Πριν από αρκετά χρόνια βρισκόμουν στην Τρίπολη όπου είχα μόλις καταταγεί για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία και ο ανθυπολοχαγός διοικητής του λόχου ρωτούσε τους νεοσυλλέκτους για τις σπουδές και το επάγγελμά τους. Μόλις πληροφορήθηκε ότι ήμουν καθηγητής φιλοσοφίας το πρόσωπό του φωτίστηκε και έσπευσε να μου απευθύνει τον λόγο: «Ωραία! Μπορείς λοιπόν να μας πεις ποιο είναι το νόημα της ζωής;». Αδυνατώντας να ξεκινήσω κάποια εκτενή συζήτηση που θα αναφερόταν στις δυσκολίες εννοιολογικής διερεύνησης του ερωτήματος και των προϋποθέσεων απάντησής του, αποκρίθηκα κάπως αινιγματικά: «Το νόημα της ζωής συνίσταται στο να τη ζεις!». O ανθυπολοχαγός πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκε γιατί αντέδρασε αυτόματα λέγοντας: «A! Ώστε δεν υπάρχει κάποιο ανώτερο νόημα, πέρα από το πλαίσιο της φυσικής ζωής μας πάνω στη γη».
Είναι γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερη φιλοσοφική παιδεία πιστεύουν πως το ερώτημα του νοήματος της ζωής αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα το οποίο καλείται να επιλύσει η φιλοσοφία. Ωστόσο δεν είναι σαφές ακριβώς τι εννοούμε με αυτό το ερώτημα, ή ακριβέστερα με τα σχετικά ερωτήματα – γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχουμε να κάνουμε με περισσότερα του ενός ερωτήματα. Στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ντάγκλας Άνταμς, Γυρίστε τον γαλαξία με ωτοστόπ, που στην ουσία αποτελεί παρωδία γνωστών μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, οι άνθρωποι έχουν από αιώνες προγραμματίσει τον πανίσχυρο υπολογιστή που ονομάζεται Βαθιά Σκέψη να απαντήσει στο «Ύστατο Ερώτημα για τη Ζωή, το Σύμπαν και τα Πάντα».
Ο υπολογιστής, μετά από την κατάλληλη μακρόχρονη επεξεργασία των δεδομένων, τους ανακοινώνει πως η απάντηση είναι «Σαράντα δύο», και όταν οι χειριστές του διαμαρτύρονται εκφράζοντας την απορία τους, παρατηρεί ειρωνικά ότι αν καταλάβαιναν το ερώτημα θα καταλάβαιναν τι σημαίνει και η απάντηση. Έτσι χρειάζεται να κατασκευαστεί ένας άλλος ισχυρότερος υπολογιστής για να συλλάβει και να αναλύσει το ερώτημα.2
Εκείνο βέβαια που όλοι μας νομίζω συνειδητο ποιούμε είναι πως το ερώτημα που μας ενδιαφέρει δεν έχει αφηρημένο χαρακτήρα. ∆εν αναφέρεται απλώς στο νόημα της ανθρώπινης ζωής εν γένει, αλλά μας αφορά προσωπικά και έχει υπαρξιακή βαρύτητα. Εδώ θυμάται κανείς τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ, στον Μύθο του Σισύφου: «∆εν υπάρχει παρά ένα πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα: εκείνο της αυτοκτονίας. Με το να κρίνει κανείς πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς, απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας».3 Έτσι, η δυνατότητα μιας καταφατικής απάντησης στο φιλοσοφικό ερώτημα: «Αξίζει να ζει κανείς;», που κατά τον Καμύ είναι θεμελιώδες, συνδέεται άμεσα με τις απαντήσεις στα ερωτήματα: «Έχει η ζωή κάποιο νόημα;» και «ποιο είναι, ή μπορεί να είναι, αυτό το νόημα;».
Στην εργασία που ακολουθεί θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την προβληματική του νοήματος της ζωής όπως αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της λεγόμενης αναλυτικής παράδοσης της φιλοσοφίας (που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λογική αυστηρότητα και τη σαφήνεια της επιχειρηματολογίας). Θα περιγράψω ορισμένες διαφορετικές ή και αντιτιθέμενες προσεγγίσεις που υπαγορεύουν συγκεκριμένες απαντήσεις, ή είδη απαντήσεων, στα ερωτήματα με τα οποία ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια οριστική και μονοσήμαντη λύση, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα μεγάλα και οριακά φιλοσοφικά προβλήματα, πιστεύω πως το εγχείρημα της εννοιολογικής διερεύνησης, αλλά και της ανάδειξης και της απόπειρας δικαιολόγησης κάποιων πεποιθήσεων για το νόημα της ζωής, οπωσδήποτε θα φωτίσει τις βασικές πτυχές των υπό εξέταση ερωτημάτων και των δυνατών εναλλακτικών απαντήσεων σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μετά από μια γενικότερα αρνητική στάση των περισσότερων αναλυτικών φιλοσόφων απέναντι στη νομιμότητα της φιλοσοφικής ενασχόλησης με υπαρξιακά προβλήματα, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά και στις μέρες μας παρατηρείται μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα προβλήματα αυτά και μάλιστα στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας νοούμενης με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Ακόμη και αν η φιλοσοφία στο σύνολό της απέχει πολύ από το να είναι, όπως στην αρχαιότητα, μια «τέχνη του βίου», η ηθική φιλοσοφία δεν μπορεί να περιορίζεται στην αφηρημένη αναζήτηση κριτηρίων για την ορθότητα των πράξεων, αλλά οφείλει να ενδιαφέρεται γενικότερα για το «πώς θα έπρεπε να ζει κανείς» και να εξακολουθεί πάντοτε να έχει πρακτικούς στόχους.
Ας εξετάσουμε όμως τις κυριότερες διαφορετικές θεωρήσεις στις οποίες αναφέρθηκα προβαίνοντας και στις απαραίτητες ιστορικές τοπο θετήσεις και συσχετίσεις.4
Αν στραφούμε, από τη μια πλευρά, στα κείμενα υπαρξιστών φιλοσόφων από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 μέχρι και τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 - που προβάλλονται και μέσα από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα (του Αλμπέρ Καμύ, του Αντρέ Μαλρώ, του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του Φεντερίκο Φελλίνι ή του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) - και, από την άλλη, στις εργασίες των φιλοσόφων της Σχολής της Βιέννης που αποκαλούμε λογικούς θετικιστές, ή των λεγόμενων φιλοσόφων της κοινής γλώσσας της Σχολής της Οξφόρδης (μετά τον πόλεμο), διαπιστώνουμε μια σαφή απόκλιση. Θα μπορούσαμε μάλιστα να μιλήσουμε για μια διαλεκτική αντιπαράθεση διαμετρικά αντίθετων απόψεων – παρόλο που η αντιπαράθεση αυτή δεν εκφράζεται ρητά και συστηματικά. Οι υπαρξιστές τονίζουν την απουσία ή «έκλειψη» του νοήματος, τον παράλογο χαρακτήρα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και προτείνουν να υπερβούμε την απελπισία μέσω της πολιτικής στράτευσης ή της ηθικής εξέγερσης και της αλληλεγγύης. Οι φιλόσοφοι αντίθετα των πρώτων, «ηρωικών» περιόδων του αναλυτικού ρεύματος αμφισβητούν το ενδιαφέρον και τη σημασία του ερωτήματος για το νόημα της ζωής όπως αντιμετωπίζεται στον χώρο της παραδοσιακής φιλοσοφίας.5
Εδώ βέβαια θα άξιζε να αναρωτηθεί κανείς αν αυτές οι τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις, που φανερώνουν ασύμβατες μεθοδολογικές επιλογές και αντίπαλες φιλοσοφικές ιδιοσυγκρασίες, δεν υποκρύπτουν τελικά κάποιες κοινές προϋποθέσεις της νεότερης δυτικής σκέψης. Για παράδειγμα, η Άιρις Μέρντοχ επισημαίνει την εξέλιξη μιας κοινής αντίληψης του υποκειμένου και της βούλησής του, που ανάγεται στον Καντ και οδηγεί στις διαφορετικές τοποθετήσεις του Ρίτσαρντ Χέαρ και του Σαρτρ.6
Ο κριτικός έλεγχος αυτών των προβληματικών σιωπηρών παραδοχών θα μας βοηθούσε ενδε χομένως να αποφύγουμε τα αδιέξοδα στα οποία φαίνεται να οδηγούνται και οι δύο πλευρές και να διαμορφώσουμε μια ικανοποιητικότερη σύλ ληψη των αναζητούμενων απαντήσεων. Ωστόσο, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι, πριν από κάθε άλλη επιμέρους τοποθέτηση, να εστιάσουμε την προσοχή μας στην άποψη των φιλοσόφων που υποστηρίζουν πως το ίδιο το ερώτημα για το νόημα της ζωής στερείται νοήματος και πως η σωστή λογική και σημασιολογική ανάλυση του μας δείχνει πως το πρόβλημα στο οποίο παραπέμπει είναι ένα ψευδοπρόβλημα που δεν επιδέχεται λύση αλλά διάλυση.
Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο κάπως διαφορετικές αν και παραπλήσιες τοποθετήσεις:
1. Φιλοσοφική αποφυγή/απόρριψη του προβλήματος – εύκολες λύσεις
α) To ερώτημα για το νόημα της
ζωής δεν έχει νόημα και δεν επιδέχεται φιλοσοφική ανάλυση Σύμφωνα με τη ριζική αντιμετώπιση των λογικών θετικιστών και των επιγόνων τους πρέπει να εγκαταλείψουμε τον φιλοσοφικό στοχασμό για
το νόημα της ζωής. ∆εν πρόκειται για γνήσιοφιλοσο φικό πρόβλημα και γι’ αυτό θα ήταν ορθότερο να μιλάμε για διάλυση ή εξάλειψή του. Κατ’αυτούς το νόημα μιας πρότασης συνίσταται στη μέθοδο της επαλήθευσής της –εκτός και αν αναφερόμαστε σε προτάσεις της λογικής ή των μαθηματικών που βασίζονται σε τυπικούς ορισμούς– και, εφόσον δεν υπάρχει κάποια διαδικασία εμπειρικής επαλήθευσης, η πρόταση που μας απασχολεί πρέπει να θεωρηθεί ανόητη. Το ερώτημά μας φαίνεται να μπορεί να αναχθεί στο ερώτημα «
Γιατί υπάρχουμε;», δηλαδή «
ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας ως είδους ή ως ατόμων;». Όμως αν περιμένουμε κάποια απάντηση πέρα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαστε τα προϊόντα της φυσικής εξέλιξης που συνδυάζει τύχη και αναγκαιότητα –κατά την έκφραση του γάλλου βιολόγου Ζακ Μονό–, είναι προφανές ότι θα απογοητευθούμε, εφόσον η απορία μας δεν επιδέχεται εμπειρική διακρίβωση, αλλά ούτε και αναγωγή σε μια λογική ταυτολογία. Στο ίδιο αδιέξοδο καταλήγουμε με όλα τα μεταφυσικά ψευδοπροβλήματα, όπως το κλασικό έσχατο ερώτημα που βασανίζει τους φιλοσόφους, τουλάχιστον από την εποχή του Λάιμπνιτς, και εκλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό μεταφυσικό πρόβλημα: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;».7
Όπως παρατηρεί ο Βιτγκενστάιν, στο έργο του Tractatus LogicοPhilosophicus, η δυνατότητα ενός νόμιμου ερωτήματος προϋποθέτει και τη δυνατότητα κάποιας απάντησης:
Σε μια απάντηση που δεν μπορεί κανείς να την εκφράσει με λόγια, δεν μπορεί κανείς ούτε την ερώτηση να την εκφράσει με λόγια. Το αίνιγμα δεν υπάρχει. Αν γενικά μπορεί να τεθεί μια ερώτηση, τότε μπορεί να λάβει και απάντηση... Αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο εκεί όπου υπάρχει ερώτηση, ερώτηση μόνο εκεί που υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο εκεί όπου μπορεί να λέγεται κάτι.8
Βέβαια, η σκέψη του Βιτγκενστάιν υποδεικνύει άλλη κατεύθυνση από εκείνη της θετικιστικής προσέγγισης την οποία ενέπνευσε. Το παράδοξο συμπέρασμά του που επιδέχεται και μυστική, θεολογική ερμηνεία, είναι πως το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τα γεγονότα αυτού του κόσμου. ∆εν μπορεί να ειπωθεί χωρίς να παραβιαστούν οι λογικοί κανόνες της γλώσσας, αλλά δείχνεται, ή καλύτερα, διαφαίνεται μέσα από την εκδήλωση της βούλησής μας, μέσα από τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε καθημερινά:
«...Τη λύση του προβλήματος της ζωής τη βλέπει κανείς στην εξαφάνιση του προβλήματος της ζωής...(Αυτός δεν είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι στους οποίους ύστερα από μακροχρόνιες αμφιβολίες έγινε φανερό το νόημα της ζωής δεν μπορούν να πουν σε τι συνίσταται αυτό το νόημα;).
Χωρίς άλλο υπάρχει κάτι που δε λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται. Είναι το μυστικό στοιχείο».9
Βέβαια, η στάση αυτή δεν υποτιμά την κεφαλαιώδη σημασία των υπαρξιακών προβλημάτων, μόνο που αποκλείει τη διερεύνησή τους από τη φιλοσοφία και αναγνωρίζει τον μυστικό, άρρητο χαρακτήρα τους. Εδώ αναγκαστικά θα καταφύ γουμε στην πράξη, την καλλιτεχνική έκφραση ή και το θρησκευτικό βίωμα.
Σε κάθε περίπτωση, και για τους καθαρόαιμους θετικιστές, που εμφορούνται από επιστημονιστικές αντιλήψεις και αποστρέφονται την ιδέα του μυστικού στοιχείου, το γεγονός πως το ερώτημα του νοήματος της ζωής δεν προσφέρεται για κάποια γνωσιακή ή έστω ορθολογική έρευνα δεν συνεπάγεται ότι η υπαρξιακή αγωνία ή απελπισία δεν υφίσταται. Μόνο που κατ’αυτούς ταυτίζεται με μια μορφή ψυχικής κατάστασης συναισθηματικού χαρακτήρα, που συχνά ανα- δεικνύεται μέσα από τη λογοτεχνική και την καλλιτεχνική δημιουργία, και που οι παθολογικές της εκφάνσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ψυχολόγων ή των ψυχιάτρων.10
Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν συμφωνούμε με την υιοθέτηση της αρχής και των κριτηρίων επαληθευσιμότητας που επικαλούνται με δογματικό τρόπο τα μέλη της Σχολής της Βιέννης και αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα στενών και αυστηρών λογικογραμματικών κριτηρίων του νοήματος, είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε την κατανοησιμότητα και τον γνήσιο χαρακτήρα των μεταφυσικών προβλημάτων και κατά μείζονα λόγο και του ερωτήματος για το νόημα της αν θρώπινης ύπαρξης. Ό,τι και να λένε οι υπέρμαχοι της λογικής αυστηρότητας είμαστε πεπεισμένοι ότι η φιλοσοφική συζήτηση μπορεί εδώ να φωτίσει σε σημαντικό βαθμό, αν όχι και να απαντήσει ικανοποιητικά, το οριακό ερώτημά μας.
β) Tο ερώτημα μπορεί να επαναδιατυπωθεί έτσι ώστε η απάντησή του να είναι εύκολη και τελεσίδικη. Μια μετριοπαθέστερη εκδοχή της λογικογλωσ σικήςθεώρησης, που δεν παύει να υπαγορεύει μια ριζική αντιμετώπιση, δέχεται τη νομιμότητα του προβλήματος, αλλά υποστηρίζει πως η λύση του είναι πολύ ευκολότερη από ό,τι νομίζουμε. Ο Ρίτσαρντ Χέαρ, σε ένα άρθρο του περιγράφει την ιστορία ενός νεαρού φίλου του ο οποίος ένιωθε κατάθλιψη γιατί είχε διαβάσει το μυθιστόρημα Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ και νόμιζε πως είχε πειστεί ότι «τίποτα δεν έχει σημασία». Ο Χέαρ εξηγεί με ποιον τρόπο μπόρεσε να δείξει εύκολα στον υπαρξιακά απελπισμένο νέο ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι ψευδής, εάν δηλώνει πως είναι δυνατό να φανταστούμε την εκμηδένιση ή την εξάλειψη κάθε αξίας, εφόσον του θύμισε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν χωρίς να επιθυμούν κάποια πράγματα και να τους αποδίδουν αξία. Έτσι υποστηρίζει πως τον βοήθησε να φύγει από τη συνάντησή τους ήρεμος και αισιόδοξος.11
Κατά τον Χέαρ, oι αξίες μπορεί τελικά να εκφρά ζουν καθαρά υποκειμενικές προτιμήσεις, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη λειτουργικότητά τους μέσα στη ζωή μας και δεν οδηγεί στη σχετικοποίηση των βασικών ηθικών κανόνων.
∆εν μπορώ εδώ να επεκταθώ στην εξέταση της επιχειρηματολογίας του Χέαρ που δεν μου φαίνεται καθόλου πειστική. Θα ήθελα μόνο να επισημάνω ότι νομίζει πως μπορούμε να αναγά γουμε την έννοια της σημασίας –που απασχολούσε τον Καμύ και τον αναγνώστη του– στην ύπαρξη ενδιαφερόντων και επιθυμιών του κάθε ατόμου, επιθυμιών οι οποίες διατηρούνται συνήθως κατά φυσικό και ενστικτώδη τρόπο, εάν βέβαια το άτομο αυτό δεν πάσχει από κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια. ∆υστυχώς, είναι εύκολο να παρατη ρήσεικανείς ότι ο Χέαρ δεν καταλαβαίνει πως η ταχυδακτυλουργία της λογικής ανάλυσης του επιτρέπει να αποφύγει το πραγματικό πρόβλημα της δικαιολόγησης, της επιλογής και της στήριξης των αξιών μας από μια σκοπιά εξωτερική ως προς τις προτιμήσεις μας, έτσι ώστε να αναλαμβάνουμε ενεργητικά τη δέσμευση των πράξεών μας. Ο Χέαρ αναγνωρίζει βέβαια την ύπαρξη ανθρώπων σε παράδοξη κατάσταση ακηδίας ή κατάθλιψης, ανθρώπων που μπορεί να αποτύχει να συνε φέρει κανείς με θεωρητικά επιχειρήματα, αλλά δεν πιστεύει ότι σε αυτή την περίπτωση τίθεται φιλοσοφικό πρόβλημα.
Οι παραπάνω τοποθετήσεις μπορούν νομίζω να θεωρηθούν μάλλον απλοϊκές, αν όχι και αφελείς, και συχνά εκφράζουν κάποια λήψη του ζητουμένου. ∆εν θα έπρεπε ωστόσο να υποτιμήσουμε το ενδιαφέρον των λογικο γλωσσικών αναλύσεων για την καλύτερη διασάφηση του ερωτήματος για το νόημα της ζωής, στις οποίες και θα επανέλθουμε παρακάτω. Εκείνο που πάντως πρέπει να αποφύγουμε είναι οποιαδήποτε βιαστική προσπάθεια διάλυσης, ή εύκολης λύσης, που φαίνεται να αγνοεί το βάθος του προβλήματος. Η φιλοσοφία μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή λογικογλωσσική ανάλυση, ακόμη και αν πρέπει πράγματι να ξεκινάει κανείς με μια τέτοια ανάλυση.
2. Επανατοποθέτηση – αναζήτηση της κατάλληλης προσέγγισης του προβλήματος στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ηθικού προβληματισμού.
Μιλήσαμε παραπάνω για επιμέρους ερωτήματα όπως :
α) «έχει η ανθρώπινη ζωή κάποιο νόημα – και ποιο μπορεί να είναι αυτό;»
β) «έχει η δική μου ζωή κάποιο νόημα και ποιο μπορεί να είναι αυτό;».
Ας δούμε ειδικότερα διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας τους:
α) Για ποιον λόγο ζούμε, ή, καλύτερα, για ποιον λόγο να συνεχίσουμε να ζούμε; («λόγος» εδώ με την έννοια του σκοπού ή του τελικού αιτίου)
β) Τι είναι πραγματικά σημαντικό για μας;
) Τι κάνει τη ζωή μας να αξίζει;
δ) Ποιες είναι οι δραστηριότητες που μας επιτρέπουν να θεωρούμε πως τη ζωή αυτή αξίζει να τη ζούμε;
ε) Ποια είναι η αξία που μπορούμε να ανα γνωρίσουμε ή να αποδώσουμε εμείς οι ίδιοι στη ζωή μας (κάνοντας σχέδια για το μέλλον,
ή φέρνοντας στη μνήμη μας το παρελθόν και επιχειρώντας ένα είδος απολογισμού);
στ) Ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που ακυρώνουν, ματαιώνουν εξολοκλήρου ή απαξιώνουν τις προσπάθειές μας; (εδώ φέρνει κανείς στον νου του τον θάνατο, τον αβάσταχτο πόνο ή την ύπαρξη του Κακού μέσα στον κόσμο – που μπορεί να μας οδηγούν στην αίσθηση του παραλόγου ή της απουσίας νοήματος).
Bλέπουμε αμέσως ότι οι λόγοι που έχουμε για να πράξουμε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά γενικότερα και οι λόγοι για να ζούμε, και πιο συγκεκριμένα για να ζούμε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μας παραπέμπουν στη συζήτηση των αξιών στο μέτρο που οι αξίες συνιστούν ή παρέχουν τέτοιους λόγους. Θα μπορούσαμε βέβαια να αναρωτηθούμε αν η φιλοσοφία είναι στ’ αλήθεια ικανή να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε λόγους και αξίες που να μην αποτελούν ψευδαισθήσεις ή προϊόντα παραπλανητικής εκλογίκευσης της συμπεριφοράς μας. Έχει ειπωθεί ότι όταν φιλοσοφούμε δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να βρίσκουμε τους λανθασμένους λόγους για πράγματα που πιστεύουμε ενστικτωδώς. Ωστόσο, δεν χωρεί αμφιβολία πως το πρόβλημα του νοήματος της ζωής συνδέεται με το πρόβλημα της ύπαρξης και της υφής, της πραγμάτωσης και της κάρπωσης των αξιών. Αυτό υποδήλωνε ορθά –παρά τις αδυναμίες της– και η απλουστευτική θεώρηση του Χέαρ στην οποία ασκήσαμε κριτική παραπάνω. Πρόκειται λοιπόν για ένα πρόβλημα που αφορά σαφώς την ηθική φιλοσοφία με την ευρεία έννοια του όρου. Η μελέτη του είναι αναγκαία για κάθε απόπειρα εμπεριστατωμένης απάντησης στα ερωτήματά μας.
Σύμφωνα με την κεντρική τοποθέτηση του άγγλου φιλοσόφου Ντέηβιντ Ουίγκινς –στο άρθρο του «Αλήθεια, Επινόηση και το Νόημα της ζωής»– οδηγούμαστε σε ένα πρόβλημα πολύ βαθύτερο από τα επείγοντα πρακτικά προβλήματα με τα οποία συνήθως ασχολείται η κανονιστική ηθική, π.χ «πώς θα έπρεπε να να πράξω στη μια ή στην άλλη συγκεκριμένη περίσταση;», που βέβαια δεν πρέπει να υποτιμηθούν και αυτά. Κατά τον Ουίγκινς, πολλοί από τους ηθικούς φιλοσόφους της εποχής του έδιναν προτεραιότητα στο ζήτημα της επιδίωξης της ευτυχίας –χωρίς πρώτα να έχουν αποσαφηνίσει τα ζητήματα του νοήματος και της αξίας– και κατέληγαν έτσι συχνά σε αδιέξοδο στις αναζητήσεις τους. Όμως για να αποσαφηνίσουμε αυτά τα ζητήματα χρειάζεται να εξετάσουμε αν μπορεί κατ’αρχήν να είναι αληθές, υπό κάποια αντικειμενική έννοια του όρου «αληθές», ότι αυτό ή εκείνο το πράγμα, αυτή η εκείνη η δραστηριότητα, έχουν αξία, και κατά συνέπεια αξίζουν να τους αφιερώσουμε το ενδιαφέρον και τις προσπάθειές μας.12
3. Η σκεπτικιστική και απαισιόδοξη στάση
Ας αρχίσουμε με τη θέση που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σκεπτικιστική ή και απαισιόδοξη, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη όταν μιλήσαμε για τους υπαρξιστές.
«Τίποτα δεν έχει σημασία», «η ζωή δεν έχει κανένα νόημα», «είναι παράλογη», «είναι ένα μάταιο πάθος» κτλ. Πολλές φορές αυτή η άποψη περιγράφεται ως μηδενιστική, εφόσον το ερώτημα του νοήματος συνδέεται με το πρόβλημα των αξιών, και, αν υιοθετήσουμε τη μηδενιστική άποψη ότι δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική αξία, οδηγούμαστε εύκολα στο συμπέρασμα ότι και η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Όμως, η στενή εννοιολογική σχέση που επισημάναμε δεν ισοδυναμεί με μια άμεση και αναπόφευκτη λογική συνεπαγωγή. Πράγματι, όπως θα δούμε, μπορεί κανείς να μη δέχεται την ύπαρξη αντικειμενικών αξιών και όμως να μην αρνείται τη δυνατότητα επαρκούς υποκειμενικής νοηματοδότησης της ζωής· αντίθετα, μπορεί να εκφράζει σκεπτικισμό όσον αφορά αυτή τη δυνατότητα νοηματοδότησης, παρόλο που αναγνωρίζει την πραγματικότητα των αξιών. Ούτως ή άλλως, ο γνήσιος, ακραίος μηδενισμός, και σ’αυτό το σημείο ο Χέαρ είχε δίκιο, είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί με συνέπεια στο θεωρητικό και στο πρακτικό επίπεδο.13
Όπως και να έχει το πράγμα, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο σκεπτικισμός ή απαισιοδοξία παρά μηδενισμός για να χαρακτηρίσω την αμφισβήτηση της δυνατότητας να βρούμε ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα του νοήματος της ζωής. Ας σταθούμε σ’αυτό το σημείο σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις αυτής της σκεπτικιστικής στάσης, όπως διατυπώνεται από τον αμερικανό φιλόσοφο Τόμας Νέηγκελ.14
Αντί να αποδώσει το πρόβλημα της απουσίας νοήματος της ζωής στην ανυπαρξία ή στην κατάρρευση των αξιών, ο Nέηγκελ τονίζει το χάσμα ανάμεσα στην υποκειμενική και στην αντικειμενική σκοπιά θεώρησης του κόσμου και της ζωής μας, δηλαδή την ασυμβατότητα τρόπων θεώρησης που συνυπάρχουν ταυτόχρονα στον νου του ανθρώπινου υποκειμένου. Το γεγονός ότι μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας «απ’ έξω», και μάλιστα «από ψηλά», αιρόμενοι στο άκρο κάποιας ευρύτερης κοσμικής κλίμακας, ενώ είμαστε, την ίδια στιγμή, αφοσιωμένοι στα σχέδια και τις γήινες, κοπιώδεις φροντίδες μας, προκαλεί μια δυσάρεστη εσωτερική ένταση, ή σύγκρουση που μπορεί να βιώνουμε ως ίλιγγο ή ναυτία, ως ένα κωμικοτραγικό κράμα υποκειμενικής επιδίωξης υπαρξιακής σοβαρότητας και αντικειμενικής ασημαντότητας. Νομίζουμε εσφαλμένα ότι μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την ένταση, καταργώντας τη μια ή την άλλη θεώρηση, είτε βυθιζόμενοι εξολοκλήρου μέσα στις καθημερινές μας δραστηριότητες, και ξεχνώντας έτσι την εξωτερική σκοπιά, είτε καταφεύγοντας σε μια αποστασιοποίηση από κάθε προσωπικό στόχο και στρατευόμενοι σε αγώνες γενικότερης, αν όχι οικουμενικής εμβέλειας, συνήθως θρη σκευτικού, ηθικού ή πολιτικού προσανατολισμού. ∆υστυχώς, η εξάλειψη της έντασης δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και έχουμε πολλές φορές την αίσθηση της αποτυχίας του εγχειρήματος νοηματοδότησης του βίου μας.
Ώστε δεν είναι, όπως τείνουμε συχνά να πιστεύουμε, η προοπτική του θανάτου και της προσωπικής εκμηδένισης, ή η συνειδητοποίηση της περατότητας και της ενδεχομενικότητας της ύπαρξής μας –από μόνη της–, που αποτελούν την πηγή της υπαρξιακής μας αγωνίας και του βιώματος του παραλόγου. Όπως παρατηρούν πολλοί φιλόσοφοι που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές ή παραδόσεις από τον Μπέρναρντ Ουίλλιαμς μέχρι τον
Μάρτιν Χάιντεγκερ, το φάσμα του θανάτου μπορεί να αποτελεί συνθήκη δυνατότητας νοηματοδότησης της ζωής μας και η αθανασία δεν είναι αναγκαστικά κάτι το επιθυμητό.15 Ο Νέηγκελ βέβαια, ο οποίος δεν συμμερίζεται αυτή την αρνητική αντιμετώπιση της επιδίωξης αθανασίας, ψέγει τους υπαρξιστές που προτείνουν μια μορφή μελοδραματικής εξέγερσης απέναντι στη μοίρα μας και εισηγείται μια μάλλον ψύχραιμη και ειρωνική αντιμετώπιση του εαυτού μας και της θέσης του μέσα στον κόσμο. Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει και πρέπει να συγκρατήσουμε εδώ είναι η διαπίστωσή του πως η αναζήτηση νοήματος δεν προσκρούει τόσο στον φόβο του θανάτου και στην εμπειρία της οδύνης και του κακού μέσα στον κόσμο, για την οποία θα χρειαζόταν να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο, ούτε στην απουσία αξιών, αλλά μάλλον στην ύπαρξη ασυμφιλίωτων θεωρήσεων των διαφορετικών αξιών στην πραγμάτωση των οποίων αποβλέπουμε.
4. Η θρησκευτική – υπερβατική λύση
∆εν μπορώ να επεκταθώ στην ανάλυση της πολύμορφης θρησκευτικής αντιμετώπισης του προβλήματος του νοήματος της ζωής. Είναι γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν πως μόνο η ύπαρξη ενός Υπέρτατου Όντος, δημιουργού του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής, και τελικά έσχατου φορέα ή και δημιουργού των θεμελιωδέστερων, πρωτογενών αξιών, θα μπορούσε να δώσει επαρκή απάντηση στο ερώτημα που μας βασανίζει. Σύμφωνα μάλιστα με τη χριστιανική αντίληψη ενός Προσωπικού Θεού, ο οποίος «αγάπη εστίν», η ανταπόκριση στα κελεύσματα της θείας βούλησης, αλλά κυρίως η αγαπητική σχέση κοινωνίας μαζί Του, υποδεικνύει τη λύση. ∆υστυχώς, η λύση αυτή είναι δύσκο λο να υιοθετηθεί σε μια εποχή προοδευτικής έκλειψης της θρησκευτικής πίστης, όπου μάλιστα αρκετοί μιλούν για απουσία ή και «θάνατο» του Θεού, ενώ το πανάρχαιο πρόβλημα του Κακού προβάλλει οξύτερο μετά το Άουσβιτς και κάθε νέο εγχείρημα θεοδικίας φαίνεται ελάχιστα πειστικό. Η θεολογική προσέγγιση μάλλον δεν λειτουργεί χωρίς κάποιο άλμα πίστης. Ωστόσο, μπορεί ίσως να γίνει γενικότερα αποδεκτό πως προϋπόθεση για τη σωστή απάντηση στο ερώτημα για το νόημα της ζωής είναι η αναγνώριση ενός άρρητου ορίζοντα ανάδυσης ή φανέρωσης αυτού του νοήματος και της αξιακής διάστασης που το στηρίζει τελικά και που θα λέγαμε ότι διακρίνεται από το στοιχείο του μυστηρίου.