Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Λογικός ατομισμός των Wittgenstein και Russell

Λογικός ατομισμός των Wittgenstein και Russell
Η σύλληψη της φιλοσοφίας ως λογική ανάλυση της γλώσσας έλαβε στη σκέψη του Russell τη μορφή του Λογικού Ατομισμού - της θεωρίας σύμφωνα με την οποία η λογική δομή της γλώσσας συλλαμβάνει και αναπαριστά τη λογική δομή του κόσμου. Κατά τον Wittgenstein, στο Tractatus Logico-Philosophicus, η ορθή μέθοδος της φιλοσοφίας είναι «να μη λέμε τίποτε εκτός από αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή προτάσεις των φυσικών επιστημών - δηλαδή κάτι που δεν έχει να κάνει με τη φιλοσοφία - και κάθε φορά που κάποιος άλλος θα ήθελε να πει κάτι μεταφυσικό, να του υποδεικνύουμε ότι άφησε ορισμένα σημεία στις προτάσεις του χωρίς να τους προσδώσει σημασία» (Τ .).

Το πρόταγμα του Tractatus ερμηνεύτηκε από τον Λογικό Θετικισμό ως μια προσπάθεια να οριοθετηθεί η επικράτεια αυτών για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε με νόημα. Κριτήριο νοήματος κατέστη η αρχή της επαληθευσιμότητας.

Οι φιλόσοφοι Russell και Wittgenstein έζησαν και έδρασαν τον ο αιώνα. Ανήκουν και οι δύο στον Κύκλο της Βιέννης και συνέβαλλαν καθοριστικά στη μετεξέλιξη του θετικισμού σε λογικό θετικισμό ή εμπειρισμό. Ανέπτυξαν και οι δύο τις απόψεις τους για την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο νοήματος. Οι επιρροές που δέχθηκαν αμφότεροι είναι εμφανείς. Σκόπιμη λοιπόν κρίνεται η ανάδειξη του ρόλου που διαδραμάτισε η φιλοσοφία στην αναλυτική παράδοση αλλά και η καταγραφή των βασικών σημείων της θεωρίας των Russell και Wittgenstein σχετικά με την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο νοήματος και τη συναφή με αυτή διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων.

Κατά τον ο αιώνα ο θετικισμός είναι το φιλοσοφικό εκείνο κίνημα που κυριαρχεί. Βασική του θέση αποτελεί η άποψη πως η επιστήμη είναι ένα εργαλείο μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε και συνοψίζουμε όσα έχουμε παρατηρήσει δια μέσου της εμπειρίας μας. Στη συνέχεια ο θετικισμός θα μετεξελιχθεί σε λογικό θετικισμό ή εμπειρισμό. Βασική του επιδίωξη είναι να αναλυθεί η γλώσσα της επιστήμης και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα κατά πόσο είναι αληθής μία πρόταση ή όχι.

Αναλυτικότερα, κύριος εκφραστής του θετικισμού κατά τον ο αιώνα υπήρξε ο John Stuart Mill. Η θεωρία του στηρίχθηκε στην επαγωγική γνωσιολογία του Hume την οποία ωστόσο μετεξέλιξε. Προσπάθησε δηλαδή να αποδείξει επαγωγικά την αρχή της επαγωγής, κάτι το οποίο ο Hume το θεωρούσε αδύνατο.

Θεωρεί δηλαδή πως μετά από πληθώρα εμπειρικών παρατηρήσεων που έχουν εναποτεθεί στην ανθρώπινη μνήμη, κάθε αποτέλεσμα έχει αιτία και κατ’ επέκταση κάθε συγκεκριμένη αιτία έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εξάλλου κάθε ανθρώπινη σκέψη ακολουθεί πάντοτε επαγωγική πορεία, δηλαδή από το ειδικό στο γενικό και δεν προέρχεται από τη συνείδηση. Σε κάθε γενική διατύπωση δηλαδή οδηγούμαστε μέσω μεμονωμένων περιστατικών τα οποία στη συνέχεια τα γενικεύουμε.

Αυτή η εμπειρική αναγωγή της επιστήμης αποκρυσταλλώνεται στη συνέχεια από τον Κύκλο της Βιέννης, προκαλώντας έτσι και την μετεξέλιξη του θετικισμού σε λογικό θετικισμό ή εμπειρισμό. Πλέον η έννοια της αλήθειας παύει να αποτελεί βασική επιδίωξη και τη θέση της παίρνει η έννοια του νοήματος. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της υπήρξαν ο Wittgenstein, του οποίου το έργο Tractatus άσκησε σημαντική επιρροή στο λογικό εμπειρισμό, και ο Russell, με την αναγωγή των μαθηματικών στη λογική που εισηγήθηκε.

Σημαντική είναι βέβαια η συμβολή του λογικού θετικισμού στην κοινωνία της εποχής. Αυτό συμβαίνει διότι ο λογικός θετικισμός αντιπαρατίθεται σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες όπως ο ναζισμός και ο σταλινισμός, οι οποίες προωθούσαν τον σκοταδισμό με την κάλυψη της επιστημονικής ερμηνείας του κόσμου. Παράλληλα, μέσω της θεωρίας του νοήματος που βασίζεται στην αρχή της επαληθευσιμότητας, ο λογικός θετικισμός θα απορρίψει ολόκληρο το σώμα της παραδοσιακής φιλοσοφίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μία ανοησία. Αυτό συμβαίνει διότι οι θεωρίες της παραδοσιακής φιλοσοφίας δεν περνούν καν το πρώτο στάδιο επαληθευσιμότητας, δηλαδή τον έλεγχο του νοήματος.



Λογικός ατομισμός Russell


Λογικός ατομισμός των Wittgenstein και Russell
Ο Russell υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της αναλυτικής σκέψης και ένας από τους ευρέως γνωστούς διανοούμενους του ου αιώνα, αρκετά γνωστός βέβαια και για την πολιτική δράση του. Το πιο διαδεδομένο έργο του υπήρξε Principia Mathematica στο οποίο προσπαθεί να ανάγει τα μαθηματική στη λογική. Ως προς τη γλώσσα, θεωρεί πως η γλωσσική μορφή θα πρέπει να είναι διαχωρισμένη από τη λογική δομή του νοήματος, η οποία κατά κύριο λόγο είναι κρυμμένη κάτω από φραστικά υλικά που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον καθημερινό τους λόγο.

Σύμφωνα με τον Russell λοιπόν ο καθημερινός λόγος είναι απρόσεκτος και αυτό συνεπάγεται πως θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επαληθεύσουμε κατά πόσο ισχύουν κάποια πράγματα και αν αυτά αληθεύουν ή όχι. Προκειμένου να το επιτύχουμε αυτό θα πρέπει να προσπαθήσουμε να απομονώσουμε από το λόγο όλα τα «στολίδια» με τα οποία έχει διανθιστεί και να καταλήξουμε στο νόημα, αφού ο καθημερινός λόγος του ανθρώπου είναι συνήθως συγκεχυμένος και ασαφής.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τη σκέψη του αυτή παραθέτει ένα παράδειγμα. Θα πρέπει να αποφασίσουμε λοιπόν αν αληθεύει ή όχι η φράση «Ο βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός»; Αν τεθεί με τον τρόπο αυτό η ερώτηση, αποτελεί ένα λογικό άτοπο καθώς αν η απάντησή μας είναι αρνητική, θα καταλάβει κανείς πως ο βασιλιάς της Γαλλίας έχει όλα του τα μαλλιά ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει βασιλιάς της Γ αλλίας. Από το παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως μέσω ενός εκφραστικού τεχνάσματος μπορεί να απομακρυνθούμε από το να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε.

Η προβληματική του παραπάνω ερωτήματος ωστόσο έγκειται στο γεγονός πως πρόκειται για δύο διαφορετικά ερωτήματα τα οποία έχουν συγχωνευθεί σε ένα.

Έτσι τα δύο υποερωτήματα τα οποία προκύπτουν είναι «Υπάρχει σήμερα βασιλιά στη Γαλλία;» και αν υπάρχει «Είναι ο βασιλιά φαλακρός;». Κατανοούμε λοιπόν πως πρόκειται για ένα λογικά σύνθετο ερώτημα, η συνένωση δηλαδή δύο ξεχωριστών ατομικών προτάσεων. Για να είναι αληθινή λοιπόν η πρόταση αυτή θα πρέπει οι επιμέρους προτάσεις οι οποίες την απαρτίζουν να είναι ταυτοχρόνως αληθινές.

Ο Russell θεώρησε πως είναι σημαντικό να αναδεικνύεται η υποκειμενική λογική δομή μιας πρότασης. Για το λόγο αυτό δημιούργησε τη διάκριση ανάμεσα σε ατομικές και σύνθετες λογικές προτάσεις, μέσω της οποίας θα μπορούμε να αντιληφθούμε κατά πόσο ισχύει μία πρόταση ή όχι. Θα μπορούμε δηλαδή να βρούμε την «αληθοτιμή» της πρότασης αυτής.

Πιο συγκεκριμένα, ατομικές προτάσεις είναι οι απλούστερες προτάσεις της γλώσσας οι οποίες δε μπορούν να αναλυθούν περαιτέρω. Κάθε ατομική πρόταση αποτελείται από ένα λογικά κύριο όνομα και ένα κατηγορηματικό σύμβολο, για παράδειγμα «αυτό είναι κόκκινο». Το λογικά κύριο όνομα αναφέρεται στα μη περαιτέρω αναλύσιμα δομικά συστατικά του κόσμου ενώ τα κατηγορηματικά σύμβολα αναφέρονται στα καθόλου. Κατά αναλογία με την ατομική λογική πρόταση, το ατομικό γεγονός συναποτελείται από ένα μεταφυσικό άτομο και ένα καθόλου. Μία ατομική πρόταση λοιπόν καθίσταται αληθής από το ατομικό γεγονός στο οποίο αντιστοιχεί.

Ωστόσο, η σύνθεση των ατομικών προτάσεων είναι αυτή που δημιουργεί τις μοριακές προτάσεις ή συνθετικές. Προκειμένου να επαληθεύσουμε όμως μία τέτοια πρόταση θα πρέπει να διαπιστώσουμε εάν επαληθεύονται οι ατομικές προτάσεις οι οποίες τη συναποτελούν. Στην περίπτωση όμως που οι συνθετικές αυτές προτάσεις είναι αρνητικές, γενικές ή ψυχολογικές τότε θα πρέπει να αντιστοιχούν σε αρνητικά,γενικά ή ψυχολογικά γεγονότα



Λογικός ατομισμός Wittgenstein


Ο Wittgenstein υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του δεύτερου μισού του ου αιώνα με αρκετά ευρύ φάσμα επιρροής. Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με το έργο του Tractatus Logico-Philosophicus στο οποίο αναλύει όλες τις βασικές θέσεις του γλωσσαναλυτικού κινήματος. Κεντρικός άξονας του έργου αυτού είναι η απεικονιστική θεωρία του νοήματος, δηλαδή η άποψη πως ο κόσμος μπορεί να περιγραφεί από τη γλώσσα επειδή έχουν παρόμοια δομή.

Σύμφωνα με τον Wittgenstein λοιπόν, ο κόσμος είναι το σύνολο των «καταστάσεων πραγμάτων» οι οποίες αληθεύουν. Κάθε κατάσταση πραγμάτων μπορεί να δηλωθεί μέσω μια πρότασης. Βέβαια τα συστατικά της είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που διαπλέκονται τα αντικείμενα στα οποία αναφέρεται η πρόταση. Όμως μία κατάσταση πραγμάτων αποτελείται από ατομικά πράγματα, τα οποία υπάρχουν μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της κατάστασης που τα εμπεριέχει. Αντιστοίχως στις προτάσεις τα ονόματα δεν έχουν σημασία μεμονωμένα αλλά λαμβάνουν συγκεκριμένη σημασία μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο εμπεριέχονται, της ορθά δομημένης γλωσσικής δομής. Φορέας νοήματος επομένως κατά τον φιλόσοφο είναι η πρόταση και όχι η λέξη μεμονωμένα. Η γλώσσα λοιπόν αναλύεται σε απλές προτάσεις των οποίων η λογική σύνθεση αποτελεί οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί ενώ ο κόσμος αποτελείται από ανεξάρτητα μεταξύ τους ατομικά γεγονότα. Παράλληλα θεωρεί πως για τα απλά γεγονότα της πραγματικότητας αντιστοιχούν απλές προτάσεις ενώ για τα σύνθετα, σύνθετες. Αυτό συμβαίνει διότι τα πραγματικά γεγονότα είναι αυθύπαρκτα και οι αλληλουχίες στις οποίες τα εντοπίζουμε είναι τυχαίες. Συμπερασματικά, η φιλοσοφία δεν έχει λόγο στη δομή της πραγματικότητας.

Αυτό λοιπόν που δίνει περιεχόμενο σε μία εικόνα δεν είναι η ύπαρξη της κατάστασης την οποία εικονίζει. Υπάρχουν δηλαδή και προτάσεις οι οποίες περιγράφουν πράγματα τα οποία δεν υπάρχουν. Όπως η εικόνα έτσι και η ατομική πρόταση δεν αναπαριστά ένα γεγονός αλλά τη δυνατότητα να συνδυαστούν μεταξύ τους τα αντικείμενα τα οποία αντιστοιχούν στα ονόματα της ατομικής πρότασης. Μια ατομική πρόταση λοιπόν παρά το γεγονός πως αποτελείται από ανόητους φθόγγους εντούτοις έχει νόημα διότι αναπαριστά μία κατάσταση πραγμάτων. Από την άλλη πλευρά το νόημα μιας μοριακής πρότασης δεν είναι ένα δυνατό γεγονός ούτε συνίσταται στην αντιστοιχία της σε μία υπαρκτή κατάσταση πραγμάτων. Αντιθέτως καθορίζεται από τα νοήματα των ατομικών προτάσεων που την απαρτίζουν και από τον τρόπο που δομούνται μέσω λογικών όρων.

Προκειμένου λοιπόν να επαληθεύσει ο Wittgenstein τις προτάσεις εισήγαγε τους αληθοπίνακες. Αναλυτικότερα, περιέγραψε πέντε βασικούς λογικούς συνδέσμους σύμφωνα με τους οποίους οι προτάσεις είτε αληθεύουν είτε όχι. Στηριζόμενος σε αυτούς δημιούργησε τους αληθοπίνακες οι οποίοι αποτελούν την λεπτομερή περιγραφή όλων των δυνατών εναλλακτικών αποτελεσμάτων που δημιουργούνται από τους βασικούς λογικούς συνδέσμους.

Πιο συγκεκριμένα, θεώρησε πως οι γλωσσικές προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους βασικούς λογικούς συνδέσμους. Αυτές οι λέξεις είναι αντίστοιχες με τα σύμβολα πράξεων στην αριθμητική και επιτελούν τη λειτουργία συγκεκριμένων λογικών πράξεων. Εδώ εντοπίζουμε σπέρματα της φιλοσοφίας του Frege, δηλαδή ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα συναρτήσεων αλλά και του λογικού ατομισμού του Russell.

Υπάρχουν λοιπόν προτάσεις που αληθεύουν σε κάθε περίπτωση, οποιεσδήποτε και αν είναι οι αληθοτιμές των ατομικών συστατικών που τις απαρτίζουν και ονομάζονται ταυτολογίες. Στον αντίποδα υπάρχουν και κάποιες οι οποίες είναι πάντοτε ψευδείς και ονομάζονται λογικές αντιφάσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προτάσεις υπάρχουν και αυτές που είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς αναλόγως την περίπτωση. Πέμπτη κατηγορία αποτελεί η περιεκτική διάζευξη, η οποία αποτελεί καινοτομία του φιλοσόφου. Έτσι προκειμένου να αληθεύει μία διαζευκτική πρόταση, μπορεί να αληθεύει όταν αληθεύουν και τα δύο μέρη της διάζευξης αλλά και τον αληθεύει το καθένα από αυτά χωριστά. Αυτή η παραδοχή βέβαια δε συνάδει με την κοινή λογική.

Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως μέσα στη γλώσσα υπάρχει ένας ενιαίος λογικός χώρος, στον οποίο κυριαρχεί η αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα αυτή είναι καθαρά γλωσσική και είναι η μοναδική την οποία μπορεί να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους.

Πηγή: http://www.arnos.gr