Στοιχεία από την Αναπτυξιακή Ψυχολογία
Σύμφωνα με την Αναπτυξιακή Ψυχολογία και ιδιαίτερα τις πρωτοποριακές εργασίες του Ελβετού ψυχολόγου Ζαν Πιαζέ (Jean Piaget), οι απαρχές του συστήματος των εννοιών δημιουργούνται σταδιακά με συγκέντρωση εμπειριών που συνδέουν την αίσθηση με την κίνηση σε στερεότυπους κινητικο-αισθητικούς ή κιναισθητικούς μηχανισμούς αντιδράσεως, που ονομάζονται από τον Πιαζέ «κιναισθητικά σχήματα». Το μωρό έχει στην αρχή μόνο κάποια έμφυτα ανακλαστικά. Καθώς αναπτύσσεται όμως σωματικά, αυτά τα ανακλαστικά εξελίσσονται σταδιακά σε κιναισθητικούς μηχανισμούς αντίδρασης και δράσης. Οι μηχανισμοί αυτοί συνδέονται αρχικά με μίαν ορισμένη κατάσταση αλλά σύντομα χρησιμοποιούνται αδιάκριτα για μίαν πλειάδα καταστάσεων. Έτσι, το μωρό θηλάζει αρχικά το στήθος της μητέρας του, αλλά στην συνέχεια «θηλάζει» επίσης διάφορα άλλα αντικείμενα δοκιμάζοντας έτσι την σκληρότητα, την λειότητα, την θερμοκρασία τους κοκ. Σταδιακά μαθαίνει επίσης να συντονίζει την οπτική αντίληψη με κινήσεις των χεριών. Δεν ασκεί όμως έτσι μόνο την ικανότητά του να χειριστεί αντικείμενα αλλά την ίδια την αντίληψη των αντικειμένων τον τρόπο απεικόνισης του περιβάλλοντος στον νου του. Αρχικά δεν είναι ακόμα σε θέση να αναλύσει την εποπτεία σε επί μέρους στοιχεία με ξεκάθαρες ιδιότητες. Αυτό το ξεκαθάρισμα γίνεται όσο αφομοιώνει όλο και περισσότερα κιναισθητικά σχήματα χειρισμού του περιβάλλοντος . Το παιδί διακρίνει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όταν μάθει να τα χειρίζεται ή να τα αξιοποιεί με άλλον τρόπο. Ακόμα και όταν αρχίζει μετά τους δεκαοκτώ μήνες να χρησιμοποιεί λέξεις δεν έχει την πλήρη κατανόηση των αντιστοίχων εννοιών. Γι' αυτό ο Πιαζέ χαρακτηρίζει τους μηχανισμούς αντίληψης και χειρισμού των διαφόρων αντικειμένων, καθώς και τις αντίστοιχες λεκτικές εκφράσεις, ως «προέννοιες». Χαρακτηριστικό τους είναι ότι χρησιμοποιούνται ανειδίκευτα για να αναφερθεί το παιδί σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους εξωτερικές καταστάσεις. Η λογική δομή των εννοιών, που αποτελεί το βασικό αντικείμενο μελέτης του Πιαζέ, αποκτάται σταδιακά ακολουθώντας συγκεκριμένα στάδια εξέλιξης μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών. Επειδή όμως ο Πιαζέ θεωρεί τα λογικά χαρακτηριστικά των εννοιών σαν τα κύρια, τα ουσιωδέστερα, συστατικά τους, εστίασε την προσοχή του στον λογικό χειρισμό των εννοιών και δεν ασχολήθηκε παραπέρα με το εμπειρικό υπόστρωμά τους. Ο Πιαζέ φαίνεται να θεωρεί τις προέννοιες σαν προσωρινές ατελείς μορφές σύλληψης της πραγματικότητας, που αντικαθίστανται σταδιακά από πιο εξελιγμένες, δηλαδή πιο σωστά δομημένες από λογικής πλευράς. Όμως οι προέννοιες δεν είναι καθόλου επουσιώδεις γιατί επιτρέπουν, καθώς θα ιδούμε, συνειρμικές συνδέσεις εννοιών που η λογική δεν μπορεί να κάνει.
Η βασική υπόθεση και ενδείξεις που την στηρίζουν
Αντίθετα από τον Πιαζέ, εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα ενδιάμεσα εμπειρικά στάδια αφομοίωσης των διαφόρων πλευρών κάθε έννοιας και θα κάνουμε την απλή υπόθεση ότι αυτές οι ενδιάμεσες βαθμίδες, οι προέννοιες, δεν διαγράφονται ποτέ από την μνήμη αλλά αποτελούν το κοινό υπόβαθρο πολλών ριζικά διαφορετικών λογικών εννοιών και τις συνδέουν έτσι αφανώς. Η υπόθεση αυτή αρκεί, όπως θα ιδούμε, για να εξηγήσουμε τα βασικά σημεία του μηχανισμού της νόησης.
Πώς μπορούμε όμως να βεβαιωθούμε ότι οι προέννοιες υπάρχουν μόνιμα στη μνήμη;
Υπάρχουν διάφορες χαρακτηριστικές ενδείξεις που στηρίζουν αυτήν την άποψη:
(α) Τα μικρά παιδιά αρχικά «υπεργενικεύουν» (όπως γράφεται στην βιβλιογραφία) το νόημα όλων των νέων λέξεων, που μαθαίνουν. Τις χρησιμοποιούν δηλαδή ανειδίκευτα, για να αναφερθούν σε εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα, που έχουν όμως κάποιο κοινό εμπειρικό χαρακτηριστικό. Έτσι, η ίδια λέξη, «γκάρι», μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για το φεγγάρι, όσο και για γυαλιστερές χάντρες ή κουμπιά. Το παιδί προφανώς δεν γενικεύει κάποια έννοια χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε επαγωγική λογική διαδικασία, αλλά μάλλον δίνει το ίδιο όνομα σε τόσο διαφορετικά αντικείμενα απλά επειδή χρησιμοποιεί εν μέρει τον ίδιο αντιληπτικό μηχανισμό γι' αυτά. Υπάρχει, δηλαδή, ένα κοινό εμπειρικό χαρακτηριστικό σε όλα αυτά τα αντικείμενα που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα το παιδί και το παρακινεί να χρησιμοποιήσει ανειδίκευτα την ίδια λέξη για όλα (είναι στρογγυλά και γυαλιστερά). [Der Spiegel, 18.11.0. Προφανώς κάποια κιναισθητικά αντιληπτικά σχήματα έχουν ατροφήσει ή δεν εξελίχθηκαν ποτέ στον εγκέφαλό του.
(β) Ακόμα και ως ενήλικοι, αυτό που καταγράφουμε κυρίως σαν νόημα μίας λέξης είναι πως μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε με το αντίστοιχο αντικείμενο, ένα σύμπλεγμα εμπειρικών συνειρμών και όχι κάποιος λογικός ορισμός. Γι' αυτό μας είναι τόσο δύσκολο να δώσουμε λογικούς ορισμούς. Αν ερωτηθούμε «Τι είναι το Χ;» συνήθως, δεν δίνουμε έναν αυστηρά λογικό ορισμό, αλλά εξηγούμε το πώς μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε με αυτό (να το χρησιμοποιήσουμε ή να το φάμε κοκ.). Δίνουμε, δηλαδή, το προβάδισμα σε εμπειρικά σχηματισμένους μηχανισμούς αλληλεπίδρασης. Το νερό είναι για μας πρώτιστα ένα ποτό που μας ξεδιψάει και όχι μία χημική ένωση υδρογόνου και οξυγόνου. Η απάντηση στην ερώτηση «Τι είναι ένας γιατρός;» δεν είναι συνήθως «διπλωματούχος ιατρικής σχολής» αλλά μάλλον «Κάποιος που μας θεραπεύει όταν είμαστε άρρωστοι». Όλη μας η γνώση είναι οργανωμένη αλληλεπιδρασιακά και όχι με βάση μία λογική κατηγοριοποίηση.
(γ) Μία άλλη ένδειξη για την ύπαρξη του υποστρώματος των προεννοιών είναι ο ταχύς ρυθμός, με τον οποίο μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα τα μικρά παιδιά. Από την ηλικία των δύο ως αυτήν των έξη ετών μαθαίνουν κατά μέσον όρο εννέα καινούργιες λέξεις κάθε μέρα (περίπου μία νέα λέξη για κάθε ώρα που είναι ξυπνητά) απλά με το να παρακολουθούν την περιστασιακή χρήση τους. Αυτή η μεγάλη ταχύτητα εκμάθησης εξηγείται μόνο αν δεχθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος κάθε έννοιας προϋπάρχει ήδη, όταν μαθαίνουμε το όνομά της, και ότι η έννοια αποκτά τώρα απλώς την κατάλληλη ηχητική σηματοδότηση. Είναι επίσης άξιο προσοχής ότι το παιδί ξέρει ήδη τις βασικές λέξεις στα τέσσερά του χρόνια, αλλά πρέπει να φθάσει τουλάχιστον στα δώδεκα για να μάθει να τις χρησιμοποιεί χωρίς σφάλματα, δηλαδή να μάθει πώς να φτιάχνει νοερά μοντέλα για τον χειρισμό αυτών των λέξεων-εννοιών. Αυτό δείχνει ότι οι αντίστοιχες έννοιες δεν είναι λογικά δομημένες στον νου του, αλλά υπάρχουν σε κάποια ατελή εμπειρική μορφή. Για παράδειγμα, στην ηλικία των πέντε ετών θεωρεί ότι μεγαλύτερος σε ηλικία είναι πάντα όποιος είναι ψηλότερος και ότι δύο άτομα ιδίου ύψους (π. χ. ο παππούς και ο μπαμπάς) έχουν ίδια ηλικία. Παρομοίως, αν έχουμε σε μία σειρά έξη αυγοθήκες με αυγά και βγάλουμε τα αυγά βάζοντάς τα σε μίαν αραιότερη σειρά, λέει ότι τα αυγά είναι περισσότερα από τις αυγοθήκες, γιατί η σειρά τους είναι μακρύτερη. Αν αντίθετα αραιώσουμε την σειρά με τις αυγοθήκες, λέει ότι αυτές είναι περισσότερες.
(δ) Άλλη ένδειξη ύπαρξης προεννοιών είναι το ότι πολλές λέξεις είναι πολυσήμαντες με ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους σημασίες. Αυτό δείχνει ότι δεν είναι η λέξη ο φορέας του νοήματος αλλά το εκάστοτε νοηματικό υπόστρωμα, οι προεννοιακές δομές που έχουμε στον νου μας. Για παράδειγμα, η λέξη «χερούλι» μπορεί να αναφέρεται σε πολύ διαφορετικά μεταξύ τους εξαρτήματα μίας πόρτας ή μίας τσάντας ή ενός φλιτζανιού. Το μόνο κοινό σε όλες αυτές τις διαφορετικές έννοιες είναι ένας κιναισθητικός μηχανισμός χειρισμού των αντίστοιχων αντικειμένων. Τα «χερούλια» αποτελούν εξαρτήματα διαφόρων αντικειμένων από τα οποία μπορούμε να πιάσουμε και να κρατήσουμε ή να μετακινήσουμε τα αντικείμενα αυτά. Αυτό που δίνει εδώ πιο ειδικό νόημα σε κάθε λέξη «χερούλι» είναι το διαφορετικό κιναισθητικό σχήμα που έχουμε στον νου μας κάθε φορά, δηλαδή η διαφορετική προεννοιακή δομή.
Η φυση των προεννοιων
Για να καταλάβουμε τι είναι οι προέννοιες και πώς μας βοηθούν να συλλάβουμε (να κατανοήσουμε και να ελέγξουμε) το περιβάλλον μας χωρίς λογική σκέψη ας εξετάσουμε τι κοινό έχουν οι έννοιες «καρυδότσουφλο», «δαχτυλήθρα», «ποτήρι», «φλιτζάνι», «κάλυκας λουλουδιού». Μία κοινή τους προέννοια είναι ένας κιναισθητικός αντιληπτικός μηχανισμός που επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά τα αντικείμενα σαν δοχεία. Όταν περιεργασθούμε για πρώτη φορά ένα από αυτά κοιτώντας και ψηλαφίζοντάς το αντιλαμβανόμαστε ότι έχει μία κοιλότητα. Έτσι διαμορφώνουμε σταδιακά ένα νοερό αντιληπτικό σχήμα που μας επιτρέπει να κατανοούμε ότι όλα αυτά τα αντικείμενα είναι κοίλα. Το καθένα από αυτά τα αντικείμενα διαφοροποιείται στην συνέχεια από τα άλλα με πρόσθετους κιναισθητικούς μηχανισμούς, όπως το κράτημα από ένα χερούλι στην περίπτωση του φλιτζανιού ή το κράτημα με όλη την παλάμη στην περίπτωση του ποτηριού. Ο μηχανισμός αλληλεπίδρασης με κοίλα αντικείμενα ενυπάρχει σε όλες τις παραπάνω έννοιες, γιατί αποτελεί μίαν κοινή βάση για τον συνειρμικό σχηματισμό τους. Έτσι, όταν αντιμετωπίζουμε μίαν νέα κατάσταση, χρησιμοποιούμε αυτόν τον μηχανισμό αυτόματα, χωρίς κανενός είδους λογική σκέψη. Δεν σκεπτόμαστε δηλαδή: «Η δαχτυλήθρα είναι ένα κοίλο αντικείμενο και τα κοίλα αντικείμενα μπορούν να χρησιμεύσουν σαν δοχεία». Θα ήταν μάλιστα πολύ δύσκολο να ορισθεί λογικά τι σημαίνει «κοίλο αντικείμενο» έτσι ώστε ο ορισμός να συμπεριλαμβάνει, για παράδειγμα το καρυδότσουφλο. Ο ορισμός της μαθηματικής έννοιας «κοίλη επιφάνεια» δεν συμπεριλαμβάνει επιφάνειες με ανωμαλίες, όπως αυτές που υπάρχουν στο εσωτερικό ενός καρυδότσουφλου.
Πολύ λιγότερο μπορεί να σκεφθεί συλλογιστικά ένα μικρό παιδί που παίρνει την δαχτυλήθρα της μαμάς του και την κάνει ψεύτικο ποτήρι για τις κούκλες του. Παρόμοια, το παιδί δεν χρειάζεται κανέναν λογικό ορισμό της έννοιας «πουλί» που μας προβλημάτισε παραπάνω. Αρκεί να σχηματίσει σταδιακά στον νου του (με βάση την άμεση εμπειρία) έναν αντιληπτικό μηχανισμό, ένα κιναισθητικό σχήμα, που να επιτρέπει την νοερή παρακολούθηση ενός πουλιού που πετάει, χωρίς να έχει αρχικά οπωσδήποτε ακριβή αντίληψη της ανατομίας του.
Σαν ένα άλλο παράδειγμα μπορούμε να εξετάσουμε την έννοια «σκούπα». Ο λογικός της ορισμός θα μπορούσε ίσως να είναι: «Δέμα ή θύσανος μακρών εύκαμπτων ινών», που θα έπρεπε μάλλον να συμπληρωθεί και με τον χρηστικό προσδιορισμό: «Χρησιμοποιείται για την σάρωση επιφανειών με σκοπό την απομάκρυνση μικρών ελεύθερα μετακινούμενων αντικειμένων, που βρίσκονται πάνω σε αυτήν». Όμως ένας τέτοιος ορισμός δεν μας λέει ότι υπάρχουν πολλά άλλα διαφορετικού είδους αντικείμενα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «σκούπες» ή «σάρωθρα». Για παράδειγμα, ένα κλαδί δένδρου που περιλαμβάνει πολλά λεπτότερα κλαδιά, ίσως με τα φύλλα τους, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί σαν σκούπα αν θέλουμε να καθαρίσουμε από χώμα και φύλλα ένα κομμάτι εδάφους στον κήπο ή την εξοχή. Παρόμοια, για να διώξω χώματα από την επιφάνεια ενός τραπεζιού χρησιμοποίησα ένα περιοδικό κρατώντας το από την ράχη του. Πώς μου ήρθε η ιδέα να το χρησιμοποιήσω σαν σκούπα; Σε ποιόν λογικό ορισμό βασίσθηκα; Πώς κατέληξα στην ιδέα να χρησιμοποιήσω το περιοδικό σχεδόν αυτόματα, χωρίς καμία συνειδητή σκέψη;
Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα ότι η εκπροσώπηση της έννοιας «σκούπα» στον νου μας είναι μάλλον ένας κιναισθητικός μηχανισμός και ότι κάθε αντικείμενο που έχει έστω και ελάχιστα ιδιότητες αυτού του κιναισθητικού μηχανισμού χρησιμοποιείται αυτόματα σαν υποκατάστατο σκούπας, όταν δεν έχουμε άμεσα διαθέσιμη μίαν κανονική σκούπα. Αυτό γίνεται «διαισθητικά», χωρίς την χρήση κανενός είδους λογικών συλλογισμών. Απλά μεταπηδούμε από την κανονική σκούπα σε ένα υποκατάστατό της, οδηγούμενοι από τις κοινές τους προεννοιακές δομές. Στο προεννοιακό μας υπόστρωμα η σκούπα είναι ένα εύκαμπτο ελαστικό αντικείμενο με φαρδιά επιφάνεια. Καθώς το σπρώχνουμε προς τα εμπρός και προς τα κάτω λυγίζει και στην συνέχεια επανερχόμενο σπρώχνει ότι βρίσκεται εμπρός του. Επομένως κάθε αντικείμενο με παρόμοιες κιναισθητικές ιδιότητες μπορεί να υποκαταστήσει μία σκούπα.
Η αναγκαιότητα κιναισθητικών μηχανισμών
Ίσως φαίνεται σε κάποιους υπερβολικό το να υποθέτουμε ότι για τον σχηματισμό των εννοιών, ιδιαίτερα των αφηρημένων εννοιών, χρειάζεται συνδυασμός κίνησης και αίσθησης σε «κιναισθητικά σχήματα». Η αναγκαιότητα όμως αυτή φαίνεται καθαρά από τις εύστοχες παρατηρήσεις που κάνει ο μεγάλος φυσικομαθηματικός Henri Poincare σχετικά με το πώς προκύπτει η έννοια του χώρου. Όπως παρατηρεί ο Πουανκαρέ στο βιβλίο του «Η Αξία της Επιστήμης», ένας απόλυτα ακίνητος παρατηρητής είναι αδύνατο να σχηματίσει την έννοια του χώρου. Αναγνωρίζουμε ότι ένα σώμα έχει σταθερή μορφή και απλά άλλαξε θέση ως προς εμάς μόνο αν μπορούμε να αποκαταστήσουμε την αρχική όψη του αλλάζοντας την δική μας θέση, δηλαδή μετακινούμενοι. Χωρίς την δυνατότητα μετακίνησης δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν γύρω μας σώματα με σταθερές μορφές. Αυτή η παρατήρηση τεκμηριώνεται και πειραματικά, για παράδειγμα με το καρουζέλ για γατάκια των Held και Hein. Αυτοί μεγάλωσαν ζεύγη από πολύ νεαρά γατάκια σε ένα σκοτεινό περιβάλλον και τους επέτρεπαν να βλέπουν μόνο για λίγες ώρες κάθε μέρα κατά τις οποίες τα έβαζαν σε ένα είδος καρουζέλ. Ένα γατάκι από κάθε ζευγάρι μπορούσε να κινείται και περιέστρεφε το καρουζέλ, ενώ το άλλο βρισκόταν μέσα σε ένα αμάξι που περιόριζε τις κινήσεις του και περιστρεφόταν μαζίμε το καρουζέλ. Έτσι και τα δύο γατάκια είχαν ίδιες οπτικές εμπειρίες αλλά μόνο στο ένα συνδυάζονταν αυτές με κίνηση. Σε δοκιμασίες αντίληψης του βάθους που έγιναν μετά από δέκα ημέρες τα «παθητικά» γατάκια υστερούσαν πολύ σε απόδοση από τα «ενεργητικά».
Η κιναισθητική προέλευση των εννοιών εξηγεί ίσως και το γεγονός ότι η σύγχρονη Φυσική, προσπαθώντας να διεισδύσει στον Μικρόκοσμο, είναι αναγκασμένη να καταφύγει σε αντιφατικές και όμως αλληλοσυμπληρούμενες έννοιες, όπως σωματίδιο-κύμα. Οι έννοιες με τις οποίες σκεπτόμαστε συνήθως προέρχονται από την εμπειρία με σώματα αναλόγου μεγέθους προς το δικό μας. Δεν έχουν σχέση με τον Μικρόκοσμο και γι' αυτό δεν είναι συμβατές με αυτόν.
Γιατί δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές οι προέννοιες;
Γιατί, όμως δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα αυτά τα προστάδια των εννοιών;
Ένας λόγος για τον οποίο οι προέννοιες είναι αφανείς είναι ότι δεν έχουν ονόματα. Το λεκτικό σύστημα, οι λέξεις που συμβολίζουν ηχητικά τις διάφορες έννοιες, αναπτύσσεται από τους δεκαοκτώ μήνες και μετά, ενώ το παιδί έχει ήδη έναν σημαντικό έλεγχο του περιβάλλοντός του. Ένας άλλος, πιο σημαντικός λόγος, είναι ότι οι προέννοιες είναι από την φύση τους ασαφείς και ανειδίκευτες και δεν μπορούν να περιγραφούν λεκτικά με σαφή τρόπο. Συλλαμβάνουν, δηλαδή, κάποια κοινά προστάδια εννοιών, που διαφέρουν λογικά πολύ μεταξύ τους. Κάθε τέτοιο προστάδιο είναι σύνθεση οπτικών, ακουστικών, απτικών και οσφρητικών εντυπώσεων καθώς και κινήσεων του σώματος σε έναν ενιαίο μηχανισμό δράσης ή αντίδρασης, σε έναν ενιαίο μηχανισμό αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. Αυτά τα κιναισθητικά προστάδια εξελίσσονται και διαφοροποιούνται σε όλο και πιο εξειδικευμένα, καθώς προσαρμόζονται σε διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα.
Η προέλευση της Λογικής
Η σκέψη όμως δεν βασίζεται μόνο σε κιναισθητικούς μηχανισμούς σαν αυτούς που εξετάσαμε. Όπως είδαμε, όσον αφορά στην γλωσσική και λογική της πλευρά, βασίζεται και σε «νοερά μοντέλα» και η λογική ανάλυση λεκτικών εκφράσεων γίνεται βασικά με σύνθεση ενός νοερού μοντέλου. Αυτού του είδους την διαδικασία δεν την χρησιμοποιούν μόνο μικρά παιδιά, αλλά και ενήλικοι. Μόνη διαφορά τους είναι ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι ακόμα τόσο επιδέξια στην σύνθεση και τον χειρισμό τέτοιων νοερών μοντέλων.
Πώς όμως φθάνουμε στις λογικές έννοιες; Ποιο είναι το κίνητρο για την λογική κατηγοριοποίηση;
Το βασικό κίνητρο είναι η ανάγκη επικοινωνίας με άλλα άτομα. Οι λογικές έννοιες διαμορφώνονται σταδιακά όταν αρχίζουμε να αφομοιώνουμε την μητρική μας γλώσσα. Το μικρό παιδί υιοθετεί ή εφευρίσκει ονόματα για να περιγράψει το περιβάλλον του, αλλά αρχικά τα χρησιμοποιεί, όπως είδαμε, ανειδίκευτα για διάφορα αντικείμενα με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό, που μπορεί να φαίνεται επουσιώδες σε εμάς. Έτσι «βάου-βάου» μπορεί να είναι μία λέξη που χρησιμοποιεί αρχικά, όχι μόνο για να αναφερθεί σε σκύλους, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλα μικρά ζώα. Σταδιακά μόνο εξειδικεύει το όνομα αυτό σε σκύλους και μαθαίνει άλλα ονόματα για τα άλλα ζώα. Παρόμοια, όπως είδαμε, «γκάρι» μπορεί να μην είναι μόνο το φεγγάρι αλλά και διάφορα άλλα στρογγυλά και λαμπερά αντικείμενα, όπως τα γυαλιστερά κουμπιά σε ένα φόρεμα.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν αρκεί να έχουμε κάποιου είδους έννοιες και να τους δώσουμε και κάποια λεκτική έκφραση. Για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε πρέπει να τυποποιήσουμε τις έννοιές μας σε μίαν κοινά αποδεκτή χρήση, και αυτή η διαδικασία διαρκεί αρκετά χρόνια. Χωρίς την τυποποίηση δεν είναι δυνατή η επικοινωνία. Θα ήταν σαν να μιλάμε μία διαφορετική γλώσσα. Αυτή η μακροχρόνια και επίπονη διαδικασία της τυποποίησης υπερκαλύπτει τις προεννοιακές δομές που αποτελούν το υπόβαθρο της έννοιας. Αντιληπτά γίνονται περισσότερο τα λογικά χαρακτηριστικά κάθε έννοιας, αυτά που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία με άλλους. Αυτά αποτελούν το λογικό περιεχόμενο κάθε έννοιας που περιγράφεται κυρίως στα διάφορα λεξικά και προσπαθούν να το καθορίσουν επακριβώς φιλόλογοι, φιλόσοφοι και νομικοί. Οι έννοιες είναι, δηλαδή, για μας κάτι σαν τις διάφορες συσκευές που χρησιμοποιούμε. Κάθε μία συσκευή συνοδεύεται από οδηγίες χρήσεως και αυτές οι οδηγίες είναι κυρίως ότι γνωρίζουμε για την συσκευή αυτή. Αντίθετα, δεν γνωρίζουμε τίποτα για την εσωτερική συνδεσμολογία της συσκευής, αλλά ούτε μας απασχολεί αυτό. Έτσι και για τις έννοιες γνωρίζουμε τον λογικό τους μηχανισμό αλλά αγνοούμε την προεννοιακή τους υποδομή, που είναι καθοριστική για την λειτουργία τους.
Η συνεχιζόμενη εξέλιξη των εννοιών
Οι απόψεις του Πιαζέ για την σταδιακή ανάπτυξη των εννοιών έως περίπου την ηλικία των δώδεκα ετών ίσως δημιουργούν την εντύπωση ότι οι έννοιες φθάνουν σταδιακά μίαν πάγια τελική μορφή. Η εντύπωση αυτή δεν είναι όμως ορθή. Όλες οι έννοιες συνεχίζουν να εξελίσσονται και να αποκτούν περαιτέρω συνειρμικές συνιστώσες όσο ζούμε.
Η αντίληψή μας για μίαν έννοια μπορεί να μεταβληθεί με διαφόρους τρόπους:
(α) εξ αιτίας κοινωνικών ή τεχνολογικών εξελίξεων. Για παράδειγμα, η δημιουργία του λεγομένου «ηλεκτρονικού χρήματος» άλλαξε την αντίληψη για το τι είναι «χρήμα».
(β) με απόκτηση νέων εμπειριών και με ίδιο στοχασμό. Για παράδειγμα, αν ζήσουμε κάποιο διάστημα στο δάσος αποκτούμε μίαν βαθύτερη κατανόηση του τι σημαίνει «οικοσύστημα».
(γ) με μεταβολή των αξιών και συναισθημάτων που συνδέουμε με αυτήν. «Αγάπη» είναι κάτι διαφορετικό για ένα μικρό παιδί, για έναν νέο και για έναν ηλικιωμένο. Παρόμοια, μία καρέκλα είναι για ένα μικρό παιδί ένα μεγάλο αντικείμενο πάνω στο οποίο μπορεί να σκαρφαλώσει με κάποιον κίνδυνο. Για έναν νέο είναι απλά ένα έπιπλο πάνω στο οποίο μπορεί να ξεκουραστεί για λίγο. Για έναν ηλικιωμένο μπορεί να σημαίνει χαλάρωση ή ταλαιπωρία ανάλογα με το πόσο άνετη είναι.
Ίσως θεωρούμε τις αλλαγές αξιολόγησης ως επουσιώδεις ώστε να μην συνιστούν γνήσιες μεταβολές μίας έννοιας. Όμως αυτό είναι λάθος. Πολλές σημαντικές ανακαλύψεις της επιστήμης οφείλονται απλά και μόνο σε αλλαγή της αξιολόγησης των δεδομένων. Έτσι το ηλιοκεντρικό σύστημα προέκυψε κατ' αρχήν σαν μίαν αλλαγή του συστήματος αναφοράς. Τα σημαντικά πλεονεκτήματά του φάνηκαν αργότερα. Παρόμοια, οι μιγαδικοί αριθμοί προέκυψαν με το να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει η ποσότητα V-Γ. Το ίδιο συνέβη μάλιστα ακόμα και με τους αρνητικούς αριθμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρτέσιος θεωρούσε τις αρνητικές λύσεις εξισώσεων ως μη γνήσιες λύσεις και τις ονόμαζε «λανθασμένες λύσεις». Ακόμα και ο μεγάλος φυσικός και μαθηματικός του 19ου αιώνα Χάμιλτον (William R. Hamilton) είχε αντιρρήσεις στην αποδοχή τόσο των αρνητικών όσο και των μιγαδικών αριθμών.
Έχει «νόημα» ο τρόμος που αισθανόμαστε, όταν βλέπουμε ένα φίδι, ή όχι; Αν έχει, τότε, προφανώς, το νόημα της λέξης «φίδι» δεν εξαντλείται με έναν λεκτικό ορισμό. Γενικότερα, πρέπει να μας απασχολήσει το ερώτημα: Έχουν τα συναισθήματα «νόημα» ή είναι απλές «διαταραχές» της σκέψης; Αν έχουν νόημα τότε το νόημα των εννοιών είναι μεταβλητό, αφού τα συναισθήματα μεταβάλλονται.
Πηγή: Ι.Β.Κιουστελίδης - http://www.math.ntua.gr