Ο Πλάτων στο όγδοο βιβλίο της ‘Πολιτείας’, μέσω του διαλόγου Σωκράτη, Αδείμαντος και Γλαύκονος, απορρίπτει τεχνηέντως τα πολιτεύματα της τιμοκρατίας, της ολιγαρχίας, της δημοκρατίας και της τυραννίας, ως πολιτεύματα τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις τις αρίστης πολιτείας. Συγκεκριμένα ο Σωκράτης μιλάει για εκφυλισμό της αρίστης Πολιτείας λόγω ανεπιθύμητων γενέσεων, οι οποίες θα προκαλέσουν την ανάξια διοίκηση της και εξηγεί με ποιόν τρόπο θα προέλθουν τα υπόλοιπα πολιτεύματα, το ένα από τη φθορά του άλλου. Έτσι δίνεται η αφορμή να σχολιάσει και να απορρίψει εμμέσως, αλλά και με την συγκατάβαση των συνομιλητών του, τα ελαττωματικά, όπως ο ίδιος αναφέρει, πολιτεύματα..
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του διαλόγου, εύκολα συμπεραίνει κανείς την άποψη του Πλάτωνος για τον άνθρωπο σε σχέση με τα είδη των πολιτειών, ότι δηλαδή σε κάθε πολίτευμα αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπινου χαρακτήρα
Ξεκινάει λοιπόν παρουσιάζοντας, πώς από τη φθορά της αρίστης Πολιτείας προέρχεται η τιμοκρατία. Το πολίτευμα αυτό, έχει χαρακτηριστικά και από την ιδανική Πολιτεία (αποχή πολεμιστών από χειρωνακτικές εργασίες και χρηματιστικές απασχολήσεις, επιμέλεια για τη γυμναστική και τα πολεμικά γυμνάσια) και από την ολιγαρχία.(απληστία για χρήματα, προσπάθεια διαφυγής από το νόμο).Έχει όμως και δικά της χαρακτηριστικά, όπως ο φόβος να ανεβάσει σοφούς στην εξουσία, αφού δεν έχει αποκλειστικά δικούς της τέτοιους, αλλά ανάμικτους και ότι θα προτιμά περισσότερο αυτούς που εκτιμούν τις πολεμικές απάτες και τα στρατηγήματα. Επίσης φανερή είναι η φιλοδοξία και φίλαρχοι, λόγω επικράτησης του θυμοειδούς στοιχείου.
Συνεχίζει περιγράφοντας τον άνθρωπο που αντιστοιχεί σ’αυτή την πολιτεία, ο οποίος έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά.. Είναι παραδομένος στο θυμοειδές στοιχείο, είναι φιλοπόλεμος και επιδιώκει συνεχώς τιμές και ηδονές. Αφού τον περιγράψει, αναφέρει ότι αυτός σχηματίζεται αφενός από τις επιδράσεις που ασκούν πάνω του η συμπεριφορά του πατέρα του (δεν ασχολείται με τα πολιτικά, αποφεύγει τις δίκες και μένει παραμερισμένος για να μην τον ενοχλούν) και αφετέρου από τα παράπονα της μητέρας και του λοιπού κοινωνικού περίγυρου, που συμβουλεύουν τον τιμοκρατικό νεανία να μην αποφεύγει τις δίκες και να μην μένει άπραγος σαν τον πατέρα του. Από τη μια μεριά τον τραβά ο πατέρας που καλλιεργεί στην ψυχή του το λογιστικό, από την άλλη οι συναναστροφές του, που καλλιεργούν και αυξάνουν το θυμοειδές και επιθυμητικό μέρος της ψυχής του, ο νεανίας αυτός επιλέγει το μέσο δρόμο και παραδίνεται στο θυμοειδές μέρος της ψυχής του.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συνεχίζει και την περιγραφή όλων των υπόλοιπων πολιτευμάτων. Από την τιμοκρατία προκύπτει η ολιγαρχία, όπου οι πλούσιοι έχουν την εξουσία και οι φτωχοί δεν επιτρέπεται να μετέχουν σε καμία εξουσία. Ο πλούτος επαινείται και η αρετή και η καλοσύνη περιφρονούνται. Από τον άμετρο πλουτισμό, εκκολάπτεται πλήθος κηφήνων. Άλλοι από αυτούς έχουν κεντρί(οι κακούργοι) και άλλοι δεν έχουν(οι πτωχοί), όλοι τους όμως επιδιώκουν την ανατροπή της πολιτείας. Ο ολιγαρχικός άνθρωπος λατρεύει το χρήμα, περιφρονεί την παιδεία, αδιαφορεί για την τιμή και την υπεράσπιση της πατρίδας του. Ο ολιγαρχικός νεανίας προκύπτει από τον τιμοκρατικό ως εξής:Όταν ο τιμοκρατικός νεανίας, που θέλει να μιμηθεί τον πατέρα του με ζήλο, τον βλέπει να κατασπαταλά την περιουσία του και να τον τραβούν στα δικαστήρια οι αντίπαλοί του και να χάνει τελείως την περιουσία του, τότε σταματάει να πιστεύει στη φιλοτιμία και ταπεινωμένος από τη φτώχεια του, στρέφεται στη φιλοχρηματία και σκέπτεται μόνο με ποιους τρόπους θα βγάζει όλο και περισσότερα χρήματα. Το λογιστικό και το θυμοειδές της ψυχής του, γίνονται υπηρέτες του επιθυμητικού. Ο ολιγαρχικός είναι επίσης διπρόσωπος, όπως και η πολιτεία του.
Από τη μεγάλη απληστία που επικρατεί στην ολιγαρχία, και επειδή επιτρέπεται η ακολασία, πολλοί άνθρωποι, πουλώντας την περιουσία τους, έχουν καταντήσει φτωχοί. Κάθονται γεμάτοι σκέψη και μίσος για κείνους που τους πήραν τις περιουσίες και λαχταρούν ανατροπή πραγμάτων .Όταν τύχει δε να βρεθούν στη μάχη δίπλα δίπλα, οι φτωχοί δεν φαίνονται άξιοι περιφρόνησης και όταν βλέπουν τον πλούσιο να λαχανιάζει, δράττονται της ευκαιρίας και εκφράζουν αρνητικά σχόλια για αυτόν. Έτσι η αφορμή δεν αργεί να δοθεί.<<Οπως ένα σώμα ασθενικό>>,αναφέρει συγκεκριμένα ο Πλάτων, <<με την παραμικρή αφορμή πέφτει άρρωστο», έτσι και το ολιγαρχικό πολίτευμα καταρρέει, οι φτωχοί επικρατούν και μοιράζουν περιουσίες εξίσου και πολιτικά δικαιώματα και αυτό κατά τον Πλάτωνα είναι Δημοκρατία. Στο πολίτευμα αυτό μπορείς να κάνεις ό, τι θέλεις, να δικάζεις, να πολεμάς, να υπακούς, ή τα αντίθετα.
Ο δημοκρατικός τύπος κατά τον Πλάτωνα, προέρχεται ως εξής: από ολιγαρχικό και φιλοχρήματο πατέρα, γεννιέται παιδί αναθρεμμένο στην απαιδευσία και τσιγκουνιά. Όταν αυτό βρεθεί σε συναναστροφή με ανθρώπους που παρασκευάζουν κάθε είδους ηδονή, τότε μέσα του γεννιέται άπειρο πλήθος επιθυμιών. Αν δεν υπάρξει καμμία βοήθεια από τους δικούς του για το μέρος της ψυχής του που είναι συγγενές με το δικό τους, τότε η σωφροσύνη και η ντροπή εξορίζονται και το θρόνο της ψυχής του καταλαμβάνουν η ύβρις, η αναρχία και η ασωτία. Ο νέος θεωρεί τώρα μεγαλοπρέπεια την ασωτία και ανδρεία την αναίδεια. Έτσι διάγει τον βίο του, πότε γυμναζόμενος, πότε πίνοντας νερό, πότε κρασί και γενικά ακολουθώντας όποιον τρόπο ζωής επιθυμεί.
Από την άκρατη αυτή ελευθερία και από την απληστία του αγαθού, το πολίτευμα της Δημοκρατίας σιγά σιγά παρακμάζει. Οι άρχοντες κατηγορούνται, αν δεν δίνουν όλο και περισσότερη ελευθερία. Ο πατέρας δεν φοβάται τα παιδιά του και το αντίστροφο. Ο πολίτης είναι ίσος με τον μέτοικο. Οι αγορασμένοι δούλοι δεν είναι λιγότερο ελεύθεροι από τους αγοραστές τους Στη δημοκρατούμενη αυτή πόλη ενυπάρχουν 3 διαφορετικές τάξεις: α) η ολιγαρχική, η οποία διοικεί, β) οι κηφήνες, που επειδή είναι φρονιμότεροι και μετρημένοι πλουτίζουν πιο εύκολα και γ) ο λαός.Σ’αυτή την τελευταία τάξη μόνο δουλεύουν και είναι η πιο σημαντική τάξη, αν συσσωματωθεί.
Τη συσσωμάτωση αυτή θα αναλάβει ο δημαγωγός, ο οποίος θα οδηγήσει την πολιτεία από τη δημοκρατία στην τυραννία. Αυτός θα ξεσηκώσει το λαό, υποσχόμενος μερίδιο στην εξουσία και ανακατανομή των περιουσιών. Θα εξοντώσει μερικούς εχθρούς του, θα δημεύσει τις περιουσίες τους, θα συμφιλιωθεί με κάποιους άλλους και θα κάνει συνέχεια πόλεμο, για να μην έχουν χρόνο οι πολίτες να συνωμοτούν εναντίον του. Απαραίτητο γι αυτόν είναι να έχει προστάτες γύρω του, για να αποφύγει τυχόν απόπειρες δολοφονίας ή άλλου είδους ενέργειες εναντίον του. Όμως οι προστάτες αυτοί σιγά σιγά, αποκτούν κάποια δύναμη και παράλληλα αρχίζουν κι αυτοί να τον κατηγορούν για ό τι κακό συμβαίνει. Επομένως ο δημαγωγός θα πρέπει να βγάλει από τη μέση αυτούς που βλέπει ότι θα αποτελέσουν σημαντική απειλή γι’αυτόν.Αφαιρεί λοιπόν τους καλύτερους από τους πολίτες και αφήνει τους χειρότερους. Με τις ενέργειές του αυτές γίνεται όλο και πιο μισητός στους πολίτες άρα χρειάζεται όλο και περισσότερους προστάτες, τους οποίους θα τους βρει αναγκαστικά από άλλη πόλη, γιατί στη δική του δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί κανέναν.Οι προστάτες αυτοί όμως πρέπει με κάποιο τρόπο να αμειφθούν για τις υπηρεσίες τους. Τα χρήματα όμως που έχει δεν είναι αρκετά και έτσι αρχίζει να ξοδεύει την περιουσία της πόλης, ιερά κειμήλια και άλλα υπάρχοντα..Όταν αυτά τελειώσουν, δεν θα διστάσει να ξεπουλήσει τον ίδιο του το λαό, την ίδια του την πατρίδα, που τον ανέθρεψε και τον εμπιστεύθηκε.
Έτσι κλείνει το όγδοο κεφάλαιο της Πολιτείας ο Πλάτων, διαπιστώνοντας πώς αυτός ο τύραννος δεν διστάζει και δεν σταματάει σε τίποτα. Δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο και με πόσο βδελυρό και ποταπό τρόπο προετοίμασε τη μεγαλύτερη και σκληρότερη δουλεία για την πατρίδα του.
Το ένατο βιβλίο ξεκινάει με μια αναφορά στο άγριο και παράνομο είδος επιθυμιών που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Αυτές οι επιθυμίες γίνονται φανερές κατά τη διάρκεια του ύπνου, όταν κοιμάται το λογικό και ήμερο μέρος της ψυχής. Θα πρέπει, αναφέρει ο Πλάτων, κάποιος πριν κοιμηθεί, αφού ξυπνήσει το λογικό, να το φιλοδωρήσει με ωραία λόγια, να επιβάλει στο επιθυμητικό μέρος να κοιμηθεί ήσυχο και να καθησυχάσει το θυμοειδές. Τότε μόνο μπορεί να κοιμηθεί κάποιος ήσυχος, κινητοποιώντας το τρίτο μέρος της ψυχής του, όπου υπάρχει η φρόνηση. Έπειτα συνεχίζει, μιλώντας για το πώς σχηματίζεται ο τύπος ανθρώπου που ανήκει στο τυραννικό καθεστώς.
Ο τυραννικός άνθρωπος, σχηματίζεται αφενός από τις συμβουλές των δικών του, αλλά περισσότερο από τον έρωτα για τις κάθε είδους ηδονές, που έχει γεννηθεί μέσα του από τις συναναστροφές του. Ο έρωτας αυτός, κηφήνας με κεντρί του πόθου, όπως τον ονομάζει ο Πλάτων, γεμίζει με μανία το δημοκρατικό νεανία. Τον κυβερνά ο έρωτας, επιδίδεται σε γλέντια, γιορτές, γυναίκες, παρελάσεις. Ξοδεύει όλη την περιουσία του για να τραφεί αυτός, οι φίλοι του και οποιοιδήποτε άλλοι γλεντούν μαζί του. Όταν οι γονείς αντισταθούν, θα φερθεί με τρόπο τυραννικό και δεν θα διστάσει να χειροδικήσει αν χρειαστεί. Δεν θα διστάσει επίσης ούτε για μια στιγμή, να κλέψει και να σκοτώσει ακόμη, για να βρει χρήματα. Θα περιτριγυρίζεται συνέχεια από ένα συφερτό. Αυτός φαίνεται ότι θα γίνει τέτοιου είδους άνθρωπος, τυραννικός, από το πώς συμπεριφέρεται στην ιδιωτική του ζωή.
Έπειτα ισχυρίζεται και συμφωνεί μαζί του και ο Γλαύκων, ότι αυτός που θα διατελέσει περισσότερο καιρό τύραννος, θα δυστυχήσει και περισσότερο καιρό. Η τυραννοκρατούμενη πόλη είναι δούλη και επειδή η ψυχή του ανθρώπου μοιάζει με την πόλη, είναι και αυτή δούλη και κυριαρχεί μέσα της το μανιακότερο μέρος της. Επίσης, η ψυχή, θα είναι φτωχή, αχόρταγη, γεμάτη φόβο, οδυρμούς και στεναγμούς, όπως η πόλη.Ο απλός πολίτης αυτής της πόλης είναι σε καλύτερη μοίρα από αυτόν που του δόθηκε η ευκαιρία να την κυβερνήσει, να γίνει τύρρανος. Αυτός, έχει ολόγυρά του φρουρούς όλους τους εχθρούς του. Από τον φόβο που νιώθει, δεν μπορεί ποτέ να βγει έξω από την πόλη του. Ο πραγματικός τύραννος, είναι πραγματικός δούλος γιατί αναγκάζεται να μεταχειρίζεται τις μεγαλύτερες θωπείες, να εξευτελίζεται και να γίνεται κόλακας των χειρότερων ανθρώπων. Τελικά, Γλαύκων και Πλάτων καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που κυβερνά τον εαυτό του σαν βασιλιάς, αυτός που είναι αγαθός και δίκαιος. Ο χειρότερος και αδικώτερος είναι εκείνος που κυβερνά με τρόπο τυραννικό τον εαυτό του και την πόλη.
Συνεχίζει, κάνοντας λόγο για τρία είδη ανθρώπων: α) τον φιλόσοφο, που στην ψυχή του επικρατεί το λογικό μέρος της ψυχής του και επιθυμεί περισσότερο την αλήθεια και λιγότερο κάθε άλλη ηδονή, β) τον φιλόνικο, στην ψυχή του οποίου επικρατεί το θυμοειδές μέρος της ψυχής, διαθέτει ορμή για νίκη, γ) τον φιλοκερδή, που στην ψυχή του επικρατεί το επιθυμητικό μέρος της ψυχής και διακατέχεται από επιθυμία για κέρδος. Υποστηρίζει ότι τα όσα παινεύει ο φιλόσοφος είναι τα αληθινώτερα, γιατί σε σύγκριση με τους άλλους δύο, η εμπειρία και η φρόνησή του υπάρχει σ’αυτόν σε μεγαλύτερο βαθμό. Ο φιλόσοφος, μπορεί να κρίνει πιό σωστά και για την τιμή καί για το κέρδος, αφού είναι αναγκασμένος από μικρή ηλικία να δοκιμάζει τις ηδονές αυτές. Ο φιλόνικος και ο φιλοκερδής, δεν έχουν δοκιμάσει από μικρή ηλικία την ηδονή από τη μάθηση της φύσης των όντων και επομένως δεν μπορούν να εκφέρουν σωστή γνώμη γι’αυτήν.Άρα πιο δίκαιος κριτής, με βάση τον ορθό λόγο, που είναι όργανο καταξοχήν του φιλοσόφου, είναι ο φιλόσοφος.
Ο φιλόσοφος είναι εκείνος που μπορεί να γνωρίσει την αληθινή ηδονή και δεν παρασύρεται από σκιαγραφήματά της. Αν υποθέσουμε, λέει ο Σωκράτης, ότι υπάρχουν τρία τμήματα, το κατω, το μεσο και το πανω, ο φιλόνικος και ο φιλοκερδής θα κατευθύνονται από το κάτω προς το μέσο και το αντίστροφο, ενώ ποτέ δε θα γνωρίσουν το πάνω. Θα θεωρούν ως ανώτατο σημείο το μέσο. Ο Σωκράτης, χρησιμοποιεί το παράδειγμα ηδονής-λύπης. Η μέση κατάσταση θα θεωρείται από τον φιλόνικο και τον φιλοκερδή ως απόλυτη ηδονή, ενώ δεν είναι. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν μπορούν να γνωρίσουν την αληθινή ηδονή, που βρίσκεται στο πάνω μέρος. Προχωρεί λέγοντας ότι αφού από τα είδη των ανθρώπων βασιλικός, τιμοκρατικός, ολιγαρχικός, δημοκρατικός, τυραννικός, ο τυραννικός είναι τελευταίος σε ευτυχία και απέχει από την αληθινή ηδονή 729 φορές μακριά. Δηλαδή ο βασιλιάς ζει 729 φορές ευτυχέστερα από τον τύραννο και ο τύραννος δυστυχέστερα άλλες τόσες. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά του δίκαιου από τον άδικο άνθρωπο ως προς την ηδονή και τη λύπη.
Στη συνέχεια της Πολιτείας, θέλει να δείξει τί αποτέλεσμα έχουν στην ψυχή τα δίκαια και τα άδικα έργα. Λέει στον Γλαύκων να υποθέσει ότι μέσα στην ψυχή συνυπάρχουν: ένα τέρας με πολλά κεφάλια, που όποτε το συμφέρει χρησιμοποιεί πότε το ένα και πότε το άλλο, ένα λιοντάρι και ένας άνθρωπος και όλα μαζί, έχουν σαν εξωτερικό περίβλημα ανθρώπινη μορφή. Αυτός που υποστηρίζει ότι η αδικία τον ωφελεί και η δικαιοσύνη δεν τον συμφέρει, καλοτρέφει το πολύμορφο τέρας και αδιαφορεί για τον άνθρωπο. Η δύναμη των ποικίλων τεράτων μεγαλώνει, ενώ ο άνθρωπος ασθενεί και πεθαίνει. Εκείνος όμως που υποστηρίζει ότι τα δίκαια έργα ωφελούν, δεν αφήνει τα άγρια να φυτρώνουν, τιθασεύει τα ήμερα και φροντίζει όλα να τα συμφιλιώσει μεταξύ τους και με τον εαυτό του και να τα αναθρέψει αρμονικά.
Ο Σωκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να δαμάσει αυτό το τέρας, πρέπει να διευθύνεται από το ίδιο στοιχείο που διευθύνεται ο άριστος. Για να γίνει αυτό, πρέπει ο πρώτος να γίνει δούλος του δεύτερου, που έχει μέσα του το θεικό αυτό στοιχείο. Η υποταγή αυτή είναι προς όφελος του δούλου. Πρέπει κάποιος να έχει στην ψυχή του συμφωνία αρμονική, να τηρεί την αρμονία και τη δικαιοσύνη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του και σε όλες τις δραστηριότητές του. Ούτε με την πολιτική της πατρίδας του να ασχοληθεί, παρα μόνον αν τύχει..
Το ένατο κεφάλαιο της Πολιτείας τελειώνει με την πίστη, παρότρυνση κατά κάποιο τρόπο του Σωκράτη, ότι η αρίστη Πολιτεία υπάρχει στον ουρανό για κείνον που θέλει να τη βλέπει και να οργανώσει, σύμφωνα με αυτή, την εσωτερική του πολιτεία.
Στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτων, μέσω των λόγων του Σωκράτη, υποστηρίζει ότι οργανώνει πολύ καλά την Πολιτεία του και σ’αυτήν δεν υπάρχει χώρος για την ποίηση και προπαντός για το μιμητικό της μέρος. Συνεχίζει παραθέτοντας παραδείγματα για να αποδείξει ότι η ποίηση δεν κατασκευάζει τίποτα το πραγματικό. Μέσα από μια εξέταση της κλίνης, όπως την έχει κατασκευάσει ο Θεός (τον οποίον ονομάζει φυτουργό της κλίνης), ο ξυλουργός και ο ζωγράφος καταλήγει στο ότι ο ζωγράφος μιμείται την κατασκευή του ξυλουργού, ο οποίος μιμείται την καθαυτή ιδέα της κλίνης, που έχει κατασκευάσει ο Θεός. Άρα ο ξυλουργός βρίσκεται τρεις φορές μακρύτερα από την καθαυτή ιδέα της ‘κλίνης’. Παρόμοια και ο τραγικός ποιητής, απέχει τρεις φορές από την αλήθεια και την ιδέα του αγαθού.
Προχωρεί λέγοντας ότι ο ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει έναν τσαγκάρη ή έναν οποιοδήποτε τεχνίτη, χωρίς να γνωρίζει τίποτα απολύτως για την τέχνη του καθενός. Με τον ίδιο τρόπο και ο Όμηρος, χωρίς να γνωρίζει πολεμικές τέχνες ή την πολιτική τέχνη, μιμείται με μεγάλη άνεση τους μιμητές της καθαυτής ιδέας. Αναγνωρίζει στον Όμηρο, έμπνευση και ενθουσιασμό, όχι όμως και σοφία.Δεν κατέχουν λοιπόν οι ποιητές την αλήθεια για την αρετή, απλά είναι μιμητές των ειδώλων της αρετής και των άλλων πραγμάτων που τους απασχολούν.
Αναφέρει επίσης ότι για κάθε πράγμα υπάρχουν τρεις τέχνες α)αυτή που θα το μεταχειρισθεί, β) αυτή που θα το κατασκευάσει και γ) αυτή που θα το μιμηθεί. Εκείνος που μεταχειρίζεται κάτι, είναι και περισσότερο γνώστης και πιο κοντά στην αλήθεια και ειδοποιεί τον κατασκευαστή για τα αποτελέσματα κάθε πράγματος. Οι ποιητές δεν μπορούν να έχουν γνώση της αλήθειας γι’αυτά που πραγματεύονται, ή να γνωρίζουν τί είναι χρήσιμό και τί όχι, γιατί δεν τα χρησιμοποιούν. Απλά μιμούνται αυτά που φαίνονται καλά στους πολλούς. Η ζωγραφική και γενικά η μιμητική δημιουργεί το έργο της έτσι , ώστε είναι πολύ μακριά από την αλήθεια, συναναστρέφεται με το μέρος της ψυχής μας που είναι μακριά από την φρόνηση και από τη συνεργασία αυτή δεν βγαίνει τίποτα καλό και αληθινό
Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι η μίμηση βρίσκεται σε φιλικές σχέσεις με το φαύλο, το αλόγιστο μέρος της ψυχής μας και παρουσιάζει ως απόδειξη αυτού την ποίηση που μιμείται τους ανθρώπους που κάνουν πράξεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Το λογικό τμήμα του ανθρώπου, λέει, όταν τύχει μια δυστυχία, τον ωθεί να σκεφτεί λογικά και μπροστά σε άλλους δεν εκδηλώνεται. Όταν είναι μόνος του όμως, τότε εκδηλώνεται το αλόγιστο τμήμα της ψυχής του και κάνει πολλά που δεν θα θελε ποτέ κανείς να δει πως τα κάνει. Άρα, το αλόγιστο τμήμα είναι αυτό που τον τραβά στη λύπη και το λογικό τον κρατά ψύχραιμο και τον βοηθάει να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Αυτό το αλόγιστο τμήμα, αυτός ο αγανακτικός άνθρωπος είναι το αντικείμενο μίμησης της ποίησης και όχι ο φρόνιμος και ήσυχος άνθρωπος.
Έτσι τον μιμητή ποιητή, επειδή έχει στενές σχέσεις και μιμείται καλύτερα το φαύλο μέρος της ψυχής μας και μπορεί να του δώσει μεγάλη δύναμη, καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο το λογιστικό μέρος, δεν θα τον δεχτεί ο Πλάτων στην Πολιτεία του. Επίσης δεν δέχεται την ποίηση γιατί μπορεί πολύ εύκολα να διαφθείρει. Ενώ δηλαδή παρουσιάζει πράξεις ανθρώπων που τις βλέπουμε και θαυμάζουμε για καλό, τον ποιητή εκείνον που θα τις παρουσιάσει πιο έντονα, όταν εμείς βρεθούμε σε παρόμοια κατάσταση, καμαρώνουμε για την αντίθετη από αυτές συμπεριφορά μας. Καμαρώνουμε για την υπομονετική, την ψύχραιμη και όχι την παθιασμένη συμπεριφορά. Το ίδιο συμβαίνει και με την κωμωδία. Γελάμε με τα παθήματα που βλέπουμε σε μια παράσταση, και ντρεπόμαστε όταν τα παρουσιάσουμε σαν γελωτοποιοί. Αν όμως συνηθίσουμε να τα βλέπουμε, θα τα υιοθετήσουμε και στην συμπεριφορά μας, επειδή θα μας παρασύρουν. Η ποίηση θα γίνει δεκτή μόνο υπό προυποθέσεις.
Στη συνέχεια κάνει λόγο για την αθανασία της ψυχής. Αναφέρει ότι κάθε πράγμα έχει μέσα του καλό και κακό και καταστρέφεται μόνο από το κακό που έχει μέσα του, αλλιώς δεν μπορεί τίποτα να το καταστρέψει Η ψυχή δεν εξολοθρεύεται από κανένα κακό, ούτε δικό της ούτε ξένο. Είναι αιώνια και αθάνατη και πρέπει να εξασκεί την δικαιοσύνη και να είναι ενάρετη, γιατί τα βραβεία που περιμένουν την αρετή είναι πολλά.
Όταν ο άνθρωπος είναι δίκαιος, οι Θεοί τον αγαπούν και τα βραβεία του απο αυτούς είναι πολλά. Είτε σε δυστυχία πέσει, ο άνθρωπος αυτός, είτε σε φτώχεια, είτε σε αρρώστια, όλα αυτά θα του βγουν σε καλό όσο ζει ή όταν πεθάνει. Γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπεται από τους Θεούς εκείνος που θέλει να γίνει δίκαιος. Για τον άδικο ισχύουν τα αντίθετα. Επίσης οι δίκαιοι παίρνουν αξιώματα, γυναίκες που θέλουν και προς το τέλος της ζωής τους, στο τέλος κάθε πράξεως, κάθε συναναστροφής, εκτιμώνται και παίρνουν τα βραβεία τους. Οι άδικοι, στο τέλος της ηλικίας τους, γελοιοποιούνται και τους περιφρονούν ντόπιοι και ξένοι.Επισημαίνει δε ότι, τα βραβεία που παίρνει ο δίκαιος όταν ζει, είναι ασήμαντα σε αξία μπροστά στα βραβεία που τον περιμένουν όταν πεθάνει. Στο σημείο αυτό, ο Πλάτων, εισάγει το μύθο του ‘Ηρώς’ για την απόδειξη αυτών των βραβείων. Ο Ήρ, σκοτώθηκε στον πόλεμο και μετά από δώδεκα μέρες αναστήθηκε και έπειτα διηγήθηκε όσα είδε εκεί που πήγε.
Η ψυχή του μαζί με άλλες ψυχές πορεύτηκε ‘εις τόπον δαιμόνιον’ όπου υπήρχαν δύο χάσματα πάνω στη γη, το ένα δίπλα στο άλλο και άλλα δύο αντίκρυ στον ουρανό. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές και αφού δίκαζαν, πρόσταζαν τους δίκαιους να προχωρήσουν δεξιά και πάνω μέσα από τον ουρανό, ενώ στους άδικους αριστερά και κάτω. Ο Ηρ έβλεπε τις ψυχές που είχαν δικαστεί, να προχωρούν προς τα δύο χάσματα και άλλες να βγαίνουν από τα άλλα δύο. Όσες ανέβαιναν από το χάσμα της γης, ήταν σκονισμένες και διψασμένες, όσες κατέβαιναν από τον ουρανό ήταν καθαρές. Όλες οι ψυχές πήγαιναν στο Λειμώνα και ξεκουράζονταν σαν σε πανηγύρι. όσες έρχονταν από τη γη έκλαιγαν, όσες έρχονταν από τον ουρανό και τί δεν είχαν να πουν από θεάματα και απολαύσεις. Οι ψυχές που είχαν διαπράξει αδικήματα είχαν πληρώσει για όλα δεκαπλάσιες ποινές.Δεκαπλάσιες ήταν και οι ανταμοιβές για όσες ψυχές είχαν κάνει το καλό .Έπειτα ακολουθεί μια πολύ όμορφη εικόνα, η οποία αποτελεί μια αστρονομική περιγραφή του σύμπαντος.
Σύμφωνα με αυτήν, η κίνηση όλων των πλανητών μαζί, έδινε τους τόνους του επτάχορδου.Την κίνηση των πλανητών παρακολουθούσαν οι Μοίρες, οι οποίες ήταν κόρες της Ανάγκης.Αυτές ήταν οι Λάχεσις, Κλωθώ και Άτροπος.Φτάνοντας οι ψυχές στο συγκεκριμένο σημείο που ήταν οι Μοίρες, έπρεπε να διαλέξουν το είδος ζωής που ήθελαν να ζήσουν στην επόμενη ενσάρκωσή τους.Καθένας ανάλογα με τη σειρά που προσδιόριζε ο κλήρος, επέλεγε ένα ορισμένο είδος ζωής. Οι αφιλοσόφητες ψυχές έσπευδαν να επιλέξουν βίους ενδόξους, χωρίς να υπολογίσουν τα βάσανα και τις δυστυχίες που κρύβουν .Όσες ψυχές όμως είχαν δοκιμαστεί σκληρά στην προηγούμενή τους ζωή, τώρα πρόσεχαν να μην απατηθούν από τη δολερή λάμψη .Ύστερα έπιναν το νερό του Αμέλητα ποταμού, για να ξεχάσουν τί είχαν ζήσει στην προηγούμενη ζωή τους. Τον Ήρ δεν τον άφησαν να πιει νερό της λήθης. Τα μεσάνυχτα οι ψυχές ξαφνικά αναπηδούσαν προς τα πάνω, για να αναγεννηθούν στα νέα τους σώματα.
Ο Πλάτων τελειώνει το δέκατο βιβλίο του με την παρότρυνση, να πιστέψουμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι έχει τη δύναμη να υποφέρει και τα κακά και τα αγαθά. Έτσι δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από το δρόμο που φέρνει προς τα επάνω και τη δικαιοσύνη θα εφαρμόζουμε με φρόνηση. Με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι με τον εαυτό μας και με τους Θεούς και θα παίρνουμε τα βραβεία μας και όταν είμαστε στη ζωή αλλά και μετά θάνατον.
Μέσα σ’όλη την θεωρία του περί ιδεών, στην οποία στηρίζεται και η Ιδανική του Πολιτεία, διακρίνουμε έναν Πλάτωνα, ο οποίος βρίσκει στον κόσμο των ιδεών ένα στήριγμα για την ψυχή του, το οποίο δεν μπορεί να το βρεί στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον του. Ιδιαίτερα μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή που ζούσε, μετά τα αποτυχημένα ταξίδια του στην Κάτω Ιταλία, την καταδίκη του Σωκράτη, την αδικία των συγγενών του, όταν κατέλαβαν την εξουσία, η ψυχή του είχε δεχτεί αλλεπάλληλα χτυπήματα και είχε κλονισθεί. Έτσι οδηγήθηκε στον κόσμο των ιδεών, όπου συνοψίζεται η θεωρία της γνώσης ως ανάμνησης.
Η Ιδανική Πολιτεία αποτελείται από τρεις τάξεις - φιλόσοφοι, φύλακες, κοινοί πολίτες-, οι οποίες ταυτίζονται με τα τρία μέρη της ψυχής -λογιστικό, θυμοειδές, επιθυμητικό αντίστοιχα -, επειδή η Πολιτεία είναι οργανωμένη έχοντας ως πρότυπο την οργάνωση της ψυχής μας. Η Πολιτεία είναι σοφή, είναι ανδρεία, κοσμείται από σωφροσύνη, επειδή ανάμεσα στις τρεις τάξεις βασιλεύει η αρμονία και είναι δίκαιη.Κάθε στοιχείο εκπληρώνει τη λειτουργία του χωρίς να παρακωλύει τη λειτουργία των άλλων.Κανείς δεν πολυπραγμονεί. Την αρμονία διασφαλίζει η δικαιοσύνη, που απονέμει στον καθένα ό, τι του ανήκει και τον τοποθετεί στη θέση που του ταιριάζει. Ο πιο αποδεκτός όρος δικαιοσύνη είναι του Σωκράτη: ‘τό τά αυτου πράττειν’. Ο φιλόσοφος είναι ο ειδικός να ρωτήσουν για να είναι μια πολιτεία ευτυχισμένη. Όλοι οι πολίτες θα πρέπει να εκχωρήσουν κάθε εξουσία στο φιλόσοφο, ώστε να αποφασίζει αυτός για λογαριασμό τους.Αυτός θα τους πει πώς θα γίνουν ενάρετοι, πράγμα που αποτελεί βασική προυπόθεση για την επίτευξη της ευτυχίας. Ο φιλόσοφος είναι ο μοναδικός κάτοχος των ιδεών, των πραγματικών δηλαδή εννοιών.
Ο Πλάτων σ’αυτήν τη θεωρία του για την Ιδανική Πολιτεία έπεσε θύμα σύγχυσης του σκοπού μιας πράξης και των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση της πράξης αυτής. Τούτο μπορεί να το καταλάβει κανείς με το ακόλουθο παράδειγμα. Ένας κτηματίας έχει ένα χωράφι που το διασχίζει ένα ρέμα, γεγονός που τον υποχρεώνει κάθε φορά που θέλει να περάσει στην απέναντι όχθη του ρέματος, να κάνει ολόκληρο κύκλο. Για να αποφύγει την ταλαιπωρία αυτή αποφασίζει να φτιάξει μια γέφυρα. Καλεί λοιπόν έναν γεφυροποιό. Αυτός είναι ο ειδικός για να υποδείξει τον τρόπο και το σημείο που θα χτιστεί η γέφυρα. Μέχρι εκεί όμως. Η επιλογή για το αν θα χτιστεί ή όχι η γέφυρα, εναπόκειται στον κτηματία. Αν θέλει να ευκολύνει τη ζωή του, θα το φτιάξει. Αν όχι δεν θα το φτιάξει. Ο γεφυροποιός δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να το χτίσει. Έτσι και ο φιλόσοφος, ως ειδικός στην πολιτική τέχνη, δεν έχει δικαίωμα, όπως αυθαίρετα υπέθεσε ο Πλάτων, να ορίσει τί πρέπει να επιλέγουν οι πολίτες. Η σοφία του τους είναι χρήσιμη στο βαθμό μόνο που τους βοηθάει να να ικανοποιήσουν καλύτερα τις ηθικές επιλογές, στις οποίες οι ίδιοι έχουν προβεί και οι οποίες δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν.
Επιπλέον, ο Πλάτων πίστεψε, ότι υπάρχει ένα καλό για όλους, ότι δεν υπάρχει σχετικότητα των αξιών, όπως πίστευαν οι Σοφιστές. Πρέσβευε ότι υπάρχει μία δικαιοσύνη, ένα κοινό σύστημα ηθικών αξιών. Εξισώνει αυθαίρετα τις προτάσεις με τις οποίες περιγράφουμε τα φυσικά γεγονότα και τα αντικείμενα, προς τις προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε τις θέσεις μας για ηθικά ζητήματα. Η φυσική γλώσσα όμως επιδιώκει να περιγράψει την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου, ενώ οι ηθικές λέξεις δεν περιγράφουν τίποτε. Με τη χρήση των ηθικών όρων, οι άνθρωποι νομοθετούν, εισάγουν κριτήρια και κανόνες συμπεριφοράς, που στηρίζονται στη δική τους επιλογή, βούληση, πρόθεση. Ο ηθικός ολοκληρωτισμός, ο αναγκαστικός προσανατολισμός όλων των πολιτών σένα μόνο κοινό πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς, πουτ θα εισηγηθεί ο φιλόσοφος είναι αυθαίρετος και η προσπάθειά του να οικοδομήσει την Ιδανική Πολιτεία, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων.
Ο Καρλ Πόππερ, φιλόσοφος του αιώνα μας παρατηρεί, ότι μια κοινωνία κλειστού τύπου όπως του Πλάτωνος (κοινωνία, όπου ο αναγκαστικός προσανατολισμός στην ιδεολογία που της έχει επιβληθεί, κλείνει κάθε διέξοδο διαφυγής προς άλλους ορίζοντες), έχει πορεία απόλυτα προδιαγεγραμμένη προς ένα δεδομένο σκοπό. Ένα ορισμένο σύστημα αξιών, το οποίο αυθαίρετα από μόνος του επέβαλε στους άλλους ο συντάκτης της. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να παρεκλίνει από τους κανόνες αυτής της κοινωνίας. Απέναντι σ’αυτήν την κοινωνία, ο Πόππερ προτείνει την ανοικτή κοινωνία, που δεν ατενίζει κάποιο έσχατο τέλος στο βάθος του μέλλοντος, ώστε να εξαρτήσουν από αυτό κάθε πράξη τους. Η κοινωνία αυτή επιδιώκει απλώς αύριο να περιέχει λιγότερη πείνα, λιγότερη φτώχεια και να εξαλείφει σταδιακά τα φαινόμενα εκείνα που προκαλούν δυστυχία.
Πηγή: του Νικολάου Μ. Σμυρνάκη, εργασία στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα 'Ηθικής Φιλοσοφίας'