Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Φθόνος και Φιλαργυρία

Φθόνος και Φιλαργυρία | Αυτογνωσία - Ψυχολογιά
Φθόνος: Με την προσπάθειά του για υπεροχή και εξουσία φτάνει συχνά ο άνθρωπος στα χαρακτηριστικά του φθόνου. Η απόσταση που χωρίζει έναν άνθρωπο από τον υπεράνθρωπο σκοπό του γίνεται αισθητή απ' αυτόν, όπως είναι γνωστό, με τη μορφή του αισθήματος κατωτερότητας. Τον καταθλίβει και τον γεμίζει τόσο πολύ, ώστε από τη συμπεριφορά του και τον τρόπο της ζωή του αποχτούμε την εντύπωση ότι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από την πραγματοποίηση των επιδιώξεών του. Εξαιτίας της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της δυσαρέσκειάς του καταλήγει συχνά σε μια διαρκή αναμέτρηση του τι έχουν πετύχει οι άλλοι, πώς φέρονται απέναντί του και γενικά αισθάνεται ταπεινωμένος. Αυτό μπορεί να συμβαίνει κι όταν ακόμη έχει πιο πολλά από τους άλλους. Όλες αυτές οι μορφές του αισθήματος αναπηρίας είναι σημάδια μιας σκεπασμένης ανικανοποίητης ματαιοδοξίας, μιας θέλησης να έχει όλο και περισσότερα, μιας διάθεσης να τα έχει όλα. Βέβαια αυτοί οι άνθρωποι δε λένε ότι τα θέλουν όλα, γιατί εμποδίζονται από το κοινωνικό αίσθημα να εκδηλώνονται έτσι, όμως συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο, σα να τα ήθελαν όλα.

Είναι ευνόητο ότι τα αισθήματα του φθόνου που προκαλούνται απ' αυτή τη διαρκή αναμέτρηση, δε μπορεί να επιδρούν ευεργετικά στις δυνατότητες για ευτυχία. Ωστόσο όσο και αν μας είναι αντιπαθείς εξαιτίας της δύναμης του κοινωνικού αισθήματος οι διεγέρσεις του φθόνου, όσο και αν γενικά ο φθόνος δεν προκαλεί τη συμπάθειά μας, πολύ λίγοι άνθρωποι πρέπει να υπάρχουν, οι οποίοι είναι ανίκανοι να εκδηλώσουν οποιαδήποτε μορφή φθόνου. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι κανένας μας δεν είναι απαλλαγμένος από τον φθόνο. Φυσικά δεν προβάλλεται αυτό πάντα καθαρά μέσα στο κανονικό ρεύμα της ζωής. Όταν όμως ένας άνθρωπος υποφέρει και αισθάνεται καταπιεζόμενος, όταν νοιώθει την έλλειψη σε χρήματα, ρούχα, τρόφιμα και θέρμανση, όταν περιορίζονται οι ελπίδες του για το μέλλον και δε βλέπει καμία διέξοδο απ' αυτή τη δύσκολη κατάστασή του, τότε θα κατανοήσουμε ότι ένα ανθρώπινο γένος, όπως το σημερινό που τώρα μόλις βρίσκεται στην αρχή του πολιτισμού, θα αισθανθεί τον φθόνο, έστω και αν του τον απαγορεύουν η θρησκεία και η ηθική. Έτσι θα κατανοήσουμε επίσης και τον φθόνο αυτών που δεν έχουν τίποτε. Ο φθόνος αυτός θα μάς είναι ακατανόητος, μόνο αν βρισκόταν κάποιος να μας φέρει την απόδειξη ότι άλλοι άνθρωποι μέσα στην ίδια κατάσταση δε θα προσβάλλονταν από το αίσθημα του φθόνου. Μ' αυτό θέλουμε μόνο να διαπιστωθεί ότι με τη σημερινή ψυχική συγκρότηση του ανθρώπου αυτός ο παράγοντας πρέπει πάντα να λογαριάζεται. Δεν μπορεί επίσης να αποφευχθεί το φούντωμα του φθόνου στα άτομα ή στις μάζες, όταν οι περιορισμοί τραβούν πολύ μακριά. Αν και δεν επιδοκιμάζουμε τις αποκρουστικές μορφές που μ' αυτές πολλές φορές παρουσιάζεται ο φθόνος, πάλι πρέπει να πούμε πως δεν ξέρουμε πραγματικά κανένα μέσο σ' αυτές τις περιπτώσεις να εξουδετερώσουμε τον φθόνο και το μίσος που συχνά συνδέεται μαζί του. Ένα πράγμα είναι φανερό εκ των προτέρων για τον καθένα που ζει στην κοινωνία μας, πως δεν πρέπει να πειραματιζόμαστε μ' αυτού του είδους τις διεγέρσεις, να μην τις προκαλούμε, πως πρέπει να έχουμε το αίσθημα της διακριτικότητας και να μη δημιουργούμε ή μεγαλώνουμε τέτοια φαινόμενα. Μολονότι μ' αυτό δε διορθώνεται τίποτε, είναι το ελάχιστο που μπορούμε να απαιτήσουμε από έναν άνθρωπο: να μην κομπάζει για την υπεροχή της στιγμής που έχει επιτύχει, γιατί μ' αυτό τον τρόπο κάποιον θα πληγώσει.

Μέσα σ' αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο βλέπουμε την αδιάσπαστη σχέση του ενός προς το σύνολο. Κανένας δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από την κοινότητα και να διευρύνει την εξουσία του πάνω στους άλλους, χωρίς ταυτόχρονα να ξεσηκώσει στην αντίθετη πλευρά δυνάμεις που θα αποβλέπουν να εμποδίσουν την προσπάθειά του. Ο φθόνος προκαλεί πάντοτε ενέργειες και μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση της ισονομίας και της ισοτιμίας των ανθρώπων. Έτσι εγγίζουμε με τη σκέψη και με το συναίσθημά μας μια βασική αρχή της ανθρώπινης κοινωνίας που δεν μπορεί να τραυματιστεί σε κανένα σημείο της χωρίς να ξεσηκώσει κάπου αλλού αντίθετες δυνάμεις, δηλαδή τον νόμο της ισότητας όλων των ανθρώπων.

Η μορφή έκφρασης του φθόνου είναι μιμική, αναγνωρίζεται εύκολα στο βλέμμα. Ο φθόνος εκφράζεται επίσης και φυσιογνωμικά και εξωτερικεύεται με ορισμένες φράσεις. Γίνεται λόγος για κίτρινο και ωχρό φθόνο και μ' αυτό υπονοείται πως το αίσθημα του φθόνου επηρεάζει την κυκλοφορία του αίματος. Οργανικά ο φθόνος δεν εκδηλώνεται αλλιώτικα παρά με τη συστολή των εξωτερικών αιμοφόρων αγγείων.

Όσο αφορά την παιδαγωγική γνώση, πρέπει να καταβάλουμε προσπάθεια ώστε τις διεγέρσεις του φθόνου, αφού δεν μπορούμε να τις εξαφανίσουμε από τον κόσμο, τουλάχιστο να τις κάνουμε χρήσιμες για το γενικό καλό και να προσπαθήσουμε να τις στρώσουμε σ' ένα δρόμο, που πάνω του, χωρίς μεγάλες αναστατώσεις, θα μπορέσουν να γίνουν γόνιμες για την ψυχική ζωή. Αυτό ισχύει τόσο για το άτομο, όσο και για τη μάζα. Στη ζωή του ξεχωριστού ατόμου πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε για τέτοια παιδιά δραστηριότητες που ανυψώνουν την αυτοσυνείδηση. Στη ζωή των λαών δε μένει σχεδόν τίποτε άλλο, παρά σ' εκείνους, οι οποίοι αισθάνονται παραμερισμένοι και ίσως παρακολουθούν με άγονο φθόνο πώς αυξάνεται η ευημερία άλλων λαών, να αποδείξουμε και να διευκολύνουμε τον δρόμο για την ανάπτυξη αδρανών δυνάμεων. Ένας άνθρωπος που σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του είναι γεμάτος φθόνο, είναι άγονος για τη συμβίωση. Πάντοτε θα δείχνει τη διάθεση κάτι ν' αρπάξει από τον άλλο, να τον ζημιώσει κι οπωσδήποτε να τον ενοχλήσει, θα έχει την τάση να εφευρίσκει δικαιολογίες και να ρίχνει την ευθύνη στους άλλους για ό,τι δεν κατάφερε να επιτύχει. Θα γίνει ο τύπος του εριστικού, του οχληρού ανθρώπου που δε δίνει πολλή σημασία στις καλές σχέσεις με τους άλλους, που δεν κάνει καμιά προετοιμασία να γίνει ικανός για μια συμβίωση μαζί τους. Επειδή δε θα κάνει ποτέ τον κόπο να νοιώσει την ψυχή του άλλου, θα μείνει για πάντα κακός ανθρωπογνώστης και θα πληγώνει τους άλλους με τις κρίσεις του. Δεν πρόκειται να συγκινηθεί αν κάποιος άλλος υποφέρει εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Ο φθόνος μπορεί ακόμη να παρασύρει τόσο μακριά τον άνθρωπο, που να αισθάνεται ένα είδος ικανοποίησης για τα βάσανα του πλησίον του.



Φιλαργυρία

Φθόνος και Φιλαργυρία | Αυτογνωσία - Ψυχολογιά
Στενά συγγενής με τον φθόνο, πολλές φορές συνδεμένη μ' αυτόν, είναι η φιλαργυρία. Δεν εννοούμε μόνο εκείνο το είδος της φιλαργυρίας που περιορίζεται στη συσσώρευση χρημάτων, αλλά τη γενική μορφή που εκφράζεται ουσιαστικά στην απροθυμία του φιλάργυρου να προσφέρει στον άλλο κάποια χαρά, στη μειωμένη αφοσίωση στο άτομο και το σύνολο, στην ύψωση ενός τείχους ανάμεσα στον φιλάργυρο και τον υπόλοιπο κόσμο που θα σιγουρέψει μόνο για τον εαυτό του τους φτωχικούς του θησαυρούς. Διακρίνεται εύκολα η σχέση που υπάρχει από τη μια μεριά με τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία και από την άλλη με τον φθόνο. Δε λέει κανείς πολλά όταν ισχυρίζεται πως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν ταυτόχρονα στον ίδιο άνθρωπο και δε χρειάζεται να θεωρήσουμε κανένα σα σπουδαίο ανθρωπογνώστη αν, διαπιστώνοντας μια από αυτές τις ιδιότητες, ισχυριστεί ότι υπάρχουν και οι άλλες.

Χαρακτηριστικά τσιγγουνιάς παρουσιάζει, έστω και σε ίχνη, ακόμη και ο σημερινός, ο πολιτισμένος άνθρωπος. Το πολύ - πολύ μπορεί να τα καλύψει με μια υπερβολική γενναιοδωρία, που ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από μια δωρεά ελεημοσύνης, μια προσπάθεια να ανυψώσει με χειρονομίες γενναιοδωρίας το αίσθημα της δικής του προσωπικότητας σε βάρος των άλλων. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, κυρίως όταν ο φιλάργυρος χρησιμοποιεί ορισμένους τρόπους ζωής, μπορεί να φανεί η φιλαργυρία ακόμη και σαν πολύτιμη ιδιότητα. Π.χ. όταν ένας άνθρωπος τσιγκουνεύεται τον χρόνο ή την εργατική του δύναμη και μ' αυτό δημιουργεί κάποιο μεγάλο έργο. Υπάρχει σήμερα μια επιστημονική και ηθική κατεύθυνση που ακριβώς τόσο πολύ μετατοπίζει στο προσκήνιο την οικονομία του χρόνου, ώστε απαιτεί κάθε άνθρωπος να χρησιμοποιεί με οικονομία τον χρόνο και την εργατική του δύναμη. Στη θεωρία αυτό ακούγεται πολύ ευχάριστα. Όπου όμως θα βρούμε αυτή την αρχή εφαρμοζόμενη στην πράξη, θα δούμε πως σ' αυτή τα πάντα τα ρυθμίζει μόνο ο σκοπός της δύναμης και της υπεροχής. Τις πιο πολλές φορές γίνεται κατάχρηση αυτής της αρχής που μας δίνει η θεωρία και εκείνος που τσιγκουνεύεται τον χρόνο και την εργατική δύναμη προσπαθεί να μεταθέσει στους ώμους των άλλων τα βάρη που προέρχονται απ' αυτή την τσιγγουνιά. Μια τέτοια άποψη θα τη σταθμίσουμε και θα την αξιολογήσουμε μονάχα ανάλογα με την ωφέλεια που έχει για το σύνολο. Ολόκληρη η εξέλιξη της τεχνικής στην εποχή μας απαιτεί τη μεταχείριση του ανθρώπου σα να είναι και αυτός μηχανή. Επιβάλλει στη ζωή του αρχές που ίσως ως ένα βαθμό να είναι δικαιολογημένες από τεχνική άποψη, σε σχέση όμως με την ανθρώπινη συμβίωση οδηγούν στην ερήμωση, την απομόνωση και τον ακρωτηριασμό του ανθρώπου. Γι' αυτό θα είναι καλύτερα να ρυθμιστούν τα πράγματα έτσι που προτιμότερο θα είναι να δίνουμε, παρά να αποταμιεύουμε. Μια αρχή που γενικά δεν πρέπει να διαστρεβλωθεί, να μην είναι δυνατή ούτε επιτρεπτή η κακομεταχείρισή της, όταν έχουμε στον νου μας το καλό των συνανθρώπων.

Η μετα-γνώση του Σωκράτη - 'Eν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα

Η μετα-γνώση του Σωκράτη - Eν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα - Νίκος Λυγερός
Το Leitmotiv, το moto, το νοητικό σχήμα του Σωκράτη: οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα, δεν είναι μία ταπεινή αποδοχή μιας άγνοιας, όπως θεωρούν οι περισσότεροι. Ο Σωκράτης δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη σοφία του, αλλά κι από τη νοημοσύνη του που ήρθε σε αντιπαράθεση με την κοινωνία. Ο Σωκράτης δεν υποστηρίζει, καθώς λένε μερικοί ειδήμονες, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα. Δεν αποτελεί καν τον προβληματισμό του αυτή η πρόταση. Αναγνωρίζοντας μία δομή μέσα στη γνώση, δεν προσπαθεί να εξαντλήσει το επίπεδο της συλλογής των γνώσεων ή ακόμα και της ταξινόμησης. Κι αυτό όχι διότι το θεωρεί ως μία ουτοπία, αλλά έναν εκφυλισμό. Το νοητικό σχήμα του Σωκράτη δεν είναι απλοϊκό, αλλά η αυτό - αναφορική του ιδιότητα ξαφνιάζει το μαθητή. Η επίλυση του παραδόξου οδηγεί σε ένα άλλο γνωστικό νοητικό σχήμα: μάθε να μαθαίνεις. Αφού υπάρχουν υποδομές, δομές κι υπερδομές στη γνώση, το πρόβλημα του μαθητή είναι να αναπτύξει ένα γνωστικό δίκτυο, το οποίο να είναι ανθεκτικό για να ενσωματώνει νέες γνώσεις σε ένα δομημένο υπόβαθρο. Σε αυτό το επίπεδο λειτουργεί κι ο δάσκαλος, διότι αυτός είναι που θα διδάξει τη στρατηγική με την οποία θα εμπλουτίσει τα δομικά και γνωστικά του στοιχεία. Μαιευτικά, αυτό σημαίνει ότι ο αλγόριθμος της μάθησης δεν είναι απλώς μια γραμμική ανάγνωση ενός ιδανικού καταλόγου με συγκεκριμένες γνώσεις, παραδείγματος χάρη μία λίστα από βιβλία ή μουσικές.


Η μετα-γνώση του Σωκράτη - Eν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα, Νίκος Λυγερός
Ο Σωκράτης με το διπλό του νοητικό σχήμα προειδοποιεί το μαθητή και τον προϊδεάζει για να είναι όχι πιο αποτελεσματικός, αλλά πιο ανθεκτικός στις επιθέσεις της άγνοιας. Με αυτόν τον τρόπο ανέτρεψε όλη την προσέγγιση της ρητορικής, διότι δεν ασχολείται καθόλου με το φαίνεσθαι, αλλά με την ουσία που έχει ως μοναδική βάση την αλήθεια, δηλαδή τη μη λήθη των γνώσεων. Με άλλα λόγια, το νοητικό σχήμα του Σωκράτη ανοίγει ορίζοντες που σχετίζονται με την έννοια της πληρότητας του Gödel, δηλαδή μας δίνει μεν μία ελευθερία, δε ένα κόστος επιλογής. Αντιλαμβανόμαστε ότι η προσέγγιση του Σωκράτη ήταν ριζοσπαστική για την εποχή του, ριζικά διαφορετική από τη ρητορική και γι' αυτό αποτελεί τομή για τη γνώση. Επιπλέον, ενισχύει το ζεύγος δάσκαλος - μαθητής, λόγω της έμφασης που δίνει στη δομή και στη στρατηγική με έναν τρόπο ανάλογο με τα μαθηματικά για την επίλυση προβλημάτων και την ανακάλυψη θεωρημάτων. Αυτή είναι η συμβολή της μετα - γνώσης του Σωκράτη.

Η αξία της φιλοσοφίας

Η αξια της φιλοσοφιας
Πρέπει λοιπόν να μην επιτρέπουμε το ελεύθερο παιδί να μην ακούει και μην παρακολουθεί όλα τ’ άλλα τα αποκαλούμενα εγκύκλια μαθήματα, αλλά αυτά μεν να τα μαθαίνει επιτροχάδην, έτσι που να πάρει μια γεύση (διότι είναι αδύνατο το τέλειο σε όλα), με τη φιλοσοφία όμως (πρέπει) να ασχολείται σοβαρά. Και μπορώ βέβαια με μια εικόνα να κάνω παραστατική τη γνώμη μου' όπως δηλαδή είναι καλό να περιηγηθεί κάποιος πολλές πόλεις, χρήσιμο όμως είναι να κατοικήσει στην άριστη... Ακόμη, ο Βίων ο φιλόσοφος με χαριτωμένο τρόπο έλεγε ότι, όπως οι μνηστήρες, επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την Πηνελόπη συνευρίσκονταν με τις υπηρέτριες της, έτσι και οι αδυνατούντες να φθάσουν τη φιλοσοφία, ματαιοπονούν σε άλλα μαθήματα μηδαμινής αξίας. Γι’ αυτόν το λόγο επιβάλλεται να καταστήσουμε τη φιλοσοφία ένα είδος συγκεφαλαίωσης της υπόλοιπης παιδείας. Δηλαδή, για μεν τη φροντίδα του σώματος οι άνθρωποι βρήκαν δύο επιστήμες, την Ιατρική και τη Γυμναστική, εκ των οποίων η μεν πρώτη εξασφαλίζει την υγεία και η δεύτερη την ευεξία· των ασθενειών όμως της ψυχής και των παθών μόνο η φιλοσοφία είναι φάρμακο.


Η αξια της φιλοσοφιας - παιδεία - ηθική
Διότι από αυτήν και με αυτήν είναι δυνατό να μάθουμε τι είναι καλό, τι αισχρό, τι δίκαιο, τι άδικο, τι γενικά είναι προτιμητέο, τι άξιο αποφυγής· πώς πρέπει να φερόμαστε στους θεούς, πώς στους γονείς, πώς στους γεροντότερους, πώς στους νόμους, (πώς στους ξένους), πώς στους άρχοντες, πώς στους φίλους, πώς στις γυναίκες, πώς στα τέκνα, πώς στους δούλους· ότι δηλαδή πρέπει τους μεν θεούς να σεβόμαστε, τους δε γονείς να τιμάμε, τους γεροντότερους να ντρεπόμαστε, στους νόμους να πειθαρχούμε, στους άρχοντες να υπακούουμε, τους φίλους να αγαπάμε, στις γυναίκες να είμαστε σώφρονες, στα παιδιά να δείχνουμε αγάπη, τους δούλους να μην καθυβρίζουμε' και, το κυριότερο, να μην είμαστε περιχαρείς στις ευτυχισμένες στιγμές, ούτε περίλυποι στις συμφορές μας, ούτε να είμαστε ακόλαστοι στις ηδονές, ούτε στους θυμούς παθιασμένοι και θηριώδεις. Αυτά βεβαίως εγώ κρίνω ως τα σοβαρότερα από όλα τα αγαθά που επισημαίνονται από τη φιλοσοφία· διότι το να υφίστασαι την ατυχία με αξιοπρέπεια είναι ιδιότητα σπουδαίου άνδρα, ενώ το να ευημερείς χωρίς φθόνο είναι ιδιότητα (σωστού) ανθρώπου, είναι ακόμη σοφού (ιδιότητα) να ελέγχει τις ηδονές με το μυαλό, και δεν είναι του όποιου τυχαίου άνδρα το να συγκρατεί το θυμό του.

Τέλος, τέλειους ανθρώπους θεωρώ αυτούς που μπορούν να ενώσουν και να συγκεράσουν την πολιτική δύναμη με τη φιλοσοφία, και, επειδή τα μέγιστα αγαθά είναι δύο, θεωρώ ότι αυτοί έχουν καλή επίδοση και στον κοινωφελή βίο, όταν πολιτεύονται, και στην ατάραχη και γαλήνια ζωή, όταν καταπιάνονται με τη φιλοσοφία. Διότι, ενώ υπάρχουν τρεις τρόποι ζωής, ένας εκ των οποίων είναι πρακτικός, ο άλλος θεωρητικός και ο τρίτος απολαυστικός, ο μεν τρίτος είναι ζωώδης και μικροπρεπής ως έκλυτος και δούλος των ηδονών, ο δε πρακτικός, όταν δεν μετέχει της φιλοσοφίας, είναι άμουσος και ελαττωματικός, ενώ ο θεωρητικός, όταν αστοχεί στο πρακτικό μέρος, είναι ανωφελής. Πρέπει λοιπόν να προσπαθούμε όσο μπορούμε και με τα κοινά να ασχολούμαστε και με τη φιλοσοφία να καταγινόμαστε, όσο το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Έτσι έκανε στη ζωή του ο Περικλής, έτσι ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, έτσι ο Δίων ο Συρακόσιος, έτσι ο Επαμεινώνδας ο Θηβαίος, ένας από τους οποίους υπήρξε σύντροφος του Πλάτωνα. Και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί πρέπει για την παιδεία να διαθέσω περισσότερο χρόνο, ασχολούμενος με περισσότερα. Πλέον των όσων έχουν αναφερθεί, είναι χρήσιμο, ή, καλύτερα, αναγκαίο, να μην αδιαφορούμε για την απόκτηση παλαιών συγγραμμάτων, αλλά να κάνουμε συλλογή από αυτά κατά τη γεωργική συνήθεια... κατά τον ίδιο τρόπο η χρήση των βιβλίων είναι το όργανο της παιδείας, και από αυτά σαν από πηγή συμβαίνει να διατηρούμε την επιστήμη (γνώση).

Το νόημα της Ζωής ως φιλοσοφικό πρόβλημα

Το νόημα της Ζωής - αυτογνωσια, ανθρωπότητα,κοινωνία
Πριν από αρκετά χρόνια βρισκόμουν στην Τρίπολη όπου είχα μόλις καταταγεί για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία και ο ανθυπολοχαγός διοικητής του λόχου ρωτούσε τους νεοσυλλέκτους για τις σπουδές και το επάγγελμά τους. Μόλις πληροφορήθηκε ότι ήμουν καθηγητής φιλοσοφίας το πρόσωπό του φωτίστηκε και έσπευσε να μου απευθύνει τον λόγο: «Ωραία! Μπορείς λοιπόν να μας πεις ποιο είναι το νόημα της ζωής;». Αδυνατώντας να ξεκινήσω κάποια εκτενή συζήτηση που θα αναφερόταν στις δυσκολίες εννοιολογικής διερεύνησης του ερωτήματος και των προϋποθέσεων απάντησής του, αποκρίθηκα κάπως αινιγματικά: «Το νόημα της ζωής συνίσταται στο να τη ζεις!». O ανθυπολοχαγός πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκε γιατί αντέδρασε αυτόματα λέγοντας: «A! Ώστε δεν υπάρχει κάποιο ανώτερο νόημα, πέρα από το πλαίσιο της φυσικής ζωής μας πάνω στη γη».


Είναι γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερη φιλοσοφική παιδεία πιστεύουν πως το ερώτημα του νοήματος της ζωής αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα το οποίο καλείται να επιλύσει η φιλοσοφία. Ωστόσο δεν είναι σαφές ακριβώς τι εννοούμε με αυτό το ερώτημα, ή ακριβέστερα με τα σχετικά ερωτήματα – γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχουμε να κάνουμε με περισσότερα του ενός ερωτήματα. Στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ντάγκλας Άνταμς, Γυρίστε τον γαλαξία με ωτοστόπ, που στην ουσία αποτελεί παρωδία γνωστών μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, οι άνθρωποι έχουν από αιώνες προγραμματίσει τον πανίσχυρο υπολογιστή που ονομάζεται Βαθιά Σκέψη να απαντήσει στο «Ύστατο Ερώτημα για τη Ζωή, το Σύμπαν και τα Πάντα».

Ο υπολογιστής, μετά από την κατάλληλη μακρόχρονη επεξεργασία των δεδομένων, τους ανακοινώνει πως η απάντηση είναι «Σαράντα δύο», και όταν οι χειριστές του διαμαρτύρονται εκφράζοντας την απορία τους, παρατηρεί ειρωνικά ότι αν καταλάβαιναν το ερώτημα θα καταλάβαιναν τι σημαίνει και η απάντηση. Έτσι χρειάζεται να κατασκευαστεί ένας άλλος ισχυρότερος υπολογιστής για να συλλάβει και να αναλύσει το ερώτημα.2

Εκείνο βέβαια που όλοι μας νομίζω συνειδητο ποιούμε είναι πως το ερώτημα που μας ενδιαφέρει δεν έχει αφηρημένο χαρακτήρα. ∆εν αναφέρεται απλώς στο νόημα της ανθρώπινης ζωής εν γένει, αλλά μας αφορά προσωπικά και έχει υπαρξιακή βαρύτητα. Εδώ θυμάται κανείς τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ, στον Μύθο του Σισύφου: «∆εν υπάρχει παρά ένα πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα: εκείνο της αυτοκτονίας. Με το να κρίνει κανείς πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς, απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας».3 Έτσι, η δυνατότητα μιας καταφατικής απάντησης στο φιλοσοφικό ερώτημα: «Αξίζει να ζει κανείς;», που κατά τον Καμύ είναι θεμελιώδες, συνδέεται άμεσα με τις απαντήσεις στα ερωτήματα: «Έχει η ζωή κάποιο νόημα;» και «ποιο είναι, ή μπορεί να είναι, αυτό το νόημα;».


Στην εργασία που ακολουθεί θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την προβληματική του νοήματος της ζωής όπως αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στον χώρο της λεγόμενης αναλυτικής παράδοσης της φιλοσοφίας (που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λογική αυστηρότητα και τη σαφήνεια της επιχειρηματολογίας). Θα περιγράψω ορισμένες διαφορετικές ή και αντιτιθέμενες προσεγγίσεις που υπαγορεύουν συγκεκριμένες απαντήσεις, ή είδη απαντήσεων, στα ερωτήματα με τα οποία ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια οριστική και μονοσήμαντη λύση, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα μεγάλα και οριακά φιλοσοφικά προβλήματα, πιστεύω πως το εγχείρημα της εννοιολογικής διερεύνησης, αλλά και της ανάδειξης και της απόπειρας δικαιολόγησης κάποιων πεποιθήσεων για το νόημα της ζωής, οπωσδήποτε θα φωτίσει τις βασικές πτυχές των υπό εξέταση ερωτημάτων και των δυνατών εναλλακτικών απαντήσεων σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μετά από μια γενικότερα αρνητική στάση των περισσότερων αναλυτικών φιλοσόφων απέναντι στη νομιμότητα της φιλοσοφικής ενασχόλησης με υπαρξιακά προβλήματα, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά και στις μέρες μας παρατηρείται μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα προβλήματα αυτά και μάλιστα στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας νοούμενης με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Ακόμη και αν η φιλοσοφία στο σύνολό της απέχει πολύ από το να είναι, όπως στην αρχαιότητα, μια «τέχνη του βίου», η ηθική φιλοσοφία δεν μπορεί να περιορίζεται στην αφηρημένη αναζήτηση κριτηρίων για την ορθότητα των πράξεων, αλλά οφείλει να ενδιαφέρεται γενικότερα για το «πώς θα έπρεπε να ζει κανείς» και να εξακολουθεί πάντοτε να έχει πρακτικούς στόχους.

Ας εξετάσουμε όμως τις κυριότερες διαφορετικές θεωρήσεις στις οποίες αναφέρθηκα προβαίνοντας και στις απαραίτητες ιστορικές τοπο θετήσεις και συσχετίσεις.4


Αν στραφούμε, από τη μια πλευρά, στα κείμενα υπαρξιστών φιλοσόφων από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 μέχρι και τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 - που προβάλλονται και μέσα από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα (του Αλμπέρ Καμύ, του Αντρέ Μαλρώ, του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του Φεντερίκο Φελλίνι ή του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) - και, από την άλλη, στις εργασίες των φιλοσόφων της Σχολής της Βιέννης που αποκαλούμε λογικούς θετικιστές, ή των λεγόμενων φιλοσόφων της κοινής γλώσσας της Σχολής της Οξφόρδης (μετά τον πόλεμο), διαπιστώνουμε μια σαφή απόκλιση. Θα μπορούσαμε μάλιστα να μιλήσουμε για μια διαλεκτική αντιπαράθεση διαμετρικά αντίθετων απόψεων – παρόλο που η αντιπαράθεση αυτή δεν εκφράζεται ρητά και συστηματικά. Οι υπαρξιστές τονίζουν την απουσία ή «έκλειψη» του νοήματος, τον παράλογο χαρακτήρα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και προτείνουν να υπερβούμε την απελπισία μέσω της πολιτικής στράτευσης ή της ηθικής εξέγερσης και της αλληλεγγύης. Οι φιλόσοφοι αντίθετα των πρώτων, «ηρωικών» περιόδων του αναλυτικού ρεύματος αμφισβητούν το ενδιαφέρον και τη σημασία του ερωτήματος για το νόημα της ζωής όπως αντιμετωπίζεται στον χώρο της παραδοσιακής φιλοσοφίας.5

Εδώ βέβαια θα άξιζε να αναρωτηθεί κανείς αν αυτές οι τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις, που φανερώνουν ασύμβατες μεθοδολογικές επιλογές και αντίπαλες φιλοσοφικές ιδιοσυγκρασίες, δεν υποκρύπτουν τελικά κάποιες κοινές προϋποθέσεις της νεότερης δυτικής σκέψης. Για παράδειγμα, η Άιρις Μέρντοχ επισημαίνει την εξέλιξη μιας κοινής αντίληψης του υποκειμένου και της βούλησής του, που ανάγεται στον Καντ και οδηγεί στις διαφορετικές τοποθετήσεις του Ρίτσαρντ Χέαρ και του Σαρτρ.6

Ο κριτικός έλεγχος αυτών των προβληματικών σιωπηρών παραδοχών θα μας βοηθούσε ενδε χομένως να αποφύγουμε τα αδιέξοδα στα οποία φαίνεται να οδηγούνται και οι δύο πλευρές και να διαμορφώσουμε μια ικανοποιητικότερη σύλ ληψη των αναζητούμενων απαντήσεων. Ωστόσο, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι, πριν από κάθε άλλη επιμέρους τοποθέτηση, να εστιάσουμε την προσοχή μας στην άποψη των φιλοσόφων που υποστηρίζουν πως το ίδιο το ερώτημα για το νόημα της ζωής στερείται νοήματος και πως η σωστή λογική και σημασιολογική ανάλυση του μας δείχνει πως το πρόβλημα στο οποίο παραπέμπει είναι ένα ψευδοπρόβλημα που δεν επιδέχεται λύση αλλά διάλυση.


Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο κάπως διαφορετικές αν και παραπλήσιες τοποθετήσεις:


1. Φιλοσοφική αποφυγή/απόρριψη του προβλήματος – εύκολες λύσεις

Το νόημα της Ζωής - αυτογνωσια, ανθρωπότητα,κοινωνία
α) To ερώτημα για το νόημα της ζωής δεν έχει νόημα και δεν επιδέχεται φιλοσοφική ανάλυση Σύμφωνα με τη ριζική αντιμετώπιση των λογικών θετικιστών και των επιγόνων τους πρέπει να εγκαταλείψουμε τον φιλοσοφικό στοχασμό για το νόημα της ζωής. ∆εν πρόκειται για γνήσιοφιλοσο φικό πρόβλημα και γι’ αυτό θα ήταν ορθότερο να μιλάμε για διάλυση ή εξάλειψή του. Κατ’αυτούς το νόημα μιας πρότασης συνίσταται στη μέθοδο της επαλήθευσής της –εκτός και αν αναφερόμαστε σε προτάσεις της λογικής ή των μαθηματικών που βασίζονται σε τυπικούς ορισμούς– και, εφόσον δεν υπάρχει κάποια διαδικασία εμπειρικής επαλήθευσης, η πρόταση που μας απασχολεί πρέπει να θεωρηθεί ανόητη. Το ερώτημά μας φαίνεται να μπορεί να αναχθεί στο ερώτημα «Γιατί υπάρχουμε;», δηλαδή «ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας ως είδους ή ως ατόμων;». Όμως αν περιμένουμε κάποια απάντηση πέρα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι είμαστε τα προϊόντα της φυσικής εξέλιξης που συνδυάζει τύχη και αναγκαιότητα –κατά την έκφραση του γάλλου βιολόγου Ζακ Μονό–, είναι προφανές ότι θα απογοητευθούμε, εφόσον η απορία μας δεν επιδέχεται εμπειρική διακρίβωση, αλλά ούτε και αναγωγή σε μια λογική ταυτολογία. Στο ίδιο αδιέξοδο καταλήγουμε με όλα τα μεταφυσικά ψευδοπροβλήματα, όπως το κλασικό έσχατο ερώτημα που βασανίζει τους φιλοσόφους, τουλάχιστον από την εποχή του Λάιμπνιτς, και εκλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό μεταφυσικό πρόβλημα: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;».7

Όπως παρατηρεί ο Βιτγκενστάιν, στο έργο του Tractatus LogicοPhilosophicus, η δυνατότητα ενός νόμιμου ερωτήματος προϋποθέτει και τη δυνατότητα κάποιας απάντησης:
 Σε μια απάντηση που δεν μπορεί κανείς να την εκφράσει με λόγια, δεν μπορεί κανείς ούτε την ερώτηση να την εκφράσει με λόγια. Το αίνιγμα δεν υπάρχει. Αν γενικά μπορεί να τεθεί μια ερώτηση, τότε μπορεί να λάβει και απάντηση... Αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο εκεί όπου υπάρχει ερώτηση, ερώτηση μόνο εκεί που υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο εκεί όπου μπορεί να λέγεται κάτι.8
 Βέβαια, η σκέψη του Βιτγκενστάιν υποδεικνύει άλλη κατεύθυνση από εκείνη της θετικιστικής προσέγγισης την οποία ενέπνευσε. Το παράδοξο συμπέρασμά του που επιδέχεται και μυστική, θεολογική ερμηνεία, είναι πως το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τα γεγονότα αυτού του κόσμου. ∆εν μπορεί να ειπωθεί χωρίς να παραβιαστούν οι λογικοί κανόνες της γλώσσας, αλλά δείχνεται, ή καλύτερα, διαφαίνεται μέσα από την εκδήλωση της βούλησής μας, μέσα από τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε καθημερινά:

«...Τη λύση του προβλήματος της ζωής τη βλέπει κανείς στην εξαφάνιση του προβλήματος της ζωής...(Αυτός δεν είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι στους οποίους ύστερα από μακροχρόνιες αμφιβολίες έγινε φανερό το νόημα της ζωής δεν μπορούν να πουν σε τι συνίσταται αυτό το νόημα;).
 Χωρίς άλλο υπάρχει κάτι που δε λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται. Είναι το μυστικό στοιχείο».9

Βέβαια, η στάση αυτή δεν υποτιμά την κεφαλαιώδη σημασία των υπαρξιακών προβλημάτων, μόνο που αποκλείει τη διερεύνησή τους από τη φιλοσοφία και αναγνωρίζει τον μυστικό, άρρητο χαρακτήρα τους. Εδώ αναγκαστικά θα καταφύ γουμε στην πράξη, την καλλιτεχνική έκφραση ή και το θρησκευτικό βίωμα.
Σε κάθε περίπτωση, και για τους καθαρόαιμους θετικιστές, που εμφορούνται από επιστημονιστικές αντιλήψεις και αποστρέφονται την ιδέα του μυστικού στοιχείου, το γεγονός πως το ερώτημα του νοήματος της ζωής δεν προσφέρεται για κάποια γνωσιακή ή έστω ορθολογική έρευνα δεν συνεπάγεται ότι η υπαρξιακή αγωνία ή απελπισία δεν υφίσταται. Μόνο που κατ’αυτούς ταυτίζεται με μια μορφή ψυχικής κατάστασης συναισθηματικού χαρακτήρα, που συχνά ανα- δεικνύεται μέσα από τη λογοτεχνική και την καλλιτεχνική δημιουργία, και που οι παθολογικές της εκφάνσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ψυχολόγων ή των ψυχιάτρων.10

Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν συμφωνούμε με την υιοθέτηση της αρχής και των κριτηρίων επαληθευσιμότητας που επικαλούνται με δογματικό τρόπο τα μέλη της Σχολής της Βιέννης και αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα στενών και αυστηρών λογικογραμματικών κριτηρίων του νοήματος, είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε την κατανοησιμότητα και τον γνήσιο χαρακτήρα των μεταφυσικών προβλημάτων και κατά μείζονα λόγο και του ερωτήματος για το νόημα της αν θρώπινης ύπαρξης. Ό,τι και να λένε οι υπέρμαχοι της λογικής αυστηρότητας είμαστε πεπεισμένοι ότι η φιλοσοφική συζήτηση μπορεί εδώ να φωτίσει σε σημαντικό βαθμό, αν όχι και να απαντήσει ικανοποιητικά, το οριακό ερώτημά μας.

β) Tο ερώτημα μπορεί να επαναδιατυπωθεί έτσι ώστε η απάντησή του να είναι εύκολη και τελεσίδικη. Μια μετριοπαθέστερη εκδοχή της λογικογλωσ σικήςθεώρησης, που δεν παύει να υπαγορεύει μια ριζική αντιμετώπιση, δέχεται τη νομιμότητα του προβλήματος, αλλά υποστηρίζει πως η λύση του είναι πολύ ευκολότερη από ό,τι νομίζουμε. Ο Ρίτσαρντ Χέαρ, σε ένα άρθρο του περιγράφει την ιστορία ενός νεαρού φίλου του ο οποίος ένιωθε κατάθλιψη γιατί είχε διαβάσει το μυθιστόρημα Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ και νόμιζε πως είχε πειστεί ότι «τίποτα δεν έχει σημασία». Ο Χέαρ εξηγεί με ποιον τρόπο μπόρεσε να δείξει εύκολα στον υπαρξιακά απελπισμένο νέο ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι ψευδής, εάν δηλώνει πως είναι δυνατό να φανταστούμε την εκμηδένιση ή την εξάλειψη κάθε αξίας, εφόσον του θύμισε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν χωρίς να επιθυμούν κάποια πράγματα και να τους αποδίδουν αξία. Έτσι υποστηρίζει πως τον βοήθησε να φύγει από τη συνάντησή τους ήρεμος και αισιόδοξος.11


Κατά τον Χέαρ, oι αξίες μπορεί τελικά να εκφρά ζουν καθαρά υποκειμενικές προτιμήσεις, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη λειτουργικότητά τους μέσα στη ζωή μας και δεν οδηγεί στη σχετικοποίηση των βασικών ηθικών κανόνων.

∆εν μπορώ εδώ να επεκταθώ στην εξέταση της επιχειρηματολογίας του Χέαρ που δεν μου φαίνεται καθόλου πειστική. Θα ήθελα μόνο να επισημάνω ότι νομίζει πως μπορούμε να αναγά γουμε την έννοια της σημασίας –που απασχολούσε τον Καμύ και τον αναγνώστη του– στην ύπαρξη ενδιαφερόντων και επιθυμιών του κάθε ατόμου, επιθυμιών οι οποίες διατηρούνται συνήθως κατά φυσικό και ενστικτώδη τρόπο, εάν βέβαια το άτομο αυτό δεν πάσχει από κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια. ∆υστυχώς, είναι εύκολο να παρατη ρήσεικανείς ότι ο Χέαρ δεν καταλαβαίνει πως η ταχυδακτυλουργία της λογικής ανάλυσης του επιτρέπει να αποφύγει το πραγματικό πρόβλημα της δικαιολόγησης, της επιλογής και της στήριξης των αξιών μας από μια σκοπιά εξωτερική ως προς τις προτιμήσεις μας, έτσι ώστε να αναλαμβάνουμε ενεργητικά τη δέσμευση των πράξεών μας. Ο Χέαρ αναγνωρίζει βέβαια την ύπαρξη ανθρώπων σε παράδοξη κατάσταση ακηδίας ή κατάθλιψης, ανθρώπων που μπορεί να αποτύχει να συνε φέρει κανείς με θεωρητικά επιχειρήματα, αλλά δεν πιστεύει ότι σε αυτή την περίπτωση τίθεται φιλοσοφικό πρόβλημα.


Οι παραπάνω τοποθετήσεις μπορούν νομίζω να θεωρηθούν μάλλον απλοϊκές, αν όχι και αφελείς, και συχνά εκφράζουν κάποια λήψη του ζητουμένου. ∆εν θα έπρεπε ωστόσο να υποτιμήσουμε το ενδιαφέρον των λογικο γλωσσικών αναλύσεων για την καλύτερη διασάφηση του ερωτήματος για το νόημα της ζωής, στις οποίες και θα επανέλθουμε παρακάτω. Εκείνο που πάντως πρέπει να αποφύγουμε είναι οποιαδήποτε βιαστική προσπάθεια διάλυσης, ή εύκολης λύσης, που φαίνεται να αγνοεί το βάθος του προβλήματος. Η φιλοσοφία μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή λογικογλωσσική ανάλυση, ακόμη και αν πρέπει πράγματι να ξεκινάει κανείς με μια τέτοια ανάλυση.


2. Επανατοποθέτηση – αναζήτηση της κατάλληλης προσέγγισης του προβλήματος στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ηθικού προβληματισμού.

Μιλήσαμε παραπάνω για επιμέρους ερωτήματα όπως :


α) «έχει η ανθρώπινη ζωή κάποιο νόημα – και ποιο μπορεί να είναι αυτό;»
β) «έχει η δική μου ζωή κάποιο νόημα και ποιο μπορεί να είναι αυτό;».

Ας δούμε ειδικότερα διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας τους:
α) Για ποιον λόγο ζούμε, ή, καλύτερα, για ποιον λόγο να συνεχίσουμε να ζούμε; («λόγος» εδώ με την έννοια του σκοπού ή του τελικού αιτίου)
β) Τι είναι πραγματικά σημαντικό για μας;
) Τι κάνει τη ζωή μας να αξίζει;
δ) Ποιες είναι οι δραστηριότητες που μας επιτρέπουν να θεωρούμε πως τη ζωή αυτή αξίζει να τη ζούμε;
ε) Ποια είναι η αξία που μπορούμε να ανα γνωρίσουμε ή να αποδώσουμε εμείς οι ίδιοι στη ζωή μας (κάνοντας σχέδια για το μέλλον,
ή φέρνοντας στη μνήμη μας το παρελθόν και επιχειρώντας ένα είδος απολογισμού);
στ) Ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που ακυρώνουν, ματαιώνουν εξολοκλήρου ή απαξιώνουν τις προσπάθειές μας; (εδώ φέρνει κανείς στον νου του τον θάνατο, τον αβάσταχτο πόνο ή την ύπαρξη του Κακού μέσα στον κόσμο – που μπορεί να μας οδηγούν στην αίσθηση του παραλόγου ή της απουσίας νοήματος).

Bλέπουμε αμέσως ότι οι λόγοι που έχουμε για να πράξουμε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά γενικότερα και οι λόγοι για να ζούμε, και πιο συγκεκριμένα για να ζούμε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μας παραπέμπουν στη συζήτηση των αξιών στο μέτρο που οι αξίες συνιστούν ή παρέχουν τέτοιους λόγους. Θα μπορούσαμε βέβαια να αναρωτηθούμε αν η φιλοσοφία είναι στ’ αλήθεια ικανή να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε λόγους και αξίες που να μην αποτελούν ψευδαισθήσεις ή προϊόντα παραπλανητικής εκλογίκευσης της συμπεριφοράς μας. Έχει ειπωθεί ότι όταν φιλοσοφούμε δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να βρίσκουμε τους λανθασμένους λόγους για πράγματα που πιστεύουμε ενστικτωδώς. Ωστόσο, δεν χωρεί αμφιβολία πως το πρόβλημα του νοήματος της ζωής συνδέεται με το πρόβλημα της ύπαρξης και της υφής, της πραγμάτωσης και της κάρπωσης των αξιών. Αυτό υποδήλωνε ορθά –παρά τις αδυναμίες της– και η απλουστευτική θεώρηση του Χέαρ στην οποία ασκήσαμε κριτική παραπάνω. Πρόκειται λοιπόν για ένα πρόβλημα που αφορά σαφώς την ηθική φιλοσοφία με την ευρεία έννοια του όρου. Η μελέτη του είναι αναγκαία για κάθε απόπειρα εμπεριστατωμένης απάντησης στα ερωτήματά μας.
 Σύμφωνα με την κεντρική τοποθέτηση του άγγλου φιλοσόφου Ντέηβιντ Ουίγκινς –στο άρθρο του «Αλήθεια, Επινόηση και το Νόημα της ζωής»– οδηγούμαστε σε ένα πρόβλημα πολύ βαθύτερο από τα επείγοντα πρακτικά προβλήματα με τα οποία συνήθως ασχολείται η κανονιστική ηθική, π.χ «πώς θα έπρεπε να να πράξω στη μια ή στην άλλη συγκεκριμένη περίσταση;», που βέβαια δεν πρέπει να υποτιμηθούν και αυτά. Κατά τον Ουίγκινς, πολλοί από τους ηθικούς φιλοσόφους της εποχής του έδιναν προτεραιότητα στο ζήτημα της επιδίωξης της ευτυχίας –χωρίς πρώτα να έχουν αποσαφηνίσει τα ζητήματα του νοήματος και της αξίας– και κατέληγαν έτσι συχνά σε αδιέξοδο στις αναζητήσεις τους. Όμως για να αποσαφηνίσουμε αυτά τα ζητήματα χρειάζεται να εξετάσουμε αν μπορεί κατ’αρχήν να είναι αληθές, υπό κάποια αντικειμενική έννοια του όρου «αληθές», ότι αυτό ή εκείνο το πράγμα, αυτή η εκείνη η δραστηριότητα, έχουν αξία, και κατά συνέπεια αξίζουν να τους αφιερώσουμε το ενδιαφέρον και τις προσπάθειές μας.12



3. Η σκεπτικιστική και απαισιόδοξη στάση

Το νόημα της Ζωής - αυτογνωσια, ανθρωπότητα,κοινωνία
Ας αρχίσουμε με τη θέση που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σκεπτικιστική ή και απαισιόδοξη, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη όταν μιλήσαμε για τους υπαρξιστές.
«Τίποτα δεν έχει σημασία», «η ζωή δεν έχει κανένα νόημα», «είναι παράλογη», «είναι ένα μάταιο πάθος» κτλ. Πολλές φορές αυτή η άποψη περιγράφεται ως μηδενιστική, εφόσον το ερώτημα του νοήματος συνδέεται με το πρόβλημα των αξιών, και, αν υιοθετήσουμε τη μηδενιστική άποψη ότι δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική αξία, οδηγούμαστε εύκολα στο συμπέρασμα ότι και η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Όμως, η στενή εννοιολογική σχέση που επισημάναμε δεν ισοδυναμεί με μια άμεση και αναπόφευκτη λογική συνεπαγωγή. Πράγματι, όπως θα δούμε, μπορεί κανείς να μη δέχεται την ύπαρξη αντικειμενικών αξιών και όμως να μην αρνείται τη δυνατότητα επαρκούς υποκειμενικής νοηματοδότησης της ζωής· αντίθετα, μπορεί να εκφράζει σκεπτικισμό όσον αφορά αυτή τη δυνατότητα νοηματοδότησης, παρόλο που αναγνωρίζει την πραγματικότητα των αξιών. Ούτως ή άλλως, ο γνήσιος, ακραίος μηδενισμός, και σ’αυτό το σημείο ο Χέαρ είχε δίκιο, είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί με συνέπεια στο θεωρητικό και στο πρακτικό επίπεδο.13



Όπως και να έχει το πράγμα, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο σκεπτικισμός ή απαισιοδοξία παρά μηδενισμός για να χαρακτηρίσω την αμφισβήτηση της δυνατότητας να βρούμε ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα του νοήματος της ζωής. Ας σταθούμε σ’αυτό το σημείο σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις αυτής της σκεπτικιστικής στάσης, όπως διατυπώνεται από τον αμερικανό φιλόσοφο Τόμας Νέηγκελ.14

Αντί να αποδώσει το πρόβλημα της απουσίας νοήματος της ζωής στην ανυπαρξία ή στην κατάρρευση των αξιών, ο Nέηγκελ τονίζει το χάσμα ανάμεσα στην υποκειμενική και στην αντικειμενική σκοπιά θεώρησης του κόσμου και της ζωής μας, δηλαδή την ασυμβατότητα τρόπων θεώρησης που συνυπάρχουν ταυτόχρονα στον νου του ανθρώπινου υποκειμένου. Το γεγονός ότι μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας «απ’ έξω», και μάλιστα «από ψηλά», αιρόμενοι στο άκρο κάποιας ευρύτερης κοσμικής κλίμακας, ενώ είμαστε, την ίδια στιγμή, αφοσιωμένοι στα σχέδια και τις γήινες, κοπιώδεις φροντίδες μας, προκαλεί μια δυσάρεστη εσωτερική ένταση, ή σύγκρουση που μπορεί να βιώνουμε ως ίλιγγο ή ναυτία, ως ένα κωμικοτραγικό κράμα υποκειμενικής επιδίωξης υπαρξιακής σοβαρότητας και αντικειμενικής ασημαντότητας. Νομίζουμε εσφαλμένα ότι μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την ένταση, καταργώντας τη μια ή την άλλη θεώρηση, είτε βυθιζόμενοι εξολοκλήρου μέσα στις καθημερινές μας δραστηριότητες, και ξεχνώντας έτσι την εξωτερική σκοπιά, είτε καταφεύγοντας σε μια αποστασιοποίηση από κάθε προσωπικό στόχο και στρατευόμενοι σε αγώνες γενικότερης, αν όχι οικουμενικής εμβέλειας, συνήθως θρη σκευτικού, ηθικού ή πολιτικού προσανατολισμού. ∆υστυχώς, η εξάλειψη της έντασης δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και έχουμε πολλές φορές την αίσθηση της αποτυχίας του εγχειρήματος νοηματοδότησης του βίου μας.

Ώστε δεν είναι, όπως τείνουμε συχνά να πιστεύουμε, η προοπτική του θανάτου και της προσωπικής εκμηδένισης, ή η συνειδητοποίηση της περατότητας και της ενδεχομενικότητας της ύπαρξής μας –από μόνη της–, που αποτελούν την πηγή της υπαρξιακής μας αγωνίας και του βιώματος του παραλόγου. Όπως παρατηρούν πολλοί φιλόσοφοι που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές ή παραδόσεις από τον Μπέρναρντ Ουίλλιαμς μέχρι τον 
Μάρτιν Χάιντεγκερ, το φάσμα του θανάτου μπορεί να αποτελεί συνθήκη δυνατότητας νοηματοδότησης της ζωής μας και η αθανασία δεν είναι αναγκαστικά κάτι το επιθυμητό.15 Ο Νέηγκελ βέβαια, ο οποίος δεν συμμερίζεται αυτή την αρνητική αντιμετώπιση της επιδίωξης αθανασίας, ψέγει τους υπαρξιστές που προτείνουν μια μορφή μελοδραματικής εξέγερσης απέναντι στη μοίρα μας και εισηγείται μια μάλλον ψύχραιμη και ειρωνική αντιμετώπιση του εαυτού μας και της θέσης του μέσα στον κόσμο. Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει και πρέπει να συγκρατήσουμε εδώ είναι η διαπίστωσή του πως η αναζήτηση νοήματος δεν προσκρούει τόσο στον φόβο του θανάτου και στην εμπειρία της οδύνης και του κακού μέσα στον κόσμο, για την οποία θα χρειαζόταν να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο, ούτε στην απουσία αξιών, αλλά μάλλον στην ύπαρξη ασυμφιλίωτων θεωρήσεων των διαφορετικών αξιών στην πραγμάτωση των οποίων αποβλέπουμε.




4. Η θρησκευτική – υπερβατική λύση

∆εν μπορώ να επεκταθώ στην ανάλυση της πολύμορφης θρησκευτικής αντιμετώπισης του προβλήματος του νοήματος της ζωής. Είναι γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν πως μόνο η ύπαρξη ενός Υπέρτατου Όντος, δημιουργού του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής, και τελικά έσχατου φορέα ή και δημιουργού των θεμελιωδέστερων, πρωτογενών αξιών, θα μπορούσε να δώσει επαρκή απάντηση στο ερώτημα που μας βασανίζει. Σύμφωνα μάλιστα με τη χριστιανική αντίληψη ενός Προσωπικού Θεού, ο οποίος «αγάπη εστίν», η ανταπόκριση στα κελεύσματα της θείας βούλησης, αλλά κυρίως η αγαπητική σχέση κοινωνίας μαζί Του, υποδεικνύει τη λύση. ∆υστυχώς, η λύση αυτή είναι δύσκο λο να υιοθετηθεί σε μια εποχή προοδευτικής έκλειψης της θρησκευτικής πίστης, όπου μάλιστα αρκετοί μιλούν για απουσία ή και «θάνατο» του Θεού, ενώ το πανάρχαιο πρόβλημα του Κακού προβάλλει οξύτερο μετά το Άουσβιτς και κάθε νέο εγχείρημα θεοδικίας φαίνεται ελάχιστα πειστικό. Η θεολογική προσέγγιση μάλλον δεν λειτουργεί χωρίς κάποιο άλμα πίστης. Ωστόσο, μπορεί ίσως να γίνει γενικότερα αποδεκτό πως προϋπόθεση για τη σωστή απάντηση στο ερώτημα για το νόημα της ζωής είναι η αναγνώριση ενός άρρητου ορίζοντα ανάδυσης ή φανέρωσης αυτού του νοήματος και της αξιακής διάστασης που το στηρίζει τελικά και που θα λέγαμε ότι διακρίνεται από το στοιχείο του μυστηρίου.

Σκέψη, καρδιά και συναίσθημα - Αγάπη με όρους και όρια

Σκέψη, καρδιά και συναίσθημα - Αγάπη με όρους και όρια
  • Το συναίσθημα δημιουργείται από δύο ιογενείς φορείς. Ο ένας είναι ο γονιδιακός και ο άλλος ο εγκεφαλικός. (Ιπποκράτης).
Το υγρό στοιχείο εμπεριέχει και μεταφέρει πληροφορίες. Η επικοινωνία της καρδίας μετά του εγκεφάλου γίνεται μέσω της ροής του αίματος, μεταφέροντας έτσι και πληροφορίες από το γνωστικό πεδίο του εγκεφάλου προς την καρδία και από το γνωστικό πεδίο της καρδίας, που λέγεται γονιδιακό πεδίο, προς τον εγκέφαλο. Το γνωστικό πεδίο του εγκεφάλου το επεξεργάζεται η σκέψη παράγοντας λογικές. Το γονιδιακό πεδίο της καρδίας το επεξεργάζεται το αίσθημα και παράγει συναισθήματα. Οι πληροφορίες των πεδίων αυτών αλληλοεπηρεάζονται. Έτσι ενώ η διαταραχή που επιφέρουν τα συναισθήματα και οι λογικές στο υγρό στοιχείο του ανθρώπου θα έπρεπε να δημιουργεί ανισορροπία στην οντότητα, η σκέψη και το αίσθημα ρίχνουν στη ζυγαριά της ισορροπίας τη λογική και το συναίσθημα και προσπαθούν να τα ισορροπούν. Διότι ούτε η σκέψη ούτε το αίσθημα θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση. Μετά από μια τέτοια σύγκρουση θα αποκαλυπτόταν η νόηση η οποία εμπεριέχει την ισορροπία της συνείδησης της καρδίας με τη συνείδηση του πνεύματος. 


Η καρδία ελέγχει το αίσθημα και τα συναισθήματα βάσει της συνείδησης που διέπεται από τους νόμους του ευσυνειδήτου και ο εγκέφαλος ελέγχει τις σκέψεις και τις λογικές βάσει της νόησης που προέρχεται από τον νου και διέπεται από τη συνείδηση του πνεύματος. Αντί αυτού οι πληροφορίες στα γνωστικά πεδία επεξεργαζόμενες από τον εγκέφαλο μέσω της σκέψης και από την καρδία μέσω του αισθήματος, επιβαρύνονται με υποκειμενικές πληροφορίες, δηλαδή συναισθήματα και λογικές, οι οποίες αυξάνουν την πυκνότητα του αίματος. Τότε απαιτείται μεγαλύτερη ενέργεια για την μεταφορά αυτών των πληροφοριών από την καρδία στον εγκέφαλο ή από τον εγκέφαλο στην καρδία. 


Τα συναισθήματα και οι λογικές δικαιολογούν τα λάθη του αισθήματος και της σκέψης για να τους δώσουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να σκέφτονται και να αισθάνονται, ξεγελώντας έτσι και την καρδία και τον εγκέφαλο. Το λογικό συναίσθημα είναι αυτό που θέλει να καταπραΰνει την καρδία και η συναισθηματική λογική αυτή που θέλει να καταπραΰνει τον εγκέφαλο. Η λογική όμως δεν έχει συναίσθημα ούτε το συναίσθημα λογική, γι’ αυτό και δεν μπορεί το καθένα από αυτά να διοικήσει μόνο του την οντότητα.

Έτσι υπεύθυνη για τα συναισθήματα είναι πρώτα η σκέψη που συμπυκνώνει την πληροφορία και την κάνει ενέργεια προς την καρδία ή αποκωδικοποιεί την πληροφορία από την καρδία με βάση το γνωστικό πεδίο του εγκεφάλου. Δεύτερον υπεύθυνη είναι η καρδία, η οποία δεν αποκωδικοποιεί την πληροφορία από τον εγκέφαλο με το ευσυνείδητο της ψυχής, ούτε στέλνει πληροφορίες με βάση αυτό. Αμυνόμενη απέναντι στον εγκέφαλο εναποθέτει τις πληροφορίες που λαμβάνει στο ασυνείδητο της ψυχής και αρχίζει την γρήγορη ή αργή λειτουργία της για να δείξει στον εγκέφαλο ότι και αυτή έχει την δύναμη. Χωρίς την εισροή της πληροφορίας στο ασυνείδητο, δεν μπορεί να προκαλέσει αργή ή γρήγορη ροή.

Τα εκ του εγκεφάλου συναισθήματα που δημιουργούνται από τις σκέψεις, αφορούν τα υλικά και θεραπεύονται εύκολα με κάποιο άλλο αντίστοιχο υλικό. Π.χ. Αν χάσω ένα αγαπημένο μου αντικείμενο μεγάλης ‘συναισθηματικής αξίας’, θα στεναχωρηθώ. Όμως αν μου δώσει κάποιος ένα ομορφότερο ή πολυτιμότερο αντικείμενο από αυτό, εύκολα θα ξεχάσω την απώλειά του.

Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται από υλικά στοιχεία, γι’ αυτό και η επιρροή των γονιδίων είναι πολύ ισχυρή στο σώμα του. Η μοναδικότητα όμως του κάθε ανθρώπου ξεκινά από τη στιγμή που η ψυχή εισέρχεται στο σώμα του εμβρύου με την πρώτη του ανάσα. Έτσι παρά την γονιδιακή ομοιότητα δύο ανθρώπων, η προσωπικότητα κι ο χαρακτήρας τους, όπως λέμε, είναι διαφορετικά. Αυτό συμβαίνει διότι γίνεται διαφορετικός χειρισμός των ίδιων γονιδίων από το πνεύμα του καθενός, όπως υπάρχει και διαφοροποίηση της σχέσης της ψυχής του καθενός με την καρδία του. Αναλόγως με την ισχύ του πνεύματος υπάρχει και η ανάλογη φώτιση στα γονίδια στο σώμα και αναλόγως με το ψυχικό σθένος, εκφράζεται η συνείδηση της ψυχής μέσω της καρδίας. Λόγω λοιπόν του ότι ο εγκέφαλος των ανθρώπων έχει αποδειχτεί ισχυρότερος του πνεύματος, λόγω της υλικής του υπόστασης, έχει καταστήσει το πνεύμα αμέτοχο στη διαχείριση της δύναμης των γονιδίων. Έτσι η αύξηση της πίεσης της δύναμης αυτής στο σώμα δημιούργησε στον άνθρωπο την γονιδιακή ίωση. Από τότε ο άνθρωπος γεννιέται με την γονιδιακή ίωση στο αίμα του, γι’ αυτό και τα συναισθήματα ερεθίζουν την καρδία μέσω της συγγένειας εξ αίματος. 

Τα γονιδιακά συναισθήματα σχετίζονται με το σώμα και τις συγγένειες αυτού και δεν αντικαθιστούνται με κάποιο άλλο συναίσθημα. Π.χ. αν μου κόψουν το ένα χέρι και μου δώσουν χρήματα για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα, δεν μπορούν να μου αναπληρώσουν την απώλεια του χεριού μου. Το ίδιο κι όταν χάσω έναν δικό μου άνθρωπο. Δεν είναι μόνο η καρδία που πονά με το συναίσθημα, αλλά λέμε και ‘πονά η ψυχή μου’, αναγνωρίζοντας ότι ο πόνος του συναισθήματος πάει πιο βαθειά και μόνο από εκεί (ασυνείδητο) μπορεί να θεραπευθεί. 

Τα γονιδιακά συναισθήματα επηρεάζουν και τη σκέψη αλλά και τις πράξεις του εγκεφάλου. Έτσι όταν ακούσουμε ότι πέθανε ένα παιδί, μπορεί να μας δημιουργηθεί ένα προσωρινό στενάχωρο συναίσθημα, αλλά δεν επηρεάζει την καρδία μας τόσο όσο αν ήταν συγγενής μας. Π.χ. σκοτώνει κάποιος νέος έναν άλλο άνθρωπο. Στους συγγενείς του θύτη το γονιδιακό συναίσθημα απέναντι στο συγγενή τους που θα πάει φυλακή είναι ισχυρότερο από το εξ εγκεφάλου συναίσθημα ότι πέθανε κάποιος άνθρωπος. Στους συγγενείς του θύματος υπερισχύει το γονιδιακό συναίσθημα ότι χάθηκε ο άνθρωπός τους. Ακόμη κι αν αποδοθεί η δικαιοσύνη, ούτε των μεν ούτε των δε το γονιδιακό συναίσθημα θα αποκατασταθεί ή θα θεραπευθεί.

Τα γονιδιακά συναισθήματα που έχουμε απέναντι στους δικούς μας ανθρώπους τα φέρουμε σε όλη μας τη ζωή και καθορίζουν τον χαρακτήρα μας. Π.χ. αν η μητέρα μου κάνει μια συγκεκριμένη πράξη που με ενοχλεί και λόγω αυτής της πράξης την θεωρώ ανόητη, όποιον άλλο δω να κάνει αυτήν την πράξη, ακόμη και να μην τον ξέρω, θα τον θεωρήσω αυτόματα ανόητο. Το ίδιο και αν αγαπώ ένα χαρακτηριστικό της μητέρας μου και δω κάποιον άλλον να το έχει, αυτόματα τον συμπαθώ. Το μόνο γονιδιακό συναίσθημα που μπορεί να αλλοιωθεί είναι αυτό που δημιουργείται από τους θετούς γονείς στο παιδί. Το παιδί όσο δεν γνωρίζει τους βιολογικούς του γονείς δημιουργεί ένα εικονικό γονιδιακό συναίσθημα ως προς τους θετούς γονείς του. 

Όλες αυτές οι επιπτώσεις του γονιδιακού συναισθήματος μπορούν να τυφλώσουν έναν άνθρωπο και να τον βγάλουν από το δρόμο του. Μεγάλη δύναμη έχει το συναίσθημα σαν πυξίδα στη ζωή του ανθρώπου. Π.χ. ένας άντρας που έχει αδυναμία στη μητέρα του παντρεύεται με μια γυναίκα που αγαπά. Η γυναίκα του, μετά από καιρό, του αναφέρει ένα ελάττωμα της μητέρας του. Τσακωμός στο ζευγάρι. Ύστερα του αναφέρει και δεύτερο και τρίτο. Το ζευγάρι οδηγείται στον χωρισμό. Όταν η μάνα ταυτίσει το συναίσθημά της με την κόρη είναι δύο συναισθήματα μαζί. Όταν η μάνα ταυτίσει το συναίσθημα της με το γιο, είναι δύο συναισθήματα και λογική μαζί. Η λογική μπορεί να καλύψει το συναίσθημα το προερχόμενο από τον εγκέφαλο, αλλά δεν μπορεί να ισορροπήσει με το γονιδιακό. Αυτή που μπορεί να το ισορροπήσει είναι η λευκή λογική (νόηση).

Η Ζωή φέρει Φως και Ύδωρ από τον Δημιουργό της. Η αρμονικότητα αυτής έγκειται στο όργανο το οποίο φροντίζει την καθαρότητα του Φωτός και του Ύδατος. Τα γονίδια (DNA) του ανθρώπου φέρουν Φως και Ύδωρ. Επειδή το όργανο διαχείρισης της ζωής των ανθρώπων είναι ο εγκέφαλος και δεν έχει την γνώση να διαχειριστεί το Φως και το Ύδωρ, δημιουργεί ασθένειες στο σώμα, σωματοποιώντας τα συναισθήματα τα οποία αφαιρούν το Φως και το Ύδωρ από τα γονίδια. Μεταλλάσσει έτσι τα κύτταρα από φωσφορούχα σε σαρκοφάγα. Αυτό το οποίο πραγματικά είναι φτιαγμένο από τον Δημιουργό να διαχειρίζεται το DNA του ανθρώπου είναι το πνεύμα. Το πνεύμα έχει την γνώση του Φωτός και του Ύδατος και όταν είναι διαχειριστής μπορεί να θεραπεύσει κάθε ασθένεια, επαναφέροντας τα κύτταρα στην πρωτογενή τους κατάσταση με την αναπλήρωση του Φωτός και του Ύδατος. Αυτό μόνο μπορεί να θεραπεύσει τη γονιδιακή ίωση των ανθρώπων. Διότι η γονιδιακή σχέση των ανθρώπων δόθηκε εξ αρχής για εξέλιξη, ώστε να δημιουργηθούν κοινωνίες και να μην προσομοιάζουν οι άνθρωποι με τα ζώα, δηλαδή να μη λειτουργούν εξ ενστίκτου.

Ο Κύριος με τις αμαρτίες που πήρε, μας πήρε τα γονιδιακά και τα εκ του εγκεφάλου συναισθήματα και δίδαξε τον τρόπο να έχουμε καθαρά αισθήματα, θέλοντας να αποκαλύψει τη συνείδηση μας: «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ο Ίδιος το έκανε πράξη με το Έργο Του, το οποίο ξεκίνησε με την Βάπτιση Του, όπου μέσω του Αγιασμένου Ύδατος εισήλθε η Φώτιση στο Πνεύμα Αυτού.


  • Τα συναισθήματα είναι σαν νήματα. Αν κάποιος πιάσει την άκρη τους σε τραβάει εκεί που θέλει. (Αριστοτέλης 1-8-2008)

Η ‘θεραπεία’ των συναισθηματικών διαταραχών γίνεται σήμερα μέσω των ‘ψυχοφαρμάκων’. Αν δούμε την ανάλυση της λέξης ως το ‘φάρμακο της ψυχής’ είναι σαν να έχουμε ουσιαστικά αποδεχτεί ότι μόνο η δύναμη της ψυχής μπορεί να θεραπεύσει το συναίσθημα. Δίδονται ηρεμιστικά για να ηρεμίσουν τη σκέψη, διότι όσο αυτή λειτουργεί δε μπορεί να δώσει λύση. Μια άλλη διέξοδος για πολλούς νέους, ώστε να βγουν από το συναισθηματικό αδιέξοδο είναι να πάρουν ναρκωτικά. Το συναισθηματικό αδιέξοδο οδηγεί στο ναρκωτικό αδιέξοδο. Αυτά τα παιδιά, ενώ πιστεύουν πιο εύκολα στον Κύριο, χάνουν την πίστη τους προς τους ανθρώπους, βλέποντας να Τον σταυρώνουν καθημερινά οι πνευματικοί ηγέτες των ανθρώπων. Γι’ αυτό και τα παιδιά αυτά θεωρούν ότι είναι μόνα τους και ότι κανείς δεν τα αγαπά. Η άλλη ζωή που προσπαθούν να βρουν μέσα από τις ουσίες μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν βρουν την Αγάπη μέσα τους.

Νίκος Λυγερός: Η τάξη της κοινωνίας ...

Νίκος Λυγερός - Η τάξη της κοινωνίας | ανθρωπότητα, ευτυχία, κοινωνία, Νίκος Λυγερός
Η τάξη της κοινωνίας δεν θέλει ανθρώπινα στοιχεία. Τα βρίσκει επαναστατικά. Ως μόδα, η κοινωνία ασχολείται με τον χρόνο μόνο για να δει πόσο θα τον αντέξει. Έχει ανατρέψει ακόμα και τη βιολογία για να αποφύγει τις ενοχλήσεις που προκαλούν οι μικροί άνθρωποι, δηλαδή τα παιδιά, και οι μεγάλοι άνθρωποι, δηλαδή οι γέροι. Η κοινωνία είναι η βάση των ειδικών. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα παιδιά μένουν όλο και περισσότερο με τους ειδικούς και οι γέροι πηγαίνουν όλο και πιο γρήγορα στους ειδικούς. Εξαιτίας της αποτελεσματικότητας του χώρου εργασίας, οι γονείς δουλεύουν για τα παιδιά τους δίχως να τα βλέπουν, και ασχολούνται με τους γέρους για να μην τους βλέπουν. Σε μία ευτυχισμένη κοινωνία, η ευκολία πρέπει να κυριαρχεί. Τίποτα δεν πρέπει να ενοχλεί το κοινωνικό ον, και ειδικά η ανθρωπιά. Κατά συνέπεια, αυτή δεν υπάρχει στην τάξη της κοινωνίας. Ακόμα και ως γνωστικό αντικείμενο, η ανθρωπιά δεν ενδιαφέρει την κοινωνία παρά μόνο για να την καταπολεμήσει. Η τάξη της κοινωνίας λειτουργεί με τις βάσεις του απόλυτου συμπεριφορισμού. Τίποτα δεν της ξεφεύγει για να μην υπάρξει η δημιουργικότητα της νοημοσύνης. Όλη η ύπαρξή της έχει έναν και μόνο σκοπό: τη διατήρησή της. Για την κοινωνία, τα παιδιά και οι γέροι δεν πρέπει να έχουν προσωπικότητες. Πρέπει να είναι μόνο και μόνο παιδιά και γέροι. Κατά συνέπεια, η κοινωνία ψάχνει μόνο θεσμικές λύσεις έτσι ώστε να μην αναδειχθεί κανένα ανθρώπινο στοιχείο. Εξετάζει τα παιδιά και τους γέρους μόνο με ιατρικό τρόπο. Όλα είναι θέμα διάγνωσης. Εν δυνάμει, τα παιδιά και οι γέροι είναι άρρωστοι. Είναι άρρωστα κοινωνικά όντα. Τα πρώτα δεν πιστεύουν σε αυτό που δεν γνωρίζουν και οι δεύτεροι δεν πιστεύουν πια σε αυτό που γνωρίζουν για την κοινωνία. Η κοινωνία για λόγους τάξης, δεν εξετάζει τα προβλήματα, θέλει μόνο λύσεις. Η λύση είναι το παν. Το πρόβλημα δεν είναι τίποτα. Επομένως, είναι φυσιολογικό να έχει βιοηθικά προβλήματα. Δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί με τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, ούτε με τα προικισμένα, όπως και δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί με τους γέρους που έχουν προβλήματα.

Όλες αυτές οι περιπτώσεις δεν έχουν προβλήματα για την κοινωνία, είναι προβλήματα. Όμως η κοινωνία που ζει μόνο μέσα στην ευκολία δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί με αυτά. Επομένως, θεωρεί ότι δεν υπάρχουν. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζει την ευτυχία του κανονικού όντος. Σιγά-σιγά το κοινωνικό ον μετατρέπεται σε κανονικό ον και αργότερα σε δογματικό ον. Τα παιδιά και οι γέροι είναι λάθη της κοινωνίας. Είναι επιθέσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος εναντίον του παρόντος. Κι όπως η κοινωνία είναι η κυριαρχία του παρόντος, αντιμετωπίζει αυτά τα όντα με εχθρικό τρόπο. Η ίδια τους η ύπαρξη είναι μια αμφισβήτηση του συστήματος. Η κοινωνία δεν αντέχει τους δασκάλους και τους μαθητές γι’ αυτόν τον λόγο. Φοβάται το σύνδρομο του Σωκράτη. Θέλει μόνο καθηγητές και φοιτητές διότι δεν έχουν αξία δίχως τα θεσμικά όργανα της κοινωνίας. Όμως οι άνθρωποι υπάρχουν!

Νίκος Λυγερός: Το πνεύμα του Κολοκοτρώνη ... Η ανάγκη της θυσίας

Το πνεύμα του Κολοκοτρώνη - Φιλικη Εταιρία - Ελλάδα - Η ανάγκη της θυσίας [Νίκος Λυγερός]
Αν νιώθεις ότι ζεις μέσα σε μία φυλακή, ενώ κατοικείς στην πατρίδα σου, τότε σκέψου το πνεύμα του Κολοκοτρώνη και ετοιμάσου να δράσεις. Κι αν δεν γνωρίζεις καλά την συμβολή της Φιλικής Εταιρείας, θυμίσου ότι οι εχθροί μας την ονόμαζαν μυστική, καθώς το απέδειξαν οι μεταφράσεις του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή, που είχε πρόσβαση στο μυστικοφύλακα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν ακούς πολλούς να μιλούν, μην ξεχάσεις ποτέ ότι λίγοι δρουν. Κι αν μας βρίζουν οι εχθροί μας λέγοντας μας ότι είμαστε λίγοι, θα τους αποδείξουμε ότι είμαστε σπάνιοι. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε καταπατήσει, όποιος κι αν είναι. Κανείς δεν μπορεί να σου απαγορεύσει να ζεις στην πατρίδα σου ελεύθερος, δίχως να υποστεί κόστος. Ό,τι και να πουν είμαστε ένας λαός με αξίες κι όχι ένα κράτος με αρχές. Ό,τι και να έζησες, σημασία έχει πώς θα πεθάνεις. Γι’ αυτό μην κοιτάς αποκλειστικά τα οικονομικά για να καταλάβεις την κατάσταση. Το παίγνιο δεν είναι αστείο, το παίγνιο δεν είναι απλό. Αν βρίσκεις το χειμώνα πολύ λευκό, κράτα στο νου το καλοκαίρι. Αν βρίσκεις βαριά την ημισέληνο, κράτα στο χέρι σου τον ήλιο της δικαιοσύνης. Μην τρέχεις σαν τους ραγιάδες, πολέμα ως Έλληνας τους εχθρούς του ελληνισμού, δίχως να κάνεις διακρίσεις. Κι αν μερικοί έχουν βλέψεις όσον αφορά στη γενοκτονία, τότε θυμίσου ότι δεν γεννήθηκες θύμα και ότι μπορείς ν’ αντισταθείς σε αυτούς που πιστεύουν ότι θα είναι άτρωτοι, ενώ χρησιμοποιούν την πειθώ, για να μην δώσουν μάχη.

Μην κοιτάς μόνο και μόνο τις μάχες, δες και τον πόλεμο σε ευρύτερο επίπεδο. Αν τα λόγια των πολιτικών σε κουράζουν και σε μπερδεύουν πάρε ένα βιβλίο ιστορίας, διότι μόνο αυτό θα ενισχύσει την αντίστασή σου. Μην υποκύψεις στις πιέσεις ακόμα και αν δεν βλέπεις λύση στα οικονομικά σου. Ετοιμάζουμε τη λύση την οικονομική μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού γύρω από το θέμα της ΑΟΖ. Πρέπει ν’ αντέξεις ακόμα τα λόγια που σε πληγώνουν, διότι είναι με τις σκέψεις που θα κατασκευάσεις κάτι για τους άλλους, για εμάς. Μπορεί ο αγώνας να είναι δύσκολος, αλλά αυτό μας δίνει την αξία μας, την επαναστατική μας δράση. Αν σε συνοδεύει το πνεύμα του Κολοκοτρώνη δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, διότι ξέρεις από μάχες. Απλώς δώσε περισσότερη σημασία στην έννοια της πολιορκίας, αν θες πράγματι να συμβάλεις κι εσύ στο μέλλον της πατρίδας μας. Βλέπεις υπάρχουν επιλογές. Μπορείς να μείνεις απαθής ή να γίνεις δυναμικός, ανάλογα με το τι επιδιώκεις. Μην περιμένεις από όλους τους πολίτες να είναι αγωνιστές και από όλους τους αγωνιστές να είναι όλοι ήρωες. Εδώ και αιώνες ξεπερνούμε χειρότερα προβλήματα, κατοχές και πολέμους, δεν είναι μια κρίση που θα μας βάλει κάτω. Το ηθικό σου μην αφήσεις στους άλλους. Κράτα γερά τις αξίες για να προσπεράσεις τις αρχές, διότι έχεις μόνο μια πατρίδα. Κι όσο για τους εχθρούς της, κράτα τους την πρέπουσα θέση και καμιά άλλη στον τόπο μας. Άσε λοιπόν το πνεύμα του Κολοκοτρώνη να σε πλημμυρίσει για να δεις επιτέλους τη στρατηγική της ανάπτυξης και της ανθεκτικότητας.



Η ανάγκη της θυσίας

Μην ευχαριστείς το δάσκαλο
για την ανάγκη της θυσίας
γιατί δεν υπάρχει παρά γι' αυτή
γιατί δεν μπορεί να κάνει παρά αυτή
και μετά κατά βάθος παρά
την αβάσταχτη σκληρότητα
αυτής της αποστολής
αυτού του οράματος
σκέψου
πράγματι
ότι μόνο
τα τέρατα
σαν αυτόν
μπορούν να πετύχουν
αυτό το απαιτητικό κατόρθωμα
έτσι, αγωνίσου δίπλα του
αυτό θα είναι καλύτερο από τα ευχαριστώ.

Ο Νίκος Λυγερός στο Terra Incognita (23/2/2012)

Νίκος Λυγερός - Συζήτηση εφ 'ολης της ύλης: Ελλάδα, πολιτική, στρατηγική και οικονομική κρίση.jpg
Ο Νίκος Λυγερός στο Terra Incognita στις 23/02/2012. Συζήτηση εφ 'ολης της ύλης: Ελλάδα, πολιτική, στρατηγική και οικονομική κρίση













Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Σοφία στην Παιδεία

Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Σοφία στην Παιδεία
<<Έχουμε την τάση να κάνουμε μια αντιπαράθεση της Εκπαίδευσης με την Παιδεία και είναι λογικό, το εξήγησαν πολύ σωστά και προηγουμένως. Έγώ θα λειτουργήσω μόνο στο πλαίσιο της Παιδείας, δηλαδή θα κάνω κάτι ανορθόδοξο, με την έννοια ότι θα υποθέσω πως η Εκπαίδευση δεν υπάρχει. Αυτά τα 40 λεπτά θα ασχοληθούμε μόνο με την Παιδεία. Κατά συνέπεια, μάλλον θα χρησιμοποιήσω έννοιες που δεν είναι και τόσο συμβατικές στο χώρο της Εκπαίδευσης. Εδώ λοιπόν, θα βασίσω την ιδέα της Νοημοσύνης, της Σοφίας, θα κάνω μια αντιπαράθεση, γιατί έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι η νοημοσύνη έχει ως σκοπό τη σοφία. Άρα, για να μιλήσω και από άλλους χώρους - αφορά ένα θεατρικό που έχουμε γράψει - αν χρησιμοποιήσω το ζευγάρι Προμηθέας και Αθηνά, θα πω ότι η Αθηνά είναι αυτή που τα ξέρει όλα κι ο Προμηθέας είναι αυτός που τα μαθαίνει όλα. Θα μπορούσαμε να πούμε, ακόμα κι αν αναλύσουμε τον μύθο, ότι υπάρχει, βέβαια, μια αντιπαράθεση, αλλά δεν θεωρώ ότι υπάρχει μία σύγκλιση. Ενώ συμβατικά θεωρούμε ότι υπάρχει μία σύγκλιση και αυτό μας προβληματίζει και σε άλλους τομείς, που αφορούν και θέματα και στρατηγικής και πολέμου και ειρήνης. Η σοφία, αν θέλετε να το κοιτάξουμε και κάπως διαφορετικά, θα έλεγα ότι είναι η βιβλιοθήκη και η νοημοσύνη είναι ο αναγνώστης. Αλλά όχι οποιοσδήποτε αναγνώστης· θα μπορούσα να πω ακόμα και ο βιβλιοθηκάριος, στην πραγματικότητα. Τι εννοώ μ’ αυτό: Εννοώ ότι το ένα είναι στατικό, διότι έχει φτάσει στην τελειότητα δηλαδή, ότι στην πραγματικότητα η οντολογία της δεν έχει πια τελεολογία, διότι είναι τέλεια εκ φύσεως, άρα δεν έχει ανάγκη να εξελιχθεί. Ενώ η νοημοσύνη, για να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την αναλογία, έρχεται σε αντιπαράθεση. Με ποια έννοια: η σοφία είναι η διαχείριση των γνώσεων και πατάει πάνω στην ιδέα της γνώσης. Η νοημοσύνη είναι η διαχείριση των μη-γνώσεων. Ας κάνουμε το παίγνιο λίγο πιο μαθηματικό. Όταν έχετε σπάσει τον κώδικα ενός παιγνίου και ξέρετε από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχει ένας αλγόριθμος, ο οποίος θα σας δώσει τη νίκη, όποια κι αν είναι η κίνηση του άλλου -άρα είμαστε σε φάση κυριαρχίας - αυτό σημαίνει ότι στην ουσία δεν υπάρχει πια παίγνιο. Το παίγνιο υπάρχει και έχει μια έννοια γνωστική όσο δεν μπορούμε να το λύσουμε, όπως λέμε εμείς στην πληροφορική. Δηλαδή, υπάρχουν μερικά παίγνια που ξέρουμε να λύσουμε, ξέρουμε όλες τις δυνατές κινήσεις και ξέρουμε ποιο κλαδί θα χρησιμοποιήσουμε από το δένδρο αποφάσεων, και υπάρχουν άλλα που δεν ξέρουμε να λύσουμε. Άρα, η νοημοσύνη θα είναι η διαχείριση της θεωρίας αποφάσεων, όταν δεν έχουμε την πλήρη γνώση. Πολύ συχνά έχουμε την εντύπωση ότι η γνώση αποκτάται σταδιακά και ο στόχος μας είναι να μεγαλώσουμε τη γνώση μας, ξεπερνώντας αυτά τα στάδια και τα εμπόδια. Θα ήθελα να μιλήσω για μια κατηγορία προβλημάτων που χρησιμοποιούμε πολύ εμείς στα μαθηματικά, τα οποία είναι τα προβλήματα που έχουν μια απλή εκφώνηση και όταν βλέπουμε τη λύση, βλέπουμε ότι είναι απλή, αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να μας βοηθάει στο ενδιάμεσο. Σας δίνω ένα πολύ απλό παράδειγμα: Έστω ένας κύκλος· δεν σας δίνω όμως το κέντρο, όπως συνηθίζουμε, δηλαδή να σας πω «πάρτε έναν διαβήτη» ή «πάρτε ένα κέντρο, δημιουργήστε μια ακτίνα και κάντε έναν κύκλο», που όλοι ξέρουμε. Τώρα σας δίνω μόνο τον κύκλο - στην πληροφορική, συχνά, λέμε ότι είναι ένδειξη του Θεού. Εδώ θέλω να δείξω ότι ακόμα και με ένδειξη του Θεού δεν σας βοηθάει. Δηλαδή, τώρα ο Θεός σας έχει δώσει τον κύκλο και σας λέει «μόνο με διαβήτη βρες το κέντρο». Όταν θα δείτε την κατασκευή, θα δείτε ότι «βέβαια εδώ είναι το κέντρο». Εφόσον σας δείξουν την κατασκευή· αλλά αν δεν σας τη δείξουν, έχετε μια πολύ απλή εκφώνηση, μια πολύ απλή λύση, όμως δεν έχετε τίποτε στο ενδιάμεσο.

Εδώ είναι που παίζει η νοημοσύνη. Δηλαδή, το να νομίζουμε ότι όταν έχουμε ένα πρόβλημα που έχει μια πολύ απλή εκφώνηση, έχει αναγκαστικά μια απλή λύση, μπορεί να υπάρχει ως δυνατότητα. Ότι, όμως, έχει αναγκαστικά μια εύκολη επίλυση, είναι άλλο πρόβλημα. Άρα, όταν η επίλυση δεν είναι εύκολη, ενώ η εκφώνηση είναι εύκολη έχετε ένα πρόβλημα στη διαχείριση των εννοιών νοημοσύνης και σοφίας. Ο σοφός, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, θα σας έλεγε ότι υπάρχει λύση, διότι υπάρχει το θεώρημα του Mohr-Mascheroni το 1677, το οποίο σας λέει πως οτιδήποτε κατασκευάζεται με χάρακα και διαβήτη, κατασκευάζεται και με διαβήτη μόνον. Τώρα το πρόβλημά σας μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα, εκτός κι αν είστε μαθηματικός, είναι ότι έχετε την πληροφορία, αλλά δεν έχετε καμία ένδειξη για το πώς να λύσετε το πρόβλημα. Το χειρότερο, βέβαια, είναι πως ξέρετε ότι επιπλέον λύνεται· δηλαδή, δεν έχετε καν την ελπίδα ότι δεν λύνεται. Γιατί, μια που αναφέρθηκα στον Προμηθέα, να θυμάστε πάντα όταν μας μιλάνε για ελπίδες ότι, το δώρο που είχε η Πανδώρα εμπεριείχε και την ελπίδα, αλλά αυτό που χαρακτηρίζουμε ως νοημοσύνη του Προμηθέα είναι ότι κατάφερε να μην πάρει το δώρο, ενώ το πήρε ο Επιμηθέας και βλέπετε σε ποια κατάσταση μάς οδήγησε.

Η νοημοσύνη είναι μια διαχείριση γνώσεων, οι οποίες δεν αποτελούν πλήρη γνώση. Αυτό σημαίνει πως αυτό το ασυμμετρικό δίπολο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο ασυμμετρικό ζεύγος δάσκαλος-μαθητής. Πρόσεξτε, είπα ότι υποθέτω - τουλάχιστον για τη διάρκεια της διάλεξης - πως δεν υπάρχει εκπαίδευση, άρα δεν έχω αυτά τα προβλήματα, άρα θα μιλήσω για δάσκαλο και μαθητή και ποτέ για δάσκαλο και μαθητές και ακόμα λιγότερο για καθηγητές-φοιτητές - υπάρχουν ειδικοί για το θέμα, εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτό. Άρα στο ζεύγος δάσκαλος-μαθητής, σ’ αυτό το ασυμμετρικό δίπολο, υπάρχει μια τάση, ένα δυναμικό πλαίσιο. Δηλαδή, η ιδέα είναι ότι μαθητής χωρίς δάσκαλο δεν υπάρχει. Δάσκαλος χωρίς μαθητή υπάρχει, αλλά είναι άχρηστος. Βλέπετε ότι αυτή διαφορά σημαίνει πως ο ένας έχει ένα πρόβλημα οντολογίας, δηλαδή δεν υπάρχει καν, ενώ ο άλλος έχει ένα πρόβλημα τελεολογίας. Δηλαδή, έχει κάποιον σκοπό ή απλώς υπάρχει; Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση των γνώσεων, όπως θα παίξουμε και στη θεωρία παιγνίων, έχουμε δύο παίχτες που δεν έχουν τα ίδια δεδομένα. Παίζουν εναλλακτικά. Ξέρετε ότι στη θεωρία παιγνίων μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον φορμαλισμό της θεωρίας του Nash για ένα παίγνιο που δεν είναι μηδενικού αθροίσματος. Παίρνω ένα μη-μηδενικό άθροισμα, γιατί συνήθως αυτοί που κάνουν κριτική του ζεύγους καθηγητής-φοιτητές ή δάσκαλος-μαθητής και μας λένε ότι πρέπει να υπάρχει μια μαθητοκεντρική προσέγγιση, στην πραγματικότητα κατηγορούν το σύστημα όταν λένε πως είναι σαν να είναι ο δάσκαλος που τα ξέρει όλα, ο μαθητής δεν ξέρει τίποτε και γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει ένα παίγνιο το οποίο είναι μηδενικού αθροίσματος. Δηλαδή, στο τέλος της ημέρας η γνώση θα πρέπει να έχει μεταφερθεί, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί είναι μη μηδενικού αθροίσματος, - ο πρώτος ομιλητής το είπε κιόλας - υπάρχει κάποιο φως μεταξύ των δύο που δημιουργείται και το συντηρούν και οι δύο. Αυτό το φως πιο τεχνικά, εμείς στη θεωρία παιγνίων, λέμε ότι είναι ισορροπία και ξέρετε ότι υπάρχει μια ισορροπία Nash, ακόμη κι αν το ζεύγος δεν είναι συνεργάσιμο, αλλά ξέρετε επιπλέον, κι αυτό είναι το πολύ πιο σημαντικό για μένα, ότι υπάρχει και μια ισορροπία Pareto όταν είναι συνεργάσιμο. Η ισορροπία Nash τι σας λέει στην ουσία: σας λέει πώς πρέπει να σκεφτείτε όταν δεν ξέρετε τίποτε. Ξέρετε, δεν υπάρχουν πολλοί τομείς στη γνώση που να μπορούν να σας πουν τι να κάνετε όταν δεν ξέρετε τίποτε. Γιατί συνήθως όταν δεν ξέρετε τίποτε, σας λένε «μάθε κάτι». Εμείς στα μαθηματικά ζούμε στον χώρο της ήττας. Δηλαδή, κάθε μέρα προσπαθούμε να αποδείξουμε ένα θεώρημα, να βρούμε κάτι, δεν λειτουργούμε ποτέ, δεν είμαστε στο ίδιο επίπεδο· κάπου-κάπου μας συμβαίνει. Θεωρώ πως είμαστε στο ανάλογο με τον Picasso που λέει «όταν δημιουργούμε στην τέχνη, μιμούμαστε, μιμούμαστε, μιμούμαστε και, κατά κάποιον τρόπο, κάποια φορά κάνουμε ένα λάθος και δημιουργούμε». Κι εμείς το ίδιο κάνουμε στα μαθηματικά, ήττα, ήττα, ήττα, συνεχώς και κάποια φορά κάνουμε ένα λάθος και βρίσκουμε το θεώρημα, ακόμη και μέσα στην ήττα. Δηλαδή, τα μαθηματικά είναι ένας χώρος όπου δεν μας ενοχλεί το να μην έχουμε επιτυχία. Καθώς δεν μας ενοχλεί να μην έχουμε επιτυχία, δεν έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε στην τύχη. Βρισκόμαστε στον χώρο της ανάγκης. Υπάρχει κάποια ανάγκη, διαχειριζόμαστε ανάγκες και προσπαθούμε να βρούμε τα προβλήματά μας, άρα ασχολούμαστε - το άκουσα και προηγουμένως και ήταν πολύ σωστό - με τα προβλήματα και δεν ασχολούμαστε με τις λύσεις. Συχνά, - το λέω και σε μαθήματα στρατηγικής - όταν ακούω ανθρώπους να μου μιλάνε για τη λύση και δεν μου μίλησαν ποτέ για το πρόβλημα, ξέρω ότι θα μου δημιουργήσουν προβλήματα. Διότι, συνήθως, θα με ρωτήσουν αν συμφωνώ ή όχι και μετά επιπλέον θα μου πουν ότι είναι και η τελευταία μου ευκαιρία, ενώ δεν έχω ακόμη την εκφώνηση του προβλήματος. Ενώ όταν ακούω κάποιον που μου μιλάει συνεχώς για προβλήματα, λέω πως αυτός, ακόμη και κατά λάθος, μπορεί να βρει και τη λύση. Άρα αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το δίπολο, ο δάσκαλος και ο μαθητής λειτουργούν σ’ ένα παίγνιο όπου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει στην αρχή συνεργασία, δηλαδή δεν γνωρίζονται, θα υπάρξει τουλάχιστον μια ισορροπία Nash στη διαχείριση.

Πώς μπορεί αυτή η ισορροπία Nash να μετατραπεί σε μια ισορροπία Pareto, η οποία είναι πιο ισχυρή και υπάρχει μόνο σε πλαίσιο συνεργασίας; Αυτό το επιτυγχάνουμε μόνο με το χάσιμο χρόνου. Δηλαδή, η κοινωνία έχει την εντύπωση - και πολύ σωστά το λέει, εφόσον είναι η κοινωνία της λήθης - ότι αν χάσεις χρόνο, χάνεις τον στόχο σου. Στον χώρο της παιδείας, φανταστείτε τώρα: ας πούμε ότι ο μαθητής δεν ξέρει τίποτε, ας πούμε ότι κι ο δάσκαλος δεν ξέρει τίποτε. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο δεύτερος το ξέρει κι εδώ είναι και η μόνη διαφορά. Γιατί προσέξτε, στο «οίδα ότι ουδέν οίδα» κάτι πολύ σημαντικό είναι πως τα δύο «οίδα» δεν είναι ίδια. Δηλαδή, αν τα κοιτάξετε μόνο ως προς το συντακτικό, λέτε πως είναι το ίδιο, αλλά δεν είναι το ίδιο. Είναι ακριβώς το πρόβλημα που μαθηματικά έχουμε με τα μαθηματικά. Έχουμε ένα προβολικό σύστημα, το οποίο εξετάζει την ίδια του την έννοια. Για να σας το πω διαφορετικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει η νοημοσύνη, υπάρχει η σκέψη, η σκέψη πάνω στη σκέψη είναι η συνείδηση. Άρα, προσέξτε, θα μπορείτε μετά να με ρωτήσετε αν υπάρχει συνείδηση της συνείδησης. Δεν έχω πρόβλημα, είναι προβολικό, άρα θεωρώ ότι είναι πάλι συνείδηση. Αυτό δεν μας επηρεάζει και δεν μας ενοχλεί. Η ιδέα, λοιπόν, είναι ότι αν θεωρήσουμε ότι έχουμε ένα ζεύγος το οποίο αποτελείται από έναν που δεν ξέρει και από έναν άλλον που ξέρει ότι δεν ξέρει, αναρωτιόμαστε τι κάνουμε. Είναι ένα ερώτημα. Γι’ αυτό κατηγορούσαν τον Σωκράτη ότι έλεγε πάντοτε τα ίδια και ο Σωκράτης απαντούσε πάντα «όχι μόνο λέω τα ίδια, αλλά τα λέω και με τον ίδιο τρόπο». Και είναι λογικό αν το σκεφτείτε, εφόσον βρισκόσαστε στο πλαίσιο της άγνοιας. Αλλά της άγνοιας και της συνειδητής άγνοιας. Η συνείδηση της άγνοιας δεν είναι πλήρης άγνοια. Είναι ήδη ένα βήμα.

Αυτή η διαφορά, θα σας επιτρέψει στην ουσία να λειτουργήσετε σε μια ισορροπία Nash, εφόσον δεν έχετε τίποτε σαν αντικείμενο. Η ισορροπία Nash, επαναλαμβάνω όπως ο Σωκράτης, σας επιτρέπει να κάνετε κάτι όταν δεν ξέρετε τι να κάνετε. Είναι το ανάλογο που έχουμε και στις θεωρίες του τύπου Ramsey, που λένε «δεν ξέρω τι θα κάνω μ’ όλες αυτές τις επιλογές, αλλά ξέρω ότι μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, που μπορεί να ερμηνεύεται ως ένας χώρος αταξίας, υπάρχει και ένα υποκείμενο που έχει μία τάξη». Το μέγεθος αυτής της τάξης εξαρτάται, βέβαια, από το πλαίσιο συνεργασίας. Όταν δεν υπάρχει καθόλου, έχουμε ακριβώς την εφαρμογή του θεωρήματος του Ramsey ή το ανάλογο στη θεωρία παιγνίων του θεωρήματος του Nash και τίποτ’ άλλο. Αλλά αν παίξουμε με πλαίσιο συνεργασίας, μπορούμε να ανεβάσουμε το επίπεδο γνώσης, δηλαδή το γνωστικό αντικείμενο αυτής της μετάβασης, σε μία ισορροπία Pareto. Αυτό το καταλαβαίνουμε, θα σας δώσω ένα παράδειγμα, όταν χρησιμοποιούμε εναλλάξ το παίγνιο: Όλοι σας έχετε παίξει το παίγνιο ‘ψαλίδι-πέτρα-φύλλο’. Αν αυτό το παίγνιο το παίζαμε εναλλάξ, εγώ κάνω τη μία κίνηση και σου πω «τώρα παίξε», εσύ θα κάνεις αυτήν, τότε εγώ θα κάνω αυτήν. Μ’ αυτό εννοώ ότι το παίγνιο είναι στατικό, όταν η απάντηση των δύο είναι ταυτόχρονη και είναι δίκαιο. Πώς αποδεικνύουμε ότι είναι δίκαιο; Το μετατρέπουμε σε δυναμικό και παράγουμε έναν κύκλο. Αν θέσω τέσσερεις επιλογές, δεν είναι πια δίκαιο, παρόλο που έχετε παίξει κι εσείς με ‘μολύβι’ ή με ‘πηγάδι’, αλλά σας έχουν εξαπατήσει κάθε φορά που το παίξατε, γιατί είναι δύο επιλογές που είναι πιο ισχυρές από τις άλλες δύο. Αν θέσετε 5 επιλογές, τότε είναι ξανά δίκαιο. Προσέξτε τώρα, η μετατροπή ενός στατικού παιγνίου που παίζεται ταυτόχρονα, σε δυναμικό, γίνεται από την εισχώρηση του χρόνου. Όταν χάνω χρόνο για να καταλάβω πώς λειτουργεί, το μετατρέπω σε γνωστική επένδυση. Άρα, αν ο δάσκαλος δεν χάσει χρόνο, δεν μπορεί να εξελιχθεί ο μαθητής. Αυτό είναι και το θέμα μερικών μαθητών που λένε πως όταν αρχίζουν ένα βιβλίο πρέπει να το τελειώνουν. Εγώ, συνήθως, τους κάνω το εξής παίγνιο: Ας υποθέσουμε ότι ζεις 100 χρόνια· ποια ήταν η χρονιά που διάβασες τον μέγιστο αριθμό των βιβλίων σου; Αν το πολλαπλασιάσεις επί 100, θα έχεις τον αριθμό των βιβλίων που θα διαβάσεις σε όλη τη ζωή σου. Κάθε φορά που τελειώνεις ένα βιβλίο το οποίο ήταν μια βλακεία, έχεις χάσει ένα. Αν είχες τη νοημοσύνη να το σταματήσεις λίγο πριν, δεν μετράει. Θα βλέπατε ότι αν χρησιμοποιούσατε αυτή τη στρατηγική, θα είχε τακτικές επιπτώσεις. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για τον κινηματογράφο. Αναφέρομαι στο βιβλίο γιατί είναι σπάνιο ένα βιβλίο που μπορούμε να διαβάσουμε σε ένα δίωρο. Υπάρχουν και τέτοια, αλλά είναι στα όρια της έννοιας του βιβλίου, σαν ένα αντικείμενο που έχει φύλλα και είναι γραμμένο.


Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Σοφία στην Παιδεία

Νίκος Λυγερός Ελλάδα 2012: Οι βάτραχοι στην λάσπη ...

Νίκος Λυγερός Φιλική Εταιρία Ελλάδα - Οι βάτραχοι στην λάσπη
Σε επιστολή της πρώτης Δεκεμβρίου 1818 με σφραγίδα της Φιλικής Εταιρίας απευθυνόμενη στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη διαβάζουμε την εξής πρόταση: «Ο καιρός, φίλε, μας αναγκάζει να ζητήσουμε τα δικαιώματά μας, και διά να μη καταισχυνθώμεν από τα έθνη και μείνωμεν πάλιν ως οι βάτραχοι εις την λάσπην, δεν πρέπει ν’ αφήσωμεν να περέλθη αυτός ο χρυσούς καιρός». Ο Κολοκοτρώνης είχε μυηθεί στα μυστήρια της Φιλικής Εταιρίας από το 1817 και κατά συνέπεια είναι ένας συνειδητοποιημένος επαναστάτης ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Επιπλέον, ο σεβασμός του προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη είναι ξεκάθαρος. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται και αυτή η ανάγνωση. Βέβαια, μετά από 100 χρόνια δεν μπορούμε να μην δούμε μερικές αναλογίες δίχως να πέσουμε στην παγίδα του αναχρονισμού. Υπήρχε το πρόβλημα. Υπήρχε όμως και η τεχνογνωσία. Υπήρχε επιπλέον η αντίσταση. Θα μπορούσαν τότε οι δικοί μας να είχαν το ηθικό τους πεσμένο, αλλά αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό του. Αντιθέτως, μας δείχνουν με το έργο τους και με τη δράση τους χειροπιαστά παραδείγματα ανθρώπινης επανάστασης εκεί που οι εξωτερικοί παράγοντες και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έδωσαν δεκάρα για την πατρίδα μας.

Πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι θέμα βούλησης και όχι κατάστασης. Αν δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα είναι άλλο θέμα, αλλά τότε ας αφήσουμε τα μοιρολόγια. Αν θέλουμε όλοι μας να μείνουμε, όπως λέει ο επιστολογράφος, βάτραχοι σε λάσπη, τότε δεν είναι ανάγκη να φωνάζουμε, είναι ανούσιο και μάταιο. Αν θέλουμε να δράσουμε τότε πρέπει να κάνουμε στρατηγικές κινήσεις που μας εξασφαλίζουν την έξοδο από την τωρινή κατάσταση και προετοιμάζουν το μέλλον των δικών μας. Μια από αυτές τις κινήσεις είναι και η διεκδίκηση της ΑΟΖ. Δεν υπάρχει λόγος να μην εκμεταλλευτούμε τον ορυκτό πλούτο της θάλασσάς μας, που τόσο μας χαρακτηρίζει ακόμα και στους άλλους λαούς. Είναι το δικαίωμά μας και πρέπει να το ζητήσουμε, όπως λέει και η επιστολή. Αλλιώς είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Υπάρχουν Έλληνες ικανοί και αποτελεσματικοί που μπορούν να δράσουν στρατηγικά. Απλώς θα ήταν καλό και οι πολιτικοί μας να τους αφήσουν να κάνουν το έργο τους και να τους ενισχύσουν τουλάχιστον σε θέματα εθνικά, τα οποία είναι εκ φύσης υπερκομματικά. Το ίδιο ισχύει και για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Δεν πρόκειται να ξεχάσουμε τα θύματά μας, τους δικούς μας που έπεσαν νεκροί εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος. Και το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά αξιοπρέπειας. Είμαστε ένας λαός της θάλασσας και της μνήμης. Έχουμε ριζώσει στη χώρα του ηλίου και αγαπάμε τον τόπο μας διότι οι δικοί μας τον έχουν πονέσει εδώ και αιώνες. Κανένας δικτάτορας των Οθωμανών, των Νεό-Τουρκων, του κεμαλισμού και του ναζιστικού καθεστώτος δεν κατάφερε να μας ξεριζώσει, αυτό πρέπει να ξέρουν οι νέες γενιές. Διότι πάντα βρίσκεται μια Φιλική Εταιρεία με ανθρώπους σαν τον Κολοκοτρώνη για να μην πεθάνει η Ελλάδα.


Νίκος Λυγερός Φιλική Εταιρία ΑΟΖ Ελλάδα - Οι βάτραχοι στην λάσπη


Νίκος Λυγερός: Αρτσάχ, Θράκη και αναλογίες | Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό

Νίκος Λυγερός - Αρτσάχ, Θράκη και αναλογίες - Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό - Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό
Όσοι δεν ξέρουν το θέμα του Αρτσάχ δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν ποιες αναλογίες υπάρχουν με τη Θράκη μας. Το πρόβλημα προέρχεται από μία πολύ τοπική προσέγγιση του θέματος και δεν βλέπουν τις προεκτάσεις και το μέλλον όσον αφορά στις εξελίξεις. Όταν εξετάζουμε μόνο τη Θράκη δεν είμαστε ικανοί να δούμε τη δράση του παντουρκισμού. Ενώ η εξέταση της κατάστασης του Αρτσάχ προσφέρει άλλες δυνατότητες. Το τοπικό μουσουλμανικό στοιχείο, όταν αντιμετωπίζεται τοπικά, δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο της τακτικής. Ενώ η πραγματικότητα έχει ένα στρατηγικό χαρακτήρα. Όταν επικεντρωνόμαστε μόνο στη δράση μιας δασκάλας την οποία ερμηνεύουμε ως γραφική και δεν βλέπουμε πόσες ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν στο Αρτσάχ, δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την δράση που γίνεται σε όλο το πλαίσιο του παντουρκισμού. Οι αναλύσεις των αρχείων αλλά και η μελέτη των δεδομένων αναδεικνύει την ύπαρξη μίας στρατηγικής που έχει εδραιωθεί ήδη από το 1878 με το συνέδριο του Βερολίνου που έθεσε ένα τέλος στο πόλεμο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η επιβολή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923 που προσπάθησε να διαγράψει τη Συνθήκη Σεβρών του 1920, δείχνει κάποιες αναλογίες στις οποίες πρέπει να δώσουμε προσοχή για να μη μας ξαφνιάσει η αλλαγή φάσης. Αλλιώς τα πράγματα θα εισχωρήσουν φυσιολογικά σε ένα πολεμολογικό πλαίσιο. Η δράση του παντουρκισμού δεν προέρχεται μόνο από μια ενεργοποίηση του νεοοθωμανικού δόγματος, αποτελεί μια διαχρονική προσπάθεια που συμπίπτει και με τους στόχους του Κεμάλ σε συσχετισμό με τη δράση του Στάλιν. Το κομμουνιστικό καθεστώς σβήνοντας τις διαφορές όσον αφορά στη θρησκεία δεν άλλαξε την πορεία των πραγμάτων στην περιοχή του Καυκάσου αλλά και της Θράκης. Η εμμονή της Τουρκίας σε αυτά τα σημεία είναι απόλυτα χαρακτηριστική. Κι αν δεν αντισταθούμε με αποτελεσματικότητα, αυτός ο στρατηγικός σχεδιασμός θα υλοποιηθεί. Δεν είναι το θέμα του άμεσου ή του έμμεσου που πρέπει να μας απασχολήσει. Η Τουρκία έχει θέσει αυτές τις περιοχές ως πεδία μάχης, θέλουμε δεν θέλουμε. Οι Αρμένιοι στο Αρτσάχ δεν αποδέχτηκαν αυτό το σενάριο, αντιστάθηκαν και απελευθέρωσαν τη γη τους όχι μόνο από το τουρκικό ζυγό αλλά και από τις βλέψεις. Δεν περίμεναν τίποτα από κανένα, διότι δεν είχαν επιλογή. Στη Θράκη τα πράγματα είναι επιφανειακά διαφορετικά, ειδικά σε αυτούς που εθελοτυφλούν. Για τους άλλους όμως πρέπει να ενισχυθεί το πλαίσιο το ευρωπαϊκό για να υπάρχει ένα αληθινό μέτωπο που να έχει μια ισχύ και μια αποτελεσματικότητα. Δεν μιλούμε βέβαια για φράχτες τεχνητούς και ανούσιους, μιλούμε αποκλειστικά για στρατηγική δράση που βασίζεται σε τεχνικές και στρατιωτικές γνώσεις. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει μια πολιτική βούληση που έχει γνώσεις για διάφορα μέτωπα του παντουρκισμού, αλλιώς είναι καταδικασμένη να πέσει στην παγίδα της τακτικής, όταν δεν γνωρίζει το στρατηγικό βάθος της υπόθεσης. Οι Αρμένιοι του Αρτσάχ ζουν ελεύθεροι, επειδή το επέλεξαν και έδωσαν μάχη γι’ αυτό.



Ο θρυλικός σφυροκόπος

Η Θράκη χρειάζεται τον ίδιο θρυλικό σφυροκόπο που έδρασε στο Πουατιέ τον Οκτώβριο 732. Αλλιώς δίχως τον ανάλογο του Κάρολου Μαρτέλου οι προσπάθειες για την επίτευξη της συνεκτικότητας που ήθελαν όλοι οι Σουλτάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα πετύχουν. Τώρα υπάρχουν ραγιάδες που θεωρούν ότι είναι αναπόφευκτη αυτή η κατάληξη. Βέβαια οι ίδιοι δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει να δώσεις μάχη και να θυσιαστείς για τα ιδανικά της πατρίδας σου, ούτε τι σημαίνει αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής στρατηγικής. Διότι τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, όταν υπάρχει θέληση αντίστασης και ύπαρξη ανθεκτικότητας. Πρέπει επιπλέον να υπενθυμίσουμε σε μερικούς ότι όταν ο Κάρολος Μαρτέλος χρειάστηκε χρήματα για να βοηθήσει στη μάχη της Τουλούζης το 721 αναγκάστηκε να λεηλατήσει τα εκκλησιαστικά οικόπεδα. Οι επίσκοποι όμως που κατάλαβαν την ανάγκη λόγω του πολέμου δεν τον αφόρισαν ποτέ. Με άλλα λόγια, αν παραμείνουμε ο καθένας μας στις θέσεις του δίχως να υπάρχει μία κοινή προσπάθεια και απλώς μοιρολογούμε τότε θα νικήσει σε πρώτη φάση ένας απλοϊκός ραγιαδισμός που υποστηρίζει την ύπαρξη ενός προξενείου εκεί πού δεν υπάρχουν ξένοι. Ενώ ο σφυροκόπος συνέχισε το έργο του με τη μάχη της Ναρβόννης το 736 με το πιο σύγχρονο εργοστάσιο της εποχής του: σιδηρό ιππικό και φάλαγγα. 

Εκείνη την εποχή οι Φράγκοι δεν είχαν ακόμα την κρατική οργάνωση που γνωρίζουμε κι όμως αντιστάθηκαν όλοι μαζί ενάντια στον κοινό εχθρό δίχως να χάσουν τον κεντρικό τους στόχο με τις συνηθισμένες μικρότητες. Όλοι αντιλήφθηκαν τη δυσκολία και το εύρος του αγώνα. Αν δεν υπάρχει αυτή η συνειδητοποίηση τότε τα χτυπήματα του εκφυλισμού είναι τόσο ύπουλα που κανένας δεν αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων. Δίχως αναδιοργάνωση του κράτους δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και αποτελεσματική άμυνα, ενώ υπάρχει ξεκάθαρα το πλαίσιο της επίθεσης. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να φανταστούμε ότι για την Ευρώπη και όχι μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση η Θράκη είναι το ανάλογο της Ακουιτανίας! Αν δεν το αντιληφθούμε στρατηγικά, γεωστρατηγικά και τοποστρατηγικά, τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας κι αν κρυβόμαστε πίσω από ένα εκλογικό φράχτη, τότε δεν πρόκειται ν’ αντισταθούμε στη θέληση της υλοποίησης του τόξου. Η τοποστρατηγική της Θράκης είναι ξεκάθαρη και γι’ αυτό το λόγο πάρθηκε η Ανατολική Θράκη την ώρα που ο Ελληνισμός είχε επικεντρωθεί στη Σμύρνη. Τώρα το αποτέλεσμα είναι απλό, με πληγωμένο στρατηγικό βάθος πρέπει πάλι να θωρακίσουμε αυτήν την περιοχή, για να δημιουργηθεί το πλαίσιο το ευρωπαϊκό και όχι οι επιπτώσεις μιας συνθήκης Λωζάνης που συνεχίζει να μας πιέζει διότι δεν προβάλαμε αποτελεσματική αντίσταση. Ενώ τώρα έχουμε τη Βουλγαρία και την Ρουμανία που μας ενισχύουν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Δεν χρειαζόμαστε όνειρα, αλλά οράματα που έχουν σφυρηλατήσει οι δικοί μας εδώ και αιώνες.




Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό 


Νίκος Λυγερός: Το παράδειγμα του Αρτσάχ ως αντίσταση στον παντουρκισμό - Η βούληση του Artsakh - Ξύλινα γλυπτά
Οι Αρμένιοι του Αρτσάχ δεν ξεπερνούν τους 150.000 και όμως απελευθέρωσαν αυτό το ιστορικό αρμένικο μέρος από την κατοχή των Αζέρων και την αυθαιρεσία του σταλινικού καθεστώτος. Δεν αντιστάθηκαν μόνο από την εποχή του Στάλιν στην καταπίεση των Αζέρων, αλλά με την ανεξαρτησία της Αρμενίας το 1991, έκαναν μια στρατηγική κίνηση και έκαναν το ανάλογο για το Αρτσάχ ακόμα και αν αυτό βρισκόταν επίσημα στην περιοχή του αζερικού κράτους. Επιπλέον οι Αρμένιοι του Αρτσάχ δεν είναι αφελείς, έδωσαν πολλές μάχες, έχυσαν πολύ αίμα για να κερδίσουν τον αγώνα τους και να πετύχουν τον σκοπό τους δηλαδή την απελευθέρωση των κατεχόμενων τους από τους Αζέρους, οι οποίοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά Τούρκοι. Ο μικρός λαός του Αρτσάχ δεν κάνει τα λάθη διπλωματικά που ονομάζουν τους Τούρκους γείτονες, λόγω εκφυλισμού, και βέβαια ονομάζει ξεκάθαρα τους Αζέρους, Τούρκους. Γνωρίζει επίσης τις επαφές του Κεμάλ με τη Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο για να πλήξει το ελληνικό στοιχείο, αλλά για να εξοντώσει κάθε αρμενικό στοιχείο από την περιοχή. Τώρα λόγο της μελέτης των αρχείων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης γνωρίζουμε πολύτιμα στοιχεία, τα οποία είναι άγνωστα στην Τουρκία, αλλά που έχει αναδείξει ο ερευνητής Στανισλάβ Ταράσοβ που είχαμε την τιμή να συναντήσουμε στο Διεθνές Συνέδριο του Αρτσάχ που έγινε πρόσφατα. Και το νέο του βιβλίο στα ρώσικα εμπεριέχει σημαντικότατα σημεία περί Κεμάλ και μετασχηματισμού του σοβιετικού μπολσεβισμού σε τουρκικό εθνικισμό με πράξη που δεν ξαφνιάζει όσους έχουν μελετήσει το ιστορικό του εθνοσοσιαλισμού του Χίτλερ στη Γερμανία. Κατά συνέπεια, οι Αρμένιοι του Αρτσάχ πολέμησαν συνειδητά αυτό το στοιχείο του παντουρκισμού, δίχως να κρύβονται πίσω από διπλωματικές αναλύσεις που δεν αλλάζουν την πραγματικότητα της βίας που ασκείται ενάντια στους λαούς, που δεν σκύβουν κεφάλι μπροστά στον Τούρκο αξιωματούχο. Και ο λόγος είναι απλός. Δεν θέλουν να είναι σκλάβοι ενός τουρκικού συστήματος.



Η βούληση του Artsakh
Μετάφραση από τα γαλλικά Σάνη Καπράγκου

Η βούληση του Artsakh
δεν είν’ ένας ευσεβής πόθος
μα μία ριζωμένη πραγματικότητα
βαθιά μέσα στα βουνά
που διαλαλεί υψιτενώς και ρωμαλέα
κατά των αδίκων και των εχθρών
πως κανείς Αρμένιος
δεν θα εγκαταλείψει τη γη τούτη
στον τουρκικό εξαναγκασμό
διότι το πνεύμα αυτής της περιοχής
δεν είν’ άλλο από κείνο της αρμενικότητας.



Ξύλινα γλυπτά

Τα ξύλινα γλυπτά
από τον μαύρο κήπο
είχαν το βάρος της μνήμης.

Κανείς δεν μπορούσε
να ξέρει για τα βάσανα
που είχαν περάσει.

Εκτός από τον βισάπ
που έστεκε μπροστά τους
για να μην τα σπάσει η λήθη.

Κι εσύ που δεν ήξερες
θέλησες να δεις κι εσύ
την πραγματική έκφανση.