Το πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης δεν είναι μόνο πελοποννησιακό. Το καταλυτικό στοιχείο είναι ο περσικός παράγοντας που προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και με την απουσία του. Η ελληνική πραγματικότητα της εποχής επηρεάζεται από το περσικό δόγμα σε βαθμό που καθορίζει το μέλλον της. Σε αυτό το πεδίο βρίσκουμε το πρόβλημα της ένωσης μέσω της συμμαχίας. Το ελληνικό στοιχείο κάνει μια κυριολεκτική χρήση της ετυμολογίας της συμμαχίας. Με άλλα λόγια, η ένωση υπάρχει μόνο ως πολεμολογική έννοια. Σε πλαίσιο ειρήνης καταρρέει δίχως καν να περάσει από το στάδιο του εκφυλισμού. Αν εξετασθεί ο πελοποννησιακός πόλεμος με αυτά τα δεδομένα, τότε η ερμηνεία του μέσω της θεωρίας παιγνίων δεν είναι μόνο ορθολογική αλλά και φυσιολογική. Η αποχώρηση του περσικού στόλου από τα ελληνικά δεδομένα αφήνει μόνο φαινομενικά μια ισορροπία. Αυτή η ειρήνη δεν ήταν παρά ένα ασταθές σύστημα, ενώ ο πόλεμος δίχως να αποτελεί μια ισορροπία, ήταν ένα ευσταθές σύστημα. Οι στρατηγικές συμπεριφοράς που επέλεξαν η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν μία δυναμική διαφορά που δεν ήταν ορατή σε στατικό πλαίσιο. Ως πολεμική οντότητα, η Σπάρτη είχε φτάσει στα όριά της ακόμα και αν το σύστημά της ήταν τέλειο. Η πληρότητά της δεν της επέτρεπε ένα νέο άνοιγμα. Κατά συνέπεια, επέλεξε τη βέλτιστη λύση για τα δικά της δεδομένα, δηλαδή ένα συμπαγές σύστημα: φραγμένο και κλειστό. Η Αθήνα δεν αποτελούσε ένα πλήρες σύστημα, διότι είχε υποστεί μεγάλο κόστος, ακόμα και με μια τελική νίκη βρισκόταν στην περίπτωση της αναγκαστικής ανάπλασης. Έτσι ήταν υποχρεωμένη να ανοιχτεί δίχως αυτό να σημαίνει εξαρχής μια πρακτική επιθετικότητα. Η Σπάρτη είχε επιλέξει την καλύτερη άμυνα, δηλαδή την επίθεση. Ενώ η Αθήνα είχε επιλέξει την καλύτερη επίθεση, δηλαδή την αντεπίθεση.
Οι ορθολογικές συνέπειες αυτών των επιλογών έγιναν ορατές μόνο με την αποχώρηση του περσικού στοιχείου, ενώ προϋπήρχαν ήδη στο πλαίσιο της νοητικής στρατηγικής. Με την αποχώρηση η νοητική στρατηγική μετατράπηκε σε νοητική γεωστρατηγική. Έτσι το Αιγαίο έγινε ένα πεδίο πλάγιας επίθεσης. Αποφεύγοντας το άμεσο μέτωπο που προσδοκούσε η Σπάρτη, η Αθήνα δημιούργησε στρατηγικό βάθος. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και με πολιορκημένο πυρήνα, υπήρχε ζωτικός χώρος μέσω των προεκτάσεων. Η Αθήνα ανέδειξε το παράξενο νοητικό σχήμα της θάλασσας που έγινε γη. Η γη της Αθήνας ήταν η θάλασσα. Ενώ η γη της Σπάρτης ήταν νησί. Η αντιπαράθεση μεταξύ κλειστού και ανοιχτού ήταν πια ένα καθαρό, τοπολογικό πρόβλημα. Επιπλέον, ο χρόνος δεν μπορούσε να λειτουργήσει συμμετρικά. Η επίθεση της Σπάρτης έγινε στον κλειστό χώρο και η αντεπίθεση της Αθήνας έγινε στον ανοιχτό χρόνο. Ενώ όλα αυτά τα σχήματα λειτουργούν συμπληρωματικά σε πολεμικό πλαίσιο εναντίον ενός κοινού εχθρού, σε ειρηνικό πλαίσιο μετατρέπονται σε ανταγωνιστικά. Η αντίληψη της Σπάρτης είναι κατανοητή αλλά δεν αποτελεί επινόηση. Τελικά, η αντιπαράθεση της Αθήνας και της Σπάρτης δεν απαιτεί θεωρία διεθνών σχέσεων αλλά γεωστρατηγική που βασίζεται στη νοητική στρατηγική.
Πηγή
Οι ορθολογικές συνέπειες αυτών των επιλογών έγιναν ορατές μόνο με την αποχώρηση του περσικού στοιχείου, ενώ προϋπήρχαν ήδη στο πλαίσιο της νοητικής στρατηγικής. Με την αποχώρηση η νοητική στρατηγική μετατράπηκε σε νοητική γεωστρατηγική. Έτσι το Αιγαίο έγινε ένα πεδίο πλάγιας επίθεσης. Αποφεύγοντας το άμεσο μέτωπο που προσδοκούσε η Σπάρτη, η Αθήνα δημιούργησε στρατηγικό βάθος. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και με πολιορκημένο πυρήνα, υπήρχε ζωτικός χώρος μέσω των προεκτάσεων. Η Αθήνα ανέδειξε το παράξενο νοητικό σχήμα της θάλασσας που έγινε γη. Η γη της Αθήνας ήταν η θάλασσα. Ενώ η γη της Σπάρτης ήταν νησί. Η αντιπαράθεση μεταξύ κλειστού και ανοιχτού ήταν πια ένα καθαρό, τοπολογικό πρόβλημα. Επιπλέον, ο χρόνος δεν μπορούσε να λειτουργήσει συμμετρικά. Η επίθεση της Σπάρτης έγινε στον κλειστό χώρο και η αντεπίθεση της Αθήνας έγινε στον ανοιχτό χρόνο. Ενώ όλα αυτά τα σχήματα λειτουργούν συμπληρωματικά σε πολεμικό πλαίσιο εναντίον ενός κοινού εχθρού, σε ειρηνικό πλαίσιο μετατρέπονται σε ανταγωνιστικά. Η αντίληψη της Σπάρτης είναι κατανοητή αλλά δεν αποτελεί επινόηση. Τελικά, η αντιπαράθεση της Αθήνας και της Σπάρτης δεν απαιτεί θεωρία διεθνών σχέσεων αλλά γεωστρατηγική που βασίζεται στη νοητική στρατηγική.
Πηγή