Τα ανθρώπινα λάθη θεωρούνται ως καταδικαστικά μέσω των κοινωνικών ερμηνειών. Και ως έχει, οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί με τα άτομα, αλλά ακόμα και με ανθρώπους. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι και αντικειμενικά δεδομένα μπορεί να προκαλέσουν την ίδια αντίδραση εκ μέρους της κοινωνίας. Βέβαια, αυτό είναι κατανοητό όταν αυτά δεν είναι πολιτικά σωστά όπως ο δείκτης νοημοσύνης και θεωρείται φυσιολογικό να καταδικάζει η κοινωνία τα προικισμένα παιδιά εφόσον η ίδια τους η ύπαρξη αμφισβητεί την ιεραρχία της. Μας ξαφνιάζει, όμως, όταν οι κοινωνικές ερμηνείες ασκούν κριτική σε αντικειμενικά δεδομένα όπως το εύρος του λεξιλογίου του Victor Hugo, ο αριθμός πινάκων του Pablo Picasso, ο αριθμός συγγραμμάτων του Pαl Erdős. Για την πρώτη περίπτωση, η κοινωνία εκτιμά ότι ο Victor Hugo προσπαθούσε με τεχνάσματα να μεγαλώσει τον αριθμό των λέξεων των έργων του. Για τη δεύτερη, η κοινωνία δεν αξιολογεί με τον ίδιο τρόπο τα έργα του Pablo Picasso και κατά συνέπεια, ο «πραγματικός» αριθμός τους είναι πολύ μικρότερος. Και για την τρίτη, όπως ο Pαl Erdős ασχολήθηκε μόνο με προβλήματα συνδυαστικής και θεωρίας αριθμών, η κοινωνία ερμηνεύει το έργο του ως μη σημαντικό διότι θα προτιμούσε να είχε ασχοληθεί με ένα πρόβλημα πιο σοβαρό.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πάντα υπάρχει τρόπος για την κοινωνία να ερμηνεύει αρνητικά ακόμα και αντικειμενικά δεδομένα. Άρα, δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούμε τις ερμηνείες της για να εκτιμήσουμε αν ένα έργο είναι σημαντικό ή όχι. Αποτελεί μια ανούσια παράμετρο, η οποία είναι εξ αρχής αρνητική μόλις εκδηλώνεται το σπάνιο και το αξιόλογο. Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι όταν λαμβάνουμε δημιουργικές αποφάσεις, δεν πρέπει να δίνουμε σημασία στις αναμενόμενες κοινωνικές ερμηνείες και αντιδράσεις. Το ίδιο ισχύει και για την παιδεία των προικισμένων παιδιών. Διότι αν θέλουμε πραγματικά όχι μόνο να ζήσουν, αλλά και να εκφραστούν μέσα στην ανθρωπότητα, δεν πρέπει να επηρεάζονται από το φαινόμενο της μόδας που ονομάζεται κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, μόλις το παιδί αναδειχθεί, θα γίνει στόχος ζήλειας, σαρκασμού και φθόνου. Δεν υπάρχει πεδίο αντιμετώπισης. Κατά συνέπεια, αν το παιδί είναι εκτός πλαισίου, βρίσκεται σε καλύτερη θέση διότι δεν θα δώσει μια μάχη την οποία είναι καταδικασμένο να χάσει. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί ένα στρατηγικό νοητικό σχήμα εφόσον πολλές από τις μεγαλύτερες νίκες με την πολεμολογική έννοια, γίνονται και όχι επιτυγχάνονται, δίχως μάχη. Αν ο Victor Hugo, ο Pablo Picasso ή ο Pαl Erdős είχαν δώσει μια μάχη με την κοινωνία για τις ερμηνείες της, δεν θα τους γνωρίζαμε καν. Θα ήταν απλώς θύματα μιας βαρβαρότητας. Ενώ τώρα αποτελούν φάρους για την ανθρωπότητα.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πάντα υπάρχει τρόπος για την κοινωνία να ερμηνεύει αρνητικά ακόμα και αντικειμενικά δεδομένα. Άρα, δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούμε τις ερμηνείες της για να εκτιμήσουμε αν ένα έργο είναι σημαντικό ή όχι. Αποτελεί μια ανούσια παράμετρο, η οποία είναι εξ αρχής αρνητική μόλις εκδηλώνεται το σπάνιο και το αξιόλογο. Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι όταν λαμβάνουμε δημιουργικές αποφάσεις, δεν πρέπει να δίνουμε σημασία στις αναμενόμενες κοινωνικές ερμηνείες και αντιδράσεις. Το ίδιο ισχύει και για την παιδεία των προικισμένων παιδιών. Διότι αν θέλουμε πραγματικά όχι μόνο να ζήσουν, αλλά και να εκφραστούν μέσα στην ανθρωπότητα, δεν πρέπει να επηρεάζονται από το φαινόμενο της μόδας που ονομάζεται κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, μόλις το παιδί αναδειχθεί, θα γίνει στόχος ζήλειας, σαρκασμού και φθόνου. Δεν υπάρχει πεδίο αντιμετώπισης. Κατά συνέπεια, αν το παιδί είναι εκτός πλαισίου, βρίσκεται σε καλύτερη θέση διότι δεν θα δώσει μια μάχη την οποία είναι καταδικασμένο να χάσει. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί ένα στρατηγικό νοητικό σχήμα εφόσον πολλές από τις μεγαλύτερες νίκες με την πολεμολογική έννοια, γίνονται και όχι επιτυγχάνονται, δίχως μάχη. Αν ο Victor Hugo, ο Pablo Picasso ή ο Pαl Erdős είχαν δώσει μια μάχη με την κοινωνία για τις ερμηνείες της, δεν θα τους γνωρίζαμε καν. Θα ήταν απλώς θύματα μιας βαρβαρότητας. Ενώ τώρα αποτελούν φάρους για την ανθρωπότητα.
Πηγή