Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Η Ενάρετη Ζωή κατά τον Αριστοτέλη (ευτυχία)


Η Ενάρετη Ζωή κατά τον Αριστοτέλη (ευτυχία),Αρετή, Αριστοτέλης, αυτογνωσία, Ενάρετη ζωή, ευτυχία, Πλάτων, Σωκράτης, Φιλοσοφία, φρόνηση, ψυχή, Ψυχολογία
“Αν κάποιος μπορούσε νά βλέπει μέ τόση όξύτητα δπως ό Λυγκέας πού έβλεπε, λένε, πίσω άπό τοίχους καί δένδρα, νομίζει δτι θά ήταν ποτέ άνεκτός στά μάτια του, δταν έβλεπε άπό τί εύτελή στοιχεία είναι πλασμένος. Γιατί τιμές καί δόξες, πού τά κυνηγάμε περισσότερο άπό τά αλλα, συνίστανται άπό άνεκδιήγητη μηδαμινότητα, έπειδή σ’ έκείνον πού θεαται κάτι άπό τά αιώνια φαίνεται ήλιθιότητα νά κοπιάζει κανείς γιά τέτοια πράγματα. Η γλώσσα τού Πλάτωνα δέν ήταν ποτέ όξύτερη άπό τού Αριστοτέλη, γιά τόν όποιο ελεγε ότι επρεπε νά τόν χαλιναγωγήσει, σέ άντίθεση μέ τόν Ξενοκράτη πού επρεπε μάλλον νά τόν παροτρύνει Αύτός ό ριζοσπαστισμός είχε τήν έξυγιαντική του έπιρροή καί στόν άκόμα κάθε αλλο παρά αγιο Αύγουστίνο: «Λοιπόν πρέπει κανείς εϊτε νά άσχολειται μέ τή φιλοσοφία, εϊτε νά άποχαιρετήσει τή ζωή, μιά καί όλα τ' άλλα είναι άσημαντότητες καί φλυαρία.» 

Μετά τό θάνατο τού Πλάτωνα ό Αριστοτέλης δέν αίσθανόταν πιά τόσο προορισμένος νά άντιπαραθέτει μέ χρυσά λόγια καί πάθος στούς σοφιστές τήν άπολογία τού φιλοσοφικού τρόπου ζωής. Είχε περάσει πιά ό καιρός πού μπορούσε νά άπολαμβάνει τά προνόμια τού τρομερού παιδιού. Στήν Ασσο καί τή Μυτιλήνη φυσούσε ενας ύγιής ανεμος. Ή άπειλή τών έλληνικών άποικιών άπό τόν περσικό συνασπισμό καί τά τολμηρά καί ρεαλιστικά πολιτικά σχέδια τού Έρμία καί τών συμβούλων του εδιναν μιά νέα ύπευθυνότητα στούς ήθικούς στοχασμούς τού Αριστοτέλη. Αύτό πού επρεπε νά ύπερασπιστεϊ δέν ήταν ή φιλοσοφία άλλά τό καλό, καί μάλιστα μ' εναν τρόπο πού νά άφορα όλους. Στά λεγόμενα Ήθικά Εύδήμεια, έκπλήσσει ό τόνος, παρ' όλο πού μερικές σκέψεις θυμίζουν αμεσα Πλάτωνα:

Πρώτα πρέπει νά έρευνήσουμε, σέ τί συνίσταται ή εύτυχισμένη ζωή καί πώς μπορεί νά τήν κατακτήσει κανείς, αν αύτοί πού τούς λέμε εύτυχισμένους γίνονται άπό τή φύση εύτυχισμένοι, όπως δηλαδή είναι κανείς ψηλός η κοντός, η διαφέρει στό χρώμα τής έπιδερμίδας του, η μέ τή μάθηση, σάν νά είναι δηλαδή ενα είδος γνώσης ή εύτυχία η τέλος κατακτάται μέ κάποια ασκηση ... η μήπως μέ κανένα άπό αύτά τά μέσα δέν κατακτάται ή εύτυχία άλλά μέ μία άπό τίς δύο δυνατότητες: δηλαδή είτε μέ θεϊκή εμπνευση, όπως άκριβώς οι έκστατικοί, ενθεοι καί θεόπνευστοι ανθρωποι, είτε μέ τήν τύχη. Γιατί πολλοί ανθρωποι ύποστηρίζουν ότι ή εύτυχία καί ή καλοτυχία είναι τό ίδιο πράγμα.

Τήν εύτυχισμένη, μακάρια καί εύγενική ζωή θά μπορούσε νά έπιτύχει κανείς, αν ύπήρχαν τρείς κυρίως προϋποθέσεις, πού άναγνωρίζονται γενικά σάν τίς πι6 Επιθυμητές. Μερικοί δηλαδή θεωρούν μεγαλύτερο άγαθό τή φρόνηση, αλλοι τήν άρετή καί αλλοι τέλος τήν ήδονή. Άλλοι πάλι διαφωνούν σχετικά μέ τή σημασία πού εχει κάθε μιά άπ’ αύτές τίς προϋποθέσεις γιά τήν εύτυχία ύποστηρίζοντας ότι αλλοτε ή μιά καί αλλοτε ή αλλη συμβάλλουν περισσότερο σ' αύτήν τήν εύτυχία. Οι πρώτοι λένε ότι ή φρόνηση είναι μεγαλύτερο άγαθό άπό τήν άρετή, οΙ αλλοι άντίθετα ότι είναι ή άρετή, καί οΙ τρίτοι ότι καί άπό τίς δύο αύτές ύπερτερεί ή ήδονή. Μερικοί άκόμα νομίζουν πώς γιά νά ζεί κανείς εύτυχισμένα είναι άπαραίτητες καί οι τρείς αύτές προϋποθέσεις, αλλοι οι δύο μόνο καί τέλος οι τρίτοι, τή μιά μόνο άπ’ αύτές.

Σχετικά, λοιπόν, μ’ αύτά έπιβάλλεται νά σκεφτούμε ότι κάθε ανθρωπος, πού μπορεί νά ρυθμίσει τη ζωή του σύμφωνα μέ τήν προτίμησή του, θέτει ενα σκοπό γιά μιά εύτυχισμένη ζωή, δηλαδή ν’ άποκτήσει η τιμές είτε δόξα είτε χρήματα είτε παιδεία, καί σ’ άναφορά μ’ αύτόν τό σκοπό ρυθμίζει έπειτα όλες τίς ένέργειές του (γιατί βέβαια μιά ζωή πού δέν εχει κάποιο σκοπό είναι μεγάλη άνοησία). Γι’ αύτό, λοιπόν, πρέπει πρώτα πρώτα νά καθορίσουμε μέ τόν έαυτό μας, χωρίς έπιπολαιότητα καί άπερισκεψία, μέ ποιό πράγμα άπ’ αύτά πού έξαρτώνται άπό τή θέλησή μας κατακτάται ή εύτυχισμένη ζωή καί ποιά συνιστούν τίς άπαραίτητες προϋποθέσεις, πού χωρίς αύτές δέν είναι δυνατόν νά ύπάρχει ή εύτυχισμένη ζωή. 

'Ωστόσο ύπάρχουν διάφορες μορφές ζωής, γιά τίς όποίες μερικοί δέν δέχονται τήν εύτυχισμένη κατάσταση δπως τήν έννοοϋμε έμείς, άλλά εξαντλούν τό ενδιαφέρον τους στήν άπόκτηση μόνο τών άναγκαίων γιά τή συντήρηση άγαθών, π.χ. αύτοί πού άσχολούνται μέ ταπεινά έπαγγέλματα, η μέ κερδοσκοπικές έπιχειρήσεις καί χειρωνακτικές έργασίες. Ταπεινά έπαγγέλματα έννοώ δσα εχουν ώς στόχο τους μόνο τήν κοινωνική προβολή, ένώ χειρωνακτικά έννοώ τά καθιστικά καί τά βιοποριστικά καί κερδοσκοπικά δσα άσχολούνται μέ τόν μεταπρατισμό. ’Επειδή τώρα τρία είναι τά άγαθά πού συντελούν γιά μιά εύτυχισμένη ζωή, αύτά πού άναφέραμε προηγουμένως σάν τά μεγαλύτερα γιά τούς άνθρώπους, δηλαδή άρετή, φρόνηση καί ήδονή, γι’ αύτό βλέπουμε νά ύπάρχουν άντίστοιχα καί τρείς μορφές ζωής, τίς όποίες προτιμούν νά ζήσουν δλοι δσοι τυγχάνουν νά εχουν δικαίωμα έπιλογής: τήν πολιτική δραστηριότητα, τήν ένασχόληση μέ τή φιλοσοφία καί τή ζωή τών ύλικών άπολαύσεων. ’Από αύτές τίς μορφές ζωής δηλαδή ή φιλοσοφία εχει ώς σκοπό της τή θεωρητική γνώση καί τήν ερευνα γιά τήν άλήθεια, ή πολιτική ένδιαφέρεται γιά τίς όρθές ένέργειες (αύτές είναι οί σύμφωνες μέ τήν άρετή), τέλος ό άπολαυστικός τρόπος ζωής ένδιαφέρεται γιά τίς ήδονές τών αισθήσεων. 


Διαιρεση Αρετων 

Μερικοί άλλοι πάλι δέ θά προτιμούσαν καμιά μορφή τής θεωρητικής γνώσεως οϋτε περισσότερο τίς ήδονές τών αίσθήσεων, άλλά μιά πρακτική δραστηριότητα πού έμπνέεται άπό τήν άρετή. Μερικοί μάλιστα έπιλέγουν τή δραστηριότητα αύτή όχι τόσο γιά τήν άπόκτηση κοινωνικής προβολής άλλά άκόμα κι δταν δέν εχουν καμιά προοπτική έπιτυχίας. ’Αλλά οΙ περισσότεροι άπό τούς πολιτικούς άνδρες στήν πραγματικότητα δέν άξίζουν αύτόν τόν χαρακτηρισμό (δηλ νά λέγονται πολιτικοί), γιατί δέν είναι άληθινά πολιτικοί• γιατί ό σωστός πολιτικός άντρας έπιλέγει τίς εντιμες πράξεις γι' αύτές τίς ίδιες χωρίς ύστεροβουλία, οΙ περισσότεροι δμως στρέφονται σ' αύτή τή μορφή ζωής άπό πλεονεξία καί φιλαργυρία. ’Από δσα είπαμε, λοιπόν, γίνεται φανερό δτι δλοι οΙ άνθρωποι άνάγουν τήν εύτυχία σέ τρείς βασικές μορφές ζωής: στήν πολιτική, στη φιλοσοφική καί στήν ήδονιστική.

Ό Σωκράτης, λοιπόν, κατά τή γεροντική του ήλικία πίστευε, πώς σκοπός τής ζωής είναι ή γνώση τής άρετής, γι' αύτό ζητούσε νά όρίσει, τί είναι ή δικαιοσύνη, τί είναι ή άνδρεία καί τί καθένα μέρος τής άρετής. Εϋλογα βέβαια εκανε αύτές τίς έρωτήσεις, πίστευε δηλαδή πώς δλες οι άρετές είναι ύπόθεση θεωρητικής γνώσεως, ετσι πού νά συμπίπτουν• τό νά ξέρουμε τί είναι δικαιοσύνη καί τό νά είμαστε δίκαιοι• μόλις μάθουμε τή γεωμετρία καί τή χτιστική, νά γινόμαστε άμέσως χτίστες καί μαθηματικοί. Γι' αύτό άκριβώς ζητούσε νά μάθει, τί είναι άρετή καί όχι πώς κατακτάται ή άρετή καί μέ ποιές προϋποθέσεις πραγματώνεται. Αύτό δμως συμβαίνει μόνο μέ τίς θεωρητικές έπιστήμες. .. Γιατί δέ θέλουμε νά μάθουμε τί είναι άνδρεία, άλλά νά είμαστε άνδρείοι, οϋτε τί είναι δικαιοσύνη, άλλά νά είμαστε δίκαιοι, δπως άκριβώς θά προτιμούσαμε νά είμαστε ύγιεΐς παρά νά μάθουμε τί είναι ύγεία καί τέλος νά αισθανόμαστε καλά παρά νά μάθουμε, τί σημαίνει νά εχει κανείς ώραία διάθεση. 

Καί γιά τό γιατρό βέβαια ύπάρχει ενα όρισμένο μέτρο, καί σ’ αναφορά μ’ αύτό κρίνει, τί είναι ύγιεινό γιά τό σώμα καί τί όχι, καθώς καί ποιά πρέπει νά είναι ή ποσοτική άναλογία (τών φαρμάκων) σέ κάθε περίπτωση, ωστε νά διατηρείται ή καλή ύγεία• γιατί άν είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, τότε δέν εχει καμιά εύεργετική έπίδραση. Έτσι πρέπει καί ό ένάρετος άνθρωπος νά εχει ενα μέτρο στίς πράξεις του καί στίς προτιμήσεις του σχετικά μέ τά φυσικά άγαθά πού δέν είναι άξια έπαίνου, πώς νά τά εχει καί πώς νά τά έπιλέγει, καθώς έπίσης καί άν πρέπει ν’ άποφεύγει η νά έπιδιώκει τά πολλά ή λίγα χρήματα καί τά άλλα έξωτερικά άγαθά. Στά προηγούμενα, λοιπόν, είπαμε πώς μέτρο είναι ή λογική. Αύτό σημαίνει σάν νά ελεγε κανείς δτι στά θέματα πού άφορούν τή διατροφή μέτρο πρέπει νά είναι ή ίατρική έπιστήμη καί οΙ εντολές της. 'Ωστόσο αυτό είναι βέβαια σωστό, άλλά δέν είναι σαφές. Πρέπει κανείς, δπως καί στά αλλα ζητήματα, νά ρυθμίζει τή ζωή του σύμφωνα μέ τήν ένέργεια Αυτής τής κυρίαρχης άρχής, δπως 6 δούλος ρυθμίζει τή συμπεριφορά του σύμφωνα μέ τήν έπιθυμία τού κυρίου του καί γενικά καθένας σύμφωνα μέ τήν άνώτερη άπ’ αυτόν άρχή. 

’Επειδή, λοιπόν, καί 6 άνθρωπος άπό τή φύση του συνίσταται άπό δύο μέρη, άπό τό κυρίαρχο καί τό κυριαρχούμενο, γι' αυτό καθένα όφείλει νά ζεί σύμφωνα μέ τήν κοινή κυρίαρχη άρχή. Αυτή δμως (ή άρχή) εχει δύο μορφές γιατί διαφορετικό πράγμα είναι 6 ρόλος τής Ιατρικής καί αλλο είναι ή ύγεία, δηλαδή ή ιατρική ύπάρχει γιά χάρη τής ύγείας. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τή θεωρητική άρχή τής ψυχής. Ό Θεός δηλαδή είναι μιά κυρίαρχη άρχή, δέν εξουσιάζει δμως αυθαίρετα, άλλά έκφράζει αυτό πού ή φρόνηση έπιτάσσει. Έτσι 6 σκοπός τών πράξεων είναι διπλός — αυτά δμως τά εχουμε άναπτύξει σέ αλλη θέση, — άλλά βέβαια ό Θεός δέν εχει καμιά άνάγκη. ’Εκείνη, λοιπόν, ή έπιλογή καί ή άπόκτηση τών φυσικών άγαθών, είτε αυτά άναφέρονται στό σώμα, είτε είναι χρήματα η φίλοι η 6,τιδήποτε άπό τά αλλα άγαθά, πού θά καταστήσει δυνατή κατά τόν καλύτερο τρόπο τή γνώση τού Θεού, Αυτή άκριβώς είναι ή αριστη έκλογή καί αυτό τό ώραιότερο μέτρο. ’Αντίθετα κάθε αλλη έκλογή, πού είτε άπό ύπερβολή είτε άπό ελλειψη έμποδίζει τή λατρεία καί τή γνώση τού Θεού, είναι κακή. Αυτό είναι τό αριστο μέτρο τής ψυχή•. δηλ. νά προσέχουμε δσο γίνεται λιγότερο τό αλλο (α-λογο) μέρος τής ψυχής, έφόσον βέβαια είναι τέτοιο. Ποιό είναι, λοιπόν, τό μέτρο τών καλών καί ώραίων πράξεων καί ποιός 6 σκοπός τών ύλικών άγαθών, ας θεωρηθούν δσα είπαμε άρκετά. 

Οί φυσικοεπιστημονικές πρόοδοι καί ή μεταφυσική τους ύποδομή έπέδρασαν σημαντικά στίς θεωρίες γιά τήν όρθή πράξη καί τήν εύτυχισμένη ζωή. Όσο μεγάλωνε ό Άριστοτέλης γινόταν όλο καί πιό έπιφυλακτικός, όταν έπρόκειτο νά έκφρασθει γιά τούς θεϊκούς κανόνες. Ή έπεξεργασία τής θεωρίας της αίτιότητας δίνει τή δυνατότητα νά μιλήσει κανείς πιό αμεσα γιά κανόνες, μιά καί ό ανθρωπος παρουσιάζεται σάν μία άπό τίς πιό εύνοϊκές συσπειρώσεις του Είναι. Ή Ήθική συμπεριφορά είναι ενα μέρος του άνθρώπινου Είναι. Ή Ήθική γίνεται έπομένως άνάστυξη της φύσεως του άνθρώπου. Σ’ αύτή τήν μετατόπιση τών προοστικών, οπως παρουσιάζεται στήν Ήθική πού πηρε τ' όνομά της άπό τό γιό του Άριστοτέλη Νικόμαχο, δέν διαφαίνεται καμιά άποστροφή άπό τό θρησκευτικό στοιχείο, άλλά μάλλον μιά αύξανόμενη φιλοσοφική συγκέντρωση. Κανείς δέν θά έκπλαγει γιά τό ότι ό Άριστοτέλης έκμεταλλευόμενος τήν εννοια τής φύσεως παραχώρησε μεγάλο χώρο στήν παρατήρηση τής πραγματικής συμπεριφοράς τών άνθρώπων. Στόν δύσλυτο κόμπο τού πραγματικού καί τού κανόνα, πού παρουσιάζεται ώς «φύση», βρίσκεται καί ή αίτία τής διαρκούς συζήτησης, αν τά Ήθικά Νικομάχεια, δέν έξαντλούνται στό θετικό, στό περιγραφικό η στή φαινομενολογία. Ωστόσο κι έδώ σίγουρα τό καλύτερο θά είναι νά άποδώσουμε χωρίς σχόλια τίς άποδείξεις τής ήθικής σκέψης τού φιλοσόφου. Γιά νά διατηρήσουμε τή συνοχή τής σκέψης του θά παραθέσουμε καί πάλι μεγάλα άποσπάσματα.

Τό Καλό: Κάθε τεχνική ένασχόληση καί κάθε επιστημονική γνώση, κάθε ήθική ενέργεια καί κάθε επιλογή, όπως πιστεύεται γενικά, εχουν ώς στόχο τους κάποιο καλό. Επομένως σωστά όρισαν τό καλό, σάν τό σκοπό πού επιδιώκουν όλα τά οντα. 'Ωστόσο φαίνεται νά ύπάρχει κάποια διαφορά στούς σκοπούς .... ’Επειδή όμως ύπάρχουν πολλών εΙδών δραστηριότητες, τέχνες καί επιστημονικές ειδικότητες, ύπάρχουν καί πολλοί σκοποί• π.χ. σκοπός τής Ιατρικής επιστήμης βέβαια είναι ή ύγεία, ενώ τής ναυπηγικής τό πλοίο, τής στρατηγικής ή νίκη καί τής οικονομικής επιστήμης 6 πλούτος. Όσες τώρα άπό τίς τεχνικές ειδικότητες αύτές ύπάγονται σέ μιά 6ρισμένη τέχνη, όπως π.χ. στήν Ιππική τέχνη ύπάγεται ή τεχνική τής κατασκευής χαλινών καί όποια άλλη ειδικότητα κατασκευάζει διάφορα πράγματα γιά τά άλογα, ένώ ή ίδια ή Ιππική τέχνη καί κάθε άλλη εΙδική τέχνη πού άφορά τόν πόλεμο ύπάγονται στή στρατηγική τέχνη. Μέ τήν ίδια, λοιπόν, μέθοδο ύπαγωγής άλλες τέχνες ύπάγονται σ' άλλες, σ’ όλες όμως γενικά οΙ σκοποί όλων τών άρχικών τεχνών είναι σπουδαιότεροι άπό τούς σκοπούς τών ύποδεέστερων τεχνών, γιατί αύτές ύπάρχουν χάριν εκείνων (δηλ. τών άρχικών) ... Άν, λοιπόν, πράγματι στήν ήθική ενέργεια ύπάρχει κάποιος σκοπός, πού τόν επιδιώκουμε καθαυτόν καί όλοι οΙ άλλοι είναι μόνο μέσο γιά τό σκοπό αύτό, καί ετσι επιλέγουμε τά πάντα γιά κάτι αλλο, — επειδή αύτό θά τραβούσε βέβαια στό άπειρο, ετσι πού κάθε επιδίωξή μας θά γινόταν κενή καί μάταιη, — είναι προφανές ότι αύτός άκριβώς 6 τελικός σκοπός θά πρέπει νά είναι τό καλό καί μάλιστα τό μεγαλύτερο καλό. Άραγε, λοιπόν, εχει ή γνώση τού σκοπού αύτού μεγάλη σημασία καί, όπως οΙ τοξότες εχουν ενα στόχο, θά μπορούσαμε μέ τή βοήθειά της νά πετύχουμε εύκολότερα τό όρθό; 

’Επειδή είναι φανερό πώς ύπάρχουν πολλοί σκοποί καί απ' αύτούς επιλέγουμε μερικούς ώς μέσο γιά νά επιτύχουμε άλλους, όπως π.χ. χρήματα, αύλούς καί γενικά ό,τι είναι μέσο γιά ενα σκοπό, ετσι είναι πρόδηλο δτι δέν είναι δλοι οΙ σκοποί αύτοσκοποί. Τό ϋψιστο άγαθό δμως φαίνεται πώς είναι κάτι σάν αύτοσκοπός. Άν, λοιπόν, -υπάρχει ενας μόνο πραγματικό αύτοσκοπός, αύτός θά επρεπε νά είναι τό ζητούμενο, αν -υπάρχουν περισσότεροι, τότε αύτός πού είναι πληρέστερος. 'Ως πληρέστερον έννοούμε αύτόν πού τόν έπιδιώκουμε καθαυτόν σέ σύγκριση μ' αύτόν πού είναι μέσο γιά νά έπιτύχουμε κάτι αλλο• έπίσης αύτόν πού δέν τόν έπιλέγουμε ποτέ γιά κάποιον αλλον, σέ σύγκριση μ' έκείνους πού τούς προτιμούμε καθαυτούς άλλά καί ώς μέσο γιά κάτι αλλο. Καί γενικά ώς αύτοσκοπό θεωρούμε αύτό πού πάντοτε τό έπιλέγουμε καθαυτό καί σέ καμιά περίπτωση σάν μέσο γιά εναν αλλο σκοπό. 'Ένα τέτοιο άγαθό φαίνεται πώς είναι κατ' έξοχήν ή εύτυχία.

Γιά τούς πολλούς άνθρώπους, λοιπόν, τά εύχάριστα πράγματα βρίσκονται σέ μιά διαμάχη μεταξύ τους, γιατί δέν είναι άπό τη φύση τους τέτοια. Γιά τούς λάτρες τού ώραίου δμως εύχάριστα είναι δσα είναι φύσει εύχάριστα. Άν δμως είναι ετσι, τότε οΙ σύμφωνες μέ την άρετή ένέργειες θά ήταν καθαυτές εύχάριστες, άλλά βέβαια συγχρόνως θά ήταν καί καλές καί ώραίες. 'Ωστόσο δμως ή εύτυχία φαίνεται δτι χρειάζεται (γιά νά όλοκληρωθεί) καί τά έξωτερικά -υλικά άγαθά, δπως είπαμε, γιατί είναι άδύνατο η τουλάχιστον δύσκολο νά κάνουμε τό καλό, χωρίς κανένα οικονομικό μέσο. Πράγματι πολλά πράγματα τά κατορθώνουμε μέ τη βοήθεια τών φίλων, τών χρημάτων η τής πολιτικής έπιρροής, πού τά χρησιμοποιούμε ώς όργανα. Έπίσης μειώνει τήν εύτυχία ή ελλειψη όρισμένων άγαθών, δπως ή εύγενική καταγωγή, τά πολλά παιδιά καί ή όμορφιά. 

Άλλά νά άποδώσουμε στήν τύχη τά μεγαλύτερα καί ώραιότερα πράγματα, θά ήταν πράγματι πολύ άστοχο. Διότι εχόυμε χαρακτηρίσει ήδη τήν εύτυχία σάν μιά χαρακτηριστική ένέργεια τής ψυχής σύμφωνη μέ τήν άρετή. Στούς έγκρατείς καί στούς μή έγκρατείς άνθρώπους, έπαινούμε τή λογική καί τό λογικό μέρος τής ψυχής τους... Προφανώς δμως κοντά σ' αύτά ύπάρχει άπό τη φύση καί μιά άλλη δύναμη άντίθετη στό λογικό στοιχείο τής ψυχής, ή όποία τό άντιμάχεται καί άντιδρά σ’ αύτό... Φαίνεται μάλιστα πώς κι αύτή ή δύναμη εχει συμμετοχή στό λογικό μέρος τής ψυχής, δπως είπαμε, όπωσδήποτε στόν έγκρατή άνθρωπο -υπακούει αύτή ή δύναμη σ' αύτό. Επιπλέον ίσως είναι πιό -υπάκουη στούς φρόνιμους άνθρώπους καί στούς γενναίους, γιατί σ' αύτούς -υπάρχει πλήρης άρμονία μέ τό λογικό στοιχείο. Είναι, λοιπόν,προφανές δτι καί τό ά-λογο μέρος τής ψυχής έχει δυό όψεις (είδη): δηλαδή τό (νευρο)φυτικό μέρος δέν έχει καμιά έπικοινωνία μέ τό λογικό μέρος, ένώ τό έπιθυμητικό μέρος καί γενικά οΙ όρμές ως ενα βαθμό έχουν μιά σχέση μέ τό λογικό, έφόσον ύπακούουν σ’ αύτό καί πειθαρχούν... Τό δτι τώρα τό ά-λογο στοιχείο τής ψυχής κατά κάποιο τρόπο πείθεται άπό τό λογικό, αύτό μας φανερώνει ή νουθεσία, κάθε μορφή έπιτίμησης καί ή ένθάρρυνση . Άν, λοιπόν, χρειάζεται νά πούμε πώς καί τό μέρος αύτό έχει μέσα του ενα λογικό στοιχείο, τότε πρέπει καί τό λογικό μέρος τής ψυχής νά έχει διττό χαρακτήρα: ενα μέρος πού είναι στήν κυριολεξία λογικό καί καθαυτό καί τό άλλο πού ύπακούει στό πρώτο, δπως τό παιδί στόν πατέρα του. Ή Αρετή: τίς έπαινετές εξεις όνομάζουμε άρετές. 'Ωστόσο δέν ειναι άρκετό νά πούμε δτι ή άρετή είναι εξις (Ιδιότητα καί στάση ήθική), άλλά πρέπει νά όρίσουμε καί τί εϊδους είναι αύτή ή εξις... ποιά είναι ή ούσία (φύσις) τής άρετής. 

Κάθε άνθρώπινη γνώση, λοιπόν, όλοκληρώνει τό έργο της μόνο άν άποβλέπει στό μέτρο καί κατευθύνει πρός αύτό τίς προσπάθειές της. Γι’ αύτό οι άνθρωποι συνηθίζουν νά έπιλέγουν τά όλοκληρωμένα έργα τέχνης, γιατί σ’ αύτά δέν ειναι δυνατόν ούτε ν’ άφαιρέσουμε ούτε νά προσθέσουμε τίποτε, έπειδή βέβαια σ’ αύτό ή ύπερβολή η ή έλλειψη καταστρέφουν τήν άρμονία τού έργου, ένώ τό μέτρο τή σώζει• άπό τό άλλο μέρος καί οι καλοί μαστόροι, δπως λέμε, φτιάχνουν τά έργα τους άποβλέποντας σ’ αύτό (δηλ. στήν έπίτευξη τού μέτρου), — καί άν ή άρετή επίσης είναι εύγενέστερη καί ώραιότερη, δπως καί ή φύσις, άπό όποιαδήποτε τέχνη, τότε θά πρέπει νά άποβλέπει καί αύτή στό μέτρο. 'Εννοώ βέβαια τήν ήθική άρετή.

Ή άρετή, λοιπόν, είναι μιά στάση ζωής πού στηρίζεται στήν άδέσμευτη βούληση τού άνθρώπου καί έγκειται στό μέσο κατά τή δική μας κρίση, αύτό πού εχει προσδιοριστεί μέ τή νόηση καί πού θά μπορούσε νά τό όρίσει καί ενας λογικός άνθρωπος. Αύτή ή άρετή, είναι τό μέσο άνάμεσα σέ δύο κακά, άπό τά όποία τό ενα προκύπτει άπό τήν ύπερβολή καί τό άλλο άπό τήν έλλειψη. Καί έπιπλέον στό δτι τό ενα ύπολείπεται τού δέοντος ένώ τό άλλο τό ξεπερνάει κι αύτό (φαίνεται) στίς έκδηλώσεις τών παθών καί στά ήθικά ένεργήματα τού άνθρώπου. Ή άρετή δμως έξευρίσκει καί έπιλέγει τό μέσο άνάμεσα σ’ αύτές τίς καταστάσεις. Γι’ αύτό ή άρετή άπό τήν άποψη τής ούσίας καί τής θεωρητικής άντιλήψεως ειαι τό μέσο άνάμεσα σέ δύο άκραίες θέσεις, δταν δμως τή θεωρήσουμε άπό τήν άποψη τού τί είναι, τό καλύτερο καί τό όρθό, είναι άκραία θέση. 

Άπό τά δύο άκρα τό ενα είναι περισσότερο καί τό άλλο λιγότερο λανθασμένο. ’Επειδή δμως είναι πολύ δύσκολο νά έπιτύχουμε τό μέσο, γι' αύτό πρέπει, δπως λέει ή παροιμία, νά άρκεσθούμε άπό τούς δυό δρόμους στόν καλύτερο καί νά έπιλέξουμε τό λιγότερο κακό, πράγμα πού θά γίνει άπλούστατα μ’ αύτό τόν τρόπο πού προτείνουμε. Πρέπει έπίσης νά προσέχουμε, πρός ποιά πράγματα έμείς οΙ ίδιοι έχουμε μιά Ιδιαίτερη φυσική κλίση, γιατί δλοι άπό τή φύση μας έχουμε διαφορετικές προτιμήσεις. Αύτό μπορούμε νά τό διαπιστώσουμε άπό τά πράγματα πού μάς εύχαριστούν ή μάς δυσαρεστούν. Στίς περιπτώσεις αύτές, λοιπόν, πρέπει νά άποτραβιούμαστε στό άντίθετο άκρο, γιατί θά πετύχουμε τό μέσο, άν άπομακρύνουμε τόν έαυτό μας άρκετά άπό τή λανθασμένη πλευρά, δπως άκριβώς κάνουν δσοι προσπαθούν νά ίσάξουν τά στραβά ξύλα. Προπάντων πρέπει παντού νά φυλαγόμαστε άπό τή γοητεία πού άσκεί τό εύχάριστο καί ή ήδονή, γιατί δέν είμαστε άδέκαστοι στήν κρίση μας άπέναντί της. Αύτό άκριβώς πού αίσθάνθηκαν οΙ δημογέροντες τής Τροίας δταν άντίκρυσαν τήν Ελένη, αύτό πρέπει νά νιώσουμε κι έμείς μπροστά στήν ήδονή, καί σ' δλες τίς περιπτώσεις νά έπαναλαμβάνουμε τά λόγια τους. Γιατί άν κατορθώσουμε νά τήν άπομακρύνουμε μ' αύτό τόν τρόπο, θά σφάλουμε λιγότερο. ”Αν, λοιπόν, κάνουμε αύτά, γιά νά τό πούμε σύντομα, τότε πολύ γρήγορα θά μπορέσουμε νά έπιτύχουμε τό μέσο μέτρο. 

Αριστοτελης και Πλουταρχος μαζι με Αγιους της Εκκλησιας
Μονη Βελλας Ηπειρου

Ή Ελευθερία: Άν ώς άκούσιες χαρακτηρίζονται οΙ πράξεις πού γίνονται μέ τή βία ή άπό άγνοια, έκούσιες έπομένως θά επρεπε νά είναι δσες εχουν τήν άρχή τους στόν ίδιο τόν πράττοντα, πού γνωρίζει τίς περιστάσεις (τά καθέκαστα) ύπό τίς όποίες εγινε ή πράξη. Άν, λοιπόν, έξαρτάται άπό μάς νά κάνουμε ή νά μή κάνουμε τό καλό καί τό κακό, κι αύτό είπαμε δτι είναι τό ίδιο μέ τό νά είμαστε καλοί ή κακοί, σέ μάς έπομένως εγκειται νά είμαστε σπουδαίοι ή άσήμαντοι.

Γιά τίς πράξεις μας είμαστε έμείς κύριοι (ύπεύθυνοι) άπό τήν άρχή ως τό τέλος, έπειδή γνωρίζουμε δλα τά καθέκαστα της έκτέλεσής των, ένώ γιά τίς έξεις μας είμαστε ύπεύθυνοι μόνο γιά τήν άρχή τους, γιατί τή βαθμιαία άνάπτυξή τους σ' δλα τά στάδια δέν μπορούμε νά τήν παρακολουθήσουμε, δπως άκριβώς συμβαίνει μέ τίς άρρώστιες. ’Επειδή δμως ήταν στό χέρι μας νά διαμορφώσουμε τήν άρχή τους δπως θέλαμε ετσι ή άλλιώς, γι' αύτό άκριβώς οΙ πράξεις μας είναι έκούσιες (έλεύθερες).

Τό Χρέος καί τό Ήθος: Μεγαλόψυχος, δπως είναι γνωστό, θεωρείται αύτός πού θεωρεί τόν έαυτό του άξιο γιά μεγάλα εργα, καί μάλιστα νά είναι πράγματι άξιος γιατί δποιος νομίζει κάτι τέτοιο χωρίς νά τό άξίζει είναι ήλίθιος, άλλά βέβαια κανείς ένάρετος άνθρωπος δέν είναι ηλίθιος ούτε άνόητος. Αύτός, λοιπόν, είναι ό μεγαλόψυχος άνθρωπος. Γιατί δποιος είναι Ικανός γιά μικρές πράξεις καί θεωρεί τόν έαυτό του ίκανό γι’ αύτές, αύτός είναι μετριόφρων δέν είναι δμως μεγαλόψυχος, γιατί ή μεγαλοψυχία εγκειται στό μέγεθος τών πράξεων, δπως άκριβώς καί ή ώραιότητα φαίνεται στό μεγάλο άνάστημα, ένώ οι μικρόσωμοι άνθρωποι μπορεί νά είναι κομψοί καί συμμετρικοί, δέν είναι δμως ώραίοι. Άντίθετα τώρα δποιος θεωρεί τόν έαυτό του ικανό γιά μεγάλες πράξεις ένώ είναι άνάξιος, αύτός είναι φαντασμένος. 'Ωστόσο δέν χαρακτηρίζουμε όπωσδήποτε φαντασμένο δποιον νομίζει τόν έαυτό του ικανό γιά μεγαλύτερες πράξεις άπό αύτές πού μπόρεσε νά κάνει. 'Όποιος δμως νομίζει τόν έαυτό του ικανό γιά μικρότερες πράξεις άπό αύτές πού μπορεί νά κάνει αύτός είναι ταπεινόφρων, άσχετα άν είναι πράγματι άξιος γιά μεγάλα η κανονικά εργα ή γιά μικρά, άφού αύτός θεωρεί τόν έαυτό του Ικανό γιά μικρότερα. 

’Επιπλέον χαρακτηριστικά τού μεγαλόψυχου είναι νά μή έπιδιώκει πράγματα πού φέρνουν μέν τιμές τήν πρωτοβουλία δμως εχουν άλλοι• έπίσης νά είναι έπιφυλακτικός καί φλεγματικός, έκτός άν πρόκειται γιά πράγματα πού συνεπάγονται μεγάλη άναγνώριση η κάποια έξαιρετική πράξη• άναλαμβάνει μόνο νά κάνει λίγα εργα, άλλά αύτά νά είναι μεγάλα καί όνομαστά. Άναγκαστικά ενας τέτοιος χαρακτήρας όπως ό μεγαλόψυχος, δέν μπορεί παρά νά εκδηλώνει φανερά τό μίσος καί τά αισθήματα τής φιλίας, — γιατί ή άπόκρυψη αύτών τών αισθημάτων χαρακτηρίζει τόν άνθρωπο πού φοβάται, — καί ενδιαφέρεται γιά τήν άλήθεια περισσότερο παρά γιά τή γνώμη τών πολλών• επιπλέον μιλάει καί ενεργεί φανερά, — μιλάει ελεύθερα γιατί ξέρει ότι είναι άνώτερος, καί περιφρονεί τούς άλλους γι' αύτό είναι ειλικρινής, εκτός άπό τίς περιπτώσεις πού θέλει νά είρωνευθεί τούς άνθρώπους. ’Επίσης δέν μπορεί νά συγχρωτίζεται μέ άλλους άνθρώπους εξω άπό τούς φίλους του. 

’Επειδή όμως στή ζωή ύπάρχει καί χρόνος γιά άνάπαυση καί σ' αύτήν εχει τή θέση του ή διασκέδαση μέ τρόπο εύχάριστο, γι’ αύτό πιστεύουμε ότι καί στήν περίπτωση αύτή ύπάρχει ενας εύπρεπής τρόπος συναναστροφής, δηλαδή τί πρέπει νά λέει κανείς καί πώς πρέπει νά τό λέγει, καθώς επίσης καί τί ν' άκούει. 'Οπωσδήποτε ύπάρχει διαφορά, άν θά μιλάει κανείς ή θ’ άκούει στίς περιπτώσεις αύτές. Είναι βέβαια προφανές ότι καί στίς περιπτώσεις αύτές ύπάρχει ύπερβολή καί ελλειψη σέ σχέση μέ τό μέσο.... Αύτούς πού διασκεδάζουν μέ εύπρέπεια κατά τό χρόνο τής άνάπαυσης τούς όνομάζουμε εύφυολόγους δηλαδή εύστροφους .. ''Ο εύτράπελος όμως ύποκύπτει στόν πειρασμό νά προξενήσει τό γέλοιο καί δέν λυπάται ούτε τόν έαυτό του ούτε τούς άλλους προκειμένου νά κάνει τή συντροφιά νά γελάσει.''

Άν οι πολίτες δέν είναι ίσοι, τότε δέν θά εχουν επίσης ίσα μερίδια, άλλά άπό δώ άκριβώς άρχίζουν οι διαμάχες καί οΙ άντεγκλήσεις, όταν δηλαδή εχουν ή νέμονται είτε ίσοι οχι ίσα είτε οχι ίσα οι ίσοι. Ή άντεκδίκηση σέ πολλές περιπτώσεις δέ συμφωνεί μέ τή δικαιοσύνη. ’Εάν π.χ. ενας δημόσιος λειτουργός, χτυπήσει κάποιον, δέν πρέπει νά τού άνταποδώσουμε τό χτύπημα, καί άντίθετα: άν κάποιος χτύπησε ενα όργανο τής εξουσίας, αύτός οχι μόνο πρέπει νά χτυπηθεί άλλά καί νά τού έπιβληθεί ποινή. Πέρα απ' αύτό εχει μεγάλη διαφορά άν μιά πράξη εγινε εκ προθέσεως ή οχι. Άλλά βέβαια στίς σχέσεις πού στηρίζονται στήν άμοιβαιότητα τό δίκαιο αύτό τής άντεκδίκησης εχει μεγάλη ίσχύ, μέ τήν Ενοια όμως, τής άναλογίας καί όχι τής ισότητας γιατί ή άναλογική ίσχύ τού νόμου αύτού τής άντεκδίκησης εξασφαλίζει τή σταθερότητα τής πόλεως. Οι πολίτες δηλαδή ζητούν νά ξεπληρώνεται τό κακό μέ τό κακό, διαφορετικά νομίζουν πώς βρίσκονται στήν κατάσταση τών δούλων, άν δέν μπορούν ν' άνταποδώσουν τό κακό• ή ζητούν νά άνταποδίδουν τό καλό, κι άν δέν μπορούν, δέν ύπάρχει άμοιβαιότητα• άκριβώς στήν άμοιβαιότητα στηρίζεται ή συμβίωσή τους... Αύτό είναι τό χαρακτηριστικό τής εύγνωμοσύνης, δηλαδή δτι πρέπει νά άνταποδώσουμε τήν ύπηρεσία πού μας πρόσφερε κάποιος, καί τήν προσεχή φορά νά προσθάσουμε έμείς νά τόν έξυπηρετήσουμε.

Γι’ αύτό δλα δσα μπορούν νά άνταλλάσσονται πρέπει νά είναι κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμα. Γι’ αύτό τό σκοπό εχει γίνει άποδεκτό τό νόμισμα, πού άπό μιά άποψη άποτελεί μιά ένδιάμεση άξία. Γιατί δλα μετριούνται σύμφωνα μ’ αύτό, έπομένως καί δ,τι είναι ύπερβολικό καί δ,τι είναι λίγο, πόσα παπούτσια π.χ. χρειάζεται μιά οικογένεια η πόσα τρόφιμα. Πρέπει, λοιπόν, διαφορά πού ύπάρχει άνάμεσα στό χτίστη καί στόν τσαγκάρη νά άντιστοιχεί καί ό άριθμός τών παπουτσιών καί τών τροφίμων πού χρειάζεται ενα σπίτι, δηλ. ό ενας χρειάζεται περισσότερα παπούτσια καί ό άλλος περισσότερη τροφή. Γιατί χωρίς αύτή τήν άναλογία, δέν μπορεί νά ύπάρξει ούτε συναλλαγή ούτε συμβίωση καί αύτά βέβαια θά μπορούσαν νά ύπάρξουν μόνο άν θά έπικρατούσε μιά όρισμένη ισότητα. 'Επομένως πρέπει, δπως είπαμε πρίν, νά ύπάρχει ενα κάποιο μέτρο μέ τό όποίο θά μετριούνται δλα. Αύτό είναι στήν πραγματικότητα ή άνάγκη πού συγκρατεί τά πάντα στήν κοινωνία γιατί άν οι άνθρωποι δέν είχαν καμιά άνάγκη η δέν είχαν κατά τόν ίδιο τρόπο άνάγκες, τότε δέ θά μπορούσε νά ύπάρξει καμιά άνταλλαγή η άν θά ύπήρχε θά ήταν άνιση. 'Ως άνταλλάξιμο τής άνάγκης εχει γίνει τό νόμισμα καί μάλιστα μέ κοινή συναίνεση.

Μερικοί νομίζουν δτι τέτοιο είναι δλο τό δίκαιο, δηλ. θετό, γιατί δλα τά φυσικά πράγματα είναι άμετάβλητα καί παντού εχουν τήν ίδια έπίδραση ..., ένώ ή άντίληψη γιά τό δίκαιο βλέπουν δτι συνεχώς άλλάζει. Αύτό δμως δέν είναι όρθό η τουλάχιστον είναι εν μέρει μόνο όρθό. Γιά δσα άφορούν τούς θεούς βέβαια ίσως ύπάρχει κάποια σταθερότητα, στούς άνθρώπους δμως ύπάρχει βέβαια κάτι πού είναι φυσικό, άλλά δλα ύπόκεινται μεταβολή. 'Ωστόσο ύπάρχει διάκριση γιά πράγματα πού είναι φυσικά καί άλλα πού δέν είναι. Ποιό δμως άπό τά πράγματα πού ύπόκεινται σέ άλλαγή είναι δίκαιο άπό τή φύση καί ποιό όχι, άλλά είναι άποτέλεσμα νόμου καί κοινής συναινέσεως, άν καί τά δύο αύτά άλλάζουν, αύτό είναι προφανές... Μέ τά δίκαια πού βασίζονται στό νόμο καί στό συμφέρον συμβαίνει τό ίδιο δπως στίς μονάδες μετρήσεως. Δηλαδή τά μέτρα γιά τά κρασιά καί γιά τά δημητριακά δέν είναι παντού τά ίδια, άλλά έκεί δπου άγοράζει κανείς αύτά τά προϊόντα είναι μεγαλύτερα, έκεί δμως δπου τά πουλάει μικρότερα. 

Τρία είναι τά πράγματα γιά τά όποία άγαπούν καί κάνουν φιλίες οι άνθρωποι: τό καλό, τό εύχάριστο καί τό ώφέλιμο. Τήν άγάπη πού έχουμε στά αψυχα πράγματα βέβαια δέν τή λέμε φιλία, γιατί δέν ύπάρχει άνταπόκριση φιλία ούτε έπιθυμία γιά τό καλό τού αλλου μέρους. Θά ήταν δηλαδή γελοίο νά εύχόμαστε στό κρασί κάτι καλό μά αν πρόκειται νά έκφράσουμε καμιά εύχή στήν περίπτωση αύτή, θά ζητούσαμε μόνο νά διατηρείται καλά, γιά νά τό έχουμε έμείς οΙ ίδιοι. Στό φίλο δμως πρέπει, καθώς λένε, νά εύχόμαστε τό καλό γι' αύτόν τόν ίδιο. 

Γιά νά γεννηθεί μιά εύγενική καί μεγάλη φιλία χρειάζεται άκόμη χρόνο καί άμοιβαία συνήθεια (έμπιστοσύνη). Γιατί, δπως λέει καί ή παροιμία, δέν είναι δυνατό νά γνωρισθούν οΙ ανθρωποι καλά μεταξύ τους προτού νά φάνε μαζί ψωμί κι άλάτι.Τό δτι δλο γενικά οΙ ανθρωποι έπιδιώκουν τήν ήδονή, θά μπορούσε κανείς νά νομίσει δτι συμβαίνει αύτό, έπειδή ολοι άνεξαίρετα άγαπούν τή ζωή. Ή ζωή δμως είναι μιά όρισμένη δραστηριότητα καί καθένας άναπτύσσει τή δραστηριότητά του στήν περιοχή καί σ' έκείνα πού τού άρέσουν περισσότερο. Π.χ. ό μουσικός μέ τήν άκοή γιά νά κατακτήσει τίς μελωδίες, ό φιλομαθής μέ τή δύναμη τού νού του τά έπιστημονικά προβλήματα, τό ίδιο συμβαίνει καί στίς αλλες ειδικότητες. Ή ήδονή δμως όλοκληρώνει τίς δραστηριότητες τού άνθρώπου καί τή ζωή βέβαια πού έπιθυμεί κανείς. Είναι, λοιπόν, κατανοητό, αν οΙ ανθρωποι άγαπούν τήν ήδονή, γιατί όλοκληρώνει τή ζωή τού καθενός, αύτή πού καί καθαυτή άξίζει — τό έρώτημα, αν έπιλέγουμε τή ζωή γιά χάρη τής ήδονής ή τήν ήδονή γιά χάρη τής ζωής, πρός τό παρόν ας τό άφήσουμε, γιατί αύτά τά δύο είναι, φαίνεται, τόσο στενά δεμένα μεταξύ τους, πού δέ γίνεται νά τά χωρίσουμε. Άλλά βέβαια χωρίς δραστηριότητα δέν ύπάρχει ήδονή καί κάθε δραστηριότητα τήν όλοκληρώνει ή ήδονή.

Ή ένέργεια τού νού, ώς εκφραση τής θεωρητικής του δυνάμεως, χαρακτηρίζεται προφανώς άπό τή σπουδαιότητά της καί δέν έπιδιώκει κανέναν αλλο σκοπό έξω άπό αύτήν, έπιπλέον συνοδεύεται άπό τήν οίκεία σ' αύτήν ήδονή, πού άπό τήν πλευρά της βοηθεί τήν έπαύξηση τής ένέργειας τού νού. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται νά ύπάρχουν δλα σ' αύτή τήν ένέργεια τού νού, ή άνεξαρτησία, ή άνάπαυση καί ή άκατάβλητη δύναμη, οσο είναι δυνατό αύτό, καί δλα δσα προσγράφουμε σ’ εναν εύτυχισμένο ανθρωπο. Αύτή, λοιπόν, θά μπορούσε νά ήταν ή ϋψιστη εύτυχία τού άνθρώπου, αν διαρκούσε όλόκληρη τή ζωή, γιατί βέβαια άπό τήν εύτυχία δέν έπιτρέπεται νά λείπει τίποτε. Άλλά μιά τέτοια ζωή θά ήταν άσφαλώς άνώτερη άπό τόν ανθρωπο, καί δέν μπορεί βέβαια νά τήν ζήσει δσο είναι ανθρωπος, παρά μόνο έφόσον εχει μέσα του κάτι τό θεϊκό. Καί δσο αύτό τό θεϊκό στοιχείο ύπερτερεΐ ατή σύνθετη ούσία τού άνθρώπου, τόσο άνώτερη είναι καί ή δραστηριότητά του άπό τή δύναμη των άλλων άρετών.

Άν, λοιπόν, 6 νούς σέ σχέση μέ τόν άνθρωπο είναι κάτι θεϊκό, τότε καί ή σύμφωνη μ’ αύτόν ζωή είναι θεϊκή σέ σχέση πρός τή συνηθισμένη άνθρώπινη ζωή. Έπομένως δέν πρέπει νά πιστεύουμε δσους (ποιητές) προτρέπουν νά άρκούμαστε στά άνθρώπινα, έπειδή είμαστε άνθρωποι, καί ούτε 6 θνητός νά σκέφτεται σάν θνητός, άλλά πρέπει, δσο μάς είναι δυνατό, νά πλησιάζουμε τήν άθανασία καί νά κάνουμε τά πάντα, γιά νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό καλύτερο στοιχείο πού ύπάρχει μέσα μας. Γιατί, μολονότι είναι μικρό στό μέγεθος (6 νούς δηλ.), ατή δύναμη καί στήν άξία ύπερέχει πολύ άπό δλα τά άλλα στοιχεία μέσα μας. Θά μπορούσε κανείς μάλιστα νά Ισχυρισθεί πώς σ' αύτό έγκειται ή ούσία τού άνθρώπου, άφού αύτό άποτελεί τό κύριο καί τό καλύτερο στοιχείο τής φύσεώς μας. Θά ήταν, λοιπόν, παράλογο, άν κανείς δέν ήθελε νά έπιλέξει γιά τή δική του τή ζωή άλλά γιά τή ζωή ένός άλλου. Καί αύτό πού είπαμε πρωτύτερα άρμόζει καί δώ, δηλαδή αύτό πού είναι οικείο ατή φύση τού καθενός, αύτό είναι τό άριστο καί τό πιό εύχάριστο γιά τόν καθένα. 'Επομένως γιά τόν άνθρωπο αύτό είναι ή σύμφωνη μέ τό πνεύμα ζωή, έφόσον σύμφωνα μ' αύτό άποτιμάται κατ’ έξοχήν 6 άνθρωπος. Αύτή, λοιπόν, ή ζωή είναι ή καθαυτό εύτυχισμένη.

Απόσπασμα από: J.M. Zemb : Αριστοτέλης, Εκδόσεις Νέα Σύνορα