της ∆όµνας Μπογδάνου, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
«Η πιο παγκόσµια ποιότητα είναι η διαφορετικότητα» Michel de Montaigne
Περίληψη
Τα χαρισµατικά και ταλαντούχα παιδιά είναι µια πραγµατικότητα που απασχολεί την κοινωνία από τα αρχαία χρόνια. Κινέζοι και αρχαίοι Έλληνες έδιναν τον δικό τους ορισµό της χαρισµατικότητας και αντιµετώπιζαν τα χαρισµατικά παιδιά µε ιδιαίτερο τρόπο. Στην εποχή µας τα παιδιά αυτά αντιµετωπίζονται κάποιες φορές ως παιδιά-θαύµατα, προξενούν τον θαυµασµό και εξελίσσονται, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε τα ταλέντα και οι ιδιαίτερες ικανότητές τους να ανθίσουν. Μπορεί όµως και να «σπαταληθούν», αν κανένας και από πολύ µικρή ηλικία δεν τα αναγνωρίσει και τα ταυτοποιήσει ως τέτοια. Έτσι, µπορεί η πορεία αυτών των παιδιών, που γεννιούνται ευλογηµένα, να µην είναι η αναµενόµενη και να γίνουν, πιθανόν, δυστυχή.
Εισαγωγή
Υπάρχουν κάποια παιδιά τα οποία είναι διαφορετικά µέσα στην οικογένεια, την κοινωνία και το σχολείο και για τα οποία οι άνθρωποι µιλάνε µε θαυµασµό τις περισσότερες φορές. Μαθαίνουν γρήγορα, διαβάζουν και ασχολούνται µε τους αριθµούς από πολύ µικρή ηλικία, δείχνουν ενδιαφέρον για έννοιες που δεν ταιριάζουν µε την ηλικία τους. Ακόµη, µπορεί να έχουν δείξει µια εξαιρετική ικανότητα σε πράγµατα όπως η µουσική, η ζωγραφική ή ο χορός. Αυτά αποκαλούνται «ευφυΐες», «διάνοιες», «χαρισµατικά» ή «ταλέντα» και οι γονείς τους θεωρούνται τυχεροί, µια και η ευρέως διαδεδοµένη άποψη είναι πως ένα τέτοιο παιδί θα πάει –κατά το κοινώς λεγόµενο– «µπροστά στη ζωή του», εύκολα και χωρίς προβλήµατα. Είναι όµως τα πράγµατα έτσι; Ή αντίθετα, αυτά τα παιδιά θέλουν µεγαλύτερη υποστήριξη από τα παιδιά που ανήκουν σε αυτό που λέµε «µέσο όρο»;
Χαρισµατικά και ταλαντούχα παιδιά
Γενικά - Ιστορική αναδροµή της έννοιας της χαρισµατικότητας
Η αντίληψη πως µερικοί άνθρωποι κατέχουν ειδικά χαρίσµατα, τα οποία πρέπει να καλλιεργηθούν, ήταν φανερή και στους αρχαίους Έλληνες. Στη Σπάρτη η χαρισµατικότητα οριζόταν σε σχέση µε πολεµικές και αρχηγικές ικανότητες. Έτσι, η επιλογή των υποψηφίων γινόταν από τη γέννηση, µε βάση, κυρίως, σωµατικά χαρακτηριστικά. Στην αρχαία Αθήνα, αντίθετα, πίστευαν ότι οι ιδιαίτερες ικανότητες ή η ευφυΐα κάποιου ήταν δώρο από κάποιο θεό, µάγο ή δαίµονα και ότι το άτοµο δεν είχε καµιά συµµετοχή στην ύπαρξη ή στη φροντίδα του χαρίσµατος (Τσιάµης, 2006).
Οι ιδιαίτερες ικανότητες/ταλέντα κάποιων ανθρώπων είχαν αξιολογηθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι Κινέζοι από το 2200 π.Χ. είχαν υιοθετήσει ανταγωνιστικές εξετάσεις, για να βρούν ικανούς ανθρώπους για τη στελέχωση διοικητικών κρατικών θέσεων. Από τη δυναστεία των Tang (618 µ.Χ.), τα παιδιά µε ασυνήθιστες ικανότητες και ταλέντα στέλνονταν στην αυτοκρατορική αυλή, όπου αυτά τα προσόντα αξιοποιούντο (Du Bois, 1970).
Η έννοια της ευφυΐας (εξαιρετικής νοηµοσύνης) ήταν για πολλά χρόνια συνώνυµη µε την έννοια της χαρισµατικότητας. Τον προηγούµενο αιώνα ήταν αρκετά κοινή η αντίληψη πως η υψηλή νοηµοσύνη είναι ένα είδος γενετικής απόκλισης (Becker, 1978• Solano, 1987). Ο Jung (1954) αναφέρει ότι ευφυΐα και ψυχολογική δυσπροσαρµοστικότητα συµπορεύονται, ενώ ο Getzels (1981) σηµειώνει πως η ψυχανάλυση τοποθετεί τη ρίζα της ευφυΐας στο ασυνείδητο.
Ο πρώτος που προσπάθησε να αξιολογήσει τη νοηµοσύνη µέσα από τη διαδικασία των τεστ ήταν ο Galton (1869), ο οποίος, επηρεασµένος από τον ∆αρβίνο, ερευνούσε το θέµα της κληρονοµικότητας. Εξαιρώντας το περιβάλλον ως παράγοντα που επηρεάζει την ανάπτυξη της νοηµοσύνης, οδηγήθηκε στο συµπέρασµα της σταθερής νοηµοσύνης (fixed intelligence), που λειτουργούσε ως αντικαταστάτης της «θεϊκής έµπνευσης» των αρχαίων Ελλήνων.
Αργότερα, έγινε φανερό πως δεν υπήρχε βάση για τέτοιου είδους κατεύθυνση και άνοιξε ο δρόµος για νέες προσεγγίσεις. Στην Αµερική ο Terman προσδιόρισε ως µοναδικό συστατικό της χαρισµατικότητας την υψηλή νοηµοσύνη. Για τη µέτρηση της νοηµοσύνης, ο Terman στάθµισε για τις Η.Π.Α. το τεστ νοηµοσύνης που δηµιούργησε στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία ο Binet, όταν του ζητήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση να ανακαλύψει έναν τρόπο διαχωρισµού των αργών µαθητών, έτσι ώστε να µπορέσει να δηµιουργηθεί ένα ειδικό πρόγραµµα γι’ αυτούς. Το τεστ του Terman ονοµάστηκε Stanford-Binet και για πολλά χρόνια χρησιµοποιείτο ως το απόλυτο εργαλείο επισήµανσης της χαρισµατικότητας (Τσιάµης, 2006).
Για πολλά χρόνια η υψηλή νοηµοσύνη (πάνω από 130) που µετρούσε ο ∆είκτης Νοηµοσύνης (∆.Ν.) που έδινε το τεστ Stanford-Binet, ήταν το µοναδικό χαρακτηριστικό της χαρισµατικότητας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 άρχισε µια προσπάθεια για την εύρεση και άλλων συστατικών της χαρισµατικότητας. Συγκεκριµένα, εκτός από την υψηλή νοηµοσύνη, άλλα γνωστικά χαρακτηριστικά όπως αυτό της δηµιουργικότητας, αλλά και κοινωνικά και συναισθηµατικά χαρακτηριστικά άρχισαν να θεωρούνται ότι πρέπει να συνυπολογίζονται στην διαδικασία της επισήµανσης των χαρισµατικών παιδιών (Τσιάµης, 2006).
Η σύγχρονη θεώρηση του τι είναι νοηµοσύνη, προκύπτει από την υιοθέτηση πολυδιάστατων θεωρητικών µοντέλων, όπως των H. Gardner, K. Heller, Fr. Gagne, J. Renzulli κ.ά. και έχει επηρεάσει περισσότερο την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι θεωρίες αυτές βασίζονται στην αλληλεπίδραση και στη σύνθεση διαφόρων παραγόντων και όχι στη µονοδιάστατη ερµηνεία ενός φαινοµένου. Προτείνεται ο επαναπροσδιορισµός των εννοιών «προικισµένο» και «ταλαντούχο» παιδί, έτσι ώστε να εµπλουτιστεί το γνωστικό και ακαδηµαϊκό τους περιεχόµενο µε στοιχεία που αφορούν στη δηµιουργικότητα, στα κίνητρα και στα ενδιαφέροντα.
Ποιά είναι τα χαρισµατικά και ταλαντούχα παιδιά;
Πριν να πιστοποιήσουµε ένα παιδί σαν προικισµένο, πρέπει να ορίσουµε τι ακριβώς σηµαίνει ο όρος «χαρισµατικότητα». Βέβαια δεν υπάρχει ένας µοναδικός, σωστός ή ένας πλήρης ορισµός. Εξαρτάται πάντα από τη φιλοσοφία την οποία κάποιος θέτει. Κατηγοριοποιώντας και περιγράφοντας συγκεκριµένες ικανότητες και ταλέντα, ο ορισµός µπορεί να βοηθήσει τους δασκάλους να αναγνωρίσουν και να ταυτοποιήσουν αυτά τα παιδιά.
Σύµφωνα, λοιπόν, µε το National Association for Gifted Children (NAGC) ο ορισµός για τα χαρισµατικά παιδιά είναι ο εξής (Delisle & Lewis, 2003, σ. 35): Χαρισµατικό άτοµο είναι κάποιος, ο οποίος δείχνει ή έχει τη δυνατότητα να δείξει ένα εξαιρετικό επίπεδο σε έναν ή περισσότερους τοµείς της έκφρασης. Κάποιες από αυτές τις ικανότητες είναι πολύ γενικές και µπορεί να καλύπτουν ένα µεγάλο φάσµα της ζωής του ατόµου, όπως οι αρχηγικές ικανότητες ή η ικανότητα της δηµιουργικής σκέψης. Κάποιες φορές υπάρχουν πολύ συγκεκριµένα ταλέντα τα οποία εµφανίζονται σε συγκεκριµένες περιπτώσεις, τέτοια όπως η ιδιαίτερη ικανότητα στα µαθηµατικά, την επιστήµη ή τη µουσική. Ο όρος χαρισµατικότητα έχει τη θέση µιας γενικής αναφοράς σ’ αυτό το φάσµα ικανοτήτων, χωρίς να είναι συγκεκριµένη ή να εξαρτάται από µια µέτρηση.
Στις Η.Π.Α. υπάρχει το Marland Report του Γραφείου της Εκπαίδευσης, το οποίο το 1988 έδωσε έναν ορισµό ακόµη µικρότερο και περισσότερο ακριβή (Delisle & Lewis, 2003, σ. 35): Ο όρος «χαρισµατικοί και ταλαντούχοι µαθητές» αναφέρεται σε παιδιά ή νέους που εµφανίζουν µια ιδιαίτερη ικανότητα σε τοµείς όπως η νόηση, η δηµιουργικότητα, η αρχηγική ικανότητα ή και σε συγκεκριµένους ακαδηµαϊκούς τοµείς και για τους οποίους (µαθητές) απαιτούνται υπηρεσίες ή δραστηριότητες που πρέπει να τους δίνονται στα σχολεία, έτσι ώστε να υποστηρίζονται πλήρως οι ικανότητές τους.
Ο ορισµός Marland δέχεται κριτική για το γεγονός ότι είναι περιορισµένος. Ένας περιορισµός είναι πως δεν αναφέρει όλα τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται µε τη χαρισµατικότητα. Για παράδειγµα δεν περιλαµβάνει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως την ευαισθησία, το πάθος και τη συγκέντρωση. Από την άλλη πλευρά, ο ορισµός αυτός είναι αρκετά ευρύς, έτσι ώστε να περιλαµβάνει τα δηµιουργικά και προσανατολισµένα στις τέχνες παιδιά και επιπλέον δηλώνει σαφώς την ανάγκη ύπαρξης εξειδικευµένων και δίκαιων προγραµµάτων για τους χαρισµατικούς µαθητές (Delisle & Lewis, 2003).
Ο ορισµός Marland εµπλουτίστηκε το 1993, συµπεριλαµβάνοντας ότι τα ιδιαίτερα ταλέντα µπορεί να υπάρχουν σε παιδιά που ανήκουν σε όλες τις κουλτούρες, σε διάφορα κοινωνικά και οικονοµικά επίπεδα και µπορεί να εκφράζονται σε διάφορες συµπεριφορές ή εκδηλώσεις (Τσιάµης, 2006).
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται διεθνώς χρήση του όρου «high ability children», ο οποίος στα ελληνικά αποδίδεται ως παιδιά «Υψηλών Ικανοτήτων Μάθησης» (ΥΨΙΜ). Σύµφωνα µε αυτόν τον ορισµό, ως ΥΨΙΜ µπορούν να οριστούν τα παιδιά τα οποία λόγω των αναπτυγµένων γνωσιακών, γνωστικών και δηµιουργικών ικανοτήτων, προδιαθέσεων, κινήτρων και ενδιαφερόντων, έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τη διδακτέα ύλη του κοινού Αναλυτικού Προγράµµατος Σπουδών µε αισθητά ταχύτερους ρυθµούς και σε αισθητά ανώτερο επίπεδο αφαίρεσης και πολυπλοκότητας απ’ ό,τι η συντριπτική πλειονότητα των συνοµηλίκων τους, µε αποτέλεσµα να έχουν ανάγκη από ένα διαφοροποιηµένο εκπαιδευτικό πρόγραµµα, που θα προωθεί και θα εµπλουτίζει το κοινό Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών, σύµφωνα µε τις αρχές της διαφοροποιηµένης εκπαίδευσης και τις νοµοθετικές επιταγές περί ειδικής εκπαιδευτικής µέριµνας για τις κατηγορίες των µαθητών που παρουσιάζουν σηµαντικές αποκλίσεις (Ματσαγγούρας, 2008).
Οι ΥΨΙΜ διακρίνονται από τους καλούς και επιµελείς µαθητές της ηλικίας τους από την ικανότητα, την ευστροφία και την ταχύτητα µε την οποία αντιλαµβάνονται πολύπλοκες σχέσεις και κατανοούν δύσκολα θέµατα αλλά και από τα ισχυρά κίνητρα µάθησης και την εµµονή σε δύσκολα έργα παρ’ όλο που αυτά είναι χαρακτηριστικά που διαθέτουν και άλλες κατηγορίες µαθητών.
Χαρακτηριστικά των χαρισµατικών και ταλαντούχων παιδιών
Για την ανίχνευση των χαρισµατικών και ταλαντούχων παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Το βασικό πρόβληµα δεν αφορά µόνο στις διαδικασίες και στους µηχανισµούς που προτείνονται αλλά και στην οπτική που ακολουθούµε για να ορίσουµε ένα παιδί ως χαρισµατικό. Γιατί το ποσοστό των προικισµένων µέσα στον γενικό πληθυσµό καθορίζεται από το εύρος των κριτηρίων µε τα οποία χαρακτηρίζεται ένα άτοµο ως ευφυές.
Σύµφωνα µε τις έρευνες που βασίζονται στα τεστ νοηµοσύνης, όπως οι κλίµακες Wechsler (WPPSI για παιδιά 4 έως 6,5 ετών, WISC για παιδιά 5 έως 16 ετών και WAIS για ενήλικες) άλλοι προσδιορίζουν το κατώτερο όριο του ∆.Ν. στο 120, άλλοι στο 130 και άλλοι στο 140. Οι περισσότερες έρευνες πάντως αφορούν σε παιδιά σχολικής ηλικίας, ενώ η προσχολική ηλικία είναι αδιερεύνητη. Οι σύγχρονες πάντως εκτιµήσεις για το ποσοστό του µαθητικού πληθυσµού που αποτελεί τους ΥΨΙΜ ποικίλλουν. Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι οι ΥΨΙΜ αποτελούν το 3-5% του µαθητικού πληθυσµού (∆αβάζογλου, 1999• Delisle & Lewis, 2003• Αλαχιώτης, 2004• Καρλατήρα & Τσιώλη, 2004• Ματσαγγούρας, 2005)...
Η συνέχεια εδώ: Χαρισματικά και ταλαντούχα παιδιά - Αναγνώριση παιδιών υψηλών ικανοτήτων µάθησης |Braining.gr
http://braining.gr |