Η έννοια τής ισότητας δεν εχει «άντίκρυσμα» στη Φύση. Δέν ύπάρχει κανένα είδος ζώων πού τά άτομά του νά παρουσιάζουν μεταξύ τους ίσο σωματικό μέγεθος, ισες πνευματικές δυνάμεις, ίσες φυσικές δυνάμεις, ιση διάρκεια ζωής, ιση γονιμότητα, ιση δραστηριότητα κλπ. Αντίθετα ή άνισότητα κυριαρχεί παντού στή Φύση. Διαφορά στο σώμα, στην ευφυΐα, στή δύναμη, στό χρόνο ζωής, στην Ικανότητα αναπαραγωγής, στήν δράση. Διαφορά μεταξύ ειδών, διαφορά μεταξύ άτόμων του αύτου είδους, διαφορά μεταξύ φύλων, διαφορά μεταξύ ήλικιών, διαφορά μεταξύ όμάδων, διαφορά μεταξύ μελών τής ιδιας όμάδας. Ή Μητέρα Φύση, ό Κοσμογονικός Νόμος, άρνεϊται νά ίσοπεδώση τά παιδιά του και έπιμένει νά τούς μοιράζη άνισα τις Ικανότητες καί δυνατότητες.
Αντίθετα, ή ίδέα τής δικαιοσύνης είναι διάχυτη σ’ ολη τή Φύση, άποτελει νόμο τής Φύσεως. Ό ίκανός έπιβάλλεται του άνίκανου. Ό δραστήριος του νωθρού. Ό ευφυής του βλακός. Ό ισχυρός του άσθενους. Ό υγιής του άρρωστου. Ή Φύση απαγορεύει την άναξιοκρατία, άποτρέπει τήν επιβολή τών άχρηστων έπί τών άξιων, των άσήμαντων έπί τών εξοχων, τών άτελών έπΐ τών άνεπτυγμένων. Ή Φύση άποτρέπει τήν άδικία καί έπιβάλλοντας υποχρεωτικά τόν άνταγώνισμό μεταξύ των οντων, συνάγει την αδέκαστη κρίση της απονέμοντας ο,τι άναλογεί έπΐ δικαίους καί ο,τι άναλογεί έπΐ άδικους.
Ή έννοια τής ισότητας είναι άπόλυτα άσυμβίβαστη πρός τήν ιδέα τής δικαιοσύνης. Και άντίστροφα. Όπου υπάρχει δικαιοσύνη δέν υπάρχει ισότητα. Και οπου υπάρχει ‘Ισότητα δέν υπάρχει δικαιοσύνη. Δεν νοείται συνύπαρξη των δύο αυτών έννοιών. Ή μία καταργεί, άνατρέπει τήν άλλη. Όταν κυρίαρχη η δικαιοσύνη, οί φυσικά καί ηθικά κατώτεροι όδηγουνται άπό τούς φυσικά καί ήθικά άνώτερους, ή μοίρα τών πρώτων καθορίζεται άπό τούς δεύτερους, κάθε έξίσωση μεταξύ τους είναι άιδιανόητη καί άνεπίτρεπτη, ή έξομοίωση συνεπάγεται τήν άδικία. Και οταν κυρίαρχη ή ισότητα, δέν υπάρχει διάκριση μεταξύ δικαίων και άδίκων, ό ρόλος τών ήθικά καί φυσικά κατώτερων είναι ό ίδιος με τον ρόλο τών άνώτερων, ή μοίρα τών εξοχων, τών άξιων, τών τίμιων, τών έκλεκτών είναι κοινή μέ τή μοίρα τών άναξιων, τών άτιμων, τών άσήμαντων.
Ή έννοια τής ίσότητας δέν είναι ίδέα, δηλαδή άπόλυτη όντότητα, καί δέν παίρνει ύπ’ οψη της ποιοτικές έννοιες, οπως του ήθους, του άτόμου κλπ. Στηρίζεται στήν άριθμητική έξομοίωση τών άτόμων, στήν μετατροπή τους σέ «μονάδες» άπολύτως ίσες καί όμοιες μεταξύ τους. Καταργεί τήν αυτοδυναμία και αυτοτέλεια τών άτόμων. Πρόκειται δηλαδή γιά τεχτητή κατάσταση τήν όποια καθορίζει τό ποσόν, οχι τό ποιόν καί ή άξία. Στήν τεχνητή κατάσταση τής ίσότητας ή συνείδηση του άτόμου είναι άνύπαρκτη. Γι’ αύτό και ή ισότητα είναι ποιοτικά ούδέτερη δογματική αρχή, κανόνας πού εκμηδενίζει αυθαίρετα τήν έννοια τής άξίας και θεσμοθετεί τήν τεχνητή έννοια του άριθμου, τής πλειοψηφίας.
Ή δικαιοσύνη άντίθετα άδιαφορεΐ τελείως γιά τό ποσόν καί συναρτάται τελείως πρός τό ποιόν, δέν ένδιαφέρεται γιά τόν άριθμό, τήν πλειοψηφία, άλλά γιά τήν ποιότητα, τήν άξία. Κύρια προϋπόθεση τής δικαιοσύνης είναι ή αύτοτέλεια, ή αύτοδυναμία του άτόμου, καί επομένως ή ήθική του συνείδηση. Τό σύνολο —δηλαδή ό άριθμός— δέν παίζει κανένα ρόλο. Γι’αυτό καί ή δικαιοσύνη δέν είναι κανόνας, δεν είναι τεχνητά καθορισμένο μέτρο, άλλά ήθικο - πνευματική όντότητα, μ’ άλλα λόγια ιδέα.
Έξ άλλου ή έννοια τής ισότητας είναι άπόλυτα άσυμβίβαστη πρός την 'Ελευθερία. Μέ την ισότητα καθορίζεται συμβατικά ένα μέτρο κοινό γιά ολους, μέ τό όποιο πρέπει νά ισωθούν ολοι, άνεξάρτητα άπό τις φυσικές «διαστάσεις» του καθενός. Πρέπει δηλαδή ό μεγαλύτερος άπό τό κοινό μέτρο τής Ισότητας νά «συμπτυχθή» καί ό μικρότερος νά «τεντωθή», γιά νά τό φθάσουν. ’Αλλά οταν έγώ πρέπει νά γίνω οσο έσύ καί οταν έσύ πρέπει νά γίνης οσο έγώ, χάνουμε και οί δύο τον έαυτό μας. Μ’ άλλα λόγια πρέπει νά θυσιασθή ή αυτοτέλεια του άτόμου —και συνεπώς πρέπει νά καταστραφουν οί προϋποθέσεις έλευθερώσεώς του— στό βωμό ένός αυθαίρετα προκαθορισμένου μέτρου, ξένου πρός τη φύση του, πρέπει τό άτομο νά άπαρνηθή τις φυσικές του ιδιότητες καί δυνατότητες καί νά εύθυγραιμμισθή μέ τις ιδιότητες καί τις δυνατότητες ένός κανόνος πού άλλοι, οχι αυτός, καθορίζουν —και μ’ αύτό τόν τρόπο ύποβάλλεται σέ τεχνητό έξαναγκασμό. Άλλά ό έξαναγκασμός άκριβώς άποτελεί τό στοιχείο άποτροπής τής έλευθερώσεώς, άτομικής, πολιτικής, κοινωνικοοικονομικής καί ηθικής.
Αντίθετα, ή δικαιοσύνη άποτελεί προϋπόθεση τής έλευθερώσεως, δπως και ή έλευθέρωση άποτελεί προϋπόθεση τής δικαιοσύνης. Τό άτομο δέν ύπόκειται σέ ίσοπέδωση, οί ιδιότητες, δυνατότητες καί «διαστάσεις» του άναπτύσσονται καί όλοκληρώνονται φυσικά, χωρίς περιορισμούς, χωρίς έξαναγκασμό. Ό άνθρωπος μέσω τής δικαιοσύνης έναρμονίζεται πρός τόν Κοσμογονικό Νόμο. Ό μεγάλος, ό αυτοδύναμος καί αύτοτελής, δέν έπηρεάζεται άπό τις διαστάσεις του μικρού, και ό μικρός δέν έξαναγκάζεται νά ισωθή μέ τις διαστάσεις τού μεγάλου. Και οί δύο υπάρχουν, οπως ή Μητέρα Φύση τό θέλησε, και οχι οπως έξαναγκαστικοι παράγοντες ορίζουν. Καί είναι έλεύθεροι νά άναπτύξουν τις πνευματικές καί φυσικές δυνατότητες καί «διαστάσεις» τους χωρίς κανένα άνθρώπινο περιορισμό. Ή δικαιοσύνη είναι έγνυητής τής άτομικής, πολιτικής, κοινωνικοοικονομικής καί ηθικής έλευθερώσεώς.
Τέλος, ή άρχή της Ισότητας είναι συμβίβαστη πρός τήν προοδο καί τήν έξέλιξη. Μέ τήν ισοπέδωση τών άτόμων οί ήθικά καί φυσικά Ισχυροί, πού μπορούν νά είναι οί «μπροστάρηδες» τών άλλων και νά τεθούν έπίκεφαλής της κινήσεως, ωθώντας καί τούς άλλους πρός νέες κατακτήσεις, είναι υποχρεωμένοι νά βραδυπορήσουν, γιά νά εύθυγραμμισθούν μέ τούς ήθικά και φυσικά άδύνατους, νά συγχρονίσουν τό βήμα τους μ’ αυτούς. Τήν κίνηση του συνόλου έπηρεάζει καί καθορίζει ό «μέσος όρος», όχι ή άξιότητα. Ό μέσος δρος αντιπροσωπεύει τό μηδέν, καί έπομένως ή ταχύτητα τής κινήσεως δέν είναι ούτε Αρνητική (όπισθοδρόμηση), άλλά ούτε: καί θετική (πρόοδος) , είναι μηδαμινή —δηλαδή στασιμότητα. Ετσι τά σύνολα χάνουν τόν δυναμισμό τους και μεταβάλλονται σέ στατικούς όργανισμούς, σέ κατεστημένα.
’Αντίθετα ή Θετική κίνηση, δηλαδή ή πρόοδος, προϋποθέτει τήν δικαιοσύνη. Οταν χάρη στη δικαιοσύνη τήν κίνηση τού συνόλου καθορίζη ή άξιότητα, ό ρυθμός είναι πάνω άπό τό «μέσο όρο», πάνω άπό τό μηδέν. Ή συνολική κίνηση δηλαδή είναι Θετική, είναι [μετατόπιση πρός τά έμπρός, -είναι πρόοδος. Καί τά σύνολα άποκτουν δυναμικό, έξελικτικό χαρακτήρα.
Στήν πράξη τό δόγμα τής ισότητας μεταφράζεται πολιτειακά σέ έξουσιαστικό πολιτικό καθεστώς καί κοινωνικά σέ λογοκρατικό οίκονομισμό. Στά έξουσιαστικά καθεστώτα τής πολιτικής ισοπεδώσεως (όπως π.χ. ό Κοινοβουλευτισμός) ή Ιεράρχηση τής όλότητας στηρίζεται στήν έννοια τής πλειοψηφίας. "Ολα τά άτομα ψηφίζουν καί όλοι οί ψήφοι έχουν τήν ίδια άκριβώς άξια. Ή πολιτική ισοδυναμία τών άτόμων είναι άπόλυτη. Ή ψήφος τού βλακός έχει τήν ιδια άξία με τήν ψήφο του ευφυούς και του σοφού, ή ψήφος τού διεφθαρμένου ισοδύναμη μέ τήν ψήφο τού έντιμου, ή ψήφος του παράλογου άντιστοιχεί πρός τήν ψήφο τού λογικού. Δύο βλάκες έξουδετε ρώνουν έναν ευφυή ή σοφό, δύο διεφθαρμένοι ύποτάσσουν έναν έντιμο, δύο παράλογοι κυβερνούν ένα λογικό. Στόν λογοκρατικό οίκονομισμό (όπως π.χ. ό μαρξιστικός,) ή κοινωνία στηρίζεται στό ίσο μερίδιο κάθε άτόμου έπι τών αγαθών. Δεν ύπάρχει καί έδώ (θεωρητικά) διάκριση. Ό τεμπέλης δικαιούται τά ίδια μέ τόν φιλόπονο, ό άντιπαραγωγικός άπολαμβάνει τά ισα μέ τόν παραγωγικό, ό άνικανός ταυτίζεται οικονομικά μέ τον δημιουργό.
Έξ άλλου, ή ίδέα τής δικαιοσύνης πολιτικά ύλοποιείται μέ τούς διάφορους τύπους τών Αξιοκρατικών καί τιμοκρατικών Πολιτειών και «οικονομικά μέ τήν δικαιοκρατούμενη κοινωνία. Στά σχήματα αύτά ή πλειοψηφία, τό σύνολο σάν άριθμός, δέν παίζουν κανένα ρόλο. Τά πάντα καθορίζει ή άξια, τό ποιόν, τό άτομο. έκλεκτοί, οί άξιοι και οί έντιμοι όδηγοϋν τούς υπόλοιπους. Τό μερίδιο τής συμμετοχής στή διαδικασία λήψεως άποφάσεων είναι άνάλογο πρός τήν ήθική και φυσική άξια καί τό πνευματικό ή υλικό έργο ένός έκάστου μέλους του συνόλου.
Ή δικαιοκρατούμενη κοινωνία στηρίζεται στην άρχή «ό καθένας άπολαμβάνει άνάλογα με τό έργο πού άποδίδει». Οί τεμπέληδες, οί άντιπαραγωγικοί, οί κηφήνες ξεπέφτουν, οικονομικά καί κοινωνικά, ενώ οί φιλόπονοι, παραγωγικοί, δημιουργικοί άνεβαίνουν. Ή ιεραρχία τής κοινωνίας άντικατοπτρίζει δίκαια τήν κλίμακα τής παραγωγικής άξίας των άτόμων πού τήν άποτελουν.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές ή διάκριση των έννοιών καί των πολιτικοκοινωνικών μορφών πού άπορρέουν άπό τήν Έννοια τής Ισότητας και τήν ιδέα τής δικαιοσύνης. Ή πρώτη, έπιβαλλόμενη βίαια, τεχνητά, με τον ήθικά ουδέτερο χαρακτήρα της ισοπέδωσε ποιοτικά τήν σημερινή άνθρωπότητα και τής έπέβαλε μιά άναξιοκρατούμενη ιεράρχηση, ή όποία άντιβαίνει πρός τή Φύση, πρός τήν Ελευθερία, τήν έννοια τής προόδου, τον σεβασμό του άτόμου και τή λογική. Τά άτομα μεταβλήθηκαν σε μονάδες, σε «νούμερα», σέ μέλη μιας άγέλης. Ή δυνατότητα έλευθερώσεως καταργήθηκε, με τήν μετατροπή τών Εθνών σέ εύκολοκυβέρνητους συρφετούς πού δέν δημιουργουν προβλήματα στούς έξουσιαστές τους. Οί κοινωνίες και τά Κράτη έγιναν Κατεστημένα, στατικοί όργανισμοί. Και αύτός είναι προφανώς ό άνομολόγητος σκοπός τής συγκροτήσεως τών Κρατών καί κοινωνιών πού στηρίζονται στήν άρχή τής ισότητας: οί έκλεκτοί, οί άξιοι, οι έλεύθεροι έξουδετερώνονται άπό τό πλήθος τών άνικάνων καί τών -δούλων καί έτσι παύουν νά άποτελουν κίνδυνο γιά τήν κατάσταση τής άκινησίας, πού είναι άναγκαία γιά τήν διαιώνιση τής κυριαρχίας του Κατεστημένου. Ή κοινωνία τής Ισότητας είναι βαθύτατα αντιδραστική, στή σύλληψη καί στήν έφαρμογή της.
Θέτοντας σάν θεμέλιο τών Πολιτειών καί κοινωνιών τήν Ιδέα τής δικαιοσύνης έχουμε τήν θεωρητική άρχή τής 'Πολιτείας τής ’Αξιοκρατίας καί τής Ελευθερίας. ’Αφήνεται άνεμπόδιστη ή φυσική διαδικασία τής άναδείξεως τών εκλεκτών και δίνεται στήν όλότητα δυναμικός καί έξελικτικός χαρακτήρας. Δεν κατοχυρώνεται ή έξουσία κανενός Κατεστημένου, καί δέν «παγώνει», δεν Εξουδετερώνεται ή ίστορική έξέλιξη. Ή κοινωνία καί Πολιτεία τής Δικαιοσύνης καί Αξιοκρατίας είναι βαθύτατα προοδευτική στή σύλληψη καί τήν έφαρμογή της.
Πηγή: Δημμήτρης Λάμπρου, Αναζήτηση, Δοκίμιο Ελληνικής Ιδεολογίας, Δαύλος 1981