Αν κάποιος γράψει μια λέξη με τόσο μεγάλα γράμματα όσο είναι μια πόλη, τότε δεν θα μπορεί να την διαβάσει κανείς από κάτω, παρά μόνο αν κοιτάξει από αεροπλάνο. Τότε σκεφτείτε τα άστρα που είναι τόσο μεγάλα και αραιά, πόσο αδύνατον είναι να δούμε τι παριστάνουν. Φανταστείτε ακόμα πως θα έβλεπε εμάς ένα μόριό μας, όπως βλέπουμε και εμείς τα άστρα την νύχτα, δεν θα καταλάβαινε ποτέ το σχήμα μας. Άρα και ως προς τα μεγέθη ο άνθρωπος έχει ένα πεπερασμένο όριο αντίληψης του κόσμου, όπως και κάθε ον.
Αν αναπαράγουμε μια κασέτα με ομιλίες παίζοντας αυτή πολύ αργά ή πολύ γρήγορα, τότε κανείς δεν θα καταλάβει τι λένε οι ομιλίες. Στην πρώτη περίπτωση θα ακούει ένα μπάσο θόρυβο και στην δεύτερη περίπτωση μια στιγμιαία στριγκλιά. Οι στριγκλιές της φάλαινας είναι ομιλία με μαθηματική κανονικότητα όπως ηχογραφήθηκε και παίχτηκε πολύ αργά από ειδικά επιστημονικά μηχανήματα. Συνεπώς κι ως προς την ταχύτητα των δονήσεων ο άνθρωπος έχει πεπερασμένες δυνατότητες μετουσίωσης σε αντιληπτό αίσθημα.
Ο άνθρωπος έχει πέντε συγκεκριμένες και πεπερασμένες αισθήσεις, με τις οποίες και με τη βοήθεια της νόησης μελετά τον κόσμο και τα όντα. Αν η γάτα που μελετά ο επιστήμονας έχει έξι ή επτά αισθήσεις, τότε κάποιες από αυτές θα του διαφύγουν της εποπτείας, θα νομίζει ότι την έχει μελετήσει, ενώ πιθανόν να τον μελέτησε εκείνη και λόγο μη συγγενών αισθητηρίων αυτό να μη το μάθει και ποτέ. Κάθε τι συνεπώς καθίσταται υπαρκτό, επειδή υπάρχει το αντίστοιχο ον που το αντιλαμβάνεται με τους μηχανισμούς του ως υπαρκτό, αλλά και το υποκειμενικό είναι μια πραγματικότητα άσχετα αν δεν ισχύει για όλους. Το αντικειμενικό είναι η κοινή ερμηνεία για τα όντα που δίνουν οι θετικές επιστήμες με βάση την παρατήρηση και το πείραμα που επιτρέπουν οι αισθήσεις και η νόηση του ερευνητή που τις επεξεργάζεται. Άρα ο διαχωρισμός υποκειμενικό-αντικειμενικό είναι εσφαλμένος γιατί το ένα επισφραγίζει το άλλο.
Το ψάρι δεν βλέπει το νερό, όπως ο άνθρωπος δεν βλέπει τον αέρα. Το κάθε ον δεν βλέπει το πρωταρχικό του ζωτικό στοιχείο. Αν βγει για λίγο από το νερό τότε θα το δει, όπως και εμείς θα βλέπαμε την ατμόσφαιρα της γης από το διάστημα. Αυτό που λέγεται υπέρβαση δεν μας κάνει ούτε πιο αντικειμενικούς, ούτε πιο υποκειμενικούς με την αλήθεια, απλά πιο σκεπτόμενους.
Πιστεύω πως ο κόσμος υπάρχει αντικειμενικά από μόνος του και δεν περιμένει να έρθουν τα υποκείμενα να τον επιβεβαιώσουν με τις όποιες αισθήσεις τους. Και κανένα μάτι να μην υπήρχε να δει το κόκκινο τριαντάφυλλο, αυτό θα συνέχιζε να εκπέμπει τις δονήσεις του. Η διαφορά είναι ότι δε θα μιλάγαμε για αυτό ποτέ, κι ούτε θα ξέραμε για δονήσεις αν δεν υπήρχαν οι θετικές επιστήμες, πράγματα που επινοήσαμε με τη νόηση η οποία έβαλε πρώτα τις αισθήσεις να πειραματιστούν με αυτό. Και να μην τις είχαμε ανακαλύψει τις δονήσεις αυτές πάλι θα υπήρχαν όπως υπάρχουν και δονήσεις στο απώτερο διάστημα και χωρίς την ανθρώπινη εποπτεία. Δυστυχώς ή ευτυχώς ο άνθρωπος δεν έχει άλλο εφόδιο άμεσης εποπτείας από τις αισθήσεις κι αυτό δεν σημαίνει πως οτιδήποτε διαφεύγει από αυτές είναι και ανύπαρκτο. Οι αισθήσεις δεν είναι ένα απόλυτο αλγεβρικό μηχάνημα και αυτή είναι η χάρη τους, να μας δίνουν ένα κόσμο μέσα από ένα όνειρο κι όχι ένα κόσμο μέσα από ημιτονοειδείς γραφικές παραστάσεις. Η ξύλινη γλώσσα των φιλοσόφων που προσπαθεί να βρει κάτι που δεν έχει καν κατανοήσει οδηγεί σε πνευματική μεμψιμοιρία. Ένα ηλιοβασίλεμα δεν αποκτά χρώματα για να έρθει ο άνθρωπος να το χαρακτηρίσει όμορφο, είναι έτσι επειδή υπάρχουν κάποιοι νόμοι που δεν έφτιαξε ο άνθρωπος και ούτε έχει δικαίωμα να απορρίψει επειδή δεν τους κατανοεί εξολοκλήρου. Κάποτε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη μανία να πιστεύουμε ανάμεσα σε ένα αβέβαιο κάτι και ένα βέβαιο τίποτα. Όλοι είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια αστρική ύλη, η νόηση και η βούληση που ελέγχει όλα αυτά είναι μόνιμα μέρη του σύμπαντος κι όχι ένα προσωρινό επεισόδιο πάνω σε έναν μικρό πλανήτη.