Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Ντεκάρτ: Λόγος περί της μεθόδου - Οι κανόνες τής προσωρινής Ηθικής


Ντεκάρτ Λόγος περί της μεθόδου - Οι κανόνες τής προσωρινής Ηθικής - Descartes
Η ηθική έρχεται τελευταία στη σειρά των επιστημών, αλλά η ζωή πιέζει τον φιλόσοφο να ενεργήσει, πριν ακόμα γίνει κάτοχος της οριστικής του Ηθικής. Για να βγει από τη δυσκολία, ο Ντεκάρτ θα υιοθετήσει προσωρινά μερικούς πρακτικούς κανόνες, περιμένοντας να γνωρίσει τους καλύτερους της οριστικής ηθικής (§ 29). Οι κανόνες αυτοί είναι :

1ος. Να υπακούει στους νόμους και τα ήθη τής πατρίδας του, διατηρώντας και τη θρησκεία που έχει από παιδί, κι ακολουθώντας σε όλα τις μετριοπαθέστερες γνώμες τών πιο συνετών από τους ανθρώπους, με τους οποίους είναι υποχρεωμένος να ζήσει (§ 30).

2ος. Να είναι όσο το δυνατόν πιο σταθερός στις ενέργειές του, και — μια κι αποφάσισε να τις υιοθετήσει — ν’ ακολουθεί και τις πιο αμφίβολες γνώμες με την ίδια επιμονή σάν να είταν βεβαιότατες (§ 31).

3ος. Να. προσπαθεί πάντα να νικά τον εαυτό του μάλλον παρά την Τύχη, και ν’ αλλάζει τις επιθυμίες του μάλλον παρά την τάξη τού κόσμου (§ 32).

Αφού εξέτασε όλες τις ασχολίες, στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι, ο Ντεκάρτ κατάληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε σημαντικότερη από τη φιλοσοφία, κι αποφάσισε ν’ αφοσιωθεί σ’ αυτή (§ 33). Σκέφτηκε πως θα κατόρθωνε πολύ καλύτερα να ξεφορτωθεί τις περιττές πεποιθήσεις του αν ξανάρχιζε να συναναστρέφεται με τους άλλους, παρά αν έμενε κλεισμένος στη μοναξιά του (§ 34). 

Και χρησιμοποίησε τα εννιά επόμενα χρόνια σε καινούργια ταξίδια και στο να τελειοποιηθεί στην πρακτική τής μεθόδου που είχε καταρτίσει. Τονίζει όμως τη βασική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αμφιβολία των σκεπτικών, που αμφιβάλλουν απλώς για ν’ αμφιβάλλουν, και τη δική του αμφιβολία, που αποβλέπει απεναντίας στο να φτάσει στη βεβαιότητα. Μέσα όμως σ’ αυτά τα εννιά χρόνια των ταξιδιών και των συναναστροφών του, απόκτησε τη φήμη ανθρώπου που είχε ήδη πραγματοποιήσει τον σκοπό του, ενώ αυτό δεν είταν πραγματικό. Αποφάσισε λοιπόν να τραβηχτεί και πάλι στη μοναξιά, για να προσπαθήσει να φανεί αντάξιος της φήμης του. Και πάνε ακριβώς οχτώ χρόνια αφότου πραγματοποίησε οιυτή του την απόφαση και τραβήχτηκε στην Ολλανδία (§ 35).


Αναλυτικότερα


Ντεκάρτ Λόγος περί της μεθόδου - Οι κανόνες τής προσωρινής Ηθικής - Descartes
§ 29. —Και τέλος, καθώς δεν είναι αρκετό, πριν αρχίσεις να ξαναχτίζεις το σπίτι που κατοικείς, να το γκρεμίσεις και να προμηθευτείς υλικά κι αρχιτέκτονες, ή ν’ ασκηθείς ο ίδιος στην αρχιτεκτονική, και να έχεις επιπλέον χαράξει μ’ επιμέλεια το σχέδιό του, αλλά πρέπει να έχεις εξασφαλίσει και κανένα άλλο σπίτι, όπου να μπορέσεις να μείνεις άνετα ενόσο θα δουλεύουν στο δικό σου, έτσι κι εγώ, για να μη μείνω αναποφάσιστος στις πράξεις μου, ενόσο το λογικό μου θα με υποχρέωνε να είμαι αναποφάσιστος στις κρίσεις μου, και για να μην πάψω να ζω από τότε όσο θα μπορούσα πιο ευτυχισμένα, σχημάτισα για ατομική μου χρήση μια προσωρινή ηθική, που περιλάμβανε μόνο τρεις-τέσσερις κανόνες, που είμαι πρόθυμος να σας τους ανακοινώσω.

§ 30. —Ο πρώτος είταν να υπακούω στους νόμους και τα έθιμα του τόπου μου, κρατώντας σταθερά τη θρησκεία, στην οποία ο Θεός μού έκανε τη χάρη να μορφωθώ από παιδί, κι ακολουθώντας σε κάθε άλλο ζήτημα τις γνώμες τις μετριοπαθέστερες και τις πιο απομακρυσμένες από κάθε υπερβολή' αυτές που εφαρμόζουν συνήθως οι συνετότεροι από τους ανθρώπους, με τους οποίους θα είμουν υποχρεωμένος να ζήσω. Γιατί, καθώς είχα αρχίσει, ήδη από τότε να μη λογαριάζω για τίποτα τις δικές μου προσωπικές, γνώμες, μια που ήθελα να τις υποβάλω όλες στην εξέταση, είμουν βέβαιος πως δεν είχα τίποτα το καλύτερο να κάνω απο το ν’ ακολουθώ τις γνώμες τών πιο γνωστικών. Και μολονότι βρίσκονται ίσως ανάμεσα στους Πέρσες ή τους Κινέζους άνθρωποι εξίσου συνετοί όσο και μεταξύ μας, μου φαινόταν πως το χρησιμότερο είταν να κανονίζω τη συμπεριφορά μου σύμφωνα με κείνους με τους οποίους είχα να ζήσω και πως, για να ξέρω ποιές είταν αληθινά οι γνώμες τους, έπρεπε να προσέχω αυτά που συνήθιζαν να κάνουν μάλλον παρά αυτά που έλεγαν' όχι μόνο επειδή, με τη διαφθορά τών ηθών μας, λίγοι είναι κείνοι που δέχονται να πουν όλα όσα πιστεύουν, αλλά κι επειδή πολλοί τα αγνοούν κι οι ίδιοι. Γιατί, καθώς η ενέργεια της σκέψης, με την οποία πιστεύουμε κάτι, είναι διαφορετική από κείνη με την οποία γνωρίζουμε πως το πιστεύουμε, υπάρχουν συχνά η μια χωρίς την αλλη. Κι ανάμεσα σε πολλές γνώμες, εξίσου παραδεγμένες, διάλεγα μονάχα τις μετριοπαθέστερες, τόσο επειδή είναι πάντα οι βολικότερες στην πράξη και πιθανά οι καλύτερες, αφού κάθε υπερβολή είναι συνήθως κακή, όσο και για να έχω, σε περίπτωση που θα έκανα λάθος, απομακρυνθεί από τον ίσιο δρόμο λιγότερο παρά αν είχα διαλέξει τη μίαν άκρη, ενώ θα έπρεπε να είχα ακολουθήσει την άλλη. Και ιδιαίτερα θεωρούσα υπερβολές όλες τις υποσχέσεις, με τις οποίες κάτι κόβει κανένας από την ελευθερία του. Όχι πως αποδοκίμαζα τους νόμους, που, για να γιατρέψουν την αστάθεια των αδύναμων πνευμάτων, επιτρέπουν—όταν υπάρχει κάποιο καλό σχέδιο, ή έστω και για την ασφάλεια των συναλλαγών κάποιο σχέδιο απλώς αδιάφορο—να κάνει κανείς ταξίματα ή συμβόλαια που τον υποχρεώνουν να εμμείνει σ’ αυτά. Επειδή όμως δεν έβλεπα στον κόσμο τίποτα που να μένει πάντα στην ίδια κατάσταση, κι επειδή, για ό,τι με αφορούσε ιδιαίτερα, υποσχόμουν στον εαυτό μου να τελειοποιώ ολοένα περισσότερο τις κρίσεις μου, κι όχι να τις χειροτερεύω, θα το θεωρούσα πως έκανα μεγάλο λάθος κατά της ορθοφροσύνης αν, επειδή επιδοκίμαζα τότε κάτι, αναλάμβανα την υποχρέωση να το θεωρώ σωστό κι αργότερα ακόμα, όταν θα έπαυε ίσως να είναι σωστό, ή όταν εγώ έπαυα να το θεωρώ τέτοιο.


§ 31. —Ο δεύτερος ηθικός κανόνας μου είταν να είμαι όσο μπορούσα πιο σταθερός κι αποφασιστικός στις πράξεις μου και να ακολουθώ τις γνώμες τις πιο αμφίβολες, μια που τις υιοθετήσω, με όχι λιγότερη εμμονή απ’ όση θα έβαζα αν είταν πολύ σίγουρες. Και να μιμηθώ σ’ αυτό τούς ταξιδιώτες που, όταν χαθούν μέσα σε δάσος, δεν πρέπει να περιπλανιώνται, τριγυρνώντας πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη, μήτε, ακόμα λιγότερο, να σταματούν στην ίδια θέση, αλλά πρέπει να τραβούν αδιάκοπα όσο μπορούν πιο ολόισα προς την ίδια κατεύθυνση και να μην την αλλάζουν για ασήμαντους λόγους, έστω κι αν στην αρχή η τύχη μονάχα τους έκανε ίσως να τη διαλέξουν. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο, αν δεν πάνε εκεί ακριβώς όπου επιθυμούν, τουλάχιστον θα φτάσουν στο τέλος κάπου, όπου θα είναι πιθανότατα καλύτερα παρά στη μέση ενός δάσους. Κι έτσι, επειδή συχνά στη ζωή οι πράξεις δεν επιδέχονται αναβολή, αποτελεί μια πολύ σίγουρη αλήθεια πως, όταν δεν είναι στο χέρι μας να διακρίνουμε τις σωστότερες γνώμες, πρέπει ν’ ακολουθούμε τις πιθανότερες. Και μάλιστα, ακόμα κι αν δεν παρατηρούμε περισσότερη πιθανότητα σε τούτες παρά στις άλλες, πρέπει ωστόσο να διαλέγουμε κάποιες και να τις θεωρούμε κατόπι, για ό,τι αφορά την πρακτική, οχι πια σαν αμφίβολες, παρά πολύ αληθινές και πολύ σίγουρες, επειδή τέτοιος είναι κι ο λόγος που μας έκανε να τις διαλέξουμε. Κι αυτό είταν από τότε ικανό να με απολυτρώσει απ’ όλες τις μεταμέλειες και τις τύψεις που ταράζουν συνήθως τις συνειδήσεις τών αδύναμων κι αναποφάσιστων πνευμάτων, που παρασύρονται άστατα να εφαρμόζουν σαν καλά τα όσα κρίνουν κατόπι πως είταν κακά.

§ 32. —Ο τρίτος μου ηθικός κανόνας είταν να πασχίζω πάντα να νικώ τον εαυτό μου μάλλον παρά την τύχη, και ν’ αλλάζω τις επιθυμίες μου μάλλον παρά την τάξη τού κόσμου. Και γενικά, να συνηθίσω να πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα που να είναι ολότελα στην εξουσία μας, εκτός από τις σκέψεις μας' έτσι που, όταν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε σχετικά με τα πράματα που είναι έξω από μας, ό,τι δεν πετύχουμε είναι, ως προς εμάς, απολύτως αδύνατο. Και μου φαινόταν πως και μονάχα αυτό είταν αρκετό για να με εμποδίζει να επιθυμώ στο μέλλον τίποτα που να μην το αποκτώ και για να με κάνει έτσι ευχαριστημένο. Γιατί, μια που η θέλησή μας έχει τη φυσική τάση να επιθυμεί μονάχα όσα η νόησή μας της παριστάνει σαν εφικτά κατά κάποιον τρόπο, είναι βέβαιο πως, αν θεωρούσαμε πως όλα τ’ αγαθά που είναι έξω από μας είναι εξίσου απομακρυσμένα από την εξουσία μας, δεν θα λυπηθούμε, όταν μας λείψουν εκείνα που μοιάζουν να χρωστιούνται στη γέννησή μας, σαν τα στερηθούμε δίχως δικό μας φταίξιμο, περισσότερο απ’ όσο λυπούμαστε που δεν εξουσιάζουμε τα βασίλεια της Κίνας ή του Μεξικού. Και πως «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι» καθώς λένε, δεν θα επιθυμούμε να είμαστε γεροί όταν είμαστε άρρωστοι, ή ελεύθεροι όταν βρισκόμαστε στη φυλακή, περισσότερο απ’ όσο επιθυμούμε τώρα να έχουμε κορμιά από ύλη άφθαρτη όσο τα διαμάντια, ή φτερά για να πετούμε σαν τα πουλιά. Ομολογώ όμως πως χρειάζεται πολύχρονη άσκηση και στοχασμός συχνά επαναλαμβανόμενος για να συνηθίσει κανένας να τα βλέπει όλα με τέτοιο μάτι. Και νομίζω πως αυτό κυρίως είταν το μυστικό τών φιλοσόφων εκείνων που μπόρεσαν άλλοτε να ξεφύγουν από την κυριαρχία τής τύχης και παρ’ όλα τα βάσανα και τη φτώχεια τους, να παραβγαίνουν στην ευδαιμονία με τους θεούς τους. Γιατί, καθώς καταγίνονταν αδιάκοπα να προσέχουν τα όρια που τους είταν ορισμένα από τη φύση, έπειθαν τόσο τέλεια τον εαυτό τους πως, εκτός από τις σκέψεις τους, τίποτα δεν είταν στην εξουσία τους, ώστε αυτό και μόνο αρκούσε για να τους εμποδίσει να έχουν καμιάν αφοσίωση σε άλλα πράματα, και τα διαθέταν τόσο απόλυτα, που είχαν, όσο γι’ αυτό, κάποιο δίκιο να θεωρούν τον εαυτό τους πως είταν πιο πλούσιοι, και πιο δυνατοί, και πιο ελεύθεροι, και πιο ευτυχισμένοι απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους που, μη έχοντας αυτή τη φιλοσοφία, όσο ευνοημένοι κι αν είναι από τη φύση και την τύχη, δεν έχουν έτσι ποτέ στη διάθεσή τους όλα όσα θέλουν.

§ 33. —Τέλος, για συμπέρασμα αυτής τής ηθικής, σκέφτηκα να κάνω μιαν ανασκόπηση των διάφορων ασχολιών που έχουν οι άνθρωποι σε τούτη τη ζωή, για να προσπαθήσω να διαλέξω την καλύτερη. Και χωρίς να θέλω να πω τίποτα για τις ασχολίες τών άλλων, σκέφτηκα πως το καλύτερο που μπορούσα είταν να συνε- χίσω σε κείνην ακριβώς όπου βρισκόμουν, δηλαδή να χρησιμοποιήσω όλη μου τη ζωή στην καλλιέργεια του λογικού μου και να προχωρήσω όσο θα μπορούσα περισσότερο στη γνώση τής αλήθείας, σύμφωνα με τη μέθοδο που είχα ορίσει, στον εαυτό μου. Είχα νοιώσει τόσο υπέρτατες ικανοποιήσεις αφότου άρχισα να χρησιμοποιώ αυτή τη μέθοδο, που δεν πίστευα πως θα μπορούσε κανένας να πάρει γλυκύτερες κι αγνότερες σε τούτη τη ζωή. Και, καθώς ανακάλυπτα, χάρη σ’ αυτή, κάθε μέρα μερικές αλήθειες που μου φαίνονταν αρκετά σημαντικές, κι ωστόσο αγνοημένες γενικά από τους άλλους, η ικανοποίηση που είχα απ’ αυτές γέμιζε τόσο πολύ το πνεύμα μου, ώστε όλα τ’ άλλα δεν μ’ ένοιαζαν καθόλου. Εξάλλου, οι τρεις προηγούμενοι κανόνες βασίζονταν μονάχα στο σχέδιο που είχα να εξακολουθήσω να διδάσκομαι : γιατί, μια που ο Θεός έδωσε στον καθένα μας κάποιο φως για να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, δεν θα είχα πιστέψει πως έπρεπε να ικανοποιηθώ ούτε στιγμή με τις γνώμες τών άλλων, αν δεν σκόπευα να χρησιμοποιήσω τη δική μου κρίση στο να τις εξετάσω όταν θα ερχόταν ο καιρός. Και δεν θα είχα μπορέσει ν’ απαλλαγώ από κάθε δισταγμό ακολουθώντας τις, αν δεν έλπιζα να μη χάσω ωστόσο καμιάν ευκαιρία για να βρω καλύτερες γνώμες, σε περίπτωση που θα υπήρχαν. Και τέλος, δεν θα είχα μπορέσει να περιορίσω τις επιθυμίες μου, ούτε και να είμαι ευχαριστημένος, αν δεν είχα ακολουθήσει ένα δρόμο, χάρη στον οποίο, πιστεύοντας πως είμουν εξασφαλισμένος για την απόκτηση όλων τών γνώσεων που είμουν ικανός ν’ αποκτήσω, πίστευα πως με το ίδιο μέσο είμουν συνάμα σίγουρος για την απόκτηση όλων τών αληθινών αγαθών που θα είταν ποτέ στο χέρι μου, μια και — καθώς η θέλησή μας δεν έχει την τάση ν’ ακολουθεί ή ν’ αποφεύγει κανένα πράμα, παρά μονάχα αναλόγως που η νόησή μας τής το παρουσιάζει σαν καλό η σαν κακό — φτάνει να κρίνει κανένας σωστά για να φερθεί και σωστά, και φτάνει να κρίνει όσο μπορεί καλύτερα για να φερθεί επίσης κι όσο μπορεί καλύτερα' δηλαδή ν’ αποκτήσει όλες τις αρετές και μαζί κι όλα τ’ άλλα αγαθά που μπορεί ν’ αποκτήσει. Κι όταν είναι κανένας βέβαιος πως αυτό είναι έτσι, δεν είναι δυνατόν να μην είναι ευχαριστημένος.

§ 34. —Αφού εξασφάλισα έτσι τους ηθικούς αυτούς κανόνες και τους ξεχώρισα μαζί με τις αλήθειες τής πίστης, που είταν πάντα για μένα οι πρώτες που πίστευα, έκρινα πως μπορούσα ελεύθερα να επιχειρήσω να ξεφορτωθο!) όλες τις υπόλοιπες γνώμες μου. Και καθώς έλπιζα πως θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μ’ αυτές καλύτερα αν συναναστρεφόμουν τους ανθρώπους παρά αν εξακολουθούσα να μένω κλεισμένος στο θερμασμένο δωμάτιο, όπου είχα κάνει όλες αυτές τις σκέψεις, ο χειμώνας δεν είχε ακόμα καλά - καλά περάσει και ξανάρχισα να ταξιδεύω. Και μέσα στα εννιά ολόκληρα χρόνια που ακολούθησαν, δεν έκανα τίποτα άλλο από το να κυλώ στον κόσμο εδώ κι εκεί. προσπαθώντας να είμαι θεατής μάλλον παρά ηθοποιός σε όλες τις κωμωδίες που παίζονται μέσα σ’ αυτόν. Κι ενώ στοχαζόμουν για το κάθε ζήτημα χωριστά τί μπορούσε να το κάνει ύποπτο και να μας δώσει την αφορμή να γελαστούμε, ξερίζωνα στο μεταξύ από το πνεύμα μου όλες τις πλάνες που είχαν προηγουμένως μπορέσει να ξεγλιστρήσουν μέσα του. Όχι πως μιμόμουν σε τούτο τούς σκεπτικούς, που αμφιβάλλουν μόνο και μόνο για ν’ αμφιβάλλουν, και καμώνονται πως είναι πάντα αναποφάσιστοι" γιατί απεναντίας όλος ο σκοπός μου εμένα είταν αποκλειστικά να βεβαιωθώ και να ξεπετάξω τα σαθρά χώματα και τον άμμο για να βρω τον βράχο ή την άργιλο. Κι αυτό μού πετύχαινε νομίζω αρκετά καλά, μια που, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψω την ψευτιά ή την αβεβαιότητα των προτάσεων που εξέταζα, όχι με αδύναμες εικασίες παρά με συλλογισμούς σαφείς και σίγουρους, δεν έβρισκα καμιά πρόταση τόσο αμφίβολη που να μην μπορώ να βγάλω πάντα απ’ αυτήν κάποιο συμπέρασμα αρκετά σίγουρο, κι όταν ακόμα το συμπέρασμα αυτό δεν είταν παρά πως η πρόταση δεν περιείχε τίποτα το σίγουρο. Κι όπως, όταν γκρεμίζει κανένας ένα παλιό σπίτι, φυλάγει συνήθως τα υλικά του για να χρησιμέψουν στο χτίσιμο καινούργιου, έτσι κι εγώ, καταστρέφοντας όλες τις γνώμες μου που τις έκρινα αβάσιμες, έκανα διάφορες παρατηρήσεις κι αποκτούσα πολλές εμπειρίες, που μου χρησίμεψαν από τότε στο να θεμελιώσω άλλες, πιο σίγουρες γνώμες. Κι επιπλέον, εξακολουθούσα να γυμνάζομαι στη μέθοδο που είχα ορίσει στον εαυτό μου. Γιατί, εκτός που φρόντιζα να διευθύνω όλες μου γενικά τις σκέψεις σύμφωνα με τους κανόνες της, διέθετα κάθε τόσο μερικές ώρες, που τις χρησιμοποιούσα ειδικά στο να την εφαρμόζω σε μαθηματικά προβλήματα, ή ακόμα και σε μερικά άλλα που μπορούσα σχεδόν να τα εξομοιώσω με μαθηματικά προβλήματα, αποχωρίζοντάς τα απ’ όλες τις αρχές τών άλλων επιστημών, που δεν τις θεωρούσα αρκετά σταθερές, καθώς θα δείτε πως έκανα για πολλά που βρίσκονται εξηγημένα μέσα σ’ αυτόν τον τόμο. Κι έτσι, δίχως να ζω, φαινομενικά τουλάχιστον, με τρόπο διαφορετικό από κείνους που, μη έχοντας άλλη ασχολία από το να περνούν ήσυχη ζωή και αθώα, πασχίζουν να ξεχωρίζουν τις απολαύσεις από τις ακολασίες, και που, για να χαρούν δίχως ανία τον ελεύθερο καιρό τους, χρησιμοποιούν όλες τις τίμιες διασκεδάσεις, δεν έπαυα να εμμένω στον σκοπό μου και να προκόβω στη γνωριμιά τής αλήθειας, περισσότερο ίσως παρά αν είχα περιοριστεί να διαβάζω βιβλία ή να συναναστρέ-φομαι ανθρώπους τών γραμμάτων.

§ 35. —Ωστόσο, τα εννιά αυτά χρόνια πέρασαν χωρίς να έχω ακόμα πάρει καμιάν απόφαση πάνω στα προβλήματα που τα συζητούν συνήθως οι σοφοί μεταξύ τους, και χωρίς να έχω αρχίσει ν’ αναζητώ τα θεμέλια καμιάς φιλοσοφίας πιο σίγουρης από την κοινή. Και το παράδειγμα πολλών έξοχων πνευμάτων που, έχοντας ήδη το ίδιο σχέδιο πριν από μένα, μου φαίνονταν πως δεν είχαν πετύχει, μ’ έκανε να φαντάζομαι σ’ αυτό τόσες δυσκολίες που δεν θα είχα ίσως ακόμα τολμήσει να το επιχειρήσω τόσο νωρίς, αν δεν έβλεπα πως μερικοί διαδίδαν ήδη τη φήμη πως το είχα κατορθώσει. Δεν είμαι σε θέση να πω πού τάχα στήριζαν αυτή τη γνώμη. Κι ανίσως έχω κι εγώ συμβάλει κάπως με τα λόγια μου, αυτό θα οφείλεται στο ότι ξομολογιόμουν τις άγνοιες μου αφελέστερα απ’ όσο συνηθίζουν εκείνοι που έχουν κάπως σπουδάσει' κι ίσως επίσης στο ότι έδειχνα τους λόγους που είχα ν’ αμφιβάλλω για πολλά που οι άλλοι τα θεωρούν βέβαια, μάλλον, παρά στο ότι καυχιόμουν για κανένα μου φιλοσοφικό σύστημα. Έχοντας όμως αρκετή περηφάνεια ώστε να μη θέλω να με παίρνουν για άλλον απ’ ό,τι είμουν, σκέφτηκα πως έπρεπε να προσπαθήσω, με κάθε τρόπο, να γίνω αντάξιος της φήμης μου. Και πάνε τώρα ακριβώς οχτώ χρόνια που η επιθυμία αυτή μ’ έκανε να πάρω την απόφαση ν’ απομακρυνθώ απ’ όλα τα μέρη όπου μπορούσα να έχω γνωριμίες, και ν’ αποτραβηχτώ εδωπέρα, σ’ έναν τόπο όπου η μακρόχρονη διάρκεια του πολέμου έκανε να επιβληθούν τέτοιοι κανονισμοί, ώστε οι στρατοί τούς οποίους διατηρούν εκεί μοιάζουν να χρησιμεύουν μονάχα στο να κάνουν να χαίρεσαι με ακόμα περισσότερη ασφάλεια τους καρπούς τής ειρήνης, κι όπου, μέσα στο πλήθος ενός μεγάλου λαού, πολύ δραστήριου και που δείχνει περισσότερη φροντίδα για τις δικές του υποθέσεις παρά περιέργεια για τις υποθέσεις τών άλλων, και χωρίς να μου λείπει καμιά από τις ανέσεις που υπάρχουν στις πιο πολυσύχναστες πολιτείες, μπόρεσα να ζήσω εξίσου μόνος κι αποτραβηγμένος όσο και στις πιο απόμερες ερημιές.



Διαβάστε επίσης: 




Πηγή: Χρ. Χρηστίδη, Λόγος περί της Μεθόδου, Εκδόσεις Β. Παπαζήση ΑΕΒΕ, Αθήνα, 1976