Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Ο επαναστατημένος άνθρωπος [Albert Camus]

Albert Camus - Ο επαναστατημένος άνθρωπος
“Υπάρχουν έγκλήματα πάθους κι εγκλήματα λογικής. Ό Ποινικός Κώδικας τα ξεχωρίζει αρκετά εύκολα μέ τήν προμελέτη. Ζοΰμε στήν έποχή της προμελέτης καί τοϋ τέλειου έγκλήματος. Οί έγκληματίες μας δεν είναι πιά έκεΐνα τ αδύναμα παιδιά πού έπικαλοΰνταν τήν αιτιολογία τής άγάπης. ’Απεναντίας είναι ένήλικοι καί τό άλλοθι τους είναι αναμφισβήτητο: είναι ή φιλοσοφία πού μπορεΐ νά χρησιμέψει γιά ό,τιδήποτε, άκόμα καί γιά νά μεταμορφώσει τούς δολοφόνους σέ δικαστές.

Ό Χήθκλιφ στά «’Ανεμοδαρμένα 'Ύψη» θά σκότωνε δλο τόν κόσμο γιά ν’ άποχτήσει τήν Κάθυ, άλλά δέ θά τοϋ περνούσε άπ’ τό μυαλό οτι αύτή ή δολοφονία είναι λογική ή δικαιολογημένη άπό κάποιο σύστημα, θά τήν εκανε μόνο, κι έκεϊ σταματά δλη ή πίστη του. Αυτό προϋποθέτει τή δύναμη τοϋ έρωτα καί χαραχτήρα. Μιά καί ή δύναμη του έρωτα σπανίζει, ή δολοφονία παραμένει έξαίρεση πού διατηρεί τό χαραχτήρα τής παράβασης. ’Αλλά άπό τή στιγμή πού άπό ελλειψη χαραχτήρα προσπαθούμε νά βρούμε μιά θεωρία, άπό τή στιγμή πού τό έγκλημα γίνεται αντικείμενο σκέψης, τότε γεννοβολάει δπως ή λογική ή ίδια, παίρνει δλες τις μορφές τοϋ συλλογισμού. Ήταν μοναχικό σάν κραυγή μά τώρα πιά είναι κοινό στόν κόσμο δπως ή γνώση. Χτές τό δίκαζαν, σήμερα αυτό τό ίδιο γίνεται νόμος.

Άλλά δέν πρόκειται ν’ άγαναχτήσουμε έδώ ένάντιά του. Σκοπός αυτού του δοκιμίου είναι νά δεχτεί άκόμα μιά φορά τήν πραγματικότητα τής στιγμής πού είναι τό λογικό έγκλημα, καί νά έξετάσει μέ άκρίβεια τούς λόγους του' κάνω έδώ μιά προσπάθεια νά καταλάβω την έποχή μου. Πιστεύουμε Ι’σως δτι μια έποχή πού, μέσα σέ πενήντα χρόνια, σκλαβώνει, ξεριζώνει ή σκοτώνει έβδομήντα έκατομμύρια άνθρώπινες υπάρξεις, πρέπει πρώτ’ άπ’ δλα νά κριθεΐ. Πρέπει όμως άκόμα νά γίνει κατανοητή ή ένοχή της. Σέ έποχές πιό πρωτόγονες, δπου δ τύραννος Ισοπέδωνε πόλεις γιά ν’ άποχτήσει δόξα, δπου δ σκλαβωμένος σερνόταν αλυσοδεμένος στδ άρμα του νικητή μέσα σέ πόλεις πού τελούσε τό θρίαμβό του, δπου δ έχθρδς ριχνόταν στ’ άγρια θηρία μπροστά στδ συγκεντρωμένο πλήθος, ή συνείδηση μπροστά σ’ αυτά τά τόσο άδολα εγκλήματα μπορούσε νά είναι ήρεμη, ή κρίση ξεκάθαρη. ’Αλλά τά στρατόπεδα των σκλάβων κάτω άπ’ το λάβαρο τής έλευθερίας, οί σφαγές μέ κίνητρο τήν άγάπη στδν άνθρωπο ή τδ κέφι τού υπεράνθρωπου φέρνουν σέ άμηχανία τήν κρίση. 'Όταν πιά τδ έγκλημα φοράει τή λεοντή τής άθωότητας σέ μιά περίεργη άντιστροφή των ρόλων, πού συμβαίνει συχνά στδν καιρό μας, ή άθωότητα είναι έκείνη πού πρέπει νά δώσει εξηγήσεις. Σκοπός τού δοκιμίου είναι νά δεχτεί καί νά έξετάσει τήν παράδοξη τούτη πρόκληση.

Πρέπει νά έξακριβώσουμε κατά πόσο ή άθωότητα, άπδ τή στιγμή πού αρχίζει τή δράση, είναι αδύνατο πιά ν’ άποφύγει τδ έγκλημα. Δεν μπορούμε νά δράσουμε παρά σέ μιά στιγμή πού είναι δική μας, άνάμεσα στους άνθρώπους πού μας τριγυρίζουν. Δέ θά μάθουμε τίποτα έφόσο δέν ξέρουμε αν έχουμε τδ δικαίωμα νά σκοτώνουμε αύτδν τδν άλλο μπροστά μας ή νά δώσουμε τή συγκατάθεσή μας γιά νά σκοτωθεί. ’Αφού κάθε πράξη σήμερα καταλήγει σέ δολοφονία, άμεση ή εμμεση, δέν μπορούμε νά ένεργήσουμε χωρίς νά ξέρουμε αν πρέπει καί γιατί πρέπει νά δώσουμε τδ θάνατο.

Τδ σημαντικό λοιπδν δέν είναι γιά τήν ώρα νά βρούμε τις αίτιες τών πραγμάτων, άλλά, μιά κι δ κόσμος είναι Ιτσι φτιαγμένος, νά ξέρουμε πώς νά συμπεριφερθοΰμε. Τδν καιρδ τής άρνησης ήταν ίσως χρήσιμο ν’ άναρωτιόμαστε σχετικά μέ τό πρόβλημα τής αύτοκτονίας. Στδν καιρό τών ιδεολογιών πρέπει νά ρυθμίσουμε τή δράση μας σύμφωνα μέ τό έγκλημα. ’Άν τό έγκλημα έχει τούς λόγους του, ή έποχή μας κι έμεΐς οί ίδιοι εχουμε κάποια σημασία. ’'Αν δέν τούς εχει, ζοΰμε μέσα στην τρέλα καί δέν ύπάρχει άλλη διέξοδος παρά ή να άποχτήσουμε κάποια σημασία η νά παραιτηθούμε. θα πρέπει πάντως ν’ άπαντήσουμε ξεκάθαρα στό έρώτημα πού μάς τέθηκε μέσα στό αίμα καί τούς θρήνους τοΰ αίώνα μας. Γιατί βρισκόμαστε άκόμα στό έρώτημα.

Έδώ και τριάντα χρόνια, πρίν ν’ αποφασίσουν νά σκοτώνουν οι άνθρωποι, είχαν άρνηθεΐ τόσα πολλά, ώστε εφτασαν μέχρι καί ν’ άρνιοΰνται τόν έαυτό τους μέ την αύτοκτονία. Ό Θεός ύποκρίνεται, δλος δ κόσμος μαζί του κι έγώ δ ίδιος* γι’ αυτό πεθαίνω. Ή αυτοκτονία ήταν τότε τό πρόβλημα. Ή ιδεολογία σήμερα άρνιέται τούς άλλους, αυτοί μόνο είναι ύποκριτές. Τότε σκοτώνουν. Κάθε αυγή χρυσοστολισμένοι δολοφόνοι γλιστράνε μέσα σ’ ενα κελλί. Τό έγκλημα είναι τώρα τό πρόβλημα.

Οί δυο συλλογισμοί δένονται μεταξύ τους. Μάς δένουν κι εμάς τόσο στενά πού δέν μπορούμε πιά νά διαλέξουμε τά προβλήματά μας. Μάς διαλέγουν έκεΐνα, πότε τό ενα καί πότε τό άλλο. "Ας δεχτούμε νά μάς διαλέγουν. Αυτό τό δοκίμιο έπιθυμεΐ νά συνεχίσει, πάνω στή δολοφονία καί τήν έξέγερση, μιά σκέψη πού άρχισε σχετικά μέ τήν αυτοκτονία καί τήν έννοια του παράλογου.

’Αλλά αύτή ή σκέψη δέ μάς δίνει μέχρι στιγμής παρά μόνο μιά έννοια, τήν έννοια τοΰ παράλογου. Καί τούτη μέ τή σειρά της δέ μάς όδηγεΐ πουθενά άλλου παρά μόνο σέ μιά άντίφαση σχετικά μέ τή δολοφονία. Τό αίσθημα του παράλογου, δταν ισχυρίζεται κανείς κατά πρώτο δτι θά βγάλει άπ’ αυτό £ναν κανόνα δράσης, κάνει τή δολοφονία τό λιγότερο άδιάφορη καί, κατά συνέπεια, δυνατή. ’Άν δέν πιστεύουμε σέ τίποτα, άν τίποτα δέν εχει Ιννοια κι άν δέν μπορούμε νά έπιβεβαιώσουμε καμιά άξια, τότε δλα είναι δυνατά καί τίποτα δέν εχει σημασία. Χωρίς ύπέρ καί κατά δ δολοφόνος δέν εχει ούτε δίκιο ούτε άδικο. Μπορούμε νά συνδαυλίζουμε τή φωτιά στά κρεματόρια, δπως άκριβώς θά μπορούσαμε ν’ άφοσιωθοΰμε στήν περιποίηση των λεπρών. Ή κακία κι ή άρετή γίνονται σύμπτωση ή καπρίτσιο.

Θ’ αποφασίσουμε τότε νά μή δρουμε, πού σημαίνει δτι τό λιγότερο αποδεχόμαστε τή δολοφονία τοϋ πλησίον οίκτείροντας μόνο την άτέλεια των άνθρώπων. Θά μάς περάσει άκόμα Απ’ τό μυαλό ν’ Αντικαταστήσουμε τή δράση μέ τόν τραγικό ντιλεταντισμό, και τότε πιά ή ανθρώπινη ζωή παίζεται στήν τύχη. Μπορούμε τέλος νά προτείνουμε στον έαυτό μας μια δράση μέ Ανταλλάγματα. Σ’ αυτή τήν τελευταία περίπτωση, μιά καί λείπει κάποια άνώτερη αξία πού νά προσανατολίζει τή δράση, θά Ιπιδιώξουμε τήν άμεση άποτελεσματικότητα. ’Αφού τίποτα δέν είναι Αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό, θά εχουμε σάν κανόνα ν’ άναδειχτοΰμε πιό Αποτελεσματικοί, δηλαδή πιό δυνατοί. Ό κόσμος τότε δέ θά χωρίζεται σέ δίκαιους κι άδικους Αλλά σ’ Αφέντες καί δούλους. ’Έτσι Απ’ όπου καί νά στραφούμε, στήν καρδιά τής άρνησης καί τοΰ μηδενισμού, το έγκλημα κατέχει προνομιούχα θέση.

Albert Camus. Ο επαναστατημένος άνθρωπος
’Άν λοιπόν θέλουμε νά υιοθετήσουμε μιά παράλογη στάση, πρέπει νά ειμαστ’ έτοιμοι γιά φόνο, κάνοντας έτσι τή λογική νά ύπερισχύσει πάνω σέ δισταγμούς πού θά φαίνονται χιμαιρικοί. Βέβαια, χρειάζεται κάποια προδιάθεση. 'Αλλά πολύ λιγότερο Απ’ δσο πιστεύουμε, δπως δείχνει ή πείρα. "Αλλωστε είναι πάντα δυνατό, δπως συμβαίνει συχνά, νά βάλουμε τούς άλλους νά σκοτώνουν. "Ολα λοιπόν θά κανονίζονταν στ’ δνομα τής λογικής άν ή λογική μπορούσε στ’ Αλήθεια νά βρει θέση σέ μιά τέτοια στάση. Άλλά ή λογική δέν είναι δυνατό νά εύσταθήσει σέ μιά στάση πού κάνει διαδοχικά το έγκλημα νά φαίνεται καί δυνατό καί Αδύνατο. Γιατί ή παράλογη Ανάλυση, κάνοντας τή δολοφονία νά φαίνεται τό λιγότερο αδιάφορη, εχει σά σπουδαιότερη συνέπειά της τήν καταδίκη τής λογικής. Τό τελικό συμπέρασμα τού παράλογου συλλογισμού είναι πραγματικά ή άπάρνηση τής αύτοκτονίας καί ή έμμονή στήν Απεγνωσμένη Αναμέτρηση Ανάμεσα στ’ Ανθρώπινα έρωτηματικά καί τή σιωπή τοΰ κόσμου. Ή αύτοκτονία θά σήμαινε τό τέλος τής Αναμέτρηση;


καί b παράλογος συλλογισμός δεν μπορεΐ,νά τό δεχτεί παρά άν άρνηθεΐ τις ίδιες τις προϋποθέσεις του. Μιά τέτοια λύση, σύμφωνα μέ τό συλλογισμό αυτό, θά ήταν φυγή ή λύτρωση. Άλλα είναι φανερό δτι μέ τον ϊδιο τρόπο αύτός t συλλογισμός δέχεται τή ζωή σαν τό μόνο άναγκαΐο άγαθό, άφοΟ αύτή άκριβώς έπιτρέπει τήν άναμέτρηση κι άφοΰ χωρίς αύτή τό παράλογο έπαθλο δέ θά είχε άντίκρυσμα. Γιά ν’ άποφανθεΐ πώς ή ζωή είναι παράλογη, ή συνείδηση πρέπει να είναι ζωντανή. Πώς λοιπόν νά κρατήσει κανείς γιά τόν έαυτό του τό Αποκλειστικό προνόμιο ένός τέτοιου συλλογισμοί), χωρίς μιά σημαντική παραχώρηση στήν άγάπη του γιά τήν άνεση; Από τή στιγμή πού αύτό τό άγαθό χαραχτηρίζεται έτσι, είναι κοινό γιά δλους τούς ανθρώπους. Δεν μπορούμε νά δεχτούμε πώς τό έκλημα είναι σύμφυτο αν αύτό τό άρνηθοΰμε γιά τήν αυτοκτονία. "Ενα πνεύμα ποτισμένο άπό τήν Ιδέα τού παράλογου παραδέχεται χωρίς άμφισβήτηση τό τυχαίο έγκλημα άλλά δέν μπορεΐ νά δεχτεί τό έγκλημα τής λογικής. Σέ σχέση μέ τήν άναμέτρηση, έγκλημα ή αύτοκτονία είναι ενα καί τό αύτό πού πρέπει ή νά τό δεχτούμε ή νά τό άπορρίψουμε.

Μέ τόν 'ίδιο τρόπο δ άπόλυτος μηδενισμός πού δέχεται τή νομιμοποίηση τής αύτοκτονίας συντρέχει άκόμα πιό εύκολα τό λογικό έγκλημα. "Αν ή έποχή μας δικαιολογεί τόσο εύκολα τό έγκλημα, είναι γιατί ύπάρχει ή άδιαφορία πρός τή ζωή, πού χαραχτηρίζει τό μηδενισμό. 'Αναμφίβολα ύπήρξαν έποχές πού τό πάθος τής ζωής ήταν τόσο δυνατό πού ξεχείλιζε σέ Ιγκληματικές υπερβολές. ’Αλλά έκεΐνες οΕ ύπερβολές έμοιαζαν σάν τό έγκαυμα πού άφήνει μιά φοβερή Απόλαυση. Δέν υπήρχε αύτή ή μονότονη τάξη πού Ιχει έπιβάλει ή λογική τής άναγκαιότητας καί πού μπροστά της δλα ισοπεδώνονται. Άπό τή λογική αύτή ξεφύτρωσαν οί άξίες τής αύτοκτονίας, άπ’ τις όποιες τρέφεται ή έποχή μας, μέχρι τήν άπώτερη συνέπειά τους πού είναι τό νομιμοποιημένο έγκλημα. Μέ τόν Γδιο τρόπο κορυφώθηκε στήν δμαδική αύτοκτονία. Ή πιό έντυπωσιακή άπόδειξη δόθηκε άπό τή Χιτλερική Αποκάλυψη τού 1945. Έ αύτοκαταστροφή ήταν £να τίποτα γιά τούς παράφρονες πού έτοίμαζαν μέσα στις φωλιες τους ενα θάνατο άποθεωτικό. Τδ ουσιαστικό ήταν νά μήν αύτοκαταστραφοΰν μονάχοι άλλα νά παρασύρουν κι §ναν δλόκληρο κόσμο μαζί τους. Κατά κάποιο τρόπο, δ άνθρωπος πού σκοτώνεται μέσα στη μοναξιά διατηρεί άκόμα κάποια άξία άφοΰ δέν άναγνωρίζει προφανώς στδν έαυτό του δικαιώματα πάνω στη ζωή των άλλων. ’Απόδειξη γι’ αύτδ είναι πώς δέ χρησιμοποιεί ποτέ, γιά νά κυριαρχήσει στδν «πλησίον», την τρομερή δύναμη κι έλευθερία πού τοΰ δίνει ή άπόφασή του νά πεθάνει. Κάθε μοναχική αύτοκτονία δταν είναι άπόρροια μνησικακίας, είναι κατά κάποιο τρόπο πράξη γενναιοφροσύνης ή περιφρόνησης. ’Αλλά περιφρονεΐ κάνεις στ’ δνομα μιας άρχής. Ό κόσμος είναι άδιάφορος γιά τδν αύτόχειρα γιατί αύτδς εχει κάποια Ιδέα γιά τδ τί δέν του είναι ή θά μπορούσε νά μήν τοΰ είναι άδιάφορο. Πιστεύει δτι καταστρέφει τά πάντα κι δτι τά παρασύρει δλα μαζί του, άλλά άπ’ αύτδν τδν Γδιο τδ θάνατο γεννιέται μιά άξία πού ίσως θάξιζε νά ζοΰσε. Ή άπόλυτη άρνηση λοιπδν δέν μπορεΐ νά έςαντληθεΐ μέ τήν αύτοκτονία, άλλά μόνο μέ τήν άπόλυτη καταστροφή τοΰ έαυτοΰ μας και των άλλων. Δηλαδή δέν μπορούμε νά τή ζήσουμε παρά μόνο τείνοντας πρδς αύτδ τδ τερπνό όριο. Αύτοκτονία κι έγκλημα είναι έδώ δυδ πλευρές τής 'ίδιας κατηγορίας, τής κατηγορίας μιας δυστυχισμένης νόησης πού προτιμά, άντι νά ύποφέρει σέ μιά περιορισμένη ύπαρξη, τή μαύρη έξαρση, δπου ούρανδς καί γη έκμηδενίζονται.

Μέ τδν ίδιο τρόπο σκέψης, άν θεωρούμε πώς δέν Ιχει αιτιολόγηση ή αύτοκτονία, δέν μποροΰμε νά αίτιολογοϋμε τδ έγκλημα. Δέν μπορεΐ κανείς νά είναι κατά τδ ήμισυ μηδενιστής. Ό παράλογος συλλογισμός δέν μπορεΐ ταυτόχρονα νά διαφυλάσσει τή ζωή έκείνου πού μιλάει και νά δέχεται τή θυσία των άλλων. Άπδ τή στιγμή πού άναγνωρίζουμε τδ άδύνατο τής άπόλυτης άρνησης καί αύτδ σημαίνει πώς άναγνωρίζουμε τή ζωή κατά κάποιο τρόπο, τδ πρώτο πράγμα πού δέν μπορούμε ν’ άρνηθουμε είναι ή ζωή τοΰ πλησίον. Έτσι, ή ίδια Ιννοια πού μάς άφηνε νά πιστεύουμε δτι ή δολοφονία είναι άδιάφορη, τής στερεί στδ τέλος τή δικαιολογία της. Ξαναγυρίζουμε στήν παράνομη κατάσταση άπ' δπου προσπαθήσαμε νά βγοΰμε. Πρακτικά £νας τέτοιος συλλογισμός μάς βεβαιώνει πώς μπορούμε καί πώς δεν μπορούμε νά σκοτώνουμε. Μάς αφήνει μέσα στήν άντίφαση, χωρίς τίποτα πού νά μπορεΐ νά έμποδίζει ή νά νομιμοποιεί τδ Ιγκλημα, νά άπειλουμε καί νά μάς άπειλοΰν, παρασυρμένους άπό μιά δλόκληρη πυρετική έποχή μηδενισμού, άλλά καί μέσα στή μοναξιά, μέ τ οπλο στο χέρι καί σφιγμένο τδ λαιμό.

Μά αυτή ή βασική άντίφαση συνοδεύεται αναπόφευκτα άπδ πλήθος άλλες μιά καί ισχυρίζεται κανείς πώς θέλει νά μείνει στδ παράλογο, άδιαφορώντας γιά τον αληθινό του χαραχτήρα, σύμφωνα μέ τον δποΐο είναι μιά βιωμένη μεταβατικότητα, ένα σημείο άφετηρίας, τδ ισοδύναμο στδν τομέα τής ύπαρξης τής μεθοδικής άμφιβολίας του Ντεκάρτ. Τδ παράλογο είναι αύτδ καθαυτδ άντίφαση.

Καί είναι μιά άντίφαση ώς πρδς τδ περιεχόμενό του γιατί αποκλείει τις κρίσεις άξιων θέλοντας νά διατηρήσει τη 'ζωή, ένώ ή ζωή είναι αύτή καθαυτή μιά κρίση αξίας. 'Όταν άνασαίνεις είναι σά νά κρίνεις. Είναι οπωσδήποτε ψέμα νά ποΰμε δτι ή ζωή είναι μιά συνεχής έκλογή. Άλλά είναι άλήθεια δτι δεν μπορούμε νά φανταστούμε τη ζωή στερημένη άπό κάθε έκλογή. ’Απ’ αύτή τήν τόσο απλή άποψη, ή παράλογη θέση στήν πράξη είναι άδιανόητη. Καί είναι άδιανότητη ακόμα καί στήν έκφρασή της. Κάθε φιλοσοφία τοΰ άσήμαντου ζεΐ μέσα σέ μιά άντίφαση άπδ τδ γεγονδς καί μόνο πώς έκφράζεται. Γιατί δίνει ενα μίνιμουμ συνοχής στήν άσυναρτησία, εισάγει τη συνέπεια σ’ αύτδ πού σύμφωνα μέ τά λεγόμενά της δεν εχει συνέπεια. Ή δμιλία διορθώνει. Ή μόνη σωστή στάση πού θέλει νά στηρίζεται πάνω στδ ασήμαντο θά ήταν ή σιωπή, αν ή σιωπή δέν είχε κάποιο νόημα. Ό τέλειος παραλογισμδς προσπαθεί νά είναι βουβός. 'Όταν μιλάει αύτδ γίνεται άπδ αύταρέσκεια ή γιατί αισθάνεται τήν προσωρινότητά του. Αύτή ή αύταρέσκεια, ή αύτο έγκριση δείχνει τδν βαθιά διφορούμενο χαραχτήρα τής παράλογης στάσης. Τδ παράλογο πού ισχυρίζεται δτι έκφράζει τόν άνθρωπο μέσα στή μοναξιά του τον κάνει νά ζεΐ μέ κάποιο τρόπο μπροστά σ’ £ναν καθρέφτη. Ό άρχικός διχασμός κινδυνεύει τότε νά γίνει άνετος κι ευχάριστος. Ή πληγή πού ξύνουμε μέ τόση φροντίδα στό τέλος δίνει ήδονή.

Δέ λείπουν κι οί μεγάλοι τυχοδιώχτες του παράλογου. ’Αλλά τελικά το μέγεθος τους μετριέται άπό τό πόσο άρνήθηκαν τις χαρές τοΰ παράλογου γιά νά κρατήσουν τις άπαιτήσεις του. Καταστρέφουν γιά τό πιό πολύ κι όχι γιά τό πιό λίγο. «Εχθροί μου είναι έκεΐνοι, λέει δ Νίτσε, πού επιδιώκουν τήν άνατροπή κι όχι ν’ αύτοδημιουργηθοΰν οί ίδιοι». Και τό παράλογο άνατρέπει άλλά προσπαθώντας νά δημιουργήσει. Εξυμνεί τή χρηστότητα μαστιγώνοντας τούς φιλήδονους μέ τή «γουρουνίσια δψη». Γιά νά ξεφύγει άπό τήν αυταρέσκεια δ παράλογος συλλογισμός καταφεύγει στήν άρνηση. Άρνιέται τό διασκορπισμό καί καταλήγει σέ μιά αύθάίρετη άπογύμνιοση, σέ μιά πολιτική σιωπής, στήν παράδοξη άσκητεία τής έξέγερσης. Ό Ρεμπώ τραγουδώντας «τ’ ωραίο έγκλημα πού τσαλαβουτάει στή λάσπη του δρόμου» καταφεύγει στό Χαρράρ καί τό μόνο του παράπονο είναι πώς έκεΐ ζεΐ χωρίς οικογένεια. Ή ζ(θή ήταν γιά κείνον «μιά φάρσα όργανωμένη απ’ δλους μαζί». ’Αλλά τήν ώρα τοΰ θανάτου, νά πού φωνάζει στήν αδερφή του: «Θά ταφώ κάτω άπό τή γή καί σύ θά περπατάς στον ήλιο!»

Τό παράλογο λοιπόν, θεωρούμενο σάν κανόνας τής ζωής, είναι αντιφατικό. Γι’ αυτό δέν πρέπει ν’ άποροΰμε πού δέ μάς δίνει τις άξίες πού θ’ άποφάσιζαν αντί γιά μάς σχετικά μέ τή νομιμότητα τοΰ έγκλήματος. ’Άλλωστε δέν είναι δυνατό νά στηρίξουμε μιά στάση πάνω σέ μιά προνομιούχα συγκίνηση. Τό αίσθημα τοΰ παράλογου είναι ενα αίσθημα σάν δλα τ’ άλλα. Τό δτι εδωσε τό χρώμα του σέ τόσες σκέψεις καί πράξεις ανάμεσα σέ δυο πολέμους αποδείχνει μόνο τή δύναμη καί τή νομιμότητά του. Άλλά ή ένταση ενός αισθήματος δέν μπορεϊ νά τό κάνει πανανθρώπινο. 'II πλάνη μιας δλόκληρης έποχής ήταν δτι σχημάτισε ή προσπάθησε νά σχηματίσει γενικούς κανόνες δράσης, ξεκινώντας άπό μιά άπεγνωσμένη συγκίνηση πού ή Ιξέλιξή της θά ήταν νά ςεπεράσει τον έαυτό της. Οί μεγάλες λύπες δπως κι οι μεγάλες ευτυχίες μπορούν νά βρίσκονται στήν άρχή ένός συλλογισμού. Είναι μεσολαβητές. Δέν μπορούμε δμως νά τις ξαναβρούμε καί νά τις διατηρήσουμε σ’ δλο τδ μάκρος τών συλλογισμών. ’Άν λοιπόν ήταν νόμιμο νά υπολογίζεται ή παράλογη ευαισθησία, νά γίνεται ή διάγνωση ένός κακού δπως τό βρίσκουμε στόν έαυτό μας καί στους άλλους, είναι άδύνατο νά δούμε σέ μιά τέτοια εύαισθησία καί στό μηδενισμό πού προϋποθέτει τίποτ άλλο έκτός άπό ένα σημείο άφετηρίας, τήν έμπειρία μιας κριτικής, τό Ισοδύναμο (στόν τομέα τής ύπαρξης) τής συστηματικής άμφιβολίας. Έπειτα πρέπει νά σπάσουμε τά στέρεα παιχνίδια τού καθρέφτη καί νά μπούμε μέσα στήν άσυγκράτητη κίνηση, δπου τό παράλογο ξεπερνά τόν έαυτό του.

’Αφού σπάσει δ καθρέφτης, δέ μένει τίποτα πού νά μπορεΐ νά χρησιμέψει σάν άπάντηση στά έρωτήματα τού αιώνα. Τδ παράλογο, δπως κι ή μεθοδική άμφιβολία, άχρήστεψε δλες τις παλιές ιδέες. Μάς δδηγεΐ στό άδιέξοδο. Άλλά μπορεΐ δπως κι ή άμφιβολία, ξαναγυρίζοντας στόν έαυτό του, νά κατευθύνει μιά νέα ερευνά. Τότε δ συλλογισμός συνεχίζεται μέ τόν ίδιο τρόπο. Φωνάζω πώς δέν πιστεύω σέ τίποτα κι δτι δλα είναι παράλογα, άλλά δέν μπορώ ν5 άμφιβάλλω γιά τή φωνή μου καί θά πρέπει τουλάχιστο νά πιστεύω στή διαμαρτυρία μου. Ή πρώτη κι ή μοναδική προφάνεια πού μου δίνεται ετσι, στό έσωτερικό τής παράλογης έμπειρίας, είναι ή έξέγερση. Χωρίς καμιά γνώση, άναγκασμένος νά σκοτώσω ή νά δώσω τή συγκατάθεσή μου στό έγκλημα, δέν Ιχω στά χέρια μου παρά μόνο τούτη τήν προφάνεια ένισχυμένη άκόμα περισσότερο άπό τό σπαραγμό πού αισθάνομαι. Ή έξέγερση γεννιέται άπό τό θέαμα τής παραφροσύνης μπροστά σέ μιά άδικη κι άκατανόητη κατάσταση. Άλλά ή τυφλή της δρμή διεκδικεΐ τήν τάξη μέσα στό χάος καί τήν ένότητα μέσα στήν ίδια τήν καρδιά αύτοΰ πού φεύγει καί χάνεται. Φωνάζει, άπαιτεΐ, θέλει νά σταματήσει τό σκάνδαλο καί νά γίνει έπι τέλους σταθερό αύτό πού μέχρι τώρα γραφόταν χωρίς άνάπαυλα πάνω στή θάλασσα. Σκοπός της είναι ή άλλαγη. Άλλά άλλαγή σημαίνει δράση κι αύριο δράση θά σημαίνει νά σκοτώνεις, ένώ δέν ξέρεις άκόμα άν τό Ιγκλημα είναι νόμιμο. Γεννά άκριβώς τις πράξεις έκεϊνες πού τής ζητούν νά νομιμοποιήσει. Πρέπει λοιπόν ή έπανάσταση ν’ άντλήσει τά αίτιά της άπ’ τόν έαυτό της άφοΰ δέν μπορεϊ νά τά έξασφαλίσει άπό πουθενά άλλου. Πρέπει ν’ άποδεχτεΐ κάποιον αύτοέλεγχο γιά νά μάθει πώς πρέπει νά φερθεί.

Δυό αΙώνες μεταφυσικής ή ιστορικής έπανάστασης προσφέρονται μόνο γιά θεώρηση. Μόνο Ινας ιστορικός θά μπορούσε νά έκθέσει μέ λεπτομέρειες τις θεωρίες καί τά κινήματα πού ξετυλίγονται διαδοχικά σ’ αύτό τό διάστημα. Τό λιγότερο θά πρέπει νά μπορούμε νά βρούμε τήν άκρη κάποιου νήματος. ΟΣ σελίδες πού άκολουθοΰν έπισημαίνουν μόνο μερικά Ιστορικά όρόσημα καί δίνουν μιά μέθοδο άνάγνο)σης. Αυτή ή μέθοδος δέν είναι ή μόνη δυνατή καί ούτε πρόκειται νά ξεκαθαρίσει έξάλλου δλα τά προβλήματα. Εξηγεί δμως λίγο  πολύ τήν κατεύθυνση καί σχεδόν Ολοκληρωτικά τΙς υπερβολές τής έποχής μας. Ή θαυμαστή ιστορία πού Εξετάζουμε είναι ή Ιστορία τής εύρωπαϊκής έπαρσης.

Ή έπανάσταση, πάντως, δέ θά μπορούσε νά μάς άποκαλύψει τά αίτιά της παρά στο τέρμα μιας Ιρευνας σχετικά μέ τΙς ένέργειές της και τΙς καταχτήσεις της. Μέσα στό Ιργο της ίσως νά βρίσκεται δ κανόνας δράσης πού τό παράλογο δέν μπόρεσε νά μάς δώσει, μιά Ινδειξη τουλάχιστο σχετικά μέ τό δικαίωμα ή τό καθήκον τού νά σκοτώνεις καί τέλος ή έλπίδα μιας δημιουργίας. Ό άνθρωπος είναι τό μόνο πλάσμα πού άρνιέται νά είναι αύτό πού είναι. Τό θέμα είναι νά μάθουμε άν αύτή ή άρνηση δέν μπορεϊ παρά νά τόν όδηγήσει στήν καταστροφή των άλλων καί τού έαυτού του, άν κάθε έπανάσταση πρέπει νά καταλήγει μέ τή δικαίωση του παγκόσμιου μακελλειοΰ ή άν άντίθετα, χωρίς νά καμουφλάρεται πίσω άπό μιά άπίθανη αθωότητα, μπορεϊ νά άποκαλύψει τήν άρχή μιας εύλογης ενοχής.

Πηγή:  Η Εισαγωγή του: ''Ο επαναστατημένος'' του Albert Camus,
http://www.scribd.com/doc/49113789/Albert-Camus-Ο-επαναστατημένος-άνθρωπος