται. Είναι απίστευτο, άμα το σκεφτείτε, τι καθυστέρηση μπορεί να παράγουμε όταν λειτουργούμε μαζικά. Δηλαδή, «εφόσον δεν γίνεται δεν το κάνουμε, εφόσον δεν το κάναμε δεν έγινε, είχαμε δίκιο». Μετά την πραγματικότητα, -έχει σχέση με το επίπεδο το νοητικό, ανεβαίνουμε στα επίπεδα και συνήθως δυσκολευόμαστε- το πρώτο επίπεδο που είναι χαρακτηριστικό είναι η πράξη. Η πράξη συνδέεται βέβαια και με την άλλη την πράξη. Και γι’ αυτό αν προσέξετε, μετά τα Ευαγγέλια έχουμε τις Πράξεις των Αποστόλων, δεν έχουμε τα λόγια των Αποστόλων. Έχουμε τον λόγο του Χριστού, έχουμε τις Πράξεις των Αποστόλων. Δεν είναι τυχαίο που η εκκλησία επιλέγει μερικές λέξεις πολύ σοβαρά, και τις κρατάει για δύο χιλιάδες χρόνια, μάλλον έχουν κάποια σημασία. Άρα η πράξη ποια είναι, πώς θα ονομάσουμε την πράξη; Για μας η πράξη είναι η διαφορά μεταξύ της κίνησης και της πράξης. Κι εξηγούμε με τον εξής τρόπο: Η κίνηση είναι αυτό που κάνουμε σχεδόν κάθε μέρα, κι άμα δε το κάναμε δεν πειράζει, ούτως ή άλλως και να το κάνουμε διορθώνεται. Η πράξη δημιουργεί μια αλλαγή φάσης. Άρα αν δεν υπάρχει πράξη, δεν υπάρχει αλλαγή πραγματικότητας. Τώρα θα σκεφτείτε κάτι που είναι λίγο παράξενο: Αν πραγματικά η πράξη αλλάζει την πραγματικότητα σε ποιον χώρο ανήκει η πράξη; Ανήκει στην «έξω-πραγματικότητα», η οποία θα είναι η επόμενη πραγματικότητα. Άρα αρχικά όταν ακούτε για πρώτη φορά αυτή την πράξη λέτε «μα αυτό δεν θα γίνει», μετά λέτε «δε γίνεται», μετά «γίνεται», μετά λέτε «έγινε», μετά λέτε «πώς έγινε;». Άρα, στην αρχή δεν πιστεύουμε, μετά στο τέλος όταν το βλέπουμε, πάλι δεν πιστεύουμε, αλλά βλέπουμε ότι είναι απίστευτο. Άρα, η πράξη θα δημιουργήσει μια αλλαγή φάσης η οποία μετά είναι διαφορετική. Πολύ συχνά, λοιπόν, στη ζωή κάνουμε πολλές κινήσεις. Αυτό μας επιτρέπει να γεμίσουμε την καθημερινότητά μας και στο τέλος να μη κάνουμε καμία πράξη. Υπάρχει πάντα η μία πράξη για όλους: Είναι ο θάνατος. Η ιδέα είναι να κάνουμε πράξεις και πριν. Μετά από τις πράξεις πρέπει να έχουμε ένα άλλο επίπεδο κι είναι το επίπεδο του οράματος. Δηλαδή, κάποιος που κάνει μια πράξη που πραγματικά αλλάζει τα δεδομένα, πρέπει να έχει όραμα. Άμα δεν έχει όραμα δε θα μπορέσει να κάνει αυτή την πράξη και θα κάνει κινήσεις. Για να έχει όραμα πρέπει να έχει σκεφτεί μια ουτοπία. Το χαρακτηριστικό των ουτοπιών είναι ότι οι ουτοπίες είναι αυτές που παράγουν την πραγματικότητα. Αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό. Οι διαφορετικές κοινωνίες ζουν στην ουτοπία της προηγούμενης. Άρα η προηγούμενη θεωρούσε ότι «αυτό δε θα γίνει ποτέ», αυτές επειδή το ζούνε λένε «μα τι χαζές που ήταν οι προηγούμενες», αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι θεωρούν ακόμα ότι δεν υπάρχουν οι επόμενες. Γιατί άμα θεωρούσαν ότι υπάρχουν οι επόμενες θα ξέρανε ότι εμείς που μπορεί να είμαστε σε αυτό που ονομάζουμε ουτοπία θα είναι η πραγματικότητα των άλλων. Για παράδειγμα, αν πούμε ότι η Κύπρος θα απελευθερωθεί εξολοκλήρου, είναι πολλοί από που δεν το πιστεύουν, είναι πολλοί που λένε μακάρι, είναι πολλοί που λένε θα ‘ταν καλό, είναι πολλοί που λένε μακάρι να είχε γίνει. Άρα, αν ρωτήσετε στους δικούς σας ποιοι το πιστεύουν πραγματικά, θα δείτε ότι είναι σπανιότατοι. Άμα ρωτήσετε ποιος κάνει κάτι για να γίνει αυτό, τότε θα δείτε ότι είναι ακόμα πιο σπάνιοι. Άρα, επειδή μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, μετά στο τέλος της υπόθεσης λέμε «δε θα αλλάξει τίποτα». Το πιο πάνω επίπεδο είναι το αδιανόητο. Η ουτοπία είναι ότι όταν σας την λένε την ουτοπία λέτε «εντάξει, δε θα γίνει». Ενώ το αδιανόητο πρέπει πρώτα να το σκεφτεί κάποιος για να σας το πει. Μόλις σας το λέει, για εσάς είναι ήδη ουτοπία. Πριν δεν το σκεφτόσασταν καν ότι είναι ουτοπία. Για να καταλάβετε πώς λειτουργεί αυτό το πλαίσιο σε επιστημονικό επίπεδο, οι περισσότεροι εφευρέτες είναι αυτοί που μετατρέπουν το αδιανόητο σε ουτοπία για τις επόμενες κοινωνίες και μετά έρχονται οι πιο τεχνικοί που μετατρέπουν την ουτοπία σε όραμα, οι άλλοι λίγο πιο κάτω το όραμα σε πράξη και τελικά ζούμε σ’ αυτήν την κοινωνία και θεωρούμε ότι όλα πάνε καλά, εφόσον εξελισσόμαστε. Αλλά να θυμάστε ότι οι κοινωνίες δεν εξελίσσονται, μόνο η Ανθρωπότητα εξελίσσεται. Οι κοινωνίες πεθαίνουν με τις ουτοπίες που δεν έχουν γίνει και σταματάνε εκεί κι απλώς η επόμενη κοινωνία ζει μ’ αυτές, θεωρώντας ότι η προηγούμενη πραγματικά δεν είχε το επίπεδο να αντιληφθεί ότι θα γινόταν.