Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Νίκος Λυγερός: Το όραμα της ΑΟΖ

Νίκος Λυγερός,Το όραμα της ΑΟΖ,πολιτική,Ελλάδα
Το όραμα της ΑΟΖ είναι πλέον ορατό από όλους μας. Ξέρουμε όλοι τώρα ότι εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέλησή μας η θέσπισή της. Δεν είναι καν θέμα πολιτικής βούλησης, διότι η πίεση του ελληνικού λαού είναι μεγαλύτερη. Η επόμενη κυβέρνηση θα είναι η κυβέρνηση της θέσπισης και αυτή θα γίνει ακόμα κι αν δεν το θέλουν οι ραγιάδες και οι άλλοι. Η αλλαγή φάσης είναι απαραίτητη και γι’ αυτό το λόγο θα γίνει. Πρέπει όμως να περάσει στη Βουλή με μια πλειοψηφία που θα είναι συμβολική. Ο καθένας από τους επόμενους βουλευτές θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι θα συμβάλλει στην επόμενη πραγματικότητα, που δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Με αυτόν τον μοναδικό τρόπο, θα αλλάξει οριστικά τα δεδομένα που καταπιέζουν τον ελληνικό λαό. Κάθε πολίτης θα μπορέσει να δει επιτέλους μια άσπρη μέρα. Διότι, αυτός είναι ο κεντρικός στόχος. Το θέμα της ΑΟΖ δεν είναι μόνο εθνικό, γεωστρατηγικό, τοποστρατηγικό αλλά και λαϊκό. Διότι μια χώρα έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, όταν ο λαός της είναι σε μαχητική και δυναμική κατάσταση. Αν ο πλούτος δεν είναι για όλους τους Έλληνες, τότε δεν έχει αξία. Το βιοτικό μας επίπεδο πρέπει ν’ αλλάξει για να πάρει θάρρος η νεολαία μας και να μην σαπίζει από τώρα στον προβληματισμό της σύνταξης και του εφάπαξ. Η ΑΟΖ θα είναι και το ηθικό του λαού μας, διότι μπορεί να χτυπήσει τη μιζέρια της κοινωνίας. Δεν είναι δυνατόν πια να έχουμε Έλληνες γεωλόγους που να τους απαγορεύεται η έρευνα στην ελληνική επικράτεια και να προσφέρουν τις ικανότητές τους στη γειτονιά, όπως λένε μερικοί. Η ενέργεια, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο είναι για όλους τους Έλληνες και όχι μόνο για την πιάτσα, όποια και να είναι αυτή. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν έρευνες από ξένες εταιρείες στην ελληνική θεωρητική ΑΟΖ, δίχως να υπάρχουν επίσημες άδειες από την Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να έχουμε τόσους άνεργους, ενώ έχουμε στη διάθεσή μας το πλαίσιο της ΑΟΖ. Δεν είναι δυνατόν οι φοιτητές μας να μην έχουν μέλλον, γιατί δεν ξέρουν προς τα πού να πάνε. Τα δεδομένα δεν είναι δεδομένα. Αλλάζουν με τη θέληση του ελληνικού λαού. Είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να ξεφύγουμε από την γραφειοκρατία που μας κρατά τόσα χρόνια πίσω στον ενεργειακό τομέα. Είναι τώρα η ώρα να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που προκαλούν μερικοί, για να δικαιολογήσουν την αναποτελεσματικότητά τους. Δεν μας ενδιαφέρει η τελευταία, αρκεί και αυτοί να προσπαθήσουν να συμβάλλουν σε αυτήν την εθνική προσπάθεια. Η ΑΟΖ ανήκει στο μέλλον του ελληνισμού. Πρέπει να πάψει η ηττοπάθεια, είναι πλέον θέμα αξιοπρέπειας. Φτάνει πια η μιζέρια. Έχουμε μαζί μας το χρόνο και το απέραντο γαλάζιο. Ας κινηθούμε επιτέλους στρατηγικά, για να το χαρούν οι επόμενοι άνθρωποι, τα παιδιά μας, όχι στο μέλλον, αλλά ήδη από τώρα.


Ελληνική ΑΟΖ


Η γνωσιολογία του Χιουμ

Η γνωσιολογία του Χιουμ,αιτιότητα,γνώση,νους,Σκωτσέζικη Φιλοσοφία,ψυχή,Εμπειρισμός,αισθήσεις
Ο Χιουμ στηρίζει τη δυνατότητα της γνώσης μέσω της εμπειρίας και την παρατήρηση. Υποστηρίζει ότι υπάρχει μέσα μας η ψυχή στην οποία εγγράφονται όλα τα γεγονότα και οι εμπειρίες της ζωής μας. Σύμφωνα με τον Χιουμ δεν υπάρχουν γνώσεις που πηγάζουν από τη νόηση αλλά μόνο γνώσεις από την εμπειρία και την παρατήρηση. Δεν υπάρχει η ψυχή ως άυλη υπόσταση, παρά μόνο ως σύνολο εμπειριών. Δεν είναι ουσία, αλλά ένα σύνολο παραστάσεων και συναισθημάτων που συνεχώς μεταβάλλονται. Θεωρεί ότι ο νους συλλαμβάνει τις εντυπώσεις και τις ιδέες. Οι εντυπώσεις σχηματίζονται τη στιγμή που βλέπουμε το αντικείμενο. Οι εντυπώσεις που ανακαλούνται στη συνείδηση παίρνουν τη μορφή της ιδέας. Για να οδηγηθεί λοιπόν ο νους στη δημιουργία των ιδεών χρειάζεται να εισχωρήσει σε αυτόν η παράσταση των εντυπώσεων που στηρίζονται άμεσα στην αίσθηση. Επομένως στο σημείο αυτό φαίνεται ο συνεπής εμπειρισμός του Χιουμ.

Σύμφωνα με τον Χιουμ δεν υπάρχουν γνώσεις που πηγάζουν από τη νόηση αλλά μόνο γνώσεις από την εμπειρία και την παρατήρηση. Κατά τον Χιουμ ο νους βασίζεται στο μόνο εργαλείο που διαθέτει για να παράγει γνώση, στις αισθήσεις. Μέσω αυτών λαμβάνει τα δεδομένα της πραγματικότητας και στη συνέχεια τα επεξεργάζεται. Αν τα δεδομένα αυτά αντιστοιχούν και στην αντικειμενική και όχι μόνο στη φαινομενική δομή του κόσμου, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ο νους δεν μπορεί να βγει έξω από τον εαυτό του, τις ιδέες, και να προσεγγίσει τον κόσμο. Η ψυχή δεν είναι μια οντότητα ξεχωριστή από τις εμπειρίες μας. Ο φιλόσοφος αντιλαμβάνεται την ψυχή ως συνάθροιση πληροφοριών που λαμβάνουμε από τις αισθήσεις, την εμπειρία μας. Δεν υπάρχει η ψυχή ως άυλη υπόσταση παρά μόνο ως σύνολο εμπειριών. Δεν είναι ουσία, αλλά ένα σύνολο παραστάσεων και συναισθημάτων που συνεχώς μεταβάλλονται. Μόνο οι εμπειρίες έχουν σημασία για το φιλόσοφο, χωρίς αυτές δεν υπάρχουμε. Αμφισβήτησε την υλική και πνευματική υπόσταση. Οι αντιλήψεις είναι αισθήσεις, πεποιθήσεις, αισθήματα και διακρίνονται στις εντυπώσεις και στις ιδέες. Οι αντιλήψεις είναι αισθήσεις, πάθη, συναισθήματα και οι ιδέες είναι εικόνες αυτών στη σκέψη, μνήμη. Κάθε εντύπωση έχει την ιδέα και το αντίστροφο.

Η γνωσιολογία του Χιουμ,αιτιότητα,γνώση,νους,Σκωτσέζικη Φιλοσοφία,ψυχή,Εμπειρισμός,αισθήσεις
Η επιστήμη που βασίζεται στην εμπειρία και την παρατήρηση δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει στη βέβαιη γνώση. Οι φυσικές επιστήμες που στηρίζονται στην αρχή της αιτιότητας δεν παρέχουν αξιόπιστες γνώσεις, γιατί δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι η αρχή αυτή υπάρχει. Η χρονική διαδοχή των γεγονότων δε σημαίνει ότι εμπεριέχει και αιτιώδη σχέση, γιατί κανείς δεν είναι βέβαιος ότι φαινόμενα που παρατηρούνται σήμερα θα συνεχίσουν να παρατηρούνται και στο μέλλον. Επειδή η φύση είναι σε εξέλιξη, υπάρχει η πιθανότητα να ανατραπούν οι φυσικοί νόμοι που μέχρι τώρα έχουμε αποδεχτεί ως αληθινοί.

Δεν μπορούμε να υπερβούμε τα όρια της εμπειρίας. Η γνώση που έχουμε για τον κόσμο δεν είναι αντικειμενική, δεν είναι η γνώση των ίδιων των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, αλλά των παραστάσεων που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτά. Η ίδια η φύση δεν μας επιτρέπει να έρθουμε σε άμεση επαφή με τα γεγονότα και τα πράγματα. Η γνώση που λαμβάνουμε από τον εξωτερικό κόσμο δεν είναι αντικειμενική. Η επιστήμη αδυνατεί να μας οδηγήσει στη βέβαιη γνώση γιατί στηρίζεται στην αρχή της αιτιότητας που ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Δεν υπάρχει σχέση αιτίας αποτελέσματος στα γεγονότα. Παρατηρώντας κάποια φαινόμενα στη φύση οδηγούμαστε στο λανθασμένο ισχυρισμό ότι θα ισχύουν για πάντα αυτά. Η γνώση που πηγάζει από τις αισθήσεις είναι σχετική και δεν οδηγεί σε μια αντικειμενική θεμελίωση των πραγμάτων. Βέβαιοι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ούτε για τη μη ύπαρξη των έμφυτων ιδεών αφού τονίζει ότι η θεωρία του δεν επαρκεί για να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει την ύπαρξη τους. Επομένως ο Χιουμ οδηγείται σε ένα μετριοπαθή σκεπτικισμό.

Πρόοδος, κοινωνία και άνθρωπος - Ο ιδεαλιστής και το θηλαστικό

ιδεαλισμός,καπιταλισμός,μαρξισμός,κοινωνία,ανθρωπότητα, πολιτική,κράτος,πολιτισμός,ηθική
Πρόοδος είναι ή κίνηση με κανονικό ρυθμό άπό μιά κατάσταση πρός μιά αλλη πού ύπερέχει Από τήν προηγούμενη. Αν πρόκειται για άρρυθμη και ακανόνιστη κίνηση, δεν μπορούμε νά μιλάμε γιά πρόοδο, αλλά γιά άπλή μεταβολή. Αν πάλι ή κίνηση δέν κατευθυνεται πρός κάτι τό ύπερέχον, άλλά πρός κάτι πού τοποθετείται σέ κατώτερο άπό την αφετηρία της σημείο, δέν πρόκειται γιά πρόοδο, άλλά γιά όπισθοδρόμηση.

Άπό τά παραπάνω βγαίνει, οτι μέσα στην έννοια της προόδου πρέπει νά ένυπάρχη απαραίτητα τό στοιχείο τής κατευθύνσεως. Αν δέν εχη καθορισθή ποιό είναι τό ύπερέχον, άν δεν έχη γίνει, με άλλα λόγια, παραδεκτή σάν ανώτερη ή κατάσταση πρός τήν όποία στρέφεται ή κίνηση, είναι αδύνατο να χαρακτηρίσουμε τήν τροχιά της σάν πρόοδο.

Στά μαθηματικά, οπου έχουμε νά κάνουμε μέ ποσότητες, ό καθορισμός τής έννοιας τής προόδου είναι άπλός. Έκει τό Ανώτερο ταυτίζεται μέ τό περισσότερο, τό μεγαλύτερο ποσοτικά, καί συνεπώς πρόοδος είναι ή αύξηση μέ ρυθμό προσθετικό (Αριθμητική πρόοδος) η πολλαπλασιαστικό (γεωμετρική πρόοδος).

Στήν κοινωνία, ομως, ό χαρακτηρισμός μιας σειράς καταστάσεων ή γεγονότων σάν προόδου ή όπισθοδρομήσεως είναι αμφισβητούμενος, διότι αμφισβητούμενος είναι καί ό προσδιορισμός του ιστορικά ανώτερου. Τό ιστορικά ανώτερο προσδιορίζεται ανάλογα μέ τήν σκοπιά θεωρήσεως έκείνων πού τό προσδιορίζουν. Καί οί σκοπιές αυτές όχι μόνο δέν συμπίπτουν, αλλα πολύ συχνά βρίσκονται σέ σημεία έκ διαμέτρου Αντίθετα.

Ας έξετάσουμε τούς δύο βασικούς τρόπους θεωρήσεως τής ζωής καί του Κόσμου: τόν ύλιστικό καί τόν Ιδεαλιστικό. Αν ή Ιδεολογική σκοπιά είναι υλιστική, τό ιστορικά άνώτερο είναι ή αύξηση τών μέσων διαβιώσεως του ύλικοϋ οντος — δηλαδή του θηλαστικού ζώου — άνθρωπος καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μ£ τήν «τεχνολογική» καί «οικονομική πρόοδο». Αυτή ή «τεχνολογική» και «οικονομική πρόοδος» πρέπει νά άναφέρεται στά ύλιστικά σχήματα καί «μεγέθη» πού παραδέχεται ό (πάντοτε έξουσιαστικός) υλισμός. Και τέτοια, ώς γνωστόν, είναι ή λογοκρατική κοινωνία καί τό Κράτος, τά όποια οτηρίζονται στήν άρχή τής έξυπηρετήσεως τών ύλικών συμφερόντων τών μελών τους. Επομένως γιά τόν ύλισμό — γιά νά μιλάμε και πάλι μέ βάση τήν διεθνή πραγματικότητα τής έποχής μας: γιά τόν Αστοκατοκαπιταλομαρξισιμό — πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη (κατ’ άνάγκην οίκονομική καί όργανωτική) τών όλοτήτων Κράτος καί λογοκρατική κοινωνία. Ό ρυθμός προόδου είναι άνάλογος πρός τόν ρυθμό μέ τόν όποιο άφ' ένός ισχυροποιείται ή ύλική δύναμη τής έξουσίας και άφ' έτέρου αύξάνονται τά ύλικά μέσα τής κοινωνίας. Αν λοιπόν κάποιο Κράτος παρουσιάζη όργανωτική, οίκονομική καί έδαφική άνάπτυξη καί αν τά ύλικά άγαθά πού άποκτουν τά μέλη τής κοινωνίας του (κατά κεφαλήν εισόδημα, βιομηχανική — γεωργική παραγωγή, άριθμός αυτοκινήτων καί συσκευών τηλεοράσεως κλπ.) αύξάνωνται άρρυθμα, τότε, άπό ύλιστική ιδεολογική καί Ιστορική σκοπιά, στό Κράτος αύτό «σημειώνεται πρόοδος».

Αν ή ιδεολογική σκοπιά είναι Ιδεαλιστική, τό Ιστορικά άνώτερο είναι ή ανύψωση καί τελειοποίηση του ήθικου —ίδεαλιστικοϋ όντος άνθρωπος, καί συνεπώς ή πρόοδος ταυτίζεται μέ τήν πρόοδο τού ήθικοπνευματικου πολιτισμού, δηλαδή μέ τόν βαθμό πού βρίσκουν έκφραση ή ελευθερία καί οί ιδέες τής άλήθειας, δικαιοσύνης κλπ. Αυτή ή ήθικοπνευματική πρόοδος πρέπει νά άναφέρεται στίς όντότητες πού παραδέχεται ό Ιδεαλισμός. Καί τέτοιες είναι τό άτομο, τό έθνος σάν πολιτιστική όντότητα καί ή άνθρωπότητα σάν σύνολο —δημιούργημα του Κοσμογονικου Νόμου. Αν τά Κράτη καί οί κοινωνίες δεν ύπόκεινται καί δέν προάγουν τό τετράπτυχο άνθρωπότητα - Εθνος - πνευματικός πολιτισμός - Ιδεαλιστικό δν άνθρωπος — δπως συμβαίνει μέ όλα τά Κράτη καί τις λογοκρατικές κοινωνίες του σύγχρονου άστοκαπιταλομαρξιστικου Κόσμου— δέν έχουν λόγον ύπάρξεως και απορρίπτονται άπό τον ιδεαλισμό ώς εμπόδια στην ιστορική πρόοδο. 'Ωσαύτως τό θηλαστικό ζώο άνθρωπος δέν ενδιαφέρει ιστορικά.

κοινωνία,ανθρωπότητα,πολιτική,κράτος,πολιτισμός,ιδεαλισμός,καπιταλισμός,μαρξισμός,ηθική
Επομένως γιά τον ιδεαλισμό ιστορική πρόοδος είναι ή έρρυθμη άνάπτυξη, τελειοποίηση καί ποιοτική άνοδος τής άνθρωπότητας, τής ιδέας Εθνος, του πνευματικού πολιτισμού’ καί τής ήθικο-πνευματικής συνειδήσεως (μ’ άλλα λόγια, τής ηθικής Ελευθερώσεως) του ατόμου. Πρόκειται γιά ποιοτική καί όχι ποσοτική πρόοδο. Γι' αυτό ή κίνηση τής ιστορικής προόδου από την σκοπιά του ιδεαλισμού θά ήταν άδύνατο νά καθορισθή άριθμητικά καί στατιστικά. Οί ποιοτικές όντότητες όπως ή άλήθεια, τό εθνος, ό ήθικοπνευματικός πολιτισμός, ή δικαιοσύνη και ή ήθική ελευθέρωση του άτόμου σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορούν νά άποδοθούν μέ ποσοτικά μεγέθη. Αντίθετα, ή πρόοδος σέ επίπεδο συνειδήσεως του άτόμου, σέ έπίπεδο έθνους και σέ οικουμενικό επίπεδο, μπορεί νά άντικατοπτρισθή σέ ατομικά ή εθνικά ή παναθρώπινης σημασίας έργα καί πράξεις ήθικου και πνευματικού χαρακτήρα, όπως είναι ό ήρωϊσμός στον χώρο τών ιδεών, τών άξιών καί του πνεύματος, ό διάλογος του άνθρώπου μέ τή Φύση, ή τηροσπέλαση τής Επιστήμης στήν άλήθεια, ή κατίσχυση τής δικαιοσύνης καί τής άξιοκρατίας, ή ύπεράσπιση καί ανύψωση τής «στάθμης» τής ήθικής ελευθερίας, ή ύπεράσπιση καί άνύψωση τής ιδέας έθνος έν άμύνη καί είρήνη, ή προαγωγή καί άνάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού, ή εξασφάλιση τής ήθικής ευδαιμονίας τού ανθρώπου καί γενικά ό άγώνας γιά τόν θρίαμβο ιδανικών πού δέν είναι υλιστικά. Αν τά ήθικά αύτά έπιτεύγματα καταξιώνωνται σάν άθλοι άλλά καί σάν υποδείγματα, άρχές καί σκοποί τής άνθρωπότητας, δημιουργείται τό κριτήριο γιά τόν προσδιορισμό τής ιστορικής προόδου άπό ίδεαλιστική σκοπιά, κριτήριο πού σέ κάθε περίπτωση δέν είναι ποσοτικό.

Νίκος Λυγερός: Για να αθωωθείς πρέπει το έγκλημα να είναι δίκαιο

Νίκος Λυγερός,Για να είσαι αθώος πρέπει να σε κατηγορήσουν,γενοκτονία,Δίκαιος,ανθρωπότητα,δικαιοσύνη
Ένα γενικό πρόβλημα που έχουμε στον τομέα της γενοκτονολογίας δεν είναι ο καθορισμός του θύτη, διότι μελετάμε γενοκτονίες που υπάρχουν, αλλά ο καθορισμός του αθώου. Πρέπει να υπάρξει μια διαφορά μεταξύ αθώου και θύματος, για να αντέξει η τελευταία έννοια την ενσωμάτωση της έννοιας του Δίκαιου. Ένας παράδοξος αρχικά ορισμός του αθώου είναι ο εξής, τουλάχιστον ως αναγκαία συνθήκη. Για να είσαι αθώος πρέπει να σε κατηγορήσουν. Και αυτή η κατηγορία βέβαια μπορεί να είναι και παθητική, με την έννοια ότι δεν απαιτεί καμιά πράξη εκ μέρους του αθώου. Απλώς υπάρχει και λόγω ύπαρξης κάποιος τον κατηγορεί. Αυτός ο κάποιος είναι εν δυνάμει ο θύτης. Η επιλογή αυτού του ορισμού είναι ορθολογική και πιο αποτελεσματική, για να εξηγήσει και την ύπαρξη της πράξης της γενοκτονίας. Διότι λίγο πριν την γενοκτονία, ποιος θα τολμούσε να χαρακτηρίσει το μελλοντικό θύμα με τη λέξη της αθωότητας. Κανένας δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει εκ των προτέρων. Ο καθορισμός γίνεται μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή μετά το γεγονός που παράγεται από την πράξη της γενοκτονίας. Για να γίνει όμως το τελευταίο, προϋπάρχει το στάδιο της κατηγορίας. Κάποιος κατηγορεί το άτομο για κάτι που είναι και όχι κάτι που έκανε. Με αυτόν τον τρόπο, το άτομο αποκτά την οντολογία του αθώου που δεν είχε αλλιώς. Έχουμε λοιπόν μια αλλαγή φάσης, τουλάχιστον για το φιλοσοφικό βλέμμα του άλλου προβλήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει λύση, απλώς ότι καθορίζονται με αυτόν τον τρόπο οι αρχικές συνθήκες. Ας εξετάσουμε τώρα μερικά μοντέλα. Είναι η Αντιγόνη αθώα; Απολύτως όχι! Η Αντιγόνη είναι Δίκαια. Διότι επιλέγει να κάνει μια απαγορευμένη πράξη από το καθεστώς. Για το τελευταίο, είναι η πράξη της που είναι καταδικαστέα και όχι η ύπαρξή της. Με την Ηλέκτρα υπάρχει ήδη μια διαφορά λόγω αντίστασης. Βέβαια αυτή η αντίσταση είναι παθητική και ερμηνεύεται μάλιστα ακόμα και παθολογικά. Γι’ αυτό το λόγο, δεν καταδικάζεται πράγμα το οποίο τη διαφοροποιεί με την Αντιγόνη. Η Ηλέκτρα λόγω παθητικής αντίστασης μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μαρτύριο. Αν θέλουμε ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αθώου, πρέπει να πάρουμε τον Ορέστη, τουλάχιστον για το πρώτο μέρος της ζωής του. Διότι από τη γέννηση του, η ύπαρξη του είναι καταδικαστέα λόγω όχι μόνο του χρησμού αλλά και του οικογενειακού παρελθόντος. Μάλιστα είναι τώρα δυνατόν να πούμε ότι στο πλαίσιο της τραγωδίας αυτός ο ρόλος είναι απαραίτητος για να μπορέσει να βάλει ένα τέλος στην κατάρα των Ατρειδών μέσω μιας ακραίας πράξης, ενώ αρχικά έρχεται να σώσει την αδελφή του την Ηλέκτρα. Η δεύτερη αλλαγή φάσης που θα τον μεταμορφώσει σε Δίκαιο, είναι ένα έγκλημα, το οποίο προϋποθέτει την πρώτη φάση για να μπορέσει να αθωωθεί στη Δίκη. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης προέρχεται από άλλο ένα βαθύ νοητικό σχήμα. Πρέπει να υπάρξει έγκλημα το οποίο να είναι δίκαιο για να υπάρξει αθώωση με όλη τη σημασία της λέξης. Διότι η αθώωση δεν είναι μια εκφυλισμένη εκδοχή της αθωότητας.

Νίκος Λυγερός,Για να αθωωθείς πρέπει το έγκλημα να είναι δίκαιο,σχέδιο nemesis,Soghomon Tehlirian,ανθρωπότητα,γενοκτονία,δικαιοσύνη
Εν συνεχεία, μελετάμε την έννοια της αθώωσης μέσω του Ορέστη και του μύθου για να κατανοήσουμε την πράξη του Soghomon Tehlirian. Το πρόβλημα ποιο είναι; Δεν βρισκόμαστε στο πλαίσιο του Ρασκόλνικωφ του Достоевский. Το θέμα μας δεν είναι ένα απλό έγκλημα ούτε καν ένα έγκλημα πάθους. Διότι το πλαίσιο είναι η γενοκτονία και η γενοκτονία δεν είναι απλά ένα έγκλημα, αλλά ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει λοιπόν πεδίο σύγκρισης. Και αυτό μπορούμε να το δούμε και από την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ ήταν γνωστή η επιχείρηση Νέμεσις. Ο Ορέστης αντιπροσωπεύει σε πρώτη φάση τον αθώο με την ορολογία που διευκρινίσαμε στο προηγούμενο άρθρο. Με αυτήν την ιδιότητα θέλει να σώσει την αδελφή του, την Ηλέκτρα. Όμως η αντίσταση της τελευταίας θα δημιουργήσει ένα δίπολο του τύπου Σωκράτη – Πλάτωνα, ή ακόμα και του Χριστού – Παύλου. Στις δύο αυτές περιπτώσεις η ανυπαρξία του πρώτου θα άλλαζε το νόημα του δεύτερου, ενώ η ανυπαρξία του δεύτερου, θα μετέτρεπε τον πρώτο σε άγνωστο. Η αλλαγή φάσης δημιουργείται βέβαια, όταν η Ηλέκτρα είναι πλέον θύμα και όταν ο Ορέστης έχει την ικανότητα να γίνει Δίκαιος με την πράξη του, η οποία παραμένει ένα έγκλημα, όταν η ανάλυση γίνεται σε τακτικό και όχι στρατηγικό επίπεδο. Η διαφορά που θα κάνει τη διαφορά θα είναι ο Παιδαγωγός, ο οποίος παίζει έναν καταλυτικό ρόλο στην όλη υπόθεση, διότι με το έργο του ενεργοποιεί το όλο πεδίο δράσης. Δίχως τη σκέψη του παιδαγωγού η Ηλέκτρα δεν θα μπορούσε να πείσει τον Ορέστη παρά μόνο μέσω της ρητορικής. Ενώ με τον παιδαγωγό λειτουργεί η μαιευτική, η οποία θα αλλάξει όλα τα δεδομένα. Για να παλέψει με την εξουσία, ο Ορέστης είχε απαραίτητα ανάγκη από την ουσία, την οποία κατείχε ο παιδαγωγός, ο δάσκαλος. Η συνομιλία του με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα θα είναι καθοριστική, αφού θα μετατρέψει το αδιανόητο που θα γίνει πρώτα ουτοπία για τους δύο νέους και στη συνέχεια όραμα, όταν η διαλεκτική τους θα εξελιχτεί. Στον τομέα της γενοκτονολογίας ένας ανάλογος δάσκαλος θα ήταν o Raphael Lemkin, μόνο που εμφανίστηκε πολύ αργότερα σε σχέση με την επιχείρηση. Μετά λοιπόν, από την απόφαση της εκτέλεσης, υπάρχει και η πράξη. Για να είναι τελική όμως πρέπει να υπάρχουν όλες οι συνθήκες που αναφέραμε αλλιώς η κατάρα των Ατρειδών δεν θα είχε τέλος. Η τραγωδία σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί αλγοριθμικά μέσω της εκδίκησης. Μόνο που η εκδίκηση φέρνει την εκδίκηση. Ενώ εδώ η διεκδίκηση φέρνει τη δίκη, η οποία γίνεται σε επίπεδο Αρείου Πάγου και είναι τελεσίδικη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο υπάρχει ένα τέλος στον αλγόριθμο. Με άλλα λόγια, υπάρχει και το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής που μεταφράζεται στα δικαιώματα της Ανθρωπότητας με την μετα -γνώση και όχι μόνο την γνώση. Αλλιώς η τιμωρία του εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας δεν θα ήταν δίκαια, πράγμα το οποίο θα ήταν απαράδεκτο.

Heidegger, Νευροεπιστήμες και η Απαλλαγή από την Καρτεσιανή Πλάνη (κείμενο και video)

εγκέφαλος,πραγματικότητα,Heidegger,Νευροεπιστήμη και η Απαλλαγή από την Καρτεσιανή Πλάνη
Άρθρο του Άλκη Γούναρη, αναδημοσίευση από το http://alkisgounaris.com/.

Η Καρτεσιανή Πλάνη 

Συζητώντας για την νόηση και ερευνώντας τον εγκέφαλο, συχνά εκκινούμε από ορισμένες παραδοχές τις οποίες θεωρούμε ως δεδομένα. Θα επιχειρήσω να δείξω ότι τέτοιες παραδοχές, μας έχουν εμποδίσει κατά μια έννοια να απαντήσουμε σε μια σειρά από ερωτήματα όπως για παράδειγμα: «πώς από μια σειρά φυσικών γεγονότων, που προκαλούν ένα «χωρίς νόημα» αισθητηριακό ερέθισμα, προκύπτει κάτι το οποίο βιώνουμε ως γεγονός συγκεκριμένου νοήματος;» Αν δεν καταφέρουμε να απαντήσουμε ερωτήματα όπως αυτό και όπως άλλα που θα θέσουμε παρακάτω, τότε θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι ο εγκέφαλός μας είναι όντως, αυτό που περιπαικτικά αποκαλεί ο Dennett (1992 : 40) «ιστός των θαυμάτων»… με την έννοια ότι εκεί συντελείται κάτι πέραν των φυσικών νόμων. 

Για την επίλυση λοιπόν αυτού του «μυστηρίου» της νόησης τα τελευταία 50 – 60 χρόνια, έχουν διατυπωθεί εκατοντάδες θεωρίες και παραλλαγές θεωριών, οι επικρατέστερες από τις οποίες έχουν συγκροτήσει έναν βασικό κορμό αυτού που ονομάζουμε κλασσικές προσεγγίσεις της γνωσιακής επιστήμης. Με μια προσεκτική ματιά μπορεί κανείς να διακρίνει ότι οι κλασσικές αυτές γνωσιακές προσεγγίσεις, εμπεριέχουν –ως επί το πολύ- φανερά ή κρυφά, δυο μορφές δυισμών – που είναι κατάλοιπο της καρτεσιανής σκέψης: Η πρώτη και κλασσικότερη μορφή δυισμού, είναι ο δυισμός νου – εγκεφάλου που θεωρεί τον νου ως μια εσωτερική αυτόνομη οντότητα, διαφορετική από τον εγκέφαλο, που νοεί τα γεγονότα που συμβαίνουν στον έξω κόσμο, ενώ η δεύτερη και λιγότερο προφανής, είναι αυτός ακριβώς ο δυισμός του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου που νοεί και του εξωτερικού κόσμου που το περιβάλει, ως δυο ξεχωριστά συστήματα. Ας ονομάσουμε αυτόν τον δυισμό έσω- έξω. 

Οι δυο αυτές μορφές δυισμών αποτελούν σύμφωνα με τη θέση μου ένα σφάλμα βάσης το οποίο συντήρησε η φιλοσοφική μας παράδοση με αποτέλεσμα να οδηγείται συχνά η επιστημονική έρευνα σε εννοιολογικής προέλευσης αδιέξοδα. Η μεγάλη «παγίδα» στις κλασσικές γνωσιακές προσεγγίσεις για την νόηση είναι η αντιμετώπιση του εγκεφάλου ως υπολογιστική μηχανή, όπου η νόηση αποτελεί το software, το λογισμικό δηλαδή πρόγραμμα το οποίο αξιοποιείται από το βιολογικό hardware του εγκεφάλου. Οι φιλοσοφικές απαρχές αυτής της ιδέας βρίσκονται όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Dreyfus (2007: 1145) στην καρτεσιανή αυτονομία του νοητικού και τις αναπαραστάσεις της, στην χομπσιανή ιδέα της λειτουργίας του μυαλού -ως υπολογιστική μηχανή- και στην παραδοχή του Leibniz για την ύπαρξη καθολικών χαρακτηριστικών. Η βασική παραδοχή σε αυτό το μοντέλο είναι ότι όλες οι νοητικές λειτουργίες είναι, σε τελική ανάλυση, βασισμένες σε ένα σύνολο κανόνων που διαχειρίζονται συμβολικές οντότητες οι οποίες αναπαριστούν με ακρίβεια τα αντικείμενα και τις καταστάσεις του κόσμου. Ο Descartes (1976) φαντάστηκε τη νόηση και την επίγνωση της νόησης ως προϋποθέσεις της ύπαρξης και μάλιστα ανεξάρτητα από το μη σκεπτόμενο σώμα. Ο Damasio (2006) τονίζει ότι το σφάλμα του Καρτέσιου ήταν ότι δεν κατάλαβε -ή δεν ήθελε να δεχθεί- ότι η ύπαρξη προηγείται της νόησης. Πρώτα υπάρχουμε και μετά σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε γιατί η σκέψη προκαλείται από τις δομές και τις λειτουργίες της βιολογικής μας ύπαρξης. Αυτή ακριβώς η θέση ότι η βιολογική ύπαρξη προηγείται της σκέψης, βρίσκεται στα θεμέλια των φαινομενολογικών θεωριών και δεν διατυπώνεται πουθενά καλύτερα, απ’ ότι στον Heidegger. O Heidegger (1999 : 58 – 61) ήδη από το 1927, επισημαίνει ότι η αδυναμία φυσιοκρατικής θεμελίωσης της νόησης οφείλεται σε εννοιολογικά προβλήματα που ξεκινάνε από την σκέψη του Descartes και ενισχύονται στη συνέχεια από φιλοσόφους όπως ο Brentano κ.α. Αυτά τα προβλήματα συνδέονται όπως θα δούμε στη συνέχεια τόσο με το ζήτημα της κατευθυντικότητας (Γούναρης, 2010) όσο και με το ζήτημα των αναπαραστάσεων. 

Τα τελευταία 15 – 20 χρόνια, έχουν διατυπωθεί ορισμένες νέες θεωρίες που επιχειρούν να απαλλάξουν την φιλοσοφική και την επιστημονική σκέψη από την καρτεσιανή πλάνη. Η χαϊντεγκεριανής έμπνευσης θεωρία ενσώματης και ενταγμένης νοημοσύνης (Haugeland 1998) για παράδειγμα όχι μόνο απαλλάσσει από την οντολογική αυτονομία του νοητικού και τον δυισμό νου – σώματος, αλλά ακόμα περισσότερο καταργεί τον δυισμό υποκειμένου που νοεί και νοούμενου κόσμου, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει εν τέλει στο κλειδί ερμηνείας και φυσικοποίησης του μυστηρίου της νόησης.Η σύγκλιση των χαϊντεγκεριανής κατεύθυνσης θεωριών για την νόηση με τη σύγχρονη γνωσιακή νευροεπιστήμη γίνεται κυρίως μέσω των εννοιολογικών πεδίων που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ξεκινώντας από αυτό που ονομάζουμε κατευθυντικότητα. 


Η Φυσικοποίηση της Κατευθυντικότητας και οι Αναπαραστάσεις


Heidegger,Νευροεπιστήμες,Καρτεσιανή Πλάνη,εγκέφαλος,νους,πραγματικότητα
Γενικά λέγοντας κατευθυντικότητα εννοούμε την σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο νοητικό και τον κόσμο, και εκφράζεται μέσα από νοητικές καταστάσεις με ένα ορισμένο περιεχόμενο και ένα ορισμένο αντικείμενο αναφοράς. Όταν για παράδειγμα «θέλω», θέλω κάτι, όταν έχω μια «πεποίθηση», έχω μια πεποίθηση για κάτι, όταν «εστιάζω την προσοχή μου», την εστιάζω σε κάτι κλπ. Το πρόβλημα της κατευθυντικότητας μπορεί με δυο λόγια να συνοψιστεί στο ερώτημα: «Πώς γίνεται μια βιολογική υλική κατάσταση που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου, ο εγκέφαλος, οι νευρώνες, τα κύτταρα και οι συνάψεις τους, τα σωματίδια της ύλης στη δράση των οποίων οφείλεται η σκέψη μου να συλλαμβάνουν αντικείμενα ή γεγονότα που βρίσκονται έξω από το κεφάλι μου, στον κόσμο, και μάλιστα κατά την διαδικασία αυτή να συγκροτείται ένα ορισμένο νοητικό περιεχόμενο, ένα κάποιο νόημα;»

Αν η νόηση ήταν προϊόν μιας αυτόνομης άυλης οντότητας (όπως υπέθετε ο Descartes) τότε αυτό το πρόβλημα θα έπαυε να υπάρχει. Μάλιστα ο Brentano, όπως επισημαίνει ο Heidegger (ο.π.) θεώρησε την παραπάνω σχέση μεταξύ εσωτερικού- νοητικού και εξωτερικού – υλικού ως κριτήριο της διάκρισης ψυχικών και φυσικών φαινομένων, και επιχείρησε μέσω αυτής της διάκρισης να θεμελιώσει την αυτονομία του νου. Γενικά η σκέψη του Brentano επέδρασε καταλυτικά στις επιστήμες του 20ου αιώνα με αποτέλεσμα να έχουμε τον διαχωρισμό της ψυχολογίας από τις σκληρές φυσιοκρατικές επιστήμες. 

Στο άλλο άκρο, από αυτή τη δυιστική προσέγγιση, ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι και νευροεπιστήμονες όπως ο Paul Churchland (1989), εξαλείφουν το πρόβλημα της κατευθυντικότητας υποστηρίζοντας ότι αυτό που ονομάζουμε κατευθυντικότητα ή κατευθυντικές καταστάσεις της νόησης, δεν είναι παρά μόνο μια γλωσσική κατασκευή. Το μόνο που υπάρχει στην πραγματικότητα σύμφωνα με τον Churchland είναι βιολογικές νευροχημικές εγκεφαλικές λειτουργίες και συνεπώς, όλα όσα καλούμε νοητικές καταστάσεις, είναι κατασκευές της ψυχολογίας του κοινού νου και εκφράζουν ένα είδος ψευδών εντυπώσεων που έχουμε για το νοητικό. Το ερώτημα εν προκειμένω μετατοπίζεται, αν θέλουμε να διαφυλάξουμε εννοιολογικά και φυσιοκρατικά το νοητικό –από τη μία πλευρά- και παράλληλα δεν θέλουμε να καταφύγουμε σε μεταφυσικές, εξωυλικές οντότητες (όπως η ψυχή, το πνεύμα, ο νους κλπ.), στο πώς μπορούμε να δείξουμε ότι αυτό που λέμε κατευθυντικότητα της νόησης αποτελεί μια φυσική, υλική, βιολογική ικανότητα, που μπορεί να αποτυπωθεί με φυσικούς όρους μέσα από την νευροεπιστήμη; Ο Heidegger (1927) υποστηρίζει ότι τα ίδια τα βιώματα μας είναι ως τέτοια κατευθυντικά. Υποστηρίζει συγκεκριμένα, ότι: όταν το Dasein (το υποκείμενο που νοεί και βρίσκεται μέσα στον κόσμο) κατευθύνεται προς κάτι, δεν βγαίνει έξω από την εσωτερική του σφαίρα όπου τάχα είναι κλεισμένο. Βρίσκεται ήδη εκεί μέσα στον κόσμο και όταν αντιλαμβάνεται και νοεί κάτι δεν επιστρέφει σε κάποιο θάλαμο της συνείδησης αλλά παραμένει ως μέσα_στον_κόσμο_Είναι στο ίδιο δομικό σύστημα με τον κόσμο. Αυτή ακριβώς η διαρκής συνύπαρξη του Dasein μέσα στον κόσμο, αποτέλεσε για τον Walter Freeman τον τρίτο (1995 ∙ 2007) την έμπνευση για την συγκρότηση ενός νευροφυσικού μοντέλου[1] που αναιρεί τα δυο σημεία της καρτεσιανής πλάνης, θεμελιώνοντας κατ’ αρχάς φυσιοκρατικά την κατευθυντικότητα. Η κατευθυντικότητα για τον Freeman- όπως και για τον Heidegger- υπάρχει και συνίσταται στην τροπικότητα, δηλαδή στον τρόπο που το υποκείμενο μέσω του εγκεφάλου του, των αισθητηρίων οργάνων του, του ΚΝΣ και του κινητικού συστήματος, βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλληλεπιδρά με αυτόν και δημιουργεί τις βιολογικές αυτές συνθήκες ώστε να συγκροτούνται τα συγκεκριμένα νοητικά φαινόμενα με ορισμένο περιεχόμενο και χαρακτηριστικά. Το μοντέλο προϋποθέτει συνεχείς αλληλεπιδράσεις του εγκεφάλου με τα πολλαπλά περιβάλλοντα του ίδιου του σώματος και του κόσμου, δια μέσου πέντε (5) αλληλοτροφοδοτούμενων βρόχων οι οποίοι λειτουργούν συμπληρωματικά[2]. 

Αν όντως λοιπόν το εξηγητικό μοντέλο του Freeman φυσικοποιεί τρόπον τινά την κατευθυντικότητα μέσα από την συνεχή αλληλεπίδραση σώματος και κόσμου, τότε μπορεί να διερωτηθεί κανείς για το αν χρειάζονται ή όχι οι νοητικές αναπαραστάσεις στον εγκέφαλο. Αλλά πριν απαντήσουμε αν χρειαζόμαστε ή όχι τις αναπαραστάσεις, ας δούμε με δυο λόγια τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο αυτό. Όταν για παράδειγμα, βλέπουμε μια καρέκλα ή μυρίζουμε ένα ποτήρι κρασί, τότε, περιέρχεται ο εγκέφαλός μας σε μια συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση (η οποία είναι μάλιστα παρατηρήσιμη με απεικονιστικές μεθόδους). Μιλώντας για αναπαραστάσεις, υποθέτουμε ότι σε κάθε δεδομένο που έχουμε για τον κόσμο υπάρχει μια αντίστοιχη νευρωνική κατάσταση που αναπαριστά αυτό το δεδομένο ως τέτοιο. Για παράδειγμα, υπάρχει μια αναπαράσταση της καρέκλας σε κάποια μορφή στο υπόβαθρο των νευρώνων που κάνει την καρέκλα να αναγνωρίζεται ως τέτοια ή υπάρχει η αναπαράσταση του αρώματος του κρασιού κ.ο.κ. Η ιδέα των αναπαραστάσεων συνεπάγεται ότι θα ήταν δυνατόν στο μέλλον να υπάρξει κάποιο «εργαλείο» που θα «διαβάζει» τα δεδομένα που αναπαρίστανται στον εγκέφαλο, όπως ο υπολογιστής διαβάζει τον σκληρό δίσκο ή ακόμα και να δημιουργεί αναπαραστάσεις για δεδομένα που προέρχονται από τεχνητές βιωματικές εμπειρίες. 

Ο Dreyfus (2002 : 367 κ.ε) υποστηρίζει ότι: συνήθως δεν έχουμε ανάγκη την αναπαράσταση του κόσμου στον εγκέφαλό μας, αφού ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθούμε την εκάστοτε κατάσταση των πραγμάτων, είναι να στραφούμε στον κόσμο όπως τον βιώνουμε. Η καλύτερη αναπαράσταση του κόσμου είναι ο ίδιος ο κόσμος, λέει χαρακτηριστικά. Η θέση του αυτή έχει την καταγωγή της στον Heidegger. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Heidegger (1999), όταν βλέπω μια καρέκλα, δεν βλέπω την αναπαράσταση της καρέκλας, αλλά την καρέκλα την ίδια. Βασισμένος σε αυτήν την ιδέα ο Freeman πειραματίστηκε πάνω στον οσφρητικό βολβό κουνελιών και δημιούργησε ένα ερμηνευτικό μοντέλο χωρίς αναπαραστάσεις με την κλασσική έννοια. Αυτό που παρατήρησε είναι ότι κάθε φορά που το κουνέλι οσφραίνεται, ο οσφρητικός του βολβός παρουσιάζει μια κατανομή, αυτού που τα κλασσικά μοντέλα νευρολογίας, ονομάζουν καταστάσεις ενέργειας (energy states). Στη συνέχεια ο βολβός τείνει προς την ελάχιστη ενέργεια [όπως μια μπάλα τείνει να κυλίσει προς τον πάτο ενός δοχείου - ανεξάρτητα από το σημείο που εκκινεί μέσα στο δοχείο]. Κάθε πιθανή κατάσταση ελάχιστης ενέργειας ονομάζεται ελκυστής (attractor). Οι εγκεφαλικές καταστάσεις που τείνουν προς έναν συγκεκριμένο ελκυστή, ονομάζονται αντίστοιχα λεκάνες έλκυσης (basins of attraction) του ελκυστή. Για κάθε εισροή που σημαίνει κάτι νέο, ο εγκέφαλος του κουνελιού διαμορφώνει μια νέα λεκάνη έλκυσης (Freeman, 2000)[3] Έτσι, αυτό που σημαίνει η προηγούμενη εμπειρία διατηρείται στο σύνολο των λεκανών έλκυσης. Το σύνολο των λεκανών έλκυσης, με όσα γνωρίζει ένα ζώο, διαμορφώνουν αυτό που ονομάζεται πεδίο του ελκυστή (attractor landscape). 

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Freeman (ο.π) υποστηρίζει πως κάθε νέος ελκυστής δεν αναπαριστά, λόγου χάριν, ένα καρότο ούτε την μυρωδιά του καρότου, ούτε καν το τι μπορεί να κάνει το κουνέλι με το καρότο. Αυτό που συμβαίνει μάλλον, είναι ότι η συγκεκριμένη εγκεφαλική κατάσταση συνιστά το αποτέλεσμα του αθροίσματος των προηγούμενων βιωμάτων του ζώου, σχετικά με τα καρότα, και αυτή η κατάσταση συνδέεται με τις παρεχόμενες δυνατότητες που προσφέρονται από το ίδιο το καρότο! Εκείνο που συμβαίνει στην φυσική αντιληπτική διαδικασία, είναι ότι κάθε φορά που το κουνέλι μυρίζει το καρότο, είναι ότι αντιλαμβάνεται μια δυνατότητα, η οποία αποκτά ένα νοητικό περιεχόμενο, δηλαδή ένα νόημα όπως για παράδειγμα η δυνατότητα του να το φάει, ή να το κρύψει, ή να το αγνοήσει κλπ. 

Η ιδέα για τις παρεχόμενες δυνατότητες (affordances) έχει εισαχθεί στην φιλοσοφία των γνωσιακών επιστημών από τον J. J. Gibson (1977) αλλά μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στο Heidegger (1927 : 144-145 στο πρωτότυπο) και στην αναφορά του για τις δυνατότητες που μας απασχολούν… (σε αυτό που λέει συγκεκριμένα «νοιαζόμαστε για τις δυνατότητες» – pressing into possibilities). Σύμφωνα με αυτή τη θέση όταν κάποιος αποκτά δεξιότητες, οι δεξιότητες αυτές «αποθηκεύονται», όχι ως αναπαραστάσεις στον εγκέφαλο, αλλά ως ενσώματη ετοιμότητα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των διαφόρων καταστάσεων μέσα στον κόσμο. Αυτό που αποκτάται δηλαδή κατά τη μάθηση μέσω της εμπειρίας δεν αναπαρίσταται ως αντικείμενο [ως «τι»] αλλά παρίσταται, σε αυτόν που μαθαίνει, ως ολοένα πιο ακριβής και διακριτή διαδικασία, δηλαδή ως «τρόπος». Ο Heidegger (2010) έχει περιγράψει ότι κατά την αντιληπτική εμπειρία ενός αντικειμένου δεν μας απασχολεί το αντικείμενο ως «τι» αλλά ως μια άμεση αναφορά σε ένα «για_κάτι». Λέει χαρακτηριστικά ότι: «αυτό που πρώτα από όλα είναι “δοσμένο” είναι το “για_να_γράφει” το “για_να_πηγαίνει_μέσα – έξω”, το “για_να_φωτίζει” κ.ο.κ.». Όπως εξηγεί ο Dreyfus (2007) όταν χειρίζομαι κάτι, κι ενώ θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος τρίτος «αντικειμενικά», ότι χρησιμοποιώ [για παράδειγμα] την πόρτα ως πόρτα [για να βγω από το δωμάτιο], εγώ [στην πραγματικότητα] δεν «βιώνω» την πόρτα ως πόρτα. Καθώς ανοίγω την πόρτα για να βγω π.χ. από το δωμάτιο, δεν βιώνω την πόρτα καν. Απλώς νοιάζομαι για τη δυνατότητα να βγω από το δωμάτιο[4]… Όταν αντιμετωπίζουμε χρηστικά κάτι, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ελκόμαστε από τις παρεχόμενες δυνατότητες και ανταποκρινόμαστε άμεσα σε αυτές, έτσι ώστε η διάκριση ανάμεσα σε μας και το εργαλείο – ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό- εξαφανίζεται.[5] 

Ακριβώς αυτή η εξάλειψη της διάκρισης εσωτερικού – εξωτερικού, μας απαλλάσσει από την τον δεύτερο δυισμό της καρτεσιανής πλάνης. Πέραν όμως από την απαλλαγή μας από τον διυσμό έσω – έξω, υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα σχετικό με τις αναπαραστάσεις που επιλύεται χάρη στην χαϊντεγκεριανή θεώρηση της νόησης. Το πρόβλημα που ονομάζεται πρόβλημα πλαισίου, και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Με δεδομένο έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο, πώς μπορεί ένα μη μαγικό σύστημα… να υπολογίζει εκείνες τόσο τις μεταβλητές καταστάσεις στον κόσμο… που έχουν σημασία, όσο και εκείνες τις αμετάβλητες καταστάσεις στον κόσμο που έχουν ένα ορισμένο νόημα, ενώ παράλληλα να αγνοεί εκείνες τις καταστάσεις που δεν έχουν κάποια σημασία; Και πώς γίνεται αυτό το σύστημα να ανακτά και (αν χρειαστεί) να αναθεωρεί, απ’ όλες τις αναπαραστάσεις που επεξεργάζεται, μόνο αυτές τις αναπαραστάσεις που είναι σχετικές με κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης;» (Wheeler, 2005: 179) Το ζήτημα του πλαισίου, χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση, αλλά απλουστευτικά θα μπορούσε να συνεπάγεται το εξής ερώτημα: «πώς είναι δυνατόν- αν υπάρχουν συγκεκριμένες αναπαραστάσεις- να επηρεαζόμαστε από νέες καταστάσεις (ή όπως θα έλεγε ο Freeman νέους ελκυστές) και να μην μένουμε προσκολλημένοι στους ελκυστές (ή τις αναπαραστάσεις) της πρότερης εμπειρίας;» Σύμφωνα με τον Freeman, αυτό το οποίο μας καθιστά «ανοιχτούς» απέναντι στις επιρροές άλλων ελκυστών [που βρίσκονται στον ίδιο ορίζοντά] αντί στην προσκόλληση μας στον τρέχοντα ελκυστή, είναι ότι ολόκληρο το σύστημα του πεδίου των ελκυστών, καταρρέει και εναναδημιουργείται κάθε φορά που, για παράδειγμα, οσφραίνεται το κουνέλι, ή για να το θέσουμε στην περίπτωση των ανθρώπων, κάθε φορά, ενδεχομένως, που κάτι «τραβάει» την προσοχή μας[6],[7]. Η ορισμένη κάθε φορά κατευθυντικότητα σε συνδυασμό με το σύνολο των λεκανών έλκυσης που αποτελούν το «υπόβαθρο» της πρότερης εμπειρίας, ευθύνονται ενδεχομένως για την παράκαμψη αυτού του προβλήματος πλαισίου. Τι ακριβώς όμως είναι αυτό το υπόβαθρο της πρότερης εμπειρίας;  


Ένα Λειτουργικό Υπόβαθρο ως Πεδίο Δοκιμών 


Ένα Λειτουργικό Υπόβαθρο ως Πεδίο Δοκιμών.Heidegger,Νευροεπιστήμες,Καρτεσιανή Πλάνη,εγκέφαλος,νους,πραγματικότητα
Ένας τρόπος να προσεγγίσουμε το υπόβαθρο, είναι να το θεωρήσουμε ως μια κατάσταση του εγκεφάλου που αναπαριστά κάτι με ορισμένο περιεχόμενο. Να θεωρήσουμε δηλαδή το υπόβαθρο ως μια οντότητα, ως νευρωνική υποδομή, συνάψεις, δίκτυο νευρώνων κ.λπ. που κατέχει ένα συγκεκριμένο χώρο, έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα και έχει αποθηκευμένα δεδομένα σαν τον σκληρό δίσκο ας πούμε του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ας ονομάσουμε αυτή την υπόθεση οντολογική υπόθεση. Η δεύτερη εναλλακτική είναι να προσεγγίσουμε το υπόβαθρο ως μια λειτουργική έννοια, ως έναν ρόλο, που συμβάλει στη συγκρότηση αυτού που ονομάζουμε νοητικό περιεχόμενο ή νόημα. Ας ονομάσουμε αυτή την υπόθεση, λειτουργική υπόθεση. Αν συμφωνούμε με την οντολογική υπόθεση, τότε θα πρέπει να εκλάβουμε το υπόβαθρο ως ένα κάτι στο οποίο είναι καταχωρισμένες όλες οι πληροφορίες που συνιστούν το κοσμοείδωλο του υποκειμένου (Dreyfus, ο.π. : 153). Θα πρόκειται δηλαδή, για μια δομημένη οργάνωση ενός συνόλου πρακτικών γνώσεων, πεποιθήσεων, λογικών περιορισμών κ.λπ. που θα κατευθύνει την νόησή μας περί του τι θεωρείται τι. Αν αντιθέτως συμφωνούμε με την λειτουργική υπόθεση, τότε θα πρέπει να εκλάβουμε το υπόβαθρο, ως «υπόβαθρο πρακτικών», κάτι που συνεπάγεται μια ικανότητα του εγκεφάλου να «δοκιμάζει» και να ερμηνεύει τον κόσμο. Η ικανότητα αυτή, δεν εμπεριέχει (απαραίτητα) πληροφορίες, αναπαραστάσεις ή εικόνες, αλλά συνίσταται μάλλον σε μια «τροπικότητα», σε μια διαδικασία του τρόπου, που ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ή όπως λέει χαρακτηριστικά ο Heidegger (1927 : 62)[8] πρόκειται για μιαν ερμήνευση πάνω στο έδαφος της οποίας η αντίληψη γίνεται προσδιορίσιμη. 

Ο Dreyfus (ο.π. : 160) εξηγεί ότι όπως μπορώ να μάθω ποδήλατο ή κολύμπι ασκούμενος έως ότου αναπτύξω τους απαραίτητους όρους αποκρίσεων, χωρίς αναπαράσταση του σώματος και των μυϊκών ινών μου σε κάποια δομή δεδομένων, κατά τον ίδιο τρόπο οι «γνώσεις» για τις πολιτισμικές πρακτικές οι οποίες με βοηθούν να αναγνωρίζω και να ενεργώ σε ορισμένες καταστάσεις αποκτήθηκαν σταδιακά με εκπαίδευση στην οποία κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να διατυπώσει ρητά… το αντικείμενο της μάθησης. Ο Freeman (1995 : 59) εξηγεί για την ιδιότητα ενσωμάτωσης κάθε νέας εμπειρίας, ότι: «βρίσκεται σε αντίθεση με τον τρόπο αποθήκευσης της μνήμης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές… στους οποίους κάθε στοιχείο ταξινομείται σύμφωνα με κάποια διεύθυνση ή τομέα του δένδρου αναζήτησης. Εκεί κάθε στοιχείο καταλαμβάνει έναν τμήμα [έναν χώρο] και τα νέα στοιχεία [που προστίθενται] δεν αλλάζουν τα παλαιότερα. Τα ευρήματά καταδεικνύουν (λέει ο Freeman) ότι η αποθήκευση στον εγκέφαλο δεν έχει όρια ή τμήματα αποθήκευσης. Κάθε νέα μεταβολή της κατάστασης… εκκινεί την διαδικασία κατασκευής ενός τοπικού προτύπου που προσβάλλει και τροποποιεί ολόκληρη την κατευθυντική δομή.» Σύμφωνα με το εξηγητικό μοντέλο του Freeman (1987 . 1991), όταν για παράδειγμα ένα κουνέλι πεινάσει, μυρίζει τριγύρω ψάχνοντας για τροφή, όταν φοβηθεί, τρέχει να κρυφτεί κ.ο.κ. κάνοντας κάθε φορά αυτό, που με τη πρότερη εμπειρία του έχει μάθει ότι είναι το κατάλληλο. Τότε, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι νευρωνικές συνάψεις του ζώου αλλάζουν, ανάλογα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικών που προκύπτουν από την εμπειρία του με τέτοιο τρόπο, ώστε η αλλαγή τους, να αντανακλά το κατά πόσο το αποτέλεσμα ικανοποίησε [ή όχι] την συγκεκριμένη κάθε φορά ανάγκη του ζώου. Οι αλλαγές αυτές είναι ολικές σε μεγάλες περιοχές και όχι εντοπισμένες σε κάποιο μικρό υποσύστημα νευρώνων που διεγείρονται, για παράδειγμα, μόνο με την μυρωδιά της αλεπούς, ή του καρότου κ.ο.κ.». Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργική υπόθεση αντιλαμβάνεται το υπόβαθρο ως testing field. Ως λειτουργικό πεδίο δοκιμών της κάθε αισθητηριακής εμπειρίας. Η ενσώματη γνώση, του λειτουργικού υποβάθρου, που υποδέχεται τα αισθητηριακά ερεθίσματα, θα μπορούσε να εννοηθεί ως ένα παράδειγμα – ένα πρότυπο ή μια θεωρία βάσης, σύμφωνα με την οποία ερμηνεύεται ο κόσμος. 


Το Νόημα ως Ιδιότητα του Συστήματος 


Ένα Λειτουργικό Υπόβαθρο ως Πεδίο Δοκιμών.Heidegger,Νευροεπιστήμες,Καρτεσιανή Πλάνη,εγκέφαλος,πραγματικότητα
Στο σημείο αυτό οργανώνεται μια δική μου υπόθεση για το νοητικό περιεχόμενο που βασίζεται τόσο στην εξάλειψη της διαφοράς εσωτερικού – εξωτερικού, όσο και στον τρόπο που το νοητικό περιεχόμενο επιδρά στο λειτουργικό πρότυπο του υποβάθρου. Σήμερα η αναζήτηση του νοήματος θεωρείται το άγιο δισκοπότηρο για τις νευροεπιστήμες. Σύμφωνα με την θέση μου, απαλείφοντας τους δυισμούς που συνεπάγεται η καρτεσιανή πλάνη, μπορούμε να επανακαθορίσουμε εννοιολογικά το νοητικό περιεχόμενο, δηλαδή το νόημα, ως μια ιδιότητα του συστήματος που περιλαμβάνει το νοούν υποκείμενο και τον κόσμο του μαζί (Γούναρης, 2010). Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να εννοηθεί ως Dasein ή ως μέσα_στον_κόσμο_Είναι. Κατά τη διαδικασία της νόησης λοιπόν, αυτό που υποστηρίζω είναι, ότι αναδύεται μια ιδιότητα [το νοητικό περιεχόμενο] η οποία στη συνέχεια επιδρά κατωφερώς στο βιολογικό επίπεδο από το οποίο προήλθε. 

Και θα εξηγήσω τι εννοώ: 

Αν το σκεπτόμενο υποκείμενο και ο κόσμος του συνιστούν ένα σύστημα του οποίου και οι δυο είναι απαραίτητοι όροι για να συγκροτηθεί νοητικό περιεχόμενο, τότε το νοητικό περιεχόμενο δεν βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο ή στις αναπαραστάσεις του ή σε κάποια τρίτη οντότητα. Αυτό που ονομάζουμε νοητικό περιεχόμενο είναι μια ιδιότητα του συστήματος. Στην πραγματικότητα δηλαδή ψάχνοντας να βρούμε πού είναι το νόημα, είναι σα να ψάχνουμε που είναι η ρευστότητα του νερού, ή που είναι η λευκότητα του χιονιού. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια αιτιακή σχέση μεταξύ της αναδυόμενης ιδιότητας του συστήματος και του λειτουργικού υποβάθρου στον εγκέφαλο στο οποίο το νόημα επιδρά κατωφερώς. Αν υιοθετήσουμε την θέση ότι η «γνώση» βρίσκεται όντως ενσωματωμένη (ως τρόπος) στον ανθρώπινο οργανισμό, τότε το νόημα, ως αναδυόμενη ιδιότητα επιδρώντας κατωφερώς, ενισχύει ή αδυνατίζει κατά μια έννοια αυτήν την «ενσωμάτωση». Κατ’ αυτή την έννοια κάθε νέο νοητικό γεγονός εξαρτάται από το πώς τα προηγούμενα γεγονότα έχουν «ενσωματωθεί» στο λειτουργικό υπόβαθρο του εγκεφάλου, όπως το ορίσαμε παραπάνω. 

Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτή τη διαδικασία ενδυνάμωσης ή αποδυνάμωσης της γνωσιακής ενσωμάτωσης μπορούμε να πάρουμε ένα παράδειγμα από το τι συμβαίνει στις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες, με κορυφαίο παράδειγμα την επιστημονική δραστηριότητα. Η επιστημονική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια διαδικασία ελέγχου, δοκιμής και αλλαγής, μέσω της οποίας επιλύονται τα εκάστοτε προβλήματα. Αν μια επιστημονική υπόθεση δεν επαληθευθεί και το πρόβλημα δεν επιλυθεί τότε συμβαίνει αυτό που ο Kuhn (1970) ονομάζει «κρίση» και ο Heidegger ονομάζει «αγωνία» και οδηγεί στην «αλλαγή παραδείγματος». Αυτή την αλλαγή παραδείγματος ή προτύπου σε ό,τι αφορά τη νοητική διαδικασία ο Heidegger την ονομάζει «αγωνία» η οποία στην ουσία σημαίνει την αλλαγή του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο νοηματοδοτούμε τον κόσμο. Με αντίστοιχο τρόπο που αποκτάται η επιστημονική γνώση μπορούμε να υποθέσουμε δηλαδή ότι αποκτάται και η γνώση του κάθε υποκειμένου χωριστά. 

Συνεπώς, το νοητικό περιεχόμενο ή το νόημα, μπορεί να εννοηθεί ως: η αναδυόμενη ιδιότητα[9] που θα ενισχύσει, θα αποδυναμώσει ή θα τροποποιήσει αυτά τα πρότυπα, που συγκροτούν το υπόβαθρο της ενσώματης γνώσης. Αυτό συνεπώς που μας ανήκει είναι το «παράδειγμα», ο τρόπος, η θεωρία βάσει της οποίας νοηματοδοτούμε. Το νόημα το ίδιο ανήκει στο σύστημα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι (Γούναρης, 2010).

Όπως παρατηρεί ο Freeman (ο.π) κάθε νέα μαθησιακή εμπειρία δημιουργεί έναν νέο ελκυστή και επαναρρυθμίζει όλες τις λεκάνες έλκυσης στο πεδίο. Λέει συγκεκριμένα: «Παρατήρησα ότι τα πρότυπα της εγκεφαλικής δραστηριότητας συνεχώς διαλύονται, αναθεωρούνται και αλλάζουν, ιδίως το ένα [πρότυπο] σε σχέση με το άλλο. Όταν ένα ζώο μαθαίνει να αποκρίνεται σε μια νέα [π.χ.] μυρωδιά, συμβαίνει μια αλλαγή σε όλα τα υπόλοιπα πρότυπα ακόμα κι όταν αυτά δεν εμπλέκονται [άμεσα] στην διαδικασία της εκμάθησης. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχουν σταθερές αναπαραστάσεις… υπάρχουν μόνο σημασίες.»

Μάνος Δανέζης: Επιστήμη και νέος πολιτισμός

Επιστήμη και νέος πολιτισμός. Κοινωνία,θρησκεία,θεολογία,επιστήμη,Μάνος Δανέζης,κοσμολογία
Είναι πλέον εμφανές ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο δυτικός πολιτισμός διέρχεται μια περίοδο δραματικά αυξανόμενης κοινωνικής κρίσης η οποία συν τω χρόνω αποσαθρώνει τις παγκόσμιες κοινωνικές δομές. Το φαινόμενα αυτό δεν έχει τοπικά χαρακτηριστικά, αλλά αφορά και αναφέρεται στο σύνολο του δυτικού κόσμου αν και εξωτερικεύεται με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες τοπικές κοινωνίες αναλόγως του βαθμού εξέλιξής τους.

Η διεθνής οικονομική κατάρρευση που βιώνουμε και η οποία δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης αξιών και ιδεών και άλλα κοινωνικά φαινόμενα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια δυσλειτουργία ενός κοινωνικού συστήματος, αλλά σε φαινόμενα πολιτισμικής κατάρρευσης αυτού που αναφέρεται ως Δυτικός Πολιτισμός. Χαρακτηριστικό φαινόμενο αυτής της κατάρρευσης είναι η εγκατάλειψη των αρχών της συλλογικότητας, της κοινωνικότητας και του κοινοτικού πνεύματος, δηλαδή των βασικών στοιχείων δόμησης του πολιτισμού μας.

Η συλλογικότητα έχει αντικατασταθεί από την ιδιώτευση, την υποκειμενικότητα, την ατομικότητα και τον εγωκεντρισμό. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία χάνει τη συνοχή της και αυτοδιαλύεται σε ένα σύνολο συγκρουόμενων ατόμων. Το εγώ αντικαθιστά το εμείς. Το είμαι αντικαθίσταται από το έχω. Με τον τρόπο αυτό ο Δυτικός πολιτισμός από κοινωνικός, μετατρέπεται σε εξατομικευμένο και συν τω χρόνω φθείρεται, διαφθείρεται, και καταρρέει.

Την κατάρρευση αυτή, η οποία, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει τον Δυτικό Πολιτισμό σε μεγάλες περιπέτειες, είναι επιτακτική ανάγκη να τη σταματήσει η ανάπτυξη ενός νέου Δυτικού Πολιτισμικού Ρεύματος το οποίο θα πρέπει να στηρίζεται, τόσο στις ανθρωπιστικές αρχές, τις οποίες ο Δυτικός Πολιτισμός έχει προ πολλού και εξ ολοκλήρου λησμονήσει, όσο και στο νέο επιστημονικό πνεύμα που επιτάσσει την ανάπτυξη μιας νέας λογικής και ηθικής της επιστήμης

Κύριος παράγοντας συγκρότησης μια νέας πολιτισμικής δομής είναι η συνειδητοποίηση των αιτίων κατάρρευσης του σημερινού Δυτικού Πολιτισμικού ρεύματος. Πάνω στην ανάλυση αυτών των αιτίων πρέπει να θεμελιωθεί μια νέα πολιτισμική θεωρία. Ένα νέο παγκόσμιο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο θα επιτρέψει στην κοινωνία μας να ζήσει με ειρήνη, αδελφότητα και δικαιοσύνη.



Η Θέση του Θετικού επιστήμονα


Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αυτής της πολιτισμικής κατάρρευσης πάρα πολλοί διατυπώνουν μια καίρια ερώτηση.

«Πρέπει ο Θετικός Επιστήμονας να απασχολείται και να ενδιαφέρεται μόνο με την στενή περιοχή της ειδικότητάς του, ή και για τα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα;»

Για να πάρουμε θέση στο προηγούμενο ερώτημα θα πρέπει πρώτα να έχουμε απαντήσει σε μια άλλη πολύ θεμελιακή ερώτηση: «Η ανατροπή βασικών Επιστημονικών δεδομένων επηρεάζει την συγκρότηση ενός Πολιτισμικού Ρεύματος;». Για να έχουμε μια απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα πρέπει να έχουμε μια σαφή εικόνα για το πώς συγκροτείται ένα πολιτισμικό ρεύμα.


Η έννοια του φόβου. Οι τρεις πολιτισμικοί πυλώνες


Ένα πολιτισμικό ρεύμα εκφράζει βασικά την εκάστοτε προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει και να ελέγξει τριών ειδών φόβους, οι οποίοι βρίσκονται σε άμεση σχέση και συνάρτηση με τριών ειδών γεγονότα ή ανθρώπινους φόβους:

1. Τον φόβο της φυσικής ανθρώπινης επιβίωσης. 

Ο φόβος αυτός περιλαμβάνει στον σκληρό του πυρήνα, επί μέρους φόβους όπως την αβεβαιότητα εξεύρεσης πόρων βιολογικής επιβίωσης και τον φόβο άσκησης βίας από τον δυνατότερο. Η προσπάθεια υπέρβασης όλων αυτών των φόβων επιβίωσης ανάγκασε τον άνθρωπο να εφεύρει την έννοια της «οργανωμένης κοινωνικής ζωής» και σε προέκταση την έννοια της «Κοινωνικής Φιλοσοφίας». Η Κοινωνική Φιλοσοφία Γέννησε τα «Κοινωνικά Συστήματα» και από αυτά προήλθαν τα «Πολιτικά Συστήματα».

2. Το φόβο της βίαιης δράσης του Φυσικού Περιβάλλοντος.

Οι κατακλυσμοί, οι σεισμοί, οι βροντές και οι αστραπές, το μυστήριο του έναστρου ουρανού, η αιφνίδια μεταβολή των κλιματολογικών συνθηκών, δημιουργούσαν έναν εσωτερικό φόβο, τόσο στο επίπεδο της φυσικής επιβίωσης του ανθρώπου, όσο και στο επίπεδο του μεταφυσικού και ψυχολογικού δέους. Τον φόβο των γεγονότων του Φυσικού του περιβάλλοντος προσπάθησε ο άνθρωπος να ξεπεράσει μέσω της «Γνώσης», της διερεύνησης δηλαδή των αιτίων που προκαλούν τα γεγονότα που τον φόβιζαν. Η «Γνώση» γέννησε την «Επιστημονική Κοσμοθεωρία» που με τη σειρά της δημιούργησε την «Επιστήμη» η οποία σε κάποιες περιπτώσεις μετασχηματίζεται σε «Τεχνολογία».

3. Τον μεταφυσικό φόβο, τον φόβο δηλαδή που προκαλούσαν γεγονότα τα οποία ξέφευγαν από το πλαίσιο της λογικής ερμηνείας, 

η οποία απέρρεε από την εμπειροκρατία των ανθρώπινων αισθήσεων. Ο μεταφυσικός φόβος δημιουργούσε έντονα και ανεξέλεγκτα προσωπικά και συλλογικά φαινόμενα άκρατου δέους, τα οποία αποσάθρωναν τις δομές του Κοινωνικού Συστήματος, αλλά και της Επιστημονικής Κοσμοθεωρίας. Απάντηση σ’ αυτή τη αίσθηση του μεταφυσικού φόβου έδωσε ο άνθρωπος δημιουργώντας τις δομές της «Εσωτερικής Φιλοσοφίας ή Θρησκευτικότητας». Η Εσωτερική φιλοσοφία είχε ως στόχο της να κατασιγάσει τα φαινόμενα μεταφυσικού φόβου με προεξάρχοντα τον «Φόβο του Θανάτου». Η «Θρησκευτικότητα» γέννησε τη «Θεολογία» η οποία αποτελεί το υπόβαθρο γέννησης της «Θρησκείας».

Όπως είναι φανερό, τα τρία προηγούμενα είδη ανθρώπινων φόβων δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά αλληλοεξαρτώμενα. Με τον τρόπο αυτό έπρεπε η ανάπτυξη μιας μεθόδου, ή μιας θεωρίας καταπολέμησης του ενός φόβου, να μην έρχεται σε αντίθεση με αντίστοιχες θεωρίες και πρακτικές που είχαν ως στόχο την αναίρεση των φόβων άλλου τύπου. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί μια θεωρία ή μια πρακτική να κατασιγάζει κάποιο είδος ανθρώπινων φόβων, αλλά καταστρέφει τις δομές προστασίας του ανθρώπου από κάποιους άλλους.

Με βάση την προσπάθεια κατασίγασης των τριών αυτών επί μέρους ανθρώπινων φόβων ένα Πολιτισμικό Ρεύμα συγκροτείται πάνω στην ισόρροπη και αλληλοεξαρτώμενη ανάπτυξη των τριών προηγούμενων πυλώνων.


Πολιτισμικά ρεύματα ενός πυλώνα


κοινωνία,θεολογία,επιστήμη,Δανέζης
Η προηγούμενη όμως λογική, μιας ισόρροπης δηλαδή εξέλιξης ενός Πολιτισμικού Ρεύματος, δεν είναι αποδεκτή από όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι ανθρώπινες διοικητικές δομές κάποιου πυλώνα του Πολιτισμικού ρεύματος, κυριαρχούν επί των διοικητικών δομών των άλλων δύο πυλώνων, δημιουργώντας Πολιτισμικά ρεύματα ενός πυλώνα.



Με τον τρόπο αυτό δομούνται τα «Θετικιστικά», τα «Θεοκρατικά» και τα «Διοικητικά» πολιτισμικά ρεύματα., αναλόγως αν επικρατούν οι διοικητικές δομές της «Επιστημονικής Κοσμοθεωρίας» της «Εσωτερικής Φιλοσοφίας ή Θρησκευτικότητας», ή της «Κοινωνικής Φιλοσοφίας» αντίστοιχα.

Φάκελος ΑΟΖ. Η μόνη ρεαλιστική οικονομική λύση που προσφέρει πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης, οι οποίες μετατρέπουν το ελληνικό χρέος σε ποσοστό και μόνο

Νίκος Λυγερός,Αοζ και Εθνικές Εκλογές, Ελλάδα 2012,Οικονομική κρίση
Η εθνικά κρίσιμη ανάγκη καθορισμού της - Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Η μόνη οικονομική λύση που προσφέρει πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης, οι οποίες μετατρέπουν το ελληνικό χρέος σε ποσοστό και μόνο... Η ΑΟΖ ως έννοια υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και οι κανονισμοί που την διέπουν περιλαμβάνονται στη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982. Πρόκειται, ουσιαστικά, για εξέλιξη των ρυθμίσεων που μέχρι τότε περιλαμβάνονταν στο Διεθνές Δίκαιο Αλιείας, προκειμένου να συμπεριληφθούν και νέες οικονομικές και άλλες δραστηριότητες, τις οποίες μπορούν να ενεργήσουν παράκτια κράτη. Χωρίς ΑΟΖ δεν μπορείς να κάνεις εξόρυξη ώστε να επωφεληθείς εσύ ως κράτος τα κέρδη. Η Κύπρος έδωσε το παράδειγμα σε όλο τον ελληνισμό με τις τολμηρές της αποφάσεις σ’ ένα πλαίσιο το οποίο ήταν αδιανόητο για πολλούς. Η εύρεση του φυσικού αερίου στο κοίτασμα Αφροδίτη που ανήκει στο οικόπεδο 12 και είναι ένα από τα φτωχότερα οικόπεδα, έχει ήδη αλλάξει τα δεδομένα. Μόνο αυτό το οικόπεδο, καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες τις Ευρώπης για 100 χρόνια.

Το ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο ταλανίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και την αντίδραση πλέον της ελληνικής κοινής γνώμης, η οποία βλέπει το κράτος να μην μπορεί να υπερασπιστεί τα συμψέροντά του απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας. Η τελευταία, διαβλέποντας την αδυναμία της ελληνικής πολιτικής ελίτ για εξεύρεση λύσης, αξιοποιεί στο έπακρο την στρατιωτική της ισχύ απέναντι στη χώρα μας, η οποία -ως γνωστόν τοις πάσι- εδώ και δύο χρόνια μαστίζεται από την οικονομική ύφεση.

Και όμως, η ειρηνική επίλυση της νέας διαφοράς της Ελλάδας με την Τουρκία θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των μέσων που μας δίνει η επιστήμη, όπως τα διαγράμματα Voronoi, και με την υιοθέτηση μερικών «έξυπνων» χαμηλού κόστους προτάσεων αναπτυξιακού χαρακτήρα, οι οποίες θα «θωράκιζαν» οικονομικά το ανατολικότερο άκρο της Ελλάδας, το νησιωτικό σύμπλεγμα που ορίζει την ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ): Το Καστελόριζο και τη νήσο Στρογγυλή.



Μεσογειακές ΑΟΖ 


Εθνικές Εκλογές 2012,ΑΟΖ,Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη,Οικονομική κρίση,φυσικό αέριο,οικονομική ανάπτυξη,πετρέλαιο,Νίκος Λυγερός,Καρυώτης,Σύμπλεγμα Καστελλόριζου,Στρογγύλη,Κύπρος,Τουρκία
Όταν εξετάζουμε σε συνδυασμό το πλαίσιο της Μεσογείου και το πλαίσιο της ΑΟΖ, αντιλαμβανόμαστε ότι αλλάζουν επί της ουσίας οι συσχετισμοί των χωρών. Λόγω των αποστάσεων, η επιρροή της ΑΟΖ είναι σημαντική πάνω στα μεγέθη των κρατών. Έτσι κράτη που θεωρούνται παραδοσιακά μεγάλα, ακόμα και αν είναι παράκτια μπορεί να έχουν μια σχετικά μικρή ΑΟΖ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου τύπου είναι η Αλγερία. Και είναι οι Βαλεάρες της Ισπανίας που ελαχιστοποιούν αυτό το εμβαδόν της αλγερικής ΑΟΖ. Από την άλλη, υπάρχουν κράτη που θεωρούνται παραδοσιακά μικρά αλλά που έχουν μια τεράστια ΑΟΖ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι η Ελλάδα. Όπως το αναδείξαμε σε προηγούμενο άρθρο, υπό τον περιορισμό της Μεσογείου, η πατρίδα μας έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ μετά εκείνης της Ιταλίας. Κατά συνέπεια με αυτές τις τροποποιήσεις αν επανεξετάσουμε τον χάρτη των μεσογειακών ΑΟΖ και τον συνδέσουμε με τον χάρτη των χώρων, τότε αντιλαμβανόμαστε την εξαιρετική σημασία που έχει το θέμα για την Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες, και πόσο μεγάλη αξία έχει η ΑΟΖ της και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η τροποποίηση της μεσογειακής γεωγραφίας έχει βέβαια άμεση σχέση και εφαρμογή με τα θέματα της αλιείας, αλλά μπορούμε ήδη να φανταστούμε τι επιπτώσεις έχει με το θέμα του αερίου και του πετρελαίου. Αν θυμηθούμε ότι η γαλλική εταιρεία πετρελαίων μελετά την περιοχή της Αιγύπτου από το 1911. Αν υπολογίσουμε τις δυνατότητες τις Αλγερίας και όλο το σύνολο των αγωγών που την ενώνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν εξετάσουμε τα κοιτάσματα που βρέθηκαν τον Ιανουάριο 2009, Ταμάρ τον Δεκέμβριο 2010, Λεβιάθαν, τον Δεκέμβριο 2011, Αφροδίτη και τον Φεβρουάριο 2012, Τανίν στις ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου. Αν έχουμε στο μυαλό μας την ανακοίνωση της Nobel που είπε ότι το κυπριακό κοίτασμα είναι ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Τότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δεν είναι υπερβολή να θεωρήσουμε τη Μεσόγειο ως τη Μέση-Ανατολή του εικοστού πρώτου αιώνα.

Σε αυτό το μεγάλο παίγνιο, η Ελλάδα είναι ένας ισχυρός παίκτης τουλάχιστον στο πλαίσιο των δυνατοτήτων. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από κάθε πολιτική βούληση. Βέβαια αν η τελευταία δεν έχει μια εθνική εμβέλεια, μπορεί όλη αυτή η δυνατότητα να μετατραπεί σε ανικανότητα. Με άλλα λόγια το πλαίσιο (δηλαδή το Δίκαιο της θάλασσας) και το πεδίο (δηλαδή η θέση μας στην Ανατολική Μεσόγειο) είναι θετικότατα. Απλώς πρέπει να τα υποστηρίξουμε και με το πεδίο δράσης, το οποίο εξαρτάται άμεσα από τις επιλογές των κυβερνήσεών μας. Η τεχνογνωσία και η στρατηγική είναι τα εργαλεία μας κι έχουμε αποδείξει πόσο αποτελεσματικά είναι. Πρέπει όμως να έχουμε και τους ανάλογους πολιτικούς για να πάρουν την τελική απόφαση. Κατά συνέπεια, τώρα ο λαός μας ξέρει ποιος είναι ο ρόλος του στις εκλογές αν θέλει πραγματικά να αποκτήσει η Ελλάδα την ΑΟΖ που δικαιούται.



Από τα διαγράμματα Voronoi στην τριγωνοποίηση του Delaunay


Τα διαγράμματα Voronoi δεν λύνουν μόνο προβλήματα γεωγραφίας και τοπολογίας. Όταν τα επινόησε ο Georgy Voronoi (1868-1908), ο οποίος ήταν μαθητής του Andrey Markov (1856-1922) αλλά και δάσκαλος των Delaunay (1890 -1980) και Sierpiski (1882-1969), δημιούργησε ένα ολόκληρο μαθηματικό πλαίσιο μέσω της υπολογιστικής γεωμετρίας.


Η ιδέα των διαγραμμάτων Voronoi είναι η δημιουργία νέων σημείων, που διαφέρουν από τα αρχικά δεδομένα και δεν παρουσιάζονται με απλό τρόπο στον λύτη. Δημιουργούν μία νέα δομή, η οποία είναι αόρατη για τον μη ειδικό που εξετάζει τα αρχικά στοιχεία. Αυτή η έννοια είναι σημαντικότατη στα μαθηματικά και όχι μόνο. Στο γνωστικό επίπεδο, απελευθερώνει την σκέψη και τη βάζει να λειτουργεί μη συμβατικό, για να λύσει ένα πρόβλημα φαινομενικά στατικό.

Εθνικές Εκλογές 2012,ΑΟΖ,Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη,Οικονομική κρίση,φυσικό αέριο,οικονομική ανάπτυξη,πετρέλαιο,Νίκος Λυγερός,Καρυώτης,Σύμπλεγμα Καστελλόριζου,Στρογγύλη,Κύπρος,Τουρκία
Η συμβολή των διαγραμμάτων Voronoi είναι η εισαγωγή ενός δυναμικού πλαισίου, το οποίο διευκολύνει όχι μόνο την επίλυση αλλά και την επινόηση νέας στρατηγικής.

Επιπλέον, τα διαγράμματα Voronoi συσχετίζονται άμεσα με την τριγωνοποίηση που εφηύρε ο Delaunay το 1934. Πιο συγκεκριμένα, τα διαγράμματα Voronoi κι η τριγωνοποίηση Delaunay συνδυάζονται δυικά στη γενική περίπτωση. Το ενδιαφέρον είναι ότι πρακτικά τα διαγράμματα Voronoi δεν σχετίζονται με κύκλους αλλά με ευθύγραμμα τμήματα. Ενώ η τριγωνοποίηση του Delaunay ορίζεται αποκλειστικά μέσω κύκλων.

Τα κέντρα των τριγώνων της τριγωνοποίησης, τα οποία δεν εμπεριέχουν κανένα αρχικό σημείο, αν τα ενώσουμε, θα βρούμε το διάγραμμα Voronoi. Γι' αυτόν τον λόγο λέμε ότι λειτουργούν δυικά. Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαγραμμάτων Voronoi, υπάρχει η δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε και την τριγωνοποίηση του Delaunay, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσουμε και τα τρίγωνά της, τα οποία μπορούν να εμπεριέχουν ή όχι τα διαγράμματα Voronoi.

Από τα διαγράμματα Voronoi στην τριγωνοποίηση του Delaunay υπάρχει ένα νοητικό σχήμα με πολλαπλές εφαρμογές και εκτός του χώρου των καθαρών μαθηματικών και ειδικά στον χώρο της στρατηγικής μέσω της τοποστρατηγικής. Αυτό το νοητικό σχήμα λειτουργεί ως πολλαπλότητα για τη γνωστική προσέγγιση της νοητικής στρατηγικής.



Στρατηγικό βήματα προς την καθιέρωση της ελληνικής ΑΟΖ


Εθνικές Εκλογές 2012,ΑΟΖ,Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη,Οικονομική κρίση,φυσικό αέριο,οικονομική ανάπτυξη,πετρέλαιο,Νίκος Λυγερός,Καρυώτης,Σύμπλεγμα Καστελλόριζου,Στρογγύλη,Κύπρος,Τουρκία
Η εμμονή μας να λύσουμε όλα τα προβλήματά μας με την Τουρκία, για να καθορίσουμε εκ των υστέρων τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ δεν είναι μόνο μη αποτελεσματική, αλλά και επικίνδυνη σε βάθος χρόνου. Το casus belli, τα 12 ναυτικά μίλια και το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας δεν είναι παρά μόνο λεπτομέρειες σε σχέση με το γενικό πλαίσιο της ΑΟΖ. Η στρατηγική μας αποκτά έναν απλοϊκό χαρακτήρα, όπως το απέδειξαν οι συμφωνίες της Κύπρου με την Αίγυπτο και τον Λίβανο. Το Θέμα μας δεν είναι να επικεντρωθούμε στην Τουρκία και ειδικά με έναν αποκλειστικό τρόπο. Αλλιώς οι καθυστερήσεις και οι πλάγιες επιθέσεις οτο χώρο των διαπραγματεύσεων δεν δίνουν μόνο ιδέες στους άλλους παίκτες της θεωρίας παιγνίων, αλλά δημιουργούν και δεδικασμένα τουλάχιστον στο de facto επίπεδο. Έχουμε το παράδειγμα της Γαύδου με τη Λιβύη. Στην πραγματικότητα, ο καθορισμός της ελληνικής ΑΟΖ δεν έχει λόγο ν’ αρχίσει με την Τουρκία.
  • Θεωρούμε ότι το πρώτο βήμα πρέπει να γίνει με την Ιταλία, η οποία είναι η μόνη χώρα που συνορεύει μαζί μας και ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δίχως προβλήματα με την Τουρκία, με την οποία έχουμε ήδη υπογράψει μια σύμβαση όσον αφορά στο F.I.R.
  • Το δεύτερο βήμα θα πρέπει να γίνει με την Αλβανία, και αυτό με δίκαιο τρόπο.
  • Το τρίτο βήμα αφορά την Λιβύη και την επίλυση του προβλήματος της Γαύδου.
  • Το τέταρτο βήμα πρέπει να γίνει με την Κύπρο, έτσι ώστε να ενισχυθεί το όλο πλαίσιο του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος.
Εθνικές Εκλογές 2012,ΑΟΖ,Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη,Οικονομική κρίση,φυσικό αέριο,οικονομική ανάπτυξη,πετρέλαιο,Νίκος Λυγερός,Καρυώτης,Σύμπλεγμα Καστελλόριζου,Στρογγύλη,Κύπρος,Τουρκία
  • Και μόνο το πέμπτο βήμα θα αγγίξει την Τουρκία. Έτσι, αυτή η τελική διαπραγμάτευση, που θα γίνεται βέβαια σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν θα είναι σε πρωτογενές επίπεδο, αφού θα έχουν προηγηθελι όλες οι άλλες συμφωνίες τόσο σε ευρωπαϊκό πεδίο όσο και σε ευρωμεσογειακό πεδίο. 
Το θέμα της ΑΟΖ δεν είναι μόνο ένα πρόβλήμα, αλλά ένας ολόκληρος προβληματισμός που πρέπει να έχει απαραίτητα η πατρίδα μας, αν θέλει να ενσωματώσει τα νέα δεδομένα που καθορίζουν το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να περιμένουμε τη συγκρότηση μιας επιτροπής με ειδικές αρμοδιότητες όσον αφορά στην ΑΟΖ. Στην πραγματικότητα, η ΑΟΖ πρέπει να συμπεριληφθεί ως ένας παράγοντας στη νοητική μας στρατηγική. Δεν είναι ούτε μία εξαίρεση, ούτε μία ειδική περίπτωση. Ανήκει στα δεδομένα της γεωστρατηγικής μας μέσω της τοποστρατηγικής. Κατά συνέπεια, είναι δική μας ευθύνη να περάσουμε το μήνυμα σε όλο το πολιτικό-διπλωματικό-στρατιωτικό φάσμα, αν θέλουμε πραγματικά να έχουμε απόδοση σε εθνικά θέματα. Εκτός αν λέμε ότι ασχολούμαστε με τα τελευταία, δίχως να πιστεύουμε στο βάθος ότι μπορούμε να τα λύσουμε. Ο προβληματισμός της ΑΟΖ ξεκαθαρίζει πολλά προβλήματα που παρουσιάζονται πρακτικά μόνο σε μεγάλες αποστάσεις. Η εικόνα του Αιγαίου που έχουμε, με τα 6 ναυτικά μίλια, δεν έχει καμιά σχέση με την επόμενη πραγματικότητα. Ας εμπλουτίσουμε τα δεδομένα μας και ας αναδείξουμε τα νοητικά σχήματα που θα μπορέσουν να αντέξουν τις αλλαγές δίχως να υποστούν εκφυλισμούς.



Μαθηματικές λεπτομέρειες και στρατηγικές επιπτώσεις


Νίκος Λυγερός - Η νήσος Στρογγύλη ανατολικότερο σημείο της Ελλάδας, Ελληνικής ΑΟΖ Στα μαθηματικά προσέχουμε πάντα τις λεπτομέρειες. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη, διότι πρόκειται για μια νοητική τέχνη. Στην περίπτωση ης επιστήμης, η πραγματικότητα μέσω της φύσης αναδεικνύει τελικά τις λεπτομέρειες που προκαλούν προβλήματα στις θεωρίες, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από μοντέλα. Στην καθημερινότητα δεν δίνουμε λοιπόν σημασία στις μαθηματικές λεπτομέρειες, θεωρώντας ότι δεν έχουν μεγάλη σημασία και βέβαια επιπτώσεις. Κι όσο κανείς δεν έχει μελετήσει με ακρίβεια, όλοι συμφωνούν δίχως να αντιλαμβάνονται τα λάθη τους. Εδώ θα θέλαμε να αναδείξουμε ένα πρόβλημα που ανήκει στις μαθηματικές λεπτομέρειες, όμως έχει στρατηγικές επιπτώσεις. Αρχικά το πρόβλημα προέρχεται από τον συνδυασμό της ύπαρξης του τοπικού και του ολικού. Έχουμε την εντύπωση ότι μία μικρή γωνία είναι ανάλογη με μία μηδενική. Υπολογισμοί στη φυσική μάς δημιουργούν αυτή την τάση, ακόμη και στο επίπεδο ενός κλασικού εκκρεμούς. Η μαθηματική πραγματικότητα είναι ριζικά διαφορετική. Η κλασική ανάλυση επαρκεί για να αποδείξει το λανθασμένο επιχείρημα, ακόμα και μέσω της παραγώγησης. Η αλήθεια είναι ότι μία μικρή γωνία είναι απλώς ανάλογη με μία άλλη μικρή γωνία, εκτός από τη μηδενική. Το πρόβλημα εμφανίζεται στη γεωμετρία, όπου η απόσταση έχει μεγάλη σημασία. Όντως μια μικρή γωνία παραμένει μικρή μόνο σε τοπικό επίπεδο, όσον αφορά στο γραμμικό άνοιγμα και όχι το γωνιακό. Δύσκολα καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη σημασία έχει αυτή η λεπτομέρεια. Και μόνο όταν σκεφτόμαστε ολικά και όχι τοπικά το αντιλαμβανόμαστε. Διότι σε μεγάλη απόσταση η παραμικρή γωνία έχει τη σημασία της. Με άλλα λόγια, είναι μία εκφυλισμένη εφαρμογή του «φαινομένου της πεταλούδας», το οποίο ζει στη μορφοκλασματική ανάλυση. Πλέον όλοι μας έχουμε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του Καστελόριζου όσον αφορά στην ΑΟΖ της Ελλάδας. Το βασικό στοιχείο είναι ότι το νησί του Καστελόριζου επιτρέπει την επαφή των ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα είναι το σύμπλεγμα του Καστελόριζου που επιτρέπει αυτήν την επαφή και όχι μόνο το νησί. Αυτή η μικρή διαφορά έχει στρατηγικές επιπτώσεις και γι' αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στη Στρογγύλη. Διότι η διαφορά κάνει τη διαφορά.

Ο ακριβής υπολογισμός της γωνίας δείχνει ότι αυτή η λεπτομέρεια έχει μεγάλες επιπτώσεις μέσω της μέσης γραμμής. Με άλλα λόγια, αν θέλουμε πραγματικά να ενισχύσουμε την όλη μας προσπάθεια, πρέπει να υποστηρίξουμε πρακτικά την οικονομική δραστηριότητα της Στρογγύλης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στις πηγές που την αναφέρουν όσον αφορά στην ελληνική ΑΟΖ, όποιος κι αν είναι ο φορέας. Και θα πρέπει αυτός ο υπολογισμός να πσρουσιασθεί με ξεκάθαρο τρόπο στους εταίρους στην ΕΕ, για να γνωρίζουν ση η συνεκτικότητα της ευρωπαϊκής ΑΟΖ εξαρτάται από αυτή τη μικρή διαφορά, τη μαθηματική λεπτομέρεια που εντοπίσαμε. Πρακτικά, η ανάδειξη του θέματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να ζητηθεί μία ευρωπαϊκή χορηγία στην περιοχή αυτή, η οποία είναι τόσο σημανηκή. Το Φαινόμενο εξηγείται από τον ορισμό της ΑΟΖ, ο οποίος αφορά τα 200 ν.μ. Η μεγάλη απόσταση δίνει σημασία στη μικρή γωνία της κλίσης της ελληνικής ΑΟΖ και επιτρέπει την ύπαρξη του τριπλού σημείου επαφής εκτός κυψέλης Voronoi της Αιγύπτου, πράγμα το οποίο δείχνει την αποτελεσματικότητα των διαγραμμάτων Voronoi για τη μελέτη του προβλήματος, όπου το τοπικό επηρεάζει το ολικό, όπου τα μαθηματικά αναδεικνύουν την στρατηγική (εικόνες 1,2 & 3).