Όποιος δεν έχει δει ποτέ τσόκαρα και καριόλες, δεν μπορεί να πιστέψει ότι υποδήματα και άμαξες μπορεί να θεωρούν ότι έχουν άποψη. Στην αρχή νομίζει ότι ακούει ένα παραμύθι, αλλά σιγά-σιγά κατανοεί ότι ο συνδυασμός των δύο είναι θεαματικός. Τα τσόκαρα πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν ερωτήσεις και οι καριόλες απαντήσεις. Αυτός ο διάλογος φαντάζει εξωπραγματικός, αλλά όσο παράξενος κι αν είναι θέλει να φανεί ρεαλιστικός. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα επιχειρήματα του ενός αγγίζουν τις πεποιθήσεις του άλλου. Σημασία έχει ότι το παράλογο δεν στέκει ακόμα κι αν τα υποδήματα κι οι άμαξες προχωρούν χωρίς κανένα πρόβλημα στον κόσμο τους. Το πρόβλημα είναι το κοινό που βλέπει αυτό το θεατρικό, νομίζει ότι αφορά την πραγματικότητα. Ενώ στην ουσία, και τα δύο αποκτούν νόημα μόνο όταν τα βάζουμε και όταν καθόμαστε πάνω, αλλιώς και τα δύο είναι κενά. Όταν λοιπόν δίνουμε αξία στα λεγόμενά τους ξεχνάμε ότι είναι ένα θέατρο του παραλόγου και ότι ο σκηνοθέτης δεν είναι ο Ιονέσκο. Κατά συνέπεια η παράσταση δεν έχει το απαιτούμενο επίπεδο. Ελπίζουμε απλώς ότι το κοινό δεν θα δυσανασχετήσει γρήγορα με αυτήν την επιθεώρηση, αλλιώς τα τσόκαρα και οι καριόλες δεν θα προλάβουν να φύγουν από τη σκηνή εγκαίρως.