Κανείς δεν ήξερε πού ήμουν. Κανείς δεν μ’ έψαχνε εκεί που έπρεπε, όμως το χρώμα του αοράτου κινδύνευε. Είχαν αρχίσει το έργο τους τα καθάρματα. Έσβηναν τη μνήμη της ανθρωπότητας. Έψαχναν τους χαμαιλέοντες σε όλα τα μέρη του κόσμου. Κι εγώ δεν τολμούσα να κοιμηθώ. Όλοι τους με περίμεναν. Έπρεπε να ζήσω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σωθεί η ανθρωπιά. Οι φανατικοί της λήθης είχαν σβήσει κάθε ίχνος της ιστορίας από τα βιβλία. Αυτά ήταν πλέον ακίνδυνα για το σύστημα. Οι άνθρωποι αποφάσισαν τότε να γίνουν βιβλία. Δεν έπρεπε να ξεχάσουν τίποτα από τα έργα της ανθρωπότητας. Ο καθένας προσπαθούσε να θυμηθεί ό,τι μπορούσε. Διότι οι χαμαιλέοντες δεν ήταν αρκετοί για να στήσουν τις βιβλιοθήκες του μέλλοντος. Έτσι, όταν οι φανατικοί έπιαναν έναν άνθρωπο, δεν τον σκότωναν, του αφαιρούσαν τη μνήμη και μετατρεπόταν σε άτομο. Το σύστημα είχε ανάγκη από μεγαλύτερη μάζα για να εδραιωθεί. Και για να ενισχυθεί η αδράνειά της, έπρεπε να υπάρξουν άτομα. Έτσι, οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο λίγοι και οι χαμαιλέοντες ακόμα πιο σπάνιοι.
Έψαχνα χρόνια πού έπρεπε να κρυφτώ, μάταια όμως. Την απάντηση την πήρα μόνο όταν συνάντησα έναν χαμαιλέοντα. Στην αρχή δεν κατάλαβα ότι με είχε εντοπίσει. Νόμιζα ότι ήμουν ανούσιος και μάλιστα άχρηστος για την ανθρωπότητα. Διάβαζα τα έργα του Ντοστοϊέφσκι, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Το μόνο που είχα καταφέρει να συνειδητοποιήσω ήταν ότι δεν ήμουν άτομο αλλά ούτε και χαμαιλέοντας. Χαιρόμουν για το πρώτο, αλλά τι να πω για το δεύτερο. Έφθανα στο σημείο να αναρωτιέμαι αν ήμουν άνθρωπος. Και χρειάστηκαν χρόνια για να κατανοήσω την επινόηση του χαμαιλέοντα. Τόσα χρόνια έψαχνα το μυστικό της ύπαρξης και δεν έβλεπα ότι ήμουν ο ίδιος το μυστικό. Ανήκα στις ακμές του πολυτόπου. Ήμουν μία από τις επαφές των κορυφών. Δίχως εμάς, οι ιδιομορφίες ήταν απομονωμένες και το έργο τους δεν μπορούσε να έχει την εμβέλεια που έπρεπε. Ακόμα και οι άνθρωποι, οι πλευρές του πολυτόπου, δεν είχαν όρια δίχως την παρουσία μας. Άκουγα τον χαμαιλέοντα, μα δεν τολμούσα να σκεφτώ. Τόσα χρόνια έκρυβα το έργο μου γιατί δεν γνώριζα τον ρόλο μου. Όμως τώρα που τον γνώριζα, τι έπρεπε να κάνω;
Όταν έφυγε ο χαμαιλέοντας, το ερώτημα παρέμεινε. Το θέμα δεν ήταν τι έπρεπε, μα τι μπορούσα να κάνω. Αυτό τουλάχιστον το ήξερα. Η δημιουργικότητα ήταν το έργο μου. Κι έβλεπα επιτέλους το χρώμα του αοράτου. Τότε θυμήθηκα τους κλέφτες και τους ραγιάδες και κατάλαβα ότι ήμουν δάσκαλος. Και το γένος ήταν η ανθρωπότητα. Δεν σκεφτόμουνα πια πόσο χρόνο είχα χάσει. Τώρα έπρεπε να διδάξω τη μνήμη και με τρόπο δημιουργικό για να υπάρξουν οι άνθρωποι μέσω του έργου του χαμαιλέοντα. Ένιωσα όμορφα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Από τότε κρύβομαι ανάμεσα στα παιδιά και δεν ελπίζω πια τίποτα γιατί μ’ άγγιξε το φιλί του ήλιου και ξέρω το βάθος της σκιάς.
Πηγή: