Ή ύπερηφάνεια, όπως καί η επιθυμία γιά τά δημιουργήματα,
Διασπά τήν Πρωταρχική Αρμονία, τήν Πρωταρχική Απλότητα.
Κάνει διακρίσεις στή φύση,
Υποτιμώντας ορισμένα πλάσματα.
Όλα τά φυσικά τά μεταχειρίζεται παρά φύση,
Ώστε νά καταστρέφει μέ αυτή τήν κακή χρήση τήν ώραιότητα τής φύσεως.
Όπως αυτός πού έχει έπιθυμία γιά τά δημιουργήματα είναι σκλάβος τών αισθήσεων,
Τό ίδιο καί αυτός πού έχει κενοδοξία.
Γιατί ο άνθρωπος τής έπιθυμίας έλκύεται από τούς άλλους μέ τ' αυτιά καί τά μάτια του,
Ενώ ο άνθρωπος τής κενοδοξίας προσπαθεί νά έλκύσει πάνω του τ' αυτιά καί τά μάτια τών άλλων.
Μέ ο,τι φαίνεται καί άκούγεται, γοητεύει καί έντυπωσιάζει Αυτούς πού κρίνουν τήν άρετή μόνο μέ τίς αισθήσεις τους.
Έτσι, είπε ο Αρχαίος Σοφός:
«Όποιος στέκεται στίς μύτες τών ποδιών δέ στέκεται γερά.
Όποιος κάνει μεγάλες δρασκελιές δέν πάει μακριά.
Όποιος προβάλλει τόν έαυτό του δέν λάμπει.
Όποιος καυχιέται δέν πετυχαίνει.
Όποιος είναι άλαζονικός δέν γίνεται άρχηγός.
Από τήν άποψη τής Όδοΰ αυτά είναι σάν περιττά φαγητά, ή σάν άποβράσματα τής άρετής.
Όποιοι κατέχουν τήν Όδό δέν μένουν σ' αυτά.»
«Τό πιό μαλακό πράγμα στόν κόσμο», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «Χτυπά τό πιό σκληρό».
«Τό σκληρό καί τό άλύγιστο είναι σύντροφοι του θανάτου.
Τό τρυφερό καί τό άδύνατο είναι σύντροφοι της ζωής.
Τό άλύγιστο δένδρο εύκολα σπάει.
Γι'αύτό ο,τι είναι σκληρό καί δυνατό θά ριχτεί κάτω Κι ο,τι είναι ευλύγιστο κι' άδύνατο θ' άνέβει ψηλά.»
Άν κάτι λυπηρό συμβεί σέ μιά ταπεινή ψυχή,
Λυγίζει καί έτσι παραμένει άκέραιη.
Αμέσως τά βάζει μέ τόν έαυτό της,
Αμέσως κατηγορεί τόν έαυτό της.
Δέν άρχίζει νά κατηγορεί κάποιον άλλο,
Κι έτσι τό ξεπερνάει.
Χωρίς νά ταραχθεί, χωρίς νά θλιβεί, σέ πλήρη ειρήνη του νου. Δέν έχει λόγο νά οργίζεται, ούτε νά έξοργίζει κανέναν.
Γι'αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Απάλυνε τό φως καί άφησε τή σκόνη νά κατακαθίσει.
Αύτό ονομάζεται Πρωταρχική Αρμονία.
Δέν μπορείς νά Τό πλησιάσεις, ούτε ν' άπομακρυνθείς άπ'αύτό. Δέν μπορείς νά Του κάνεις καλό, ούτε νά Τό βλάψεις.
Δέν μπορείς νά Τό κολακέψεις, ούτε νά Τό προσβάλεις.
Γι'αύτό Τό τιμουν ολα τά οντα του κόσμου.»
Ή ταπεινή ψυχή, άφου έχει γίνει ένα μέ τή σκόνη,
Γνωρίζει πόσο δραστικό είναι νά λέει «Συγχώρεσέ με».
Είναι άπό τά πιό δυνατά πράγματα στόν κόσμο,
Γιατί τίποτε δέν είναι πιό ισχυρό άπό τήν ταπείνωση.
«Ή Όδός», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «στομώνει τίς κοφτερές της κόψεις, Ξεμπερδεύει τά μπλεγμένα νή ματα,
Απαλύνει τό εκτυφλωτικός της φως,
Συγχωνεύεται μέ τή σκόνη».
Ή αληθινή ταπεινοφροσύνη δέν όρίζεται μέ λόγια. Είναι η στολή της Ιδιας της Πρωταρχικής Ούσίας.
Ή Όδός τού Ούρανού ένεδύθηκε αύτήν.
Κατέβηκε από τό ύψος Του,
Καί σκέπασε τή δόξα Του καί τή μεγαλοσύνη Του μέ ταπεινοφροσύνη, Γιά νά μήν καταφλεχθεί η κτίση βλέποντας τήν πύρινη φύση Του.
Ή κτίση δέν μπορούσε ν' αντικρύσει άμεσα τό Άκτιστο Φως Του.
Ούτε μπορούσε ν' ακούσει τή βροντερή φωνή Του.
Γι' αύτό κατέβηκε όχι σάν σεισμός,
Όχι σάν πύρ, όχι σάν φωνή φοβερή,
Αλλά, όπως είπε ό Αρχαίος Προφήτης:
«Ώς ύετός επί πόκον
Καί ώσεί σταγών η στάζουσα επί τήν γήν.»
Καλύπτοντας τήν μεγαλωσύνη Του μέ τό καταπέτασμα τής σαρκός, Μιλώντας μας μέ τό σώμα
Τό όποίο κατασκεύασε γιά τόν έαυτό Του μέσα στή μήτρα τής Παρθένου.
«Ή ταπεινοφροσύνη», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «είναι η βάση τού ανώτατου,
Καί τό χαμηλό είναι η βάση τού ύψηλού. Γι'αύτό ό σοφός φοράει τραχιά ρούχα,
Αλλά έχει στόν κόρφο του ίχάδι.»
Όποιος φοράει τό τραχύ ένδυμα τής ταπεινοφροσύνης,
Όμοιάζει μέ τήν Όδό πού τό φόρεσε πρίν από μάς,
Όταν, ένδυόμενος τό τραχύ σώμα τής ποταπότητάς μας,
Ή Δημιουργία αντίκρυσε τό ύψος Του.
Καί τελικά έλαβε τό ίχάδι της:
«Τή θέαση τού Δημιουργού της.»
«Γι ατί η θάλασσα είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων;» ρωτούσε ό Αρχαίος Σοφός;
«Γιατί βρίσκεται χαμηλότερα άπό αύτά,
Γι'αύτό είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων».
Ό Κύριος τού Σύ μπαντος,
Γιά νά μάς δείξει πως νά βαδίζουμε τήν όδό της ταπεινοφροσύνης, Φόρεσε τό λέντιο,
Καί, σκύβοντας πιό χαμηλά άπό τούς μαθητές του,
Έπλυνε τά πόδια τους. «Μάθετε όχι άπό άγγελο», είπε,
«Όχι άπό άνθρωπο, όχι άπό βιβλίο,
Αλλά άπό μένα.
Δηλαδή άπό τήν ένοίκησή μου,
Από τή λάμψη καί τη δράση μου μέσα σας.
«Γιατί είμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά,
Καί στό λογισμό καί στό φρόνημα,
Καί θά βρείτε άνάπαυση άπό τούς πολέμους,
Καί άνακούφιση άπό τούς λογισμούς στίς ψυχές σας.»
Γιατί όπως άκριβως μέ τήν ύψηλοφροσύνη διασκορπίζεται η ψυχή καί μέ τή φαντασία περιπλανάται σέ όλη τήν κτίση,
Έτσι καί μέ τήν ταπείνωση μαζεύεται,
Οί λογισμοί καταλαγιάζουν καί συγκεντρώνεται στόν έαυτό της.
Έτσι η ταπεινή ψυχή θέλει νά μπεί καί νά παραμείνει στήν ησυχία,
Ν' άφήσει έντελως τίς προηγούμενες σκέψεις της καί τήν ένέργεια των αισθήσεων,
Νά γίνει σάν κάτι πού δέν ύπάρχει στή δημιουργία,
Κάτι πού δέν έχει ύπάρξει στόν κόσμο,
Κάτι έντελως άγνωστο,
Ακόμα καί σ'αύτήν τήν ίδια, άκόμα καί στίς αισθήσεις της.
Έτσι κρυμμένη, παραμένει μέ τόν Κύριο τού σύμπαντος, Πλησιάζει πρός Αύτόν, πρός τήν άπέραντη Θάλασσα της Ούσίας,
Τόν βασιλιά των έκατό ρεμάτων.
Ό Αρχαίος Σοφός, πού ακολουθούσε τήν Όδό, είπε:
«Ό σοφός κρατά τήν τσέτουλα τού πιστωτή Αλλά δέ ζητάει τήν οφειλή.
Όποιος έχει αρετή κρατα τήν τσέτουλα.
Όποιος δέν έχει αρετή φροντίζει νά είσπράξει.» Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Σ'οποιον σού ζητάει κάτι δίνε το,
Κι άπ'οποιον σού παίρνει ο,τι σού ανήκει μή ζητάς νά σού τό έπιστρέψει.
Νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτε.»
Ή Όδός, όταν ενσαρκώθηκε,
Έδωσε τή ζωή Του γι' αύτούς πού Αύτός τούς είχε δώσει ζωή.
Ωστόσο δέν ζήτησε τήν οφειλή.
Μήν τόν πείτε δίκαιο.
Γιατί ή εύθραυστη φύση μας δέν θά άντεχε Άν απαιτούσε δίκαιη ανταπόδοση. Μάλλον, πείτε Τον έλεήμονα,
Γιατί ήρθε γιά νά αποδώσει έλεος αντί γιά δικαιοσύνη,
Γιατί πάντα είμαστε ύπόχρεοι.
Υπάρχει ένας Πιστωτής γι' αύτούς πού είναι δεμένοι μέ χρέη. Υπάρχει ένας Θεραπευτής γι' αύτούς πού σκοντάφτουν,
Γι'αύτούς πού έχουν μωλωπίσει τήν άπλότητα τής πρωταρχικής τους φύσης.
Υπάρχει ένας Πιστωτής καί ένας Θεραπευτής:
Πού ζήτησε μέχρι καί να δειχθεί έλεος στούς δολοφόνους του,
Πού συγχώρησε μέχρι καί όταν κρεμάστηκε έπί Ξύλου.
«Ή Πνοή του Ουρανού», Λέει, «είναι επάνω μου. Γιά νά αναγγείλω τά καλά νέα στούς φτωχούς, Γιά νά θεραπεύσω τίς συντριμμένες καρδιές,
Γιά νά δώσω άφεση στούς αιχμαλώτους,
Γιά νά ελευθερώσω τούς συντριμμένους.»
«Χάρη στήν Όδό», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Ό αμαρτωλός συγχωρείται.»
Όταν κάποιος άγαπά, χωρίς νά περιμένει τίποτε,
Έχει τή δύναμη νά συγχωρέσει τόν καθένα γιά ό,τι κάνει.
Γι' αύτό η Όδός, πού είναι η τέλεια άγάπη, καί άγαπάει τέλεια,
Καί πού άπό άγάπη ήρθε στή γη,
Ήρθε μέ τή δύναμη νά συγχωρήσει όλα τά εγκλήματα σέ όλους. Αύτό ήταν τό δώρο πού προσέφερε.
Αλλά μπορεί νά τό λάβει μόνο όποιος καί ό ίδιος άγαπα,
Καί έτσι συγχωρεί.
Γιατί όταν κάποιος άγαπα, χωρίς νά περιμένει τίποτε γιά άντάλλαγμα,
Όχι μόνο θά συγχωρήσει τά πάντα - Αλλά καί θά του συγχωρεθοΰν τά πάντα.
Σέ όσους άγαποΰν πολύ, είπε η Όδός,
Πολλά θά συγχωρεθοΰν.
Αλλά σέ όσους άγαποΰν λίγο,
Λίγα θά συγχωρεθοΰν.
Αύτή είναι η Όδός τοΰ Ούρανοΰ.
Τό πνεΰμα της συγχώρεσης είναι τό πνεΰ μα της Όδοΰ.
Ή καρδιά όποιου άκολουθεί τήν Όδό διακρίνεται άπό τή δύναμή της νά συγχωρεί.
Αλλά η καρδιά δέν μπορεί νά φτάσει στήν τέλεια συγχώρεση Μέχρις ότου η Άκτιστη Πνοή μπεί μέσα της Μέ τήν τέλεια άγάπη
Πού είχε προαιώνια μέ τό Νοΰ καί τό Λόγο.
Όταν κάποιος κατηγορεί τούς άλλους, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος βρίσκει τά δικά του λάθη, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν κάποιος απαιτεί αποζημίωση γιά ένα έγκλημα, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος συγχωρεί, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν η Όδός ένσαρκώθηκε, πήρε έπάνω Του τήν κατηγορία Καί συγχώρεσε τούς πάντας, ακόμα καί τούς δολοφόνους του.
Γι'αύτό ήρθε φέρνοντας ειρήνη.
Ωστόσο αυτή ή μή-διαμάχη, αντιμάχεται τή διαμάχη αυτού τού κόσμου:
Γι'αύτό ήρθε, φέρνοντας τήν ειρήνη Του μέ σπαθί.
«Οι ένάρετοι», είπε ο Αρχαίος Σοφός, «δέν λογομαχούν.
Αύτοί πού λογομαχούν δέν είναι ένάρετοι.»
Σημάδι ένάρετης καί συμπονετικής ψυχής είναι η άφεση κάθε οφειλής. Σημάδι μοχθηρού πνεύματος είναι τά πικρά λόγια πρός κάποιον πού έχει πέσει.
Μιά ψυχή ένάρετη, μιά ψυχή πού έχει κατέβει χαμηλά, κάτω στήν Κοιλάδα,
Στή διαρρηγμένη άκεραιότητα τής ταπεινοφροσύνης,
Δέν ξέρει νά έχθρεύεται.
Δίνει άφεση μέχρι τέλους, συγχωρεί μέχρι τέλους.
Δέν άπαιτεί τήν οφειλή, δέν ζητάει άποζημίωση,
Αλλά κρίνει μόνο τόν έαυτό της
Ψάχνοντας πάντα άσταμάτητα γιά τό κρίμα μέσα της.
Σάν τήν Όδό, τήν ψυχή τού Όποίου άκολουθεί,
Θά συγχωρήσει καί θά δώσει άφεση σέ όλους,
Ακόμα καί στό βασανιστή της.
Μέσα στόν μυστικό τόπο τής καρδιάς, ζητάει έλεος,
Καί τό λαμβάνει, άπό τήν Πηγή τού έλέους.
Καί άπό κεί, άπό τόν μυστικό τόπο,
Ακτινοβολεί τό έλεος πρός όλα τά πλάσματα.
Ή καρδιά πού έχει συγχωρήσει Δέν θυμάται τίς προσβολές.
Μένουν μόνο στή σοφίτα, στή μνήμη Χωρίς τή συμμετοχή τής καρδιάς.
Είναι λοιπόν άναγκαίο νά διακρίνουμε αυτά τά δύο:
Τήν καρδιά καί τή λογική.
Άν η καρδιά έχει συγχωρήσει, δέν θά θυμάται ποτέ,
Γιατί δέν έχει μνήμη.
Τό μυαλό μπορεί νά θυμάται,
Αλλά η καρδιά θά διαμαρτυρηθεί καί θά άναγκάσει τό μυαλό νά συγχωρέσει.
Όταν έχετε κατεβεί κάτω στήν κοιλάδα μαζί Του,
Καί μαζί Του έχετε ύψωθεί έπί ξύλου,
Όταν τά δάκρυα του χαρμόσυνου, λυτρωτικού πόνου κατακλύζουν τά μάτια σας
Καί γεύεστε τή γλυκύτητα καί τήν τέλεια έλευθερία του νά πεθαίνεις ώς πρός αύτή τή ζωή,
Τότε δέν αίσθάνεσθε πιά θυμό η οργή,
Καί ξέρετε τί σημαίνει νά συγχωρείτε τούς πάντες καί τά πάντα.
Τότε βλέπετε πως Εκείνος, οταν Τόν κάρφωσαν έπί ξύλου,
Μπόρεσε νά συγχωρέσει όποιονδήποτε έχει ζήσει ή πρόκειται νά ζήσει άνά τούς αιώνες.
Εξακολουθείτε νά βλέπετε τούς άνθρώπους γύρω σας,
Καί έξακολουθείτε νά βλέπετε τίς άδυναμίες τους καί τίς άποτυχίες τους.
Αλλά τώρα νιώθετε γι' αυτούς συμπόνοια,
Σάν νά ήταν μικρά παιδιά.
Καί νιώθετε καί σείς σάν παιδί.
Κατά μιά έννοια, τίποτε δέν έχει άλλάξει:
Τό καλό μέσα σας παραμένει,
Τό κακό μέσα σας παραμένει.
Αλλά τώρα ξέρετε,
Ξέρετε οτι δέν ύπάρχει τίποτε άνώτερο, ώραιότερο καί βαθύτερο άπό τόν Σταυρό.
Τώρα ξέρετε τί σημαίνει οτι έχυσε τό αιμα Του γιά σάς μέσα σέ άγωνία καί πόνο,
Πού άκόμα καί Αύτός φοβόταν καί λυπόταν νά ύποστεί.
Καί οταν στό δείπνο πρίν τήν τελική Του άγωνία
Σάς ζητάει νά πιείτε τό αιμα Του καί νά φάτε τό σώμα Του
«Είς άφεσιν άμαρτιών»,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά παραδώσετε τό σώμα σας καί νά χύσετε τό αιμα σας,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά συγχωρήσετε,
Ώστε νά μπορέσετε νά έχετε μερίδιο σέ αύτό πού Αύτός είναι, Στήν ύπέρτατη, απελευθερωτική αγάπη Του,
Μιά αγάπη πού είναι πόνος,
Αλλά πόνος πού είναι ειρήνη.
Μιά ειρήνη «ύπερέχουσα πάντα νούν».
Διασπά τήν Πρωταρχική Αρμονία, τήν Πρωταρχική Απλότητα.
Κάνει διακρίσεις στή φύση,
Υποτιμώντας ορισμένα πλάσματα.
Όλα τά φυσικά τά μεταχειρίζεται παρά φύση,
Ώστε νά καταστρέφει μέ αυτή τήν κακή χρήση τήν ώραιότητα τής φύσεως.
Όπως αυτός πού έχει έπιθυμία γιά τά δημιουργήματα είναι σκλάβος τών αισθήσεων,
Τό ίδιο καί αυτός πού έχει κενοδοξία.
Γιατί ο άνθρωπος τής έπιθυμίας έλκύεται από τούς άλλους μέ τ' αυτιά καί τά μάτια του,
Ενώ ο άνθρωπος τής κενοδοξίας προσπαθεί νά έλκύσει πάνω του τ' αυτιά καί τά μάτια τών άλλων.
Μέ ο,τι φαίνεται καί άκούγεται, γοητεύει καί έντυπωσιάζει Αυτούς πού κρίνουν τήν άρετή μόνο μέ τίς αισθήσεις τους.
Έτσι, είπε ο Αρχαίος Σοφός:
«Όποιος στέκεται στίς μύτες τών ποδιών δέ στέκεται γερά.
Όποιος κάνει μεγάλες δρασκελιές δέν πάει μακριά.
Όποιος προβάλλει τόν έαυτό του δέν λάμπει.
Όποιος καυχιέται δέν πετυχαίνει.
Όποιος είναι άλαζονικός δέν γίνεται άρχηγός.
Από τήν άποψη τής Όδοΰ αυτά είναι σάν περιττά φαγητά, ή σάν άποβράσματα τής άρετής.
Όποιοι κατέχουν τήν Όδό δέν μένουν σ' αυτά.»
«Τό πιό μαλακό πράγμα στόν κόσμο», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «Χτυπά τό πιό σκληρό».
«Τό σκληρό καί τό άλύγιστο είναι σύντροφοι του θανάτου.
Τό τρυφερό καί τό άδύνατο είναι σύντροφοι της ζωής.
Τό άλύγιστο δένδρο εύκολα σπάει.
Γι'αύτό ο,τι είναι σκληρό καί δυνατό θά ριχτεί κάτω Κι ο,τι είναι ευλύγιστο κι' άδύνατο θ' άνέβει ψηλά.»
Άν κάτι λυπηρό συμβεί σέ μιά ταπεινή ψυχή,
Λυγίζει καί έτσι παραμένει άκέραιη.
Αμέσως τά βάζει μέ τόν έαυτό της,
Αμέσως κατηγορεί τόν έαυτό της.
Δέν άρχίζει νά κατηγορεί κάποιον άλλο,
Κι έτσι τό ξεπερνάει.
Χωρίς νά ταραχθεί, χωρίς νά θλιβεί, σέ πλήρη ειρήνη του νου. Δέν έχει λόγο νά οργίζεται, ούτε νά έξοργίζει κανέναν.
Γι'αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Απάλυνε τό φως καί άφησε τή σκόνη νά κατακαθίσει.
Αύτό ονομάζεται Πρωταρχική Αρμονία.
Δέν μπορείς νά Τό πλησιάσεις, ούτε ν' άπομακρυνθείς άπ'αύτό. Δέν μπορείς νά Του κάνεις καλό, ούτε νά Τό βλάψεις.
Δέν μπορείς νά Τό κολακέψεις, ούτε νά Τό προσβάλεις.
Γι'αύτό Τό τιμουν ολα τά οντα του κόσμου.»
Ή ταπεινή ψυχή, άφου έχει γίνει ένα μέ τή σκόνη,
Γνωρίζει πόσο δραστικό είναι νά λέει «Συγχώρεσέ με».
Είναι άπό τά πιό δυνατά πράγματα στόν κόσμο,
Γιατί τίποτε δέν είναι πιό ισχυρό άπό τήν ταπείνωση.
«Ή Όδός», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «στομώνει τίς κοφτερές της κόψεις, Ξεμπερδεύει τά μπλεγμένα νή ματα,
Απαλύνει τό εκτυφλωτικός της φως,
Συγχωνεύεται μέ τή σκόνη».
Ή αληθινή ταπεινοφροσύνη δέν όρίζεται μέ λόγια. Είναι η στολή της Ιδιας της Πρωταρχικής Ούσίας.
Ή Όδός τού Ούρανού ένεδύθηκε αύτήν.
Κατέβηκε από τό ύψος Του,
Καί σκέπασε τή δόξα Του καί τή μεγαλοσύνη Του μέ ταπεινοφροσύνη, Γιά νά μήν καταφλεχθεί η κτίση βλέποντας τήν πύρινη φύση Του.
Ή κτίση δέν μπορούσε ν' αντικρύσει άμεσα τό Άκτιστο Φως Του.
Ούτε μπορούσε ν' ακούσει τή βροντερή φωνή Του.
Γι' αύτό κατέβηκε όχι σάν σεισμός,
Όχι σάν πύρ, όχι σάν φωνή φοβερή,
Αλλά, όπως είπε ό Αρχαίος Προφήτης:
«Ώς ύετός επί πόκον
Καί ώσεί σταγών η στάζουσα επί τήν γήν.»
Καλύπτοντας τήν μεγαλωσύνη Του μέ τό καταπέτασμα τής σαρκός, Μιλώντας μας μέ τό σώμα
Τό όποίο κατασκεύασε γιά τόν έαυτό Του μέσα στή μήτρα τής Παρθένου.
«Ή ταπεινοφροσύνη», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «είναι η βάση τού ανώτατου,
Καί τό χαμηλό είναι η βάση τού ύψηλού. Γι'αύτό ό σοφός φοράει τραχιά ρούχα,
Αλλά έχει στόν κόρφο του ίχάδι.»
Όποιος φοράει τό τραχύ ένδυμα τής ταπεινοφροσύνης,
Όμοιάζει μέ τήν Όδό πού τό φόρεσε πρίν από μάς,
Όταν, ένδυόμενος τό τραχύ σώμα τής ποταπότητάς μας,
Ή Δημιουργία αντίκρυσε τό ύψος Του.
Καί τελικά έλαβε τό ίχάδι της:
«Τή θέαση τού Δημιουργού της.»
«Γι ατί η θάλασσα είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων;» ρωτούσε ό Αρχαίος Σοφός;
«Γιατί βρίσκεται χαμηλότερα άπό αύτά,
Γι'αύτό είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων».
Ό Κύριος τού Σύ μπαντος,
Γιά νά μάς δείξει πως νά βαδίζουμε τήν όδό της ταπεινοφροσύνης, Φόρεσε τό λέντιο,
Καί, σκύβοντας πιό χαμηλά άπό τούς μαθητές του,
Έπλυνε τά πόδια τους. «Μάθετε όχι άπό άγγελο», είπε,
«Όχι άπό άνθρωπο, όχι άπό βιβλίο,
Αλλά άπό μένα.
Δηλαδή άπό τήν ένοίκησή μου,
Από τή λάμψη καί τη δράση μου μέσα σας.
«Γιατί είμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά,
Καί στό λογισμό καί στό φρόνημα,
Καί θά βρείτε άνάπαυση άπό τούς πολέμους,
Καί άνακούφιση άπό τούς λογισμούς στίς ψυχές σας.»
Γιατί όπως άκριβως μέ τήν ύψηλοφροσύνη διασκορπίζεται η ψυχή καί μέ τή φαντασία περιπλανάται σέ όλη τήν κτίση,
Έτσι καί μέ τήν ταπείνωση μαζεύεται,
Οί λογισμοί καταλαγιάζουν καί συγκεντρώνεται στόν έαυτό της.
Έτσι η ταπεινή ψυχή θέλει νά μπεί καί νά παραμείνει στήν ησυχία,
Ν' άφήσει έντελως τίς προηγούμενες σκέψεις της καί τήν ένέργεια των αισθήσεων,
Νά γίνει σάν κάτι πού δέν ύπάρχει στή δημιουργία,
Κάτι πού δέν έχει ύπάρξει στόν κόσμο,
Κάτι έντελως άγνωστο,
Ακόμα καί σ'αύτήν τήν ίδια, άκόμα καί στίς αισθήσεις της.
Έτσι κρυμμένη, παραμένει μέ τόν Κύριο τού σύμπαντος, Πλησιάζει πρός Αύτόν, πρός τήν άπέραντη Θάλασσα της Ούσίας,
Τόν βασιλιά των έκατό ρεμάτων.
Ό Αρχαίος Σοφός, πού ακολουθούσε τήν Όδό, είπε:
«Ό σοφός κρατά τήν τσέτουλα τού πιστωτή Αλλά δέ ζητάει τήν οφειλή.
Όποιος έχει αρετή κρατα τήν τσέτουλα.
Όποιος δέν έχει αρετή φροντίζει νά είσπράξει.» Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Σ'οποιον σού ζητάει κάτι δίνε το,
Κι άπ'οποιον σού παίρνει ο,τι σού ανήκει μή ζητάς νά σού τό έπιστρέψει.
Νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτε.»
Ή Όδός, όταν ενσαρκώθηκε,
Έδωσε τή ζωή Του γι' αύτούς πού Αύτός τούς είχε δώσει ζωή.
Ωστόσο δέν ζήτησε τήν οφειλή.
Μήν τόν πείτε δίκαιο.
Γιατί ή εύθραυστη φύση μας δέν θά άντεχε Άν απαιτούσε δίκαιη ανταπόδοση. Μάλλον, πείτε Τον έλεήμονα,
Γιατί ήρθε γιά νά αποδώσει έλεος αντί γιά δικαιοσύνη,
Γιατί πάντα είμαστε ύπόχρεοι.
Υπάρχει ένας Πιστωτής γι' αύτούς πού είναι δεμένοι μέ χρέη. Υπάρχει ένας Θεραπευτής γι' αύτούς πού σκοντάφτουν,
Γι'αύτούς πού έχουν μωλωπίσει τήν άπλότητα τής πρωταρχικής τους φύσης.
Υπάρχει ένας Πιστωτής καί ένας Θεραπευτής:
Πού ζήτησε μέχρι καί να δειχθεί έλεος στούς δολοφόνους του,
Πού συγχώρησε μέχρι καί όταν κρεμάστηκε έπί Ξύλου.
«Ή Πνοή του Ουρανού», Λέει, «είναι επάνω μου. Γιά νά αναγγείλω τά καλά νέα στούς φτωχούς, Γιά νά θεραπεύσω τίς συντριμμένες καρδιές,
Γιά νά δώσω άφεση στούς αιχμαλώτους,
Γιά νά ελευθερώσω τούς συντριμμένους.»
«Χάρη στήν Όδό», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Ό αμαρτωλός συγχωρείται.»
Όταν κάποιος άγαπά, χωρίς νά περιμένει τίποτε,
Έχει τή δύναμη νά συγχωρέσει τόν καθένα γιά ό,τι κάνει.
Γι' αύτό η Όδός, πού είναι η τέλεια άγάπη, καί άγαπάει τέλεια,
Καί πού άπό άγάπη ήρθε στή γη,
Ήρθε μέ τή δύναμη νά συγχωρήσει όλα τά εγκλήματα σέ όλους. Αύτό ήταν τό δώρο πού προσέφερε.
Αλλά μπορεί νά τό λάβει μόνο όποιος καί ό ίδιος άγαπα,
Καί έτσι συγχωρεί.
Γιατί όταν κάποιος άγαπα, χωρίς νά περιμένει τίποτε γιά άντάλλαγμα,
Όχι μόνο θά συγχωρήσει τά πάντα - Αλλά καί θά του συγχωρεθοΰν τά πάντα.
Σέ όσους άγαποΰν πολύ, είπε η Όδός,
Πολλά θά συγχωρεθοΰν.
Αλλά σέ όσους άγαποΰν λίγο,
Λίγα θά συγχωρεθοΰν.
Αύτή είναι η Όδός τοΰ Ούρανοΰ.
Τό πνεΰμα της συγχώρεσης είναι τό πνεΰ μα της Όδοΰ.
Ή καρδιά όποιου άκολουθεί τήν Όδό διακρίνεται άπό τή δύναμή της νά συγχωρεί.
Αλλά η καρδιά δέν μπορεί νά φτάσει στήν τέλεια συγχώρεση Μέχρις ότου η Άκτιστη Πνοή μπεί μέσα της Μέ τήν τέλεια άγάπη
Πού είχε προαιώνια μέ τό Νοΰ καί τό Λόγο.
Όταν κάποιος κατηγορεί τούς άλλους, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος βρίσκει τά δικά του λάθη, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν κάποιος απαιτεί αποζημίωση γιά ένα έγκλημα, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος συγχωρεί, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν η Όδός ένσαρκώθηκε, πήρε έπάνω Του τήν κατηγορία Καί συγχώρεσε τούς πάντας, ακόμα καί τούς δολοφόνους του.
Γι'αύτό ήρθε φέρνοντας ειρήνη.
Ωστόσο αυτή ή μή-διαμάχη, αντιμάχεται τή διαμάχη αυτού τού κόσμου:
Γι'αύτό ήρθε, φέρνοντας τήν ειρήνη Του μέ σπαθί.
«Οι ένάρετοι», είπε ο Αρχαίος Σοφός, «δέν λογομαχούν.
Αύτοί πού λογομαχούν δέν είναι ένάρετοι.»
Σημάδι ένάρετης καί συμπονετικής ψυχής είναι η άφεση κάθε οφειλής. Σημάδι μοχθηρού πνεύματος είναι τά πικρά λόγια πρός κάποιον πού έχει πέσει.
Μιά ψυχή ένάρετη, μιά ψυχή πού έχει κατέβει χαμηλά, κάτω στήν Κοιλάδα,
Στή διαρρηγμένη άκεραιότητα τής ταπεινοφροσύνης,
Δέν ξέρει νά έχθρεύεται.
Δίνει άφεση μέχρι τέλους, συγχωρεί μέχρι τέλους.
Δέν άπαιτεί τήν οφειλή, δέν ζητάει άποζημίωση,
Αλλά κρίνει μόνο τόν έαυτό της
Ψάχνοντας πάντα άσταμάτητα γιά τό κρίμα μέσα της.
Σάν τήν Όδό, τήν ψυχή τού Όποίου άκολουθεί,
Θά συγχωρήσει καί θά δώσει άφεση σέ όλους,
Ακόμα καί στό βασανιστή της.
Μέσα στόν μυστικό τόπο τής καρδιάς, ζητάει έλεος,
Καί τό λαμβάνει, άπό τήν Πηγή τού έλέους.
Καί άπό κεί, άπό τόν μυστικό τόπο,
Ακτινοβολεί τό έλεος πρός όλα τά πλάσματα.
Ή καρδιά πού έχει συγχωρήσει Δέν θυμάται τίς προσβολές.
Μένουν μόνο στή σοφίτα, στή μνήμη Χωρίς τή συμμετοχή τής καρδιάς.
Είναι λοιπόν άναγκαίο νά διακρίνουμε αυτά τά δύο:
Τήν καρδιά καί τή λογική.
Άν η καρδιά έχει συγχωρήσει, δέν θά θυμάται ποτέ,
Γιατί δέν έχει μνήμη.
Τό μυαλό μπορεί νά θυμάται,
Αλλά η καρδιά θά διαμαρτυρηθεί καί θά άναγκάσει τό μυαλό νά συγχωρέσει.
Όταν έχετε κατεβεί κάτω στήν κοιλάδα μαζί Του,
Καί μαζί Του έχετε ύψωθεί έπί ξύλου,
Όταν τά δάκρυα του χαρμόσυνου, λυτρωτικού πόνου κατακλύζουν τά μάτια σας
Καί γεύεστε τή γλυκύτητα καί τήν τέλεια έλευθερία του νά πεθαίνεις ώς πρός αύτή τή ζωή,
Τότε δέν αίσθάνεσθε πιά θυμό η οργή,
Καί ξέρετε τί σημαίνει νά συγχωρείτε τούς πάντες καί τά πάντα.
Τότε βλέπετε πως Εκείνος, οταν Τόν κάρφωσαν έπί ξύλου,
Μπόρεσε νά συγχωρέσει όποιονδήποτε έχει ζήσει ή πρόκειται νά ζήσει άνά τούς αιώνες.
Εξακολουθείτε νά βλέπετε τούς άνθρώπους γύρω σας,
Καί έξακολουθείτε νά βλέπετε τίς άδυναμίες τους καί τίς άποτυχίες τους.
Αλλά τώρα νιώθετε γι' αυτούς συμπόνοια,
Σάν νά ήταν μικρά παιδιά.
Καί νιώθετε καί σείς σάν παιδί.
Κατά μιά έννοια, τίποτε δέν έχει άλλάξει:
Τό καλό μέσα σας παραμένει,
Τό κακό μέσα σας παραμένει.
Αλλά τώρα ξέρετε,
Ξέρετε οτι δέν ύπάρχει τίποτε άνώτερο, ώραιότερο καί βαθύτερο άπό τόν Σταυρό.
Τώρα ξέρετε τί σημαίνει οτι έχυσε τό αιμα Του γιά σάς μέσα σέ άγωνία καί πόνο,
Πού άκόμα καί Αύτός φοβόταν καί λυπόταν νά ύποστεί.
Καί οταν στό δείπνο πρίν τήν τελική Του άγωνία
Σάς ζητάει νά πιείτε τό αιμα Του καί νά φάτε τό σώμα Του
«Είς άφεσιν άμαρτιών»,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά παραδώσετε τό σώμα σας καί νά χύσετε τό αιμα σας,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά συγχωρήσετε,
Ώστε νά μπορέσετε νά έχετε μερίδιο σέ αύτό πού Αύτός είναι, Στήν ύπέρτατη, απελευθερωτική αγάπη Του,
Μιά αγάπη πού είναι πόνος,
Αλλά πόνος πού είναι ειρήνη.
Μιά ειρήνη «ύπερέχουσα πάντα νούν».
Διαβάστε επίσης:
Η οδός του πόνου
Ακολουθώντας την οδό της αλήθειας
Η Οδός της κατάσβεσης της Επιθυμίας
Η Οδός της τέλειας αγάπης
Πηγή: Χριστός: Το αιώνιο Ταό. Τίτλος Πρωτοτύπου: Christ the Eternal Tao by Hieromonk Damascene. Ἐκδόσεις: Valaam Books 2004 - Μετάφραση: Μαρία Ζηρά
Μνήμη Μέλλοντος (του Νίκου Λυγερού)
Το χάος
εσύ ο πρώτος
το τρόμαξες
με φως.
Το χάος θέλησε
να σε κατασπαράξει
αλλά εσύ,
ακόμα και πληγωμένος,
το φώτισες
και χάθηκε
στο μηδέν.
Κάποτε στις Κυκλάδες
το φως έγινε μάρμαρο
και το μάρμαρο άγαλμα
μα τούτο δεν τόλμησε
να κατακτήσει τον κόσμο ,
είχε διπλωμένα τα χέρια
σαν φυλακισμένο φως :
σημάδι του πεπρωμένου σου.
Πόσοι ξέρουν ότι η θάλασσα είναι φωτεινή
από τότε που ναυάγησε ο ήλιος
βλέποντας τα βάσανά σου
κι ότι η γεύση της αρμύρας
που αφήνει η θάλασσα στα χείλη
είναι κομμάτια ήλιου ;
Ένας ήσουν
μόνο ένας
στην αρχή.
Κι είχες μία σπίθα
μέσα στην πυγμή :
τη φωτιά,
το κομμάτι της ημέρας στη νύχτα.
Ήταν μεγάλο το δώρο, ήταν πικρό το βάσανο.
Ο δεσμός σου με την ανθρωπότητα,
τα δεσμά σου.
Κι εσύ ο πρώτος ένιωσες
το βάρος του φωτός.
Ο υπεράνθρωπος,
ο φωτοπλάστης,
ο ανθρώπινος δημιουργός
έγινες σκλάβος
της ανθρωπότητας.
Τους έδωσες να πιουν το φως
κι άλλαξες την ύπαρξη των ανθρώπων,
τους χάρισες τη ζωή.
Μα ποιος την ήθελε,
ποιος είδε τη θυσία σου,
ποιος την κατάλαβε;
Ο μύθος σου,
ακρόπολη της νοημοσύνης,
είναι μια σύνθεση
που λίγοι μπορούν ν' ακούσουν,
μια μουσική της σιωπής.
Ίκαρος
στον πέτρινο ουρανό δεμένος,
Δαίδαλος
στον λαβύρινθο της σκέψης κλεισμένος.
Το δαδί σου, θεϊκή πυγμή
και πληγή δοξαστική,
το κορμί σου θεϊκή μορφή
και πληγή ανθρώπινη.
Η εκδίκηση της λήθης.
Οι άνθρωποι ξέχασαν το φως σου
και βρήκαν μόνο τη φωτιά.
Ξέχασαν ότι το φως
είναι το μάρμαρο του ήλιου.
Οι άνθρωποι έκαψαν το φως.
Πάνω στην άμμο τη λευκή
έχυσαν τον πόνο
και μια μοναδική στιγμή
έσπασε τον χρόνο.
Ακρωτηριάζοντας το άτομο
πλήγωσαν την ανθρωπότητα
κι η σκέψη της
ο θεός
θέλησε ν' αυτοκτονήσει
βλέποντας τον ουρανό
να δαγκώνει τη γη.
Η λάμψη της έκρηξης
έδειξε το σκοτάδι,
τον δρόμο του Άδη.
Τότε ακούστηκε η πρώτη κραυγή
των νεκρών,
της φωτιάς τα θύματα,
τα ουράνια στίγματα.
Τότε άρχισε η πρώτη πάλη
με το μαύρο ατσάλι.
Ο θρήνος της ειρήνης.
Η απειλή της σκιάς
απλώθηκε
πάνω στις ψυχές
κι έκλεισε
τα βλέφαρα
της αθωότητας.
Το φως που μας χάρισες
με τη θυσία σου
ήταν μοναδικό
και το χάσαμε.
Η φωτιά για να ζήσει
θέλει νεκρούς πολλούς.
Πρέπει να σβήσει
για να ξαναδούμε το φως
το φως σου, Προμηθέα!
Στον τόπο των χαμένων ονείρων
δεν υπάρχουν πια κυπαρίσσια,
ευκάλυπτοι και πεύκα
παρά μόνο ποτάμια λύπης
και παραπονεμένα λόγια.
Όμως ανάμεσα στα ερείπια του κόσμου
λάμπουν οι σπασμένες ομορφιές.
Στα καλντερίμια της ζωής
στα πέτρινα κύματα
έπεσαν
τ' άπιαστα βήματα
μιας αρχαίας ψυχής.
Μια χούφτα φωτός
πάνω στο σώμα
έγινε
της ελευθερίας το πέλαγος,
της ανάγκης το χρώμα.
Δεν υπάρχει φωτιά, μονάχα φως.
Ήπιες όλα τα δάκρυα του κόσμου
και με την πληγή σου
έπλασες τη θάλασσα
τη γη μας.
Κι ύστερα
μετά τον θάνατο
της αιωνιότητας
και την ανάσταση
της ημέρας
πριν το κόψει σε μιαν αρχαία αγορά
κάποιο χέρι
μια Κυριακή,
σαν πασχαλιά
θα ξανανθίσει
ο κόσμος.
Η δεύτερη ζωή (Σε μια άλλη εποχή... FlashForward.)
Άγγελος
Φάγαμε όλα τα ζωντανά μας... Δεν μου έμεινε τίποτα πια...
Φώτης
Μα δεν είχαμε τίποτα!
Άγγελος
Κι όλα τα πλούτη μας...
Φώτης
Δεν έφθασαν ούτε για εφόδια... Χρόνος. Τώρα μας έμεινε μόνο ένα πράγμα...
Άγγελος
Τι μπορεί να μας έμεινε;
Φώτης
Το μόνο που έχει αξία... Χρόνος. Η ανθρωπιά μας...
Άγγελος
Τι μπορεί να κάνει η ανθρωπιά μας μ' αυτούς τους βαρβάρους;
Φώτης
Να δείξει το παράδειγμα!
Άγγελος
Σε ποιον;
Φώτης
Στην ιστορία!
Άγγελος
Τι σημαίνει ιστορία όταν δεν έχεις πια μέλλον;
Φώτης
Μα τότε είναι σημαντικότερη. (Χρόνος) Μπροστά στο θάνατο όλα αυτά που γεμίζουν τη ζωή μας γίνονται λεπτομέρειες...
Άγγελος
Κι αν δεν είχαμε τίποτα άλλο;
Φώτης
Ο λαός μας γεννήθηκε μες στο φως και μεγάλωσε μες στη φωτιά!
Άγγελος
Τώρα όμως που έσβησε η τελευταία μας ελπίδα, το σκοτάδι θα μας σκεπάσει...
Φώτης
Ένα κερί φθάνει για να φωτίσει τον κόσμο... Σιωπή.
Άγγελος
Ναι, τετρακόσια χρόνια δεν κατάφεραν να σβήσουν το γένος μας...
Φώτης
Αυτά τα τετρακόσια χρόνια το μεγάλωσαν!
Άγγελος
Το μεγάλωσαν όμως για να πεθάνει!
Φώτης
Δεν είναι ο θάνατος ο εχθρός μας... Εκεί καταλήγει κάθε ζωή... Χρόνος. Οι εχθροί μας είναι βάρβαροι.
Άγγελος
Και τι μπορούμε να κάνουμε;
Φώτης
Τίποτα πια! Εκείνοι θα μας βοηθήσουν!
Άγγελος
Μα πώς;
Φώτης
Όχι για να ζήσουμε μα για να γίνουμε μνήμη!
Άγγελος
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Φώτης
Ο πραγματικός αντίπαλός μας είναι η λήθη... Είναι πιο ισχυρή κι από το θάνατο...
Άγγελος
Ζητάς πολλά! Χρόνος. Κανείς δε θα σ' ακολουθήσει...
Φώτης
Δε θέλω να μ' ακολουθήσουν... Θέλω την ελευθερία τους!
Άγγελος
Κι αν το κόστος της ελευθερίας είναι ο θάνατος;
Φώτης
Δεν έμεινε άλλο νόμισμα...
Άγγελος
Ποιος άνθρωπος θα έκανε αυτή τη θυσία;
Φώτης
Κανένας! (Σιωπή) Μόνο ένας λαός μπορεί!
Άγγελος
Ο λαός θέλει ψωμί κι εσύ το προσφέρεις το θάνατό του!
Φώτης
Δεν είναι το όνομα που κάνει την αξία μα η αξία που δημιουργεί το όνομα... Χρόνος. Το Μεσολόγγι δε γεννήθηκε ακόμα!
Άγγελος
Και θα γεννηθεί με τη θυσία του λαού;
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή...
Άγγελος
Η λήθη...
Φώτης
Ναι.
Άγγελος
Είναι λοιπόν ο μόνος τρόπος να νικήσουμε τη λήθη...
Φώτης
Ο μόνος.
Άγγελος
Και τα παιδιά;
Φώτης
Δεν υπάρχουν πια παιδιά... Τα νιάτα τους πέθαναν από πείνα...
Άγγελος
Δεν ξέρω αν θα μας πιστέψει ο λαός...
Φώτης
Η πίστη λέει το ίδιο πράγμα...
Άγγελος
Τι εννοείς;
Φώτης
Αν δεν υπήρχε σταύρωση, δε θα υπήρχε Χριστός...
Άγγελος
Μα ποιος μπορεί να το δεχτεί;
Φώτης
Δίχως σταύρωση δεν υπάρχει ανάσταση...
Άγγελος
Η αξία της ζωής είναι ο θάνατος...
Φώτης
Κι η αξία του θανάτου είναι η μνήμη...
Άγγελος
Εφόσον χάσαμε τη μάχη της ζωής!
Φώτης
Πρέπει να δώσουμε τη μάχη της μνήμης!
Άγγελος
Έτσι θα ζήσουμε μες στη μνήμη...
Φώτης
Μόνο έτσι θα υπάρξουμε... FlashForward. Τέλος.
Ο καλλιτέχνης του Vincent
« Ο Χριστός μόνον
- ανάμεσα σ’ όλους τους φιλοσόφους, μάγους κλ.π. –
κατέθεσε ως κύρια βεβαιότητα
την αιώνια ζωή, την απεραντοσύνη του χρόνου
το μηδέν του θανάτου,
την αναγκαιότητα και τον λόγο ύπαρξης
της γαλήνης και της αφοσίωσης.
Έζησε γαλήνια,
καλλιτέχνης πιο μεγάλος απ’ όλους τους καλλιτέχνες
περιφρονώντας και το μάρμαρο και τον άργιλο και το χρώμα,
εργαζόμενος στη ζωντανή σάρκα.»
Αν εμείς ξεχνούμε τον εργαζόμενο παπά
που ο Vincent ήταν πάντα μέσα στην ψυχή του,
μα που η εκκλησία κι η κοινωνία
αρνήθηκαν πάντα να υπάρχει.
Αν εμείς ξεχνούμε ότι ο Vincent
δεν έγινε ζωγράφος παρά μόνον από ανάγκη
τότε όλ’ αυτά τα λόγια παραμένουν ακατάληπτα.
Μόνον η μνήμη της ζωής του
μπορεί να ξέρει την ουσία του λόγου του
δίχως να εκτρέπεται με σχολαστικές ανοησίες.
Για τα δικά μας
- Δεν θα πεις τίποτα;
- Για ποιο πράγμα;
- Για τα δικά μας.
- Για το σταυρό;
- Δεν είναι ωραίος;
- Είναι... είναι...
- Δώρο του παππού...
- Μόνο οι παππούδες κάνουν τέτοια δώρα.
- Γιατί όχι οι άλλοι;
- Γιατί οι άλλοι δεν βλέπουν.
- Τι;
- Την ουσία της ζωής.
- Εννοείς την σταύρωση;
- Εννοώ την ανάσταση. Διάβασες Τολστόι;
- Όχι... γιατί;
- Γράφει για την ανάσταση.
- Θα το διαβάσω τότε.
- Θα το χαρεί ο παππούς.
- Γιατί;
- Όταν θα του το πεις.
- Δεν θα το πιστέψει.
- Μα γιατί;
- Δεν είναι έτοιμος. Ενώ ο άλλος...
- Τι ο άλλος;
- Ο άλλος ξέρει...
- Για ποιο πράγμα;
- Για τα δικά μας.
- Πρέπει να σου δείξει κάτι.
- Τι;
- Τα χασκάρ.
- Στη χώρα των πετρών;
- Μόνο εκεί ζουν!
- Γιατί;
- Γιατί μόνο εκεί μπορούν να πεθάνουν.
- Είναι απαραίτητο;
- Μόνο έτσι μπορείς να ζεις.
- Αλλιώς;
- Αλλιώς υπάρχεις μόνο.
- Πρέπει να πάω;
- Ναι.
- Θα με πας;
- Όταν θα είσαι έτοιμη.
- Τι πρέπει να κάνω;
- Να πεθάνεις πρώτα.
- Τι εννοείς;
- Να καταλάβεις τη γενοκτονία.
- Μα δεν μπορώ.
- Θα σου δείξω.
- Ευχαριστώ.
- Μη λες ευχαριστώ, ακολούθα.
Πηγή - Νίκος Λυγερός