Βαδίζουμε στην άμμο
χωρίς να κοιτάζουμε τα ίχνη μας
που χάνονται μες στον άνεμο.
Κουβαλάμε μόνο τις επιθυμίες μας
και ξεχνάμε τα πάθη μας.
Αναζητώντας μια όαση επίπλαστη,
πέφτουμε στην παγίδα της πλάνης.
Κι έστω κι αν έχουμε ακόμα
τη γεύση της άμμου στο στόμα,
η γλώσσα μας δεν αποζητά
παρά τη φρεσκάδα της λήθης.
Διότι θέλουμε να προσπεράσουμε
όλη την οδύνη του παρελθόντος
για να ζήσουμε ξέγνοιαστα
σ’ έναν παράδεισο τεχνητό.
Μόνο που ο χρόνος δεν ξεχνά τίποτα
και το λευκό του πέρασμα πάνω απ’ τα κεφάλια μας
μας θυμίζει τα δεινά των θυμάτων,
το μαρτύριο των επιζησάντων.
Τότε στο αποκορύφωμα της απελπισίας,
επιχειρούμε να κάνουμε tabula rasa
τη μνήμη του μέλλοντος
και διαπράττουμε τη γενοκτονία της ιστορίας.
Στην αρχή, όλα είναι τόσο απλά, τόσο εύκολα
που κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον πειρασμό.
Ξεχνάμε τις χειρονομίες του παρελθόντος,
μετά τις αναμνήσεις του χθες
και στο τέλος την ίδιά μας την ταυτότητα
και γινόμαστε με τη σειρά μας