Αυτό το ερώτημα διερευνά ο Albert Camus στο θεατρικό του έργο «Οι Δίκαιοι». Γραμμένο το 1949, το έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και αφορά σε υπαρκτά πρόσωπα. Διαδραματίζεται στη Μόσχα τού 1905, τις ημέρες που η Οργάνωση Μάχης, το ‘‘στρατιωτικό’’ τμήμα τού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος (Εσέροι), το οποίο, ως γνωστόν, είχε υιοθετήσει την οργανωμένη τρομοκρατική δράση, σχεδιάζει να δολοφονήσει τον Μεγάλο Δούκα Σέργιο, τον στυγνό κυβερνήτη τής Μόσχας και θείο τού τσάρου Νικόλαου Β´. Η εκτέλεση του Μεγάλου Δούκα έγινε στις 4 Φεβρουαρίου. Τρεις ημέρες όμως νωρίτερα είχε μεσολαβήσει η πρώτη απόπειρα, η οποία είχε αποτύχει λόγω της παρεμβολής ενός ‘‘αστάθμητου’’ παράγοντα. Το απόσπασμα (μετάφραση Σάββας Στρούμπος) είναι από τη σκηνή με τις πρώτες συζητήσεις τών μελών τής οργάνωσης μετά από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Τι συνέβη;
ΣΤΕΠΑΝ: …Στην άμαξα του Μεγάλου Δούκα υπήρχαν παιδιά.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Παιδιά;
ΣΤΕΠΑΝ: Ναι. Ο ανιψιός και η ανιψιά τού Δούκα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Μα, ο Ορλόφ είχε πει πως θα ’ναι μόνος.
ΣΤΕΠΑΝ: Ήταν κι η Μεγάλη Δούκισσα μαζί… Υποθέτω πως είχε πολύ κόσμο για τον ποιητή μας… [Σημ. συντ.: ‘‘ποιητής’’ λεγόταν, λόγω της αγάπης του στην λογοτεχνία και την ποίηση, ο Καλιάγιεφ, που είχε αναλάβει τη ρίψη τής βόμβας στην άμαξα του μεγάλου Δούκα.] Ευτυχώς οι χαφιέδες δεν είδαν τίποτα…
(Ο Άννενκοφ μιλάει χαμηλόφωνα στον Στεπάν. Όλοι κοιτάζουν τον Καλιάγιεφ που σηκώνει τα μάτια προς τον Στεπάν.)
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Σαστισμένος) Δεν μπορούσα να το προβλέψω… Ήταν τα παιδιά… Πάνω απ’ όλα… Έχεις αντικρίσει ποτέ σου παιδιά; Αυτό το βαθύ κοίταγμα που έχουν… Δεν μπόρεσα να τ’ αντέξω… Κι όμως, ένα δευτερόλεπτο πιο πριν, κρυμμένος στη γωνία τής μικρής πλατείας, ήμουν ευτυχισμένος. Όταν τα φανάρια τής άμαξας άρχισαν να λάμπουν από μακριά, η καρδιά μου πετάριζε, στ’ ορκίζομαι! Κι όσο η άμαξα πλησίαζε, τόσο οι χτύποι δυνάμωναν, τους άκουγα ολοκάθαρα… Ήθελα να ορμήσω… Νομίζω, μάλιστα, πως γελούσα και έλεγα «ναι…, ναι…»… Καταλαβαίνεις;
(Παύει να κοιτάζει τον Στεπάν και ξαναβυθίζεται στην εξάντλησή του.)
Έτρεξα προς την άμαξα… Τότε είδα τα παιδιά… Δεν γελούσαν. Στέκονταν όρθια και κοιτούσαν το κενό. Η θλίψη απλωνόταν στο βλέμμα τους. Ήταν πνιγμένα στα επίσημά τους ρούχα. Λες και στέκονταν προσοχή. Δεν είδα τη Μεγάλη Δούκισσα. Μόνο τα παιδιά. Αν με είχαν κοιτάξει, νομίζω πως θα ’ριχνα τη βόμβα, μόνο και μόνο για να σβήσω το θλιμμένο τους βλέμμα… Όμως, κοίταζαν μόνο μπροστά τους…
(Ανασηκώνει τα μάτια προς τους άλλους. Σιωπή. Μιλάει ακόμη πιο χαμηλόφωνα.)
Τότε δεν ξέρω τι συνέβη. Το χέρι μου παρέλυσε. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Ένα δευτερόλεπτο μετά ήταν πια πολύ αργά…
(Σιωπή. Κοιτάζει καταγής.)
Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο…, όμως εκείνη τη στιγμή μού φάνηκε πως χτυπούσαν οι καμπάνες.
ΝΤΟΡΑ: Όχι, Γιάνεκ. Δεν ήταν όνειρο.
(Ακουμπάει το χέρι της στο μπράτσο του. Ο Καλιάγιεφ ανασηκώνει το κεφάλι του και τους βλέπει όλους στραμμένους προς αυτόν. Σηκώνεται όρθιος.)
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Αδέλφια, κοιτάξτε με, κοιτάξτε με καλά. Μπόρια, δεν είμαι δειλός, δεν έκανα πίσω. Αλλά δεν περίμενα ν’ αντικρίσω κάτι τέτοιο. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Αυτά τα δυο μικρά σοβαρά πρόσωπα…, και στα χέρια μου αυτό το απαίσιο βάρος… Έπρεπε να το ρίξω απάνω τους. Έτσι. Ολόισια… Όχι… Δεν μπόρεσα να το κάνω…
(Στρέφει το βλέμμα του από τον έναν στον άλλον.)
Παλιότερα, στην Ουκρανία, όταν οδηγούσα το αμάξι, έτρεχα σαν τον άνεμο, δεν φοβόμουν τίποτα, τίποτα στον κόσμο, μονάχα μη χτυπήσω κανένα παιδί. Φανταζόμουν τη σύγκρουση: το τρυφερό του κεφάλι να χτυπάει στον δρόμο…
(Σωπαίνει.)
Βοηθήστε με…
(Σιωπή.)
Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω. Γύρισα γιατί σας χρωστούσα κάποιες εξηγήσεις, γιατί νομίζω πως είστε οι μόνοι μου δικαστές, οι μόνοι που θα πείτε αν έχω δίκιο ή άδικο. Εσείς δεν μπορείτε να σφάλλετε. Όμως δεν λέτε τίποτα.
(Η Ντόρα τον πλησιάζει. Τον αγγίζει. Ο Γιάνεκ τούς κοιτάει έναν-έναν και λέει με σκυθρωπή φωνή.)
Έχω κάτι να προτείνω: αν αποφασίσετε ότι πρέπει να σκοτώσω τα παιδιά, θα περιμένω στην πόρτα τού θεάτρου και θα πετάξω μόνος μου τη βόμβα πάνω στην άμαξα. Δεν θ’ αστοχήσω και το ξέρω. Μονάχα πάρτε μια απόφαση. Θα υπακούσω στην Οργάνωση.
ΣΤΕΠΑΝ: Η Οργάνωση σου ’χε δώσει την εντολή να σκοτώσεις τον Μεγάλο Δούκα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Αλήθεια είναι. Δεν μου ’πε όμως να σκοτώσω τα παιδιά.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Ο Γιάνεκ έχει δίκιο. Δεν είχαμε προβλέψει κάτι τέτοιο.
ΣΤΕΠΑΝ: Έπρεπε να υπακούσει.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Την ευθύνη απέναντι στην Οργάνωση την έχω εγώ. Έπρεπε τα πάντα να έχουν προβλεφθεί, ώστε κανείς να μη διστάσει απέναντι στο καθήκον του. Αυτή τη στιγμή χρειάζεται να αποφασίσουμε: ή θα εγκαταλείψουμε τελείως αυτή την ευκαιρία, ή ο Γιάνεκ θα πάρει τη διαταγή να περιμένει στην έξοδο του θεάτρου. Αλεξέι, τι λες;
ΒΟΪΝΟΦ: Δεν ξέρω. Νομίζω πως θα ’κανα ό,τι κι ο Γιάνεκ… Αλλά δεν είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου…
(Χαμηλόφωνα.)
…τα χέρια μου τρέμουν.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Ντόρα;
ΝΤΟΡΑ: (Βίαια) Θα είχα διστάσει, όπως ο Γιάνεκ. Γι’ αυτό, πώς θα μπορούσα να υποδείξω στους άλλους να κάνουν αυτό που εγώ θα δίσταζα να κάνω;
ΣΤΕΠΑΝ: Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτή η απόφαση; Δυο μήνες παρακολούθησης του Δούκα, γεμάτοι κινδύνους χωρίς προηγούμενο, πάνε χαμένοι για πάντα. Ο Ιγκόρ συνελήφθη για το τίποτα… Ο Ρίκοφ κρεμάστηκε για το τίποτα. Και μου λέτε πως πρέπει να ξαναρχίσουμε; Δηλαδή ζητάτε κι άλλε ατέλειωτες εβδομάδες αμείωτης έντασης, γεμάτες ξενύχτια και κάθε είδους πανουργίες, μέχρι να ξαναβρούμε την κατάλληλη ευκαιρία; Επιτέλους! Είστε τρελοί;
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Ξέρεις καλά πως σε δύο μέρες ο Δούκας θα ξαναπάει στο θέατρο.
ΣΤΕΠΑΝ: Δύο μέρες που θα κινδυνεύουμε να συλληφθούμε, εσύ το είπες.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Φεύγω.
ΝΤΟΡΑ: Περίμενε! (Στον Στεπάν.) Στεπάν, εσύ θα μπορούσες με τα μάτια ανοιχτά να πυροβολήσεις εξ επαφής ένα παιδί;
ΣΤΕΠΑΝ: Αν το διέταζε η Οργάνωση, ναι, θα μπορούσα.
ΝΤΟΡΑ: Γιατί κλείνεις τα μάτια σου;
ΣΤΕΠΑΝ: Εγώ; Έκλεισα τα μάτια;
ΝΤΟΡΑ: Ναι.
ΣΤΕΠΑΝ: Το ’κανα για να μπορέσω να φανταστώ τη σκηνή και ν’ απαντήσω έχοντας απόλυτη επίγνωση της κατάστασης.
ΝΤΟΡΑ: Άνοιξε τα μάτια σου και κατάλαβε ότι η Οργάνωση θα έχανε και τη δύναμη και την επιρροή της, αν έστω και για μια στιγμή ανεχόταν να χάνονται παιδιά από βόμβες της.
ΣΤΕΠΑΝ: Αυτές οι ανοησίες δεν αντέχονται! Την ημέρα που θ’ αποφασίσουμε να ξεχάσουμε τα παιδιά, μόνο τότε θα γίνουμε οι κύριοι του κόσμου και θα δούμε την επανάσταση να θριαμβεύει!
ΝΤΟΡΑ: Τη μέρα αυτή, η ανθρωπότητα ολόκληρη θα μισήσει την επανάσταση.
ΣΤΕΠΑΝ: Τι σημασία έχει; Αν εμείς την αγαπάμε τόσο δυνατά, θα την επιβάλλουμε στην ανθρωπότητα για να την απαλλάξουμε από τον εαυτό της και τα δεινά της.
ΝΤΟΡΑ: Κι αν ο κόσμος ολόκληρος απορρίπτει την επανάσταση; Κι αν αυτός ο λαός, για τον οποίο εσύ αγωνίζεσαι, δεν θέλει τα παιδιά του να σκοτώνονται; Τι θα κάνουμε τότε; Θα τον χτυπήσουμε κι αυτόν;
ΣΤΕΠΑΝ: Αν πρέπει, ναι. Μέχρι να καταλάβει. Κι εγώ αγαπώ αυτό τον λαό.
ΝΤΟΡΑ: Η αγάπη δεν έχει αυτό το πρόσωπο.
ΣΤΕΠΑΝ: Ποιος το λέει;
ΝΤΟΡΑ: Εγώ.
ΣΤΕΠΑΝ: Είσαι γυναίκα και η ιδέα σου για την αγάπη είναι θηλυκή.
ΝΤΟΡΑ: Ξέρω, όμως, τι σημαίνει ντροπή.
ΣΤΕΠΑΝ: Μια φορά ένιωσα ντροπή για τον εαυτό μου, κι αυτό από λάθος άλλων. Όταν με μαστίγωσαν! Γιατί έγινε και αυτό! Ξέρεις τι σημαίνει μαστίγωμα; Η Βέρα ήταν κοντά μου. Αυτοκτόνησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Εγώ έζησα. Γιατί, λοιπόν, να ντρέπομαι τώρα;
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Στεπάν, εδώ όλοι σ’ αγαπάνε και σε σέβονται. Όμως, όσα δίκια κι αν έχεις, δεν μπορώ να σ’ αφήσω να λες πως όλα επιτρέπονται. Εκατοντάδες αδέλφια μας έδωσαν τη ζωή τους για να μάθουμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
ΣΤΕΠΑΝ: Ό,τι υπηρετεί την υπόθεσή μας, δεν απαγορεύεται.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: (Θυμωμένος.) Άρα, επιτρέπεται να μπούμε στην αστυνομία και να παίζουμε σε δυο επίπεδα, όπως πρότεινε ο Έβνο… Θα το ’κανες και συ αυτό;
ΣΤΕΠΑΝ: Αν χρειαζόταν, ναι.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: (Σηκώνεται όρθιος.) Στεπάν, θα ξεχάσουμε ό,τι είπες, σκεπτόμενοι όσα έχεις κάνει για μας και μαζί με μάς. Ένα πράγμα να θυμάσαι μόνο: τώρα πρέπει ν’ αποφασίσουμε αν θα ρίξουμε τις βόμβες σ’ αυτά τα δυο παιδιά ή όχι.
ΣΤΕΠΑΝ: Παιδιά! Αυτή η λέξη είναι μες στο στόμα σας συνέχεια. Μα δεν καταλαβαίνετε τίποτα πια; Επειδή ο Γιάνεκ δεν σκότωσε αυτά τα δυο παιδιά, χιλιάδες άλλα παιδιά τού ρωσικού λαού θα πεθάνουν από την πείνα τα επόμενα χρόνια! Έχετε δει παιδιά να πεθαίνουν απ’ την πείνα; Εγώ είδα. Ο θάνατος από βόμβα είναι τουλάχιστον διασκεδαστικός μπροστά σ’ ένα τέτοιο θέαμα… Ο Γιάνεκ βέβαια δεν έχει δει τίποτα…, παρά μόνο τα δυο πιστά σκυλιά τού Μεγάλου Δούκα. Δεν είστε άνθρωποι, λοιπόν; Ζείτε μονάχα για μια στιγμή; Ωραία! Επιλέξτε τη φιλανθρωπία και παλέψτε μονάχα ενάντια στο μικρό κακό τής κάθε μέρας… Αλλά μη μιλάτε για επανάσταση που θέλει να εξαλείψει όλα τα δεινά, παρόντα και μέλλοντα.
ΝΤΟΡΑ: Ο Γιάνεκ δέχεται να σκοτώσει τον Μεγάλο Δούκα, γιατί ο θάνατός του θα φέρει πιο κοντά τη μέρα που τα παιδιά τού ρωσικού λαού δεν θα πεθαίνουν απ’ την πείνα. Ακόμα κι αυτό δεν είν’ εύκολο. Όμως, ο θάνατος των ανιψιών τού Μεγάλου Δούκα δεν θα γλυτώσει κανένα παιδί απ’ τον λιμό. Ακόμα και μέσα στην καταστροφή υπάρχει μια τάξη, υπάρχουν όρια!
ΣΤΕΠΑΝ: (Απότομα.) Όρια δεν υπάρχουν! Η αλήθεια είναι πως δεν πιστεύετε στην επανάσταση!
(Σηκώνονται όλοι εκτός τού Γιάνεκ.)
Δεν πιστεύετε καθόλου. Αν την πιστεύατε απόλυτα, ολοκληρωτικά, αν ήσασταν πεπεισμένοι ότι με τις θυσίες και τις νίκες μας θα καταφέρουμε να φτιάξουμε μια Ρωσία ελεύθερη απ’ τον δεσποτισμό, μια γη τής ελευθερίας που θα εξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο, αν δεν αμφιβάλλατε ότι ο άνθρωπος, απελευθερωμένος απ’ τους θεούς και τους αφέντες του, θα υψώσει προς τον ουρανό το πρόσωπο των αληθινών θεών, δεν θα σκεφτόσασταν τον θάνατο δυο παιδιών! Θα ’χατε όλο τι δίκιο με το μέρος σας…, μ’ ακούτε; Κι αν σας σταματάει αυτός ο θάνατος, είναι γιατί δεν είστε σίγουροι για μια τέτοια δικαιοσύνη, είναι γιατί δεν πιστεύετε στην επανάσταση.
(Σιωπή. Ο Καλάγιεφ σηκώνεται.)
ΚΑΛΑΓΙΕΦ: Στεπάν, ντρέπομαι για τον εαυτό μου, αλλά δεν θα σ’ αφήσω να συνεχίσεις. Δέχτηκα να σκοτώσω για να γκρεμίσω τον δεσποτισμό. Όμως, πίσω απ’ αυτά που λες, βλέπω να γεννιέται ένας άλλος δεσποτισμός που, αν κάποτε επικρατήσει, θα με κάνει δολοφόνο, ενώ εγώ μάχομαι για τη δικαιοσύνη.
ΣΤΕΠΑΝ: Τι σημασία έχει αν μάχεσαι εσύ για τη δικαιοσύνη; Αυτό που μετράει είναι ν’ αποδοθεί η δικαιοσύνη, έστω κι από δολοφόνους. Εσύ κι εγώ δεν είμαστε τίποτα.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Είμαστε κάτι…, και το ξέρεις καλά αφού ακόμη και σήμερα μιλάς στ’ όνομα της περηφάνιας σου.
ΣΤΕΠΑΝ: Αυτό αφορά μόνο εμένα. Η περηφάνια, όμως, των ανθρώπων, ο ξεσηκωμός τους, η αδικία που βιώνουν είναι υπόθεση όλων μας.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Οι άνθρωποι δεν ζουν μονάχα με δικαιοσύνη.
ΣΤΕΠΑΝ: Όταν τους κλέβουν το ψωμί, με τι θα ζήσουν;
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Με δικαιοσύνη και αθωότητα.
ΣΤΕΠΑΝ: Η αθωότητα… Μπορεί και να τη γνωρίζω. Αποφάσισα, όμως, να την αγνοήσω και προσπαθώ να την αγνοούν και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, για ν’ αποκτήσει μια μέρα την πραγματική της σημασία.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Πρέπει κανείς να ’ναι σίγουρος πως θα ’ρθει αυτή η μέρα. Πώς αλλιώς θα μπορέσει ν’ αρνηθεί καθετί που κάνει τη ζωή υποφερτή;
ΣΤΕΠΑΝ: Εγώ είμαι σίγουρος.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Δεν μπορείς να είσαι. Για να μάθουμε ποιος απ’ τους δυο μας έχει δίκιο, θα χρειαστεί η θυσία τριών γενεών, αμέτρητοι πόλεμοι, τρομαχτικές επαναστάσεις. Κι όταν αυτή η βροχή από αίμα θα ’χει διαποτίσει τη γη, εσύ κι εγώ θα ’χουμε γίνει στάχτη από καιρό.
ΣΤΕΠΑΝ: Θα υπάρξουν άλλοι μετά από εμάς. Θα ’ναι τ’ αδέλφια μας. Τους χαιρετίζω.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Φωνάζοντας.) Άλλοι… Ναι, θα υπάρξουν! Εγώ, όμως, αγαπώ αυτούς που ζουν σήμερα, στην ίδια γη με μένα, κι αυτούς μονάχα χαιρετίζω, γι’ αυτούς αγωνίζομαι και δίνω τη ζωή μου. Όσο για τη μακρινή σου πολιτεία, που δεν ξέρω καν αν θα υπάρξει, δεν πρόκειται ούτε στιγμή να κάνω τ’ αδέλφια μου πιο δυστυχισμένα απ’ ό,τι είναι. Αρνούμαι να εντείνω τη σημερινή αδικία στο όνομα μιας μελλοντικής δικαιοσύνης.
(Χαμηλόφωνα αλλά σταθερά.)
Αδέλφια, θα μιλήσω ειλικρινά, με την απλότητα ενός χωρικού: ο φόνος τών παιδιών πάει κόντρα στην αξιοπρέπεια. Κι αν στη ζωή μου έρθει μια μέρα που η επανάσταση χωριστεί απ’ την αξιοπρέπεια, θα την εγκαταλείψω. Αν τ’ αποφασίσετε, θα πάω αμέσως στην έξοδο του θεάτρου, αλλά θα ριχτώ κάτω απ’ τ’ άλογα.
ΣΤΕΠΑΝ: Η αξιοπρέπεια είναι μια πολυτέλεια γι’ αυτούς που έχουν άμαξες.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Όχι… Ξέρεις καλά πως είναι το ύστατο αγαθό τού φτωχού, πως είναι συστατικό στοιχείο τής επανάστασης, πως πεθαίνουμε γι’ αυτήν! Για χάρη τής αξιοπρέπειας μαστιγώθηκες κάποτε, γι’ αυτήν μιλάς ακόμη και σήμερα.
ΣΤΕΠΑΝ: (Φωνάζοντας.) Πάψε! Σου απαγορεύω να μιλάς έτσι.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Εκτός εαυτού.) Γιατί να πάψω; Σ’ άφησα να λες ότι δεν πιστεύω στην επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι πήγα να σκοτώσω τον Μεγάλο Δούκα για το τίποτα, ότι υπήρξα ένας κοινός δολοφόνος. Σ’ άφησα να τα λες αυτά και δεν σε χτύπησα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Γιάνεκ!
ΣΤΕΠΑΝ: Καμιά φορά, αν δεν σκοτώσεις όσους πρέπει, είναι σαν να σκοτώνεις για το τίποτα.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Στεπάν, κανείς εδώ δεν συμφωνεί μ’ εσένα. Η απόφαση πάρθηκε.
ΣΤΕΠΑΝ: Υποκλίνομαι, λοιπόν! Αλλά θα το ξαναπώ: η τρομοκρατία δεν είναι για ευαίσθητους ανθρώπους. Είμαστε δολοφόνοι. Το διαλέξαμε.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: (Εκτός εαυτού.) Όχι! Εγώ διάλεξα να πεθάνω για να μη θριαμβεύσει πάνω στη γη ο φόνος. Διάλεξα να είμαι αθώος.
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Γιάνεκ και Στεπάν, αρκετά! Η Οργάνωση αποφάσισε ότι ο θάνατος των παιδιών αυτών είναι ανώφελος. Ξαναρχίζουμε την παρακολούθηση. Σε δυο μέρες ξεκινάμε.
ΣΤΕΠΑΝ: Κι αν τα παιδιά είναι πάλι εκεί;
ΑΝΝΕΝΚΟΦ: Θα περιμένουμε μια καινούργια ευκαιρία.