(01/01/2012) Μεγάλα λόγια, άσκοπες ή ανύπαρκτες πράξεις... Η ανεπάρκεια της συναισθηματικής αντίδρασης: Αυτό είναι ένα σημείο που απαιτεί μεγάλη προσοχή, γιατί συχνά ο άνθρωπος εξαντλεί τη σχέση του με τις έννοιες στο διανοητικό επίπεδο -όσο υψηλού επιπέδου και αν είναι αυτό- ενώ στο ψυχολογικό επίπεδο (πουδεν συμπίπτει με το συναίσθημα ή το νου, αλλά είναι ευρύτερο και περιεκτικότερο) εξακολουθεί να είναι τόσο ξένος προς αυτές όσο και πριν.
Για παράδειγμα, σύμφωνη με αυτή την αλήθεια είναι η «ξύλινη γλώσσα» των πολιτικών, δηλαδή ο άνευ ουσίας λόγος (που συχνά βέβαια είναι και άνευ διανοητικής αντίληψης) ο οποίος δεν έχει καμμία επιρροή στην πράξη τους, υπαρχούσης έτσι μιας ειδεχθούς απόστασης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη δεν επιτρέπει την ορθή πράξη, την αληθινή πράξη. Ωστόσο, αντίστροφα, και η διανοητική ...
ανάλυση είναι αναγκαία, γιατί αλλοιώς μπορεί κανείς να καταλήξει σε εύκολες και μεγαλόστομες αοριστολογίες συναισθηματικού τύπου, χωρίς τον κόπο της δοκιμασίας της αντίληψης στο πεδίο των φαινομένων.
ανάλυση είναι αναγκαία, γιατί αλλοιώς μπορεί κανείς να καταλήξει σε εύκολες και μεγαλόστομες αοριστολογίες συναισθηματικού τύπου, χωρίς τον κόπο της δοκιμασίας της αντίληψης στο πεδίο των φαινομένων.
Και στις δύο τελικά περιπτώσεις ο εαυτός αποξενώνεται από την πράξη, παρά τη λεκτική απαίτηση για «πράξη» που εκφράζεται συνήθως με το θλιβερό ρεφραίν των πολιτικών «ας αφήσουμε τα λόγια και ας πάμε στην πράξη»!, που στο βάθος σημαίνει ότι δεν μπορούν να σκεφθούν ή ότι δεν διαθέτουν χρόνο για κάτι τέτοιο. Μόνον που δεν βλέπουμε πράξη ούτε στο πεδίο της πολιτικής ή της δημόσιας ζωής ούτε της ατομικής ζωής, βλέπουμε μόνον ανθρώπους συρόμενους από τις επιθυμίες τους και τις περιστάσεις.
Καλό θα ήταν να ορίσουμε κάποτε το τι είναι πράξη, στον βαθμό που μας είναι δυνατόν και στο ανώτερο των δυνατοτήτων μας. Τότε ίσως να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε τη θλιβερή έλλειψή μας σε όλα. Εντέχνως και υποσυνείδητα η υπαρκτή πολιτική, παρά τα περί του αντιθέτου λόγια, έχει διαχωρίσει τη θεωρία από την πράξη, ώστε να θεωρείται ως πράξη η απραξία. Έτσι δυστυχώς ως πράξη θεωρείται η προσαρμοστική υποταγή στους ισχυρότερους ως λογική ή η επιβολή της επιθυμίας στους πιο αδύναμους ως «θέληση. Μόνον που συνήθως αυτό δεν ομολογείται. Αλλά το θέμα της πράξης θα απαιτούσε μία σε βάθος ανάλυση και παραδοχές αφοπλιστικές από τον καθένα, πράγμα που θα έπρεπε να αποτελέσει μία ξεχωριστή προσπάθεια κατανόησης και μάλιστα χωρίς αίσθηση αυθεντίας, μια και η αυθεντία καταργεί την πράξη.
Τελικά η μονομέρεια (π.χ. θεωρία ή πράξη) οδηγεί πάντοτε σε διαστρέβλωση και απαξίωση των εννοιών είτε λόγω της αναντιστοιχίας του ορθού λόγου με την πράξη είτε λόγω γενικόλογης επιπολαιότητας που δεν σχετίζεται ούτε με τον ορθό λόγο ούτε με την πράξη.
Με αυτή λοιπόν την ελλιπή κατανόηση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι να απορούμε ούτε που του αποδίδονται περιεχόμενα ασυμβίβαστα με τον σκοπό του ούτε που ακόμη και τα δικαστήρια συχνά δεν μπαίνουν στον κόπο να αποδείξουν τη συνδρομή του δημοσίου συμφέροντος στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, αν και το επικαλούνται.
Ένα πράγμα που θα μπορούσε να φωτίσει τη σκέψη είναι ότι ούτε ο νους μπορεί να γίνει αποτελεσματικός φορέας της αλήθειας, αν δεν συνδυαστεί και με υγιές συναίσθημα, ούτε το συναίσθημα μπορεί να είναι το ίδιο, αν δεν συνδυαστεί με έναν νου ενεργό προς την κατεύθυνση της αλήθειας. Ο κυνισμός, η ναρκισσιστική απόσταση και η αποξένωση του νου από τα πράγματα ή οι σαρωτικές θύελλες του συναισθήματος απέναντι στην αδικία δεν είναι αποτελεσματικά στο πεδίο της πράξης και παράλληλα μπορούν να οδηγήσουν σε αποτρόπαιες καταστάσεις.