Η στροφή της φιλοσοφικής έρευνας από τις κοσμολογικές αναζητήσεις και τη μελέτη της φύσεως προς τα προβλήματα της ηθικής και πολιτικής ζωής του ανθρώπου, στροφή που, ως γνωστόν, συντελέσθηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. με τους Σοφιστές και τον Σωκράτη, έφερε αναπόφευκτα στο επίκεντρο των φιλοσοφικών ενδιαφερόντων και το ερώτημα «τί είναι άνθρωπος». Οι Σοφιστές, όσο τα αποσπάσματα από το έργο τους και οι αρχαίες γι' αυτούς μαρτυρίες επιτρέπουν να συμπεράνουμε, είδαν στον άνθρωπο ένα ξεχωριστό ον, που χάρη στην ικανότητά του για αίσθηση και αντίληψη, τη νοημοσύνη του και τη λογική του κρίση είναι σε θέση να δίνει νόημα και περιεχόμενο στον κόσμο που το περιβάλλει. Η αντίληψη αυτή, η οποία αντιπροσωπεύει την πιο ουσιαστική έκφραση του σοφιστικού ανθρωποκεντρισμού, βρίσκει τη χαρακτηριστική διατύπωσή της στη γνωστή ρήση του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων...
μέτρον έστίν άνθρωπος των μέν οντων ώς εστιν, των δέ ούκ οντων ώς ούκ εστιν» (DK 80 B 1), ρήση για την οποία, από την αρχαιότητα ώς και τις μέρες μας, σημαντικοί φιλόσοφοι και ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι συνεπάγεται γνωσιολογικό και ηθικό σχετικισμό, ότι υπηρετεί την αυθαιρεσία της υποκειμενικής διάθεσης και ότι ενθαρρύνει την ανάπτυξη ατομικιστικών τάσεων. Οι Σοφιστές, παρόλο που στην ιδιότητα του ανθρώπου να σκέπτεται και να εκφράζει την σκέψη του με την ομιλία αναγνώρισαν την ειδοποιό διαφορά του έναντι των άλλων ζώων, δεν ταύτισαν ποτέ τον άνθρωπο αποκλειστικά με τη λογική του διάσταση. Αντίκρυσαν δηλαδή τον άνθρωπο όχι μόνο ως λόγο, αλλά και ως πάθος και πίστευαν ότι με τις δυνατότητες που προσφέρει η τέχνη της ρητορικής, την οποία δίδασκαν, το θυμικό στοιχείο της ψυχής μπορεί να χειραγωγηθεί. Πίστευαν επίσης ότι η ανθρώπινη ύπαρξη προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ανάγκες, ορέξεις και επιθυμίες, που απαιτούν ικανοποίηση, η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με το αίσθημα της ηδονής και της ευχαρίστησης. Την εγγενή τάση του ανθρώπου να επιζητεί την ηδονή και να αποστρέφεται τον πόνο την εξέλαβαν ως βασικό οντολογικό του γνώρισμα και δεν δίστασαν ορισμένοι από αυτούς να αναγά-γουν την ηδονή σε ρυθμιστική αρχή της πράξης και να θεωρήσουν την επιδίωξή της ως την κατεξοχήν έκφραση της ορθολογικότητας, θέτοντας έτσι τελικά τον λόγο στην υπηρεσία των παθών και της επιθυμίας και συνεπώς στην υπηρεσία εγωιστικών και χρησιμοθηρικών στόχων και σκοπών. Η εργαλειοποίηση του λόγου εντός του σοφιστικού κινήματος, πού κατά τον Σωκράτη σήμαινε κλονισμό του κύρους του, είχε σημαντικές συνέπειες για την ανθρωπολογία του, όπως στη συνέχεια θα φανεί.
μέτρον έστίν άνθρωπος των μέν οντων ώς εστιν, των δέ ούκ οντων ώς ούκ εστιν» (DK 80 B 1), ρήση για την οποία, από την αρχαιότητα ώς και τις μέρες μας, σημαντικοί φιλόσοφοι και ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι συνεπάγεται γνωσιολογικό και ηθικό σχετικισμό, ότι υπηρετεί την αυθαιρεσία της υποκειμενικής διάθεσης και ότι ενθαρρύνει την ανάπτυξη ατομικιστικών τάσεων. Οι Σοφιστές, παρόλο που στην ιδιότητα του ανθρώπου να σκέπτεται και να εκφράζει την σκέψη του με την ομιλία αναγνώρισαν την ειδοποιό διαφορά του έναντι των άλλων ζώων, δεν ταύτισαν ποτέ τον άνθρωπο αποκλειστικά με τη λογική του διάσταση. Αντίκρυσαν δηλαδή τον άνθρωπο όχι μόνο ως λόγο, αλλά και ως πάθος και πίστευαν ότι με τις δυνατότητες που προσφέρει η τέχνη της ρητορικής, την οποία δίδασκαν, το θυμικό στοιχείο της ψυχής μπορεί να χειραγωγηθεί. Πίστευαν επίσης ότι η ανθρώπινη ύπαρξη προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ανάγκες, ορέξεις και επιθυμίες, που απαιτούν ικανοποίηση, η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με το αίσθημα της ηδονής και της ευχαρίστησης. Την εγγενή τάση του ανθρώπου να επιζητεί την ηδονή και να αποστρέφεται τον πόνο την εξέλαβαν ως βασικό οντολογικό του γνώρισμα και δεν δίστασαν ορισμένοι από αυτούς να αναγά-γουν την ηδονή σε ρυθμιστική αρχή της πράξης και να θεωρήσουν την επιδίωξή της ως την κατεξοχήν έκφραση της ορθολογικότητας, θέτοντας έτσι τελικά τον λόγο στην υπηρεσία των παθών και της επιθυμίας και συνεπώς στην υπηρεσία εγωιστικών και χρησιμοθηρικών στόχων και σκοπών. Η εργαλειοποίηση του λόγου εντός του σοφιστικού κινήματος, πού κατά τον Σωκράτη σήμαινε κλονισμό του κύρους του, είχε σημαντικές συνέπειες για την ανθρωπολογία του, όπως στη συνέχεια θα φανεί.
Με τον Σωκράτη η μελέτη του ανθρώπου γίνεται συστηματικότερη και ουσιαστικότερη, αφού αφετηρία της φιλοσοφικής του κατεύθυνσης υπήρξε η προτροπή «γνώθι σαυτον» (Φαϊδρ. 229e-230a· Άπολ. 28e, 38a) και έργο ζωής η ανακάλυψη των ποιοτήτων και των γνωρισμάτων της ανθρώπινης φύσης. Με επιμονή και μεθοδικότητα ο Σωκράτης κατόρθωσε να διακρίνει τα σταθερά και καθολικά στοιχεία, που συνθέτουν την ουσία του ανθρώπου, και να συλλάβει σύμφωνα με τον G.W.F. Hegel την υποκειμενικότητα «κατά τρόπο πιο οριστικό, πιο διεισδυτικό» από ό,τι οι Σοφιστές.
Η προσπάθεια του Σωκράτη να προσεγγίσει την εσώτερη ύπαρξη του ανθρώπου και να γνωρίσει τον αληθινό εαυτό, καθώς και η αποκλειστική ενασχόλησή του με τα ανθρώπινα μαρτυρούν για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του στοχασμού του, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σωκρατικός ανθρωποκεντρισμός δεν καταλήγει σε άκρο υποκειμενισμό. Ο άνθρωπος κατά τον Σωκράτη, παρόλο που είναι ένα θαυμαστό ον και η θεία πρόνοια έχει κατασκευάσει με περισσή επιμέλεια τα πάντα προς εξυπηρέτησή του (Άπομν. IV. 3. 1 κ.έ.), δεν είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Η δικαιοδοσία του ανθρώπου περιορίζεται στα ανθρώπινα πράγματα, στο βαθμό που αυτά δεν είναι αναγώγιμα στα θεία ή φυσικά πράγματα, όπως συνάγεται από μία πληροφορία που μας παραδίδει ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματά του. Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία του σχετικού χωρίου από τον Βασίλειο Τατάκη, ο Σωκράτης διέκρινε την ανθρώπινη ζωή στην περιοχή των «έφ' ήμιν» και στην περιοχή των «ούκ έφ' ήμιν». Στην πρώτη που ισοδυναμεί με την περιοχή της ηθικής δραστηριότητας, η διάνοια και η σκέψη του ανθρώπου μπορούν να κατευθύνουν τα πάντα· στη δεύτερη, που ταυτίζεται με την περιοχή της τύχης, το λόγο έχει η θεϊκή βούληση. Η περιοχή όμως της ανθρώπινης ζωής που ορίζεται από το θείο δεν είναι τελείως απρόσιτη στην «άνθρωπίνην γνώμην» κατά τον Σωκράτη, αφού με τη βοήθεια της μαντικής ο άνθρωπος μπορεί να εισχωρήσει σε αυτήν. Με τη διάκριση της ανθρώπινης ζωής στις δύο αυτές περιοχές αφενός επικυρώνεται η αυθεντία του λόγου στο πεδίο της πράξης και αφετέρου τίθενται όρια στον υποκειμενισμό.
Η σωκρατική πρόσκληση για αυτογνωσία δεν υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να αποκόψει τους δεσμούς του με τον κόσμο, για να αφιερωθεί στην επισκόπηση της ατομικότητάς του. Η ενδοσκόπηση δεν είναι η μέθοδος που θα συνιστούσε ο Σωκράτης για να ανακαλύψει ο άνθρωπος την αλήθεια που υπάρχει μέσα του. Αν στα πλαίσια της σωκρατικής φιλοσοφίας η αλήθεια δεν κατακτάται από το μεμονωμένο άτομο, αλλά είναι απότοκος μιας επίμονης διαλεκτικής πορείας, κατά ανάλογο τρόπο και η αυτογνωσία συντελείται μέσα από την επαφή του υποκειμένου με τα άλλα υποκείμενα, επαφή που επιτυγχάνεται χάρη στον άμεσο και ζωντανό διάλογο. Από αυτά συνάγεται ότι για τον Σωκράτη ο άνθρωπος είναι το ον που μέσα στο πεδίο του διαλόγου μπορεί να εξοικειωθεί με τον εαυτό του και να γνωρίσει τα ουσιώδη στοιχεία του είναι του· είναι επομένως το ον, το οποίο, αποκτώντας γνώση της φύσης του, μπορεί να καταστρώσει το σχέδιο ζωής που αρμόζει σε αυτό και να πραγματώσει το ιδεώδες της ευπραξίας.
Η αυτογνωσία οδηγεί στη διαπίστωση ότι το πολυτιμότερο πράγμα στον άνθρωπο είναι η ψυχή, η οποία κατά τον Σωκράτη (Άπομν., IV. 3. 14) «μετέχει του θείου περισσότερο από κάθε άλλο ανθρώπινο πράγμα»· γι' αυτό και υποστήριζε ότι το ύψιστο καθήκον των ανθρώπων, είναι να μεριμνούν για την ψυχή τους και με επιμονή προέτρεπε τους Αθηναίους να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να την κάνουν όσο γίνεται καλύτερη (Άπολ. 29d-30b). Η ψυχή εξάλλου είναι ο πραγματικός εαυτός, δηλαδή ο καθαυτό άνθρωπος, όπως διατείνεται ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο Αλκιβιάδης (130e). Ο Σωκράτης παρουσιάζεται στο διάλογο αυτόν, όσον αφορά την ανθρωπολογία του, ως εκφραστής ενός ιδιότυπου δυϊσμού, αφού δηλώνει κατηγορηματικά ότι ούτε σώμα, ούτε «συναμφό-τερου» σώματος και ψυχής είναι ο άνθρωπος, παρά μόνο ψυχή (130 c). Το σώμα που εξουσιάζεται από την ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα απλό εργαλείο στη διάθεση της ψυχής. Η σχέση με άλλα λόγια μεταξύ ψυχής και σώματος είναι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον τεχνίτη και στα εργαλεία που χρησιμοποιεί.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Ηθ. Μεγ., 1180 a 19-23) ο Σωκράτης εξελάμβανε την ψυχή ως μια αδιαίρετη λογική ενότητα, που ήταν ο τόπος των ηθικών αρετών και στην οποία το άλογο δεν είχε καμία θέση. Η ψυχή κατά τον Σωκράτη αποτελείται, όπως λέγει χαρακτηριστικά ο W. Jaeger, από «σκεπτόμενο πνεύμα» (denkender Geist) και «ηθικό λόγο» (sittliche Vernunft). Η φύσις επομένως του ανθρώπου, ο οποίος ταυτίζεται με την ψυχή είναι λογικής και ηθικής υφής, μια αντίληψη που προσδίδει στον άνθρωπο μοναδική αξία. Εφόσον η ψυχή, που «μετέχει του θείου» είναι λόγος και δεδομένου ότι ο θεός είναι απόλυτα αγαθός σύμφωνα με τον Σωκράτη γίνεται κατανοητό γιατί κατά την αντίληψή του ο άνθρωπος ως λογική ψυχή δεν είναι δυνατόν να επιθυμεί συνειδητά το κακό (: ούδείς έκών κακός) —βασικό δόγμα του Σωκράτη— και γιατί η σωκρατική ηθική είναι νοησιαρχική.
Η διδασκαλία του Σωκράτη για την ψυχή και η πεποίθησή του ότι αυτή είναι ο άνθρωπος δεν συνεπάγεται περιφρόνηση του σώματος. Όπως ο τεχνίτης φροντίζει τα εργαλεία που χρησιμοποιεί, αφού με τη βοήθειά τους τα δημιουργικά του σχέδια θα πάρουν σάρκα και οστά, έτσι και το ανθρώπινο ον θα πρέπει να μην παραμελεί το πολυτιμότερο εργαλείο που βρίσκεται στη διάθεσή του, δηλαδή το σώμα με τα διάφορα όργανά του. Γι' αυτά τα όργανα ο Σωκράτης, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών, είχε εκφρασθεί με θαυμασμό και τα είχε θεωρήσει έργα «προνοίας» (Άπομν., I. 4. 5-6). Ακολουθώντας και αυτός την τάση της εποχής να διαχωρίζεται σαφώς ο άνθρωπος από τα υπόλοιπα ζώα, ήταν της γνώμης ότι οι άνθρωποι υπερτερούν, σε σύγκριση με τα άλλα ζώα, όχι μόνο ως προς την ψυχή, αλλά και ως προς την κατασκευή του σώματος (Άπομν., I. 4. 11 κ.έ.). Το σώμα —έργο «σοφού τινος δημιουργού και φιλοζφου» (ΆπομνΙ. 4. 7) — που βρίσκεται στην υπηρεσία του ανθρώπου, είναι το πιο κατάλληλο και πιο μελετημένο, για να ανταποκριθεί στις δυνατότητες της ψυχής.
Ο Σωκράτης είχε συναίσθηση ότι η ικανοποίηση των αναγκών του σώματος είναι συνδεδεμένη με το αίσθημα της ευχαρίστησης και, επομένως, ότι η ηδονή συνιστά ουσιαστική έκφραση της ζωής. Θεωρούσε μάλιστα τις αισθήσεις, με τις οποίες «άπολαύομεν πάντων των άγαθών», ως ένα από τα δώρα των θεών προς το ανθρώπινο γένος (Άπομν., IV. 3. 11). Όμως, όπως καθετί που υπερβαίνει το μέτρο οδηγείται στην καταστροφή — μια πίστη βαθιά ριζωμένη στην ελληνική συνείδηση και συνυφασμένη με τον πολιτισμό της πόλεως—, έτσι και η υπέρμετρη ηδονή και γενικά η έλλειψη εγκράτειας στις απολαύσεις θα επέφεραν αναπόφευκτα την εξασθένιση και παρακμή του σώματος με αποτέλεσμα ο βίος να καταστεί αβίωτος. Η κατάχρηση στις αισθητηριακές ηδονές εγκυμονούσε παράλληλα σοβαρούς κινδύνους και για την ψυχή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, αφού η ψυχή κινδύνευε να υποδουλωθεί στον κόσμο της ηδυπάθειας και να παύσει να ασκεί το φυσικό της δικαίωμα να άρχει πάνω στο σώμα· κινδύνευε δηλαδή να χάσει την ελευθερία της και να καταστεί υποχείριο του σώματος. Όταν η ψυχή, που στην ουσία της είναι νους, φρόνησις, λογισμός, διοικεί και εξουσιάζει το σώμα, ο άνθρωπος αυτοκαθορίζεται, αφού υποχρεώνεται να δρα και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με ό,τι πιο αυθεντικά του ανήκει, δηλαδή το λόγο του. Η κυριαρχία επομένως της ψυχής πάνω στο σώμα συνεπάγεται κατά τον Σωκράτη την ελευθερία του ανθρώπου, ελευθερία που τον καθιστά ικανό να μεριμνά όχι απλώς για το ζην, αλλά για το εν ζην.
Ανακεφαλαιώνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Σωκράτης συνέλαβε τον άνθρωπο ως λογική ψυχή, που έχει στην κατοχή της ένα σώμα. Η ψυχή είναι ο χώρος των διανοητικών λειτουργιών, αλλά και ο τόπος, όπου έχει την έδρα της η ηθική συνείδηση. Ο άνθρωπος δεν είναι κατά τον
Σωκράτη το μέτρο όλων των πραγμάτων· στην περιοχή όμως της πράξης και των ηθικών αξιών ο λόγος του είναι το ορθό και το αλάνθαστο κριτήριο, γι' αυτό και είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του και την εν γένει συμπεριφορά του. Το σώμα ως εργαλείο της ψυχής χρειάζεται προσοχή και φροντίδα· η ευρωστία του συνιστά απαραίτητο όρο, για να εκπληρωθεί ο προορισμός του ανθρώπου ως έλλογου, ηθικού και πολιτικού όντος. Ο Σωκράτης αναγνωρίζοντας τη χρησιμότητα του σώματος δεν απέρριψε τις ηδονές που συνδέονται με την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών. Απαιτούσε όμως πάντα να εξουσιάζεται το σώμα από την ψυχή, γιατί τότε μόνο η επιδίωξη της ηδονής διέπεται από το πνεύμα της εγκράτειας και δεν αποβαίνει ολέθρια για το άτομο και την κοινότητα.
Από όσα έως τώρα έχουν εκτεθεί έγινε φανερό ότι ο Σωκράτης διαφοροποιείται από τους Σοφιστές με τη θέση που προβάλλει, όσον αφορά το ερώτημα για τον άνθρωπο, και η διαφοροποίησή του αυτή, όπως βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε, υπήρξε συνειδητή. Με τη δυϊστική και αυστηρά νοησιαρχική του ανθρωπολογία ο Σωκράτης επιχείρησε να ενισχύσει το λόγο, ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε περιέλθει σε κρίση εξαι-τίας των γενικότερων ιστορικών συγκυριών των τελευταίων δεκαετιών του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά και εξαιτίας της διδασκαλίας των Σοφιστών, αφού είχε μεταβληθεί σε όργανο για την ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών και ιδιαίτερα της επιθυμίας για ισχύ και εξουσία και είχε τεθεί στην υπηρεσία του εγωκεντρισμού και της αλαζονείας του ατόμου. Είναι επίσης πιθανό να προβλημάτισε τον Σωκράτη και η αποδυνάμωση του λόγου στη σύγχρονή του τραγωδία, καθώς ο Ευριπίδης δε δίστασε να παρουσιάσει επί σκηνής το θρίαμβο του πάθους έναντι της γνώμης. Ο λόγος με τη βοήθεια της φιλοσοφικής παιδείας έπρεπε να ξαναβρεί την ηθική του ποιότητα, να αποσπασθεί από τη σφαίρα των ιδιοτελών συμφερόντων, να εκφράσει πάλι κοινά αιτήματα και να εργασθεί για την επίτευξη της ατομικής και της κοινωνικής ευδαιμονίας. Ο λόγος κατά τον Σωκράτη θα ανακτούσε το κύρος του, αν ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν ότι ο λόγος είναι η ουσία του είναι του, ένας λόγος όμως εξουσιαστικός και οργανωτικός, με αναφορά στην αρετή, στην αλήθεια και στο θείο, ικανός να επιβάλλει την τάξη και το μέτρο και να εξασφαλίζει τη σωτηρία του ατόμου και της πόλεως.