Το πλέον γνωστό αύτο έργο του Εύάγγελου Λεμπέση, δημοσιεύτηκε αρχικά στήν «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών» το έτος 1941 με αποτέλεσμα τήν πολεμική συζητήσεων κριτικών και αντιπαραθέσεων στίς εφημερίδες της εποχής. Είναι γεμάτο απο οξυδερκείς παρατηρήσεις πάνω στο τεράστιο θέμα της βλακείας στίς σύγχρονες κοινωνίες. Είναι μακροσκελές, στήν καθαρεύουσα, αλλά, κατά κρίση αγαθου, ανδρος αξίζει τον κόπο νά διαβαστεί καί νά γίνει κτημα όλων. Άπλή ύποσημείωσις εξ ολίγων γραμμών εις άλλην μελέτην μου ή παρούσα μικρά εργασία εξελίχθη εις το ανά χείρας δοκίμιον χάρις εις τήν παρώθησιν του διαπρεπεστάτου νομικού καί αγαπητου φίλου Διευθυντου της «Έφημερίδος των Ελλήνων Νομικών», κ. Ν. Π. Θηβαίου. Εις αύτον έπομένως τον ανεξάντλητον εις εμπνεύσεις καί εις παντοειδή πρωτοτυπίαν επιστήμονα καί συγγραφέα οφείλεται τόσον ή συγγραφή, καθώς καί ή δημοσίευσις εις τήν «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικων», ώς καί ή ενταύθα αναδημοσίευσις της παρούσης μικρας πραγματείας. Όφείλομεν χάριτας εις αύτόν, απο κοινου συγγραφεύς καί ανανωσται, διά τήν σύντομον αύτήν εντρύφησιν εις τον χλοερον τουτον κόσμον μιας κατηγορίας συνανθρώπων, των οποίων ή κοινωνική σημασία έχει δεινως ύποτιμηθη καί των οποίων τά δικαιώματα είναι εξησφαλισμένα ού μόνον -φευ! - εν τω βασιλείω των ούρανων, αλλ’ έτι πλέον επί του χλοερου τούτου πλανήτου!
Έπί του περιεχομένου του παρόντος δοκιμίου ούδεμίαν προεργασίαν γνωρίζω καί συνεπως δέον νά κριθω επιεικως, ώς πάντη στερούμενος «βοηθημάτων». Τολμω εν τούτοις νά φρονω, οτι τούτων ούδόλως παρίσταται ανάγκη, διότι αληθως εξαιρετικως μέγας είναι ο πλουτος του αμέσου κοινωνικου εμπειρικου ύλικου καί ελαχίστη ή εκ της ελλείψεως γραπτων βοηθημάτων στενοχωρία του γράψαντος.
Ώς προς τήν μέθοδον τέλος δέον νά ύπογραμμίσω, οτι κατεβλήθη ενδελεχής προσπάθεια, οπως αυτη είναι αύστηρως επιστημονική. Διότι πράγματι - ώς ελπίζω ν’ αποδειχθη - πλήν των άλλων δεδικαιολογημένων αξιώσεων, τάς οποίας δύναται νά έχη παρά των λοιπων ατυχων συνανθρώπων, ή εύτυχής καί παντοδύναμος κοινωνική κατηγορία, ήτις εξετάζεται ενταυθα, είναι καί ή αξίωσις ν’ αποτελέση σοβαρώτατον θέμα σοβαρου επιστημονικου χειρισμου.
Θά έπρεπεν ϊσως, εκ λόγων εύγνωμοσύνης προς τούς αποτελουντας το θέμα της παρούσης μελέτης δυνάστας της ανθρωπότητος ν’ αφιερωθη αυτη εις αύτούς. Έκ λόγων δικαιοσύνης ομως αφιερουται - καί ούκ επ’ ελάχιστον, προς διδαχήν των - εις τούς δυναστευομένους: δηλονότι εις τούς εύφυεΐς!
I
Εις τήν πολυπληθη κατηγορίαν των βλακων προσάπτεται ασφαλως άδικος καί επιστημονικως εσφαλμένη μομφή, οταν ούτοι χαρακτηρίζονται εϊτε ώς άχρηστοι καί περιττον βάρος της κοινωνίας, εϊτε ώς παρασιτικοί, εκφράζεται δε συχνά ή ανόητος, ώς θά ϊδωμεν, εύχή οπως ούτοι εκλείψουν. Το πρόβλημα των βλακων δεν είναι εν τούτοις άπλουν οταν ληφθη πρώτον υπ’ οψιν ή στερεά καί απολύτως αναγκαία θέσις, ήν ούτοι επαξίως κατέχουν εν τω κοινωνικω διαφορισμω. Οί βλακες διαιρουνται ουτως εις δυο ολως αντιθέτους μεταξύ των «ομάδας», διεπομένας ομως αμφοτέρας ύπο του αύτου νόμου, του διαφορισμου Ή πρώτη εκ τούτων ομάς καταλαμβάνει ώς γνωστον τάς ύποδεεστέρας εν τη κοινωνία θέσεις, ήτοι εύρίσκεται εις τάς κατωτάτας βαθμίδας του κοινωνικου διαφορισμου. Πόσον εύεργετική διά τήν κοινωνίαν είναι ή ομάς αυτη είναι περιττον νά τονισθη, διότι άνευ αύτης δεν θά ύπηρχεν εκμετάλλευσις καί άνευ εκμεταλλεύσεως δεν θά ύπηρχε πολιτισμός. Εις δε τήν γλωσσαν του κοινωνικου διαφορισμου: Άνευ αύτης δεν θά ύπηρχε διαφορισμός, διότι αντί της ανισότητος, θά ύπηρχεν ισότης, έστω καί εκ των άνω, δηλαδή θά ήσαν ολοι εύφυεΐς, οπερ απο της απόψεως του διαφορισμου το αύτό: ώς νά ήσαν ολοι βλακες· διότι ο διαφορισμος απαιτεί ρητως καί εύφυεΐς καί βλάκας, περικοπτωμένων δε οίονδήποτε εκ των δυο τούτων σκελων του, αϊρεται ολόκληρος. Άνευ δέ, κατ’ ακολουθίαν, του διαφορισμου, καθισταμένου δυνατου μόνον δια της σοβαρας συμβολής των βλακων, δεν ύπάρχει κοινωνία. Τοιαύτη λοιπόν ή τεραστία κοινωνική σημασία των βλακων, ήτις άλλως τε ύπό πάντων αναγνωρίζεται, μολονότι μόνον εις τόν κοινωνιολόγον είναι επιστημονικως γνωστή.
II
Ή κατά των βλακων καταφορά προκαλεΐται άλλως τε ύπό της δευτέρας όμάδος αύτων, πλέον ενοχλητικής της πρώτης, άλλά και ενταύθα ή καταφορά αυτη, εφ’ οσον εμφανίζεται ώς λογική κρίσις, είναι άκοινωνιολόγητος, ήτοι άντεπιστημονική. Κατηγορουνται δηλαδή οί βλακες τής δευτέρας ταύτης κατηγορίας οτι παναξίως κατέχουν σπουδαίας εν τη κοινωνία θέσεις. Άλλ’ ή κρίσις αυτη προδίδει πλήρη μίας ώρισμένης μορφής του διαφορισμου άγνοιαν. Ή μορφή αυτη δεδομένη με φυσικήν άναγκαιότητα ώς ό νόμος του διαφορισμου είναι ό στοιχειώδης κανών: «δέκα βλάκες καθ’ ένός εύφυους· δέκα άνίκανοι καθ’ ένός ίκανου· δέκα άδύνατοι καθ’ ένός ισχυρου κ.ο.κ.». Τό φαινόμενον τουτο, κλασσικόν, τυπικόν καί αιώνιον άφ’ ής ύπάρχει άνθρωπίνη κοινωνία, δι’ ολης της Ιστορίας τής άνθρωπότητος, δύνανται νά είναι «τυχαΐον»; Άλλά τυχαΐον είναι ο,τι άδυνατεΐ νά συλλάβη ό άνθρώπινος νους. Ούδέποτε ομως ο,τι πρό πολλου έχει συλληφθή εις τόν θεμελειώδη νόμον του διαφορισμου. Καί τό μεν ψυχολογικόν ελατήριον του συνασπισμού των όπωσδήποτε «κάτω» κατά των όπωσδήποτε «άνω» είναι δεδομένη διά του ressentiment.
Ό συνασπισμός των βλακων ενταυθα είναι μηχανική οργάνωσις βάσει τής άρχής τής «ελαχίστης προσπαθείας» πρός άντιμετώπισιν ισχυροτέρας δυνάμεως εις τό πρόσωπον των ολίγων ή του ένός. Ή οργάνωσις αυτη περιωρισμένης εκτάσεως καλείται κοινωνιολογικως κλίκα (clique).
2. Ή έμφυτος τάσις του βλακός, εξικνουμένη συχνότατα εις άληθή μανίαν οπως άνήκη εις ισχυράς καί οσον τό δυνατόν περισσοτέρας πάσης φύσεως οργανώσεις, εξηγείται πρώτον μεν εκ τής εύκολίας τής άγελοποιήσεως, εις ήν μονίμως ύπόκειται, λόγω ελλείψεως άτομικότητος (εξ ού καί τό μίσος του κατά του άτόμου καί του άτομικισμου), δεύτερον δε εκ του άτομικου ζφώδους πανικου, ύπό του όποίου μονίμως κατατρύχεται, εκ του δεδικαιολογημένου φόβου μήπως περιέλθη εις τό παντός είδους προλεταριάτον. Άποτελεΐ δε ή τάσις αυτη άμάχητον σχεδόν τεκμήριον περί του βαθμου τής πνευματικής του άναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργεΐται αύτόματος συρροή βλακων εις τάς πάσης φύσεως οργανώσεις, αίτινες, εάν μεν είναι συμφεροντολογικαί, διατηρουν τουλάχιστον τήν σοβαρότητα των συμφερόντων των, εάν ομως είναι «πνευματικαί» περιέρχονται συν τω χρόνφ εις πλήρη βλακοκρατίαν. Εις τό φαινόμενον τουτο οφείλει τόν εκφυλισμόν του λ.χ. ό μασσωνισμός, οι άπανταχου 'Ροταριανοί ομιλοι, ολοι οι «πνευματικοί» σύλλογοι, καί αύτή αυτη ή... Κοινωνία των Έθνων!. Επόμενον είναι κατόπιν τούτων, οτι οπως ή λεγεών των βλακων ώθεΐται άκατανικήτως πρός τήν άγέλην καί πρός τάς πάσης φύσεως οργανώσεις, ουτω ύφίσταται άκατανίκητον ελξιν άπό τάς παντός είδους άγελαίας άντιατομικάς καί όμαδιστικάς θεωρίας, άπό του πάσης φύσεως παρεμβατισμου ή διευθυνομένης οικονομίας ή 4ης Αύγούστου μέχρι του σοσιαλισμου καί του κομμουνισμου (’Άλλοι είναι οί εκμεταλλευταί των θεωριων αύτων). Τούτων δεδομένων εξηγείται καί ή άτελεύτητος καί αύστηροτάτη επιλογή βλακων εις τά όμαδικά συστήματα ή όποία, τή βοηθεΐα μίας πολιτικής βίας, κατοχυρουται καί ώς πολιτικόν καί κοινωνικόν καθεστώς (4η Αύγούστου), τόσφ μαλλον, οσο ή ελευθερία τής σκέψεως, χρήσιμος μόνον εις εκείνους, οιτινες διαθέτουν σκέψιν, είναι μονίμως καί εξόχως άντιπαθητική εις τους βλάκας, διότι άσκουμένη ύπό των άλλων στρέφεται εναντίον των, ϊδια όσάκις ούτοι κατέχουν εξουσιαστικάς θέσεις, ή έχουν συνδέση συμφέροντα με τους κατέχοντας αύτάς. Ή έλλειψις ιδίας γνώμης, ή κολακεία καί ή ραδιουργία (ίδε κατωτέρω) τους προορίζουν άλλως τε ειδικως διά τάς καταστάσεις ταύτας. Ή άκατανίκητος επίσης τάσις των βλακων πρός τάς πάσης φύσεως άγελαίας εμφανίσεις (κοσμικαί συγκεντρώσεις καί causerie τρεφομένη εκ των περιεχομένων των εφημερίδων καί των ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καί διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) είναι κατόπιν των άνωτέρω αύτονόητος.
III
3. Άλλά πόθεν είναι δεδομένη ή πραγματική δυνατότης τής άποτελεσματικής δράσεως τής βλακικης αγέλης; Ή δυνατότης αυτη είναι δεδομένη άπολύτως άντικειμενικως και ανεξαρτήτως του ψυχολογικού ελατηρίου (του ressentiment), το όποιον άλλως ούδεμίαν θα είχε κοινωνικήν δρασιν καί άκολούθως κοινωνιολογικήν σημασίαν. Είναι δεδομένη εκ της μοιραίας θέσεως τήν όποίαν κατέχουν εις τήν κλίμακα του κοινωνικού διαφορισμου οί βλακες, θέσεως εις τήν όποίαν είναι άναντικατάστατοι, διότι είναι θέσις ύποδεεστέρα, άλλα καί άπολύτως άπαραίτητος δια τον ολον κοινωνικον μηχανισμόν, ό όποιος βασίζεται άπολύτως εις τας κατωτέρας αύτου βαθμίδας. Εύκρινέστατα διαφαίνεται ή εξάρτησις αυτη των άνωτέρω βαθμίδων καί προσώπων άπο των κατωτέρων τοιούτων οπου αυτη λαμβάνει μορφας καθαρως εκβιαστικάς, τας όποίας γνωρίζουν πάντες οί κοινωνικοί άνθρωποι. Ώς παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση ή παρέλκυσις η ό ενταφιασμός μίας ύποθέσεως εις οίανδήποτε ύπηρεσίαν ύπο κατωτέρων ύπαλλήλων, ή εκδοσις εντάλματος συλλήψεως κατα καταζητουμένου εκληματίου, εις περίπτωσιν κατα τήν όποίαν τα κατώτερα άστυνομικα όργανα είναι άλληλέγγυα προς αύτον κλπ
4. Λαμβανομένης ήδη ύπ’ όψιν της επικαίρου ταύτης θέσεως των κατωτέρων βαθμίδων καί προσώπων εν τω κοινωνικω διαφορισμω καθίσταται άπολύτως νοητή καί ή άνοδος αύτων εις άνωτέρας βαθμίδας δια κοινού μεταξύ των συνασπισμου άναδεικνύοντος έαυτούς καί άλλήλους άφ’ ένος μέν δι’ οργανωμένης άντιστάσεως (boycotage) προς τα άνω καί παραλύσεως των τυχον άντιθέτων ενεργειων των ύπερκειμένων παραγόντων προς άνάδειξιν άλλου πράγματι ίκανου, προσώπου, άφ’ έτέρου δέ δι’ οργανωμένης προωθήσεως προσώπου εκ των κόλπων αύτων, προς τήν άνωτέραν βαθμίδα. Το φαινόμενον τούτο καλείται κλίκα. Ότι τήν εξέλιξιν ταύτην ούδείς δύναται να σταματήση είναι φανερόν, οσον είναι φανερα ή νομοτελειακή συνάρτησις των ώς άνω δεδομένων. Κατα τήν αύτήν συνάρτησιν το φαινόμενον συνεχίζεται: «ένος βλακος προκειμένου μύριοι επονται», ό δέ ουτω άνελθων βλαξ θα προωθήση ό ίδιος πρόσωπα μόνον κατώτερα έαυτου, μέχρις οτου ή μία βίαια εξωθεν επέμβασις, ύπαγορευομένη ύπο της άνάγκης άλλου τινος κοινωνικου οργανισμου, η ό φυσικος εκφυλισμος ένος τοιούτου οργανισμου εκ των εσω, επιφέρει θεμελιώδη τινα άνατροπήν η καί αύτον τουτον τον τερματισμον του βίου του εκφυλισθέντος οργανισμού. Ουτω λ.χ., εις παρομοίαν περίπτωσιν ή το 1910 άνελθουσα κοινωνική όμας άνέτρεψε τήν ιεραρχίαν των άξιων καί των προσώπων καί εντος του παλαιοκομματισμου, καταστήσασα δυνατήν τήν ύπεφαλάγγισιν των παλαιων αύτου άρχηγων ύπο νέων (Γούναρη, Στράτου κλπ.)
5. Άλλα καί οί άνευ συνασπισμού καί οργανώσεως, άνευ«κλίκας», άνερχόμενοι βλακες η άνίκανοι γενικως, άτομικως καί μόνον επικρατουντες, εύρίσκονται εν τούτοις δεσμευμένοι ύπο του κοινωνικού διαφορισμου εις ϊσον βαθμον ώς καί οί οργανωμένοι τοιουτοι. Διότι άντικειμενικως αί θέσεις τας όποίας λαμβάνουν είναι τοιαύται, ώστε ή άνεπάρκεια των η να είναι πλεονεκτική η να είναι άνεκτή, ούδέποτε ομως θέσεις άπαιτούσαι πραγματικα προσόντα, εκ των όποίων, καί αν άκόμη φθάνουν εις αύτάς, άνατρέπονται καί κρημνίζονται εις τήν πρώτην άντίξοον περίστασιν καί ύπο μεγάλου τινος η μικρού πνέοντος άνέμου. Ουτω λ.χ. πολλοί εξ αύτων κατέλαβον διαδοχικως πλειστα άξιώματα της κοινωνίας καί της πολιτείας, άπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, μέχρι του «Προέδρου του Συλλόγου Προστασίας Έγγύων Μυιων», του «Γ ενικού Γ ραμματέως της Γ ενικης Συνομοσπονδίας Πωλητων Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., άξιώματα βεβαίως τα όποια ούδέποτε θα επιδιώξη σοβαρως άπασχολούμενος άνθρωπος. Εις τα άξιώματα ταυτα προστίθενται φυσικα καί διακρίσεις οίον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ
Ο causeur συνάδελφος του άνωτέρω άποτελει άληθη κοινωνικήν μάστιγα, διότι ώς causerie εκλαμβάνει το να λέγη εις τούς χειμαζομένους συνανθρώπους τί άνέγνωσεν εις τας εφημερίδας, τί ήκουσεν εις το ραδιόφωνον καί τί του είπον διάφοροι καθ’ όδόν, εξικνούμενος εστιν οτε εις τα σχόλιά του, οταν άποφασίση να σχολιάση εις δυσθεώρητα υψη οξυδερκείας καί πνευματικης χάριτος: οτι λ.χ. κατα τήν νύκτα άναμφιβόλως επικρατεί σκότος, τήν δέ βροχήν άκολουθει όπωσδήποτε ή ύγρασία... Εις ταυτα προστίθεται ενίοτε καί ή «προστατευτική» στάσις αύτου εναντι των πνευματικως άνωτέρων του, σκοπούσα τήν ύποτίμησιν αύτων εις τα όμματα του κόσμου κλπ.
IV
6. Ενδιαφέρον είναι τέλος ενταύθα το φαινόμενον μερικών εύφυών ανθρώπων, οιτινες, ενστικτωδώς διαισθανόμενοι τον κοινωνικώς ανυπέρβλητον ρόλον των βλακών και την λαμπραν κοινωνικήν αύτών σταδιοδρομίαν - εν τη «χρυσή» μέση όδω της μετριότητος εννοείται -αποφασίζουν να ύποδυθουν τον ρόλον αύτόν, όπως ανέλθουν δια της μεθόδου της «νύσσης», ώς αυτη εύφυέστατα αποκαλείται παρα τω λαω. Άλλ’ ό ρόλος ούτος είναι εξαιρέτως δύσκολος εκ δυο λόγων: Πρώτον ύποκειμενικώς ή υπαρξις πνευματικής καί ψυχικης ζωης έχει ώς γνωστον άναποτρέπτους αντανακλάσεις επί της εξωτερικης φυσιογνωμίας, αιτινες με τήν τελειοτέραν ύπόκρισιν, δύσκολον είναι ν’ αποκρυβουν, πλήν της περιπτώσεως καθ’ ην είναι δεδομένον τάλαντον μεγάλου ήθοποιου. Ή απλή παρουσία του εύφυους ανθρώπου είναι κατα κανόνα δια τον βλάκα εις το έπακρον προκλητική. Το ψυχολογικον σύμπλεγμα τών συναισθημάτων, το όποίον αυτη εξαπολύει πάρ’ αύτώ είναι το αύτο ακριβώς με εκείνο του καταδιωκομένου καί πανικοβλήτου ζφου ή ανθρώπου, εν καταστάσει φυγης ή αμύνης. Το μίσος, ό φόβος, ό φθόνος μετα του θράσους συμπλέκονται κατα τρόπον, δηλουντα δια τον εξησκημένον όφθαλμον σαφώς εις πάσαν φράσιν, ιδια ύποτιμητικήν ή μειωτικήν, τήν κατάστασιν αμύνης. Δεύτερον απο της απόψεως του βλακός, ή ένστικτος καχυποψία αύτου είναι τοιαύτη, ώστε ή ύπόκρισις του εύφυους ν’ αποβαίνη ματαία, ή δε πραγματική ειλικρίνεια αύτου να εκλαμβάνεται ώς ύπόκρισις. Ό βλαξ ώς πλησιέστερος προς το ζωϊκον βασίλειον, έχει τήν ένστικτον καχυποψίαν ουτω ανεπτυγμένην, ώστε ν’ αδυνατη να διαγνώση ή να εννοήση συλλογισμούς καί λογικούς ύπολογισμούς του εύφυους, βασιζομένους όχι εις το ένστικτον αλλα εις τήν διάνοιαν. Άοπλος καί ανυπεράσπιστος έναντι τών ψυχρών ύπολογισμών της ξένης διανοίας, ής ό μηχανισμος τυγχάνει εις αύτον νοητικώς απροσπέλαστος, μίαν μόνην άμυναν διαθέτει, ακριβώς όπως το ζωον καί ό πρωτόγονος άνθρωπος: τήν ένστικτον καχυποψίαν. Ουτω εξηγείται καί ή φυσική καί πνευματική κατωτερότης τών λαών, οιτινες εμπνέονται βασικώς ύπο της καχυποψίας, ην αύταρέσκως εκλαμβάνουν ώς εύφυΐαν. Έναντι τών Εύρωπαίων οιτινες ούδεμίαν ανάγκην έχουν αύτης, ώς αντιλαμβανόμενοι νοητικώς τον κόσμον. ’Εκ τούτων επίσης φαίνεται σαφώς, οτι ή καχυποψία καί ή απότοκος αύτης πονηρία είναι ακριβώς το αντίθετόν της εύφυίας ώς προς τον ολον αύτης εκτοπιζομένης πάντοτε ύπο της δευτέρας. Λέγομεν αντίθετος μόνον ώς προς τον ρόλον, διότι ή διάνοια δεν είναι τί το ανεξάρτητον ή αντίθετόν του ενστίκτου, αλλα τουναντίον ή ανάπτυξις καί ό δια λογικών μέσων πλουτισμος αύτου εις τήν αρχικήν αύτου πάντοτε κατεύθυνσιν.
7. Πονηρία είναι ή ενεργητική όψις της καχυποψίας καί το δεύτερον στάδιον αύτης, ήτοι ή δράσις αύτης, δράσις ομως ζωϊκώς αμυντικης φύσεως, διότι προϋποθέτει τήν πνευματικήν κατωτερότητα καί τήν πνευματικήν αμηχανίαν του βλακός, ώς ζφου ενστικτώδους καί πνευματικώς πανικοβλήτου. Ή απλή καχυποψία είναι άμυνα παθητικης φύσεως, καθ’ ο μή ενεργούσα επί άλλων ατόμων. Ή πονηρία είναι άμυνα ενεργητικης φύσεως, διότι αποτελεί εγκεφαλικήν ενέργειαν, σχηματισμον συλλογισμών καί συμπερασμάτων, αγόντων εις πράξεις («τον εγέλασε» κ.λπ.) καί συνεπώς ενεργεί επί άλλων ατόμων. Άσχετον το ζήτημα της βλακώδους ποιότητος τών συλλογισμών καί συμπερασμάτων. Ή χρησιμοποίησις ήδη τών βλακωδών τούτων συλλογισμών καί συμπερασμάτων, με μιαν λέξιν της πονηρίας, χρησιμοποίησις ομως γενικώτερον ψυχολογικώς επιδρώσα επί του άλλου ατόμου, ήτοι χρησιμοποίησις αύτης εν συνδυασμω με στοιχεία κατωτάτης πνευματικης ύποστάθμης (κολακεία, ψευδος, ραδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, συμπαθής μορφή του βλακος ακόμη, επίκλησις της πολυτεκνίας του, προσφορα ανηθίκων καί εύκόλων ύπηρεσιών εις το κολακευόμενον πρόσωπον, χαφιεδισμός, ξεσκονίσματα, το «ποιείν τον καραγκιόζην», ή τον gigolot, χειροφιλήματα προς τον «Εθνικον Κυβερνήτην», εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων, μεταφορα λαχανικών, κλπ.
8. Άν ό βλαξ καταφεύγει εις τήν επιτηδειότητα λόγω τών πενιχρών πνευματικών του μέσων εκ της αύτης ελλείψεως ανωτέρων πνευματικών μέσων ώθείται καί προς τήν απάτην. Άπάτη είναι ώς γνωστον ή αποσιώπησις της αληθείας ή ή παράστασις ψευδών πραγμάτων ώς αληθών. Εξ αύτου τούτου του όρισμου αύτης συνάγεται οτι ή απάτη δεν ανάγεται εις τήν εύφυΐαν του απατεώνος, διότι πας άνθρωπος δύναται να παραστήση ψευδώς πράγματα ώς αληθη καί αύτος ούτος ό βλάξ, αλλ’ εις τήν εύπιστίαν του θύματος. Ότι λοιπον καταφεύγει εις αύτήν, ώς διανοητικώς εύκολώτερον μέσον ό βλαξ επειδή, στερούμενος εύφυΐας, είναι ανίκανος να μεταχειρισθη έντιμα μέσα, είναι αύτονόητον, διότι έντιμα μέσα ώς δυσκολώτερα, χρησιμοποιεί μόνον ό κεκτημένος πραγματικήν άτομικήν αξίαν. Πόθεν λοιπόν προέρχεται ή εύρέως διαδεδομένη άντίληψις, οτι ό άπατεών όχι μόνον άποκλείεται να είναι βλάξ, άλλ’ άναγκαίως είναι εύφυής, άντί της ώς άνω άναλύσεως, εξ ης άντιθέτως προκύπτει, οτι ό άπατεών όχι μόνον άποκλείεται να είναι εύφυής, άλλ’ είναι άναγκαίως βλάξ; Ή άντίληψις αυτη προέρχεται εκ της «θεωρίας» του βλακός περί της εύπιστίας. Ειθισμένος ό βλαξ να «σκέπτεται» ούχί δια του νοητικου μηχανισμού, άλλα δια χονδροειδών έξωθεν εντυπώσεων, δεν έρευνα τας αιτιοκρατικάς σχέσεις, άλλά περιορίζεται εις τό γεγονός μίας έπιτυχούσης άπάτης, γεγονός έξ ού καί μόνου συνάγει τήν βλακείαν του θύματος καί τήν εύφυΐαν του άπατεώνος. Ότι ή άπάτη δεν όφείλεται εις εύφυίαν άνελύθη, νομίζομεν έπαρκώς. Ότι ομως ή εύπιστία του θύματος άποτελεί βλακείαν, τουτο είναι άληθες μνημείον βλακικής «διανοίας» καί πολιτιστικής ύποστάθμης. Διότι ή εύπιστία ένός άτόμου, ώς προϋποθέτουσα τα άλλα άτομα ώς έντιμα καί συνεπώς ώς εύφυά, είναι άσφαλώς τό μέγιστον τών τεκμηρίων της πνευματικής του άναπτύξεως καί του πολιτισμου του. Όσον ύψηλότερον επί τών βαθμίδων της εύφυΐας καί του πολιτισμου ισταται εν άτομον η εις λαός, (οί Εύρωπαίοι εν σχέσει πρός τούς Άνατολίτας) τόσον περισσότερον εύπιστος είναι. Ό τελευταίος τών βλακών θα ήδύνατο να εξαπατήση ένα Καντ η ένα Μπετόβεν καί ό τελευταίος τών Ελλήνων ένα Εύρωπαίον... Τό μειδίαμα του οικτου,τό όποίον ρίπτουν οί «άφελείς κουτόφραγκοι», δημιουργοί τών πνευματικών άξιών καί εξουσιασταί του κόσμου, επί τών δυστυχών «έξυπνών» της Μεσογείου καί της Άνατολης, άς είναι καί ή τιμωρία τών βλακών καί δια τήν «θεωρίαν» των ταύτην!
V
9. «Ότι ό βλάξ, άκολουθών τήν ένστικτον αύτου καχυποψίαν, εύρίσκεται εντός της πραγματικότητος, τουτο είναι άναμφισβήτητον, θέτει δε αύτόν εν τω Κοινωνικω βίφ εις «άνωτέραν» μοίραν λ.χ. του μεταφυσικου, του όποίου ό ενστικτώδης κόσμος έχει ύποστή νοσηραν άτροφίαν, έναντι του διανοητικου αύτου κόσμου, οστις έχασε πάσαν επαφήν μετα της πραγματικότητος. Έαν δεχθώμεν, ώς ύποχρεούμεθα, πρώτον οτι τό ένστικτον είναι άλάθητον, καθ’ ο άνεξήγητον καί άφθαρτον, δεύτερον οτι ό κόσμος τών ενστίκτων είναι ό κατ’ εξοχήν φυσικώς ύγιής κόσμος, τρίτον οτι ή κοινωνία ώς συνέχεια της φύσεως είναι ύγειής όργανισμός, άπαρτιζόμενος ύπό ύγειών άτόμων, τότε τό συμπέρασμα περί της ύπεροχης του βλακός επί του μεταφυσικου εν τη κοινωνία, είναι συμπέρασμα άναγκαστικόν καί άνέκκλητον, επαληθευόμενον άλλως τε, κατα φυσικήν άναγκαιότητα, ύπ’ αύτης ταύτης της κοινωνικής πραγματικότητος ολων τών εποχών καί τών λαών. Τό οτι οί μεταφυσικοί επεκράτησαν (όχι ήνθισαν) εις εποχας παρακμης τών κοινωνιών δεν είναι τυχαίον. Ό βλάξ, ώς ελέχθη καί άνωτέρω, διαισθανόμενος εν τη καχυποψία του τήν επίθεσιν εκ μέρους του εύφυους, είναι θεμελιωδώς εντός της πραγματικότητος, διότι διαισθάνεται όρθώς τόν κίνδυνον να περιέλθη κοινωνικώς εις τήν κάτω τάξιν. Έαν δια της καχυποψίας αύτης καί μόνης προστατεύεται έναντι του φυσικου αύτου προορισμου του, τουτο είναι άλλο ζήτημα. Φανερόν είναι, οτι τό ένστικτον άποτελεί μέσον προσανατολισμοί καί στοιχειώδους άμύνης εις τόν πρωτόγονον άνθρωπον, όχι ομως μέσον κατισχύσεως καί ύπεροχης εν προηγμένη κοινωνία μετα προηγουμένου κοινωνικου διαφορισμου καί άναπτύξεως τών νοητικών του άνθρώπου μέσων, τών όποίων ή κατ’ άτομα άνισότης είναι εξ ϊσου φυσικώς δεδομένη. Ό βλαξ όμοιάζει ενταυθα τό ζωον, τό όποίον εξ ενστίκτου γνωρίζει να διαφεύγη πάντα κίνδυνον, πλήν άνωτέρας ώμης βίας, εις τήν ζούγκλαν, εισερχόμενον ομως εις κεντρικήν όδόν μεγαλουπόλεως, εύρίσκεται αιφνιδίως ύπό τούς τροχούς αύτοκινήτου. Τουτο είναι άγνωστος καί άκατανόητος εις αύτό μηχανή, βασιζομένη βεβαίως κατα τελευταίον λόγον εις τό ένστικτον του άνθρώπου, κατασκευασθείσα ομως δια της διανοίας του. Πώς ήδη οί πνευματικώς κατώτεροι άνθρωποι εύρίσκονται ύπό τούς τροχούς διαφόρων κοινωνικών «αύτοκινήτων», - τουτο δεικνύει ή θέσις αύτών εις τήν κάτω τάξιν. Τήν «μηχανήν» αύτήν είναι βεβαίως άδύνατον να διαφύγη καί ό βλάξ, του όποίου καί ή άνοδος είναι αύστηρώς εντός ώρισμένων πλαισίων περιωρισμένη. Ότι δε τέλος ό μεταφυσικός ούδε τό ζωον, ούδε τόν βλάκα δύναται να περιπλέξη εις τροχούς, τουτο είναι εύνόητον εκ του γεγονότος, οτι ούτος φέρεται επί του Πηγάσου...
VI
10. Ώς προς τήν κοινωνικήν προέλευσιν των βλακων διαπιστουται οτι ή παραγωγή βλακων δεν είναι ταξική. Ή πονηρά φύσις δεν έδωκεν εις ώρισμένην τινά κοινωνικήν τάξιν το επίζηλον τουτο προνόμιον. Έπεδαψίλευσεν ισως ώς φαίνεται, εις τήν έκάστοτε άνω τάξιν τους διασκεδαστικωτέρους άπλως τύπους βλακων, άλλά δεν εστέρησεν ούδεμίαν άλλην κοινωνικήν τάξιν της σοβαράς συμβολής των. Ό βλάξ ύπουργός, ό άγόμενος και φερόμενος ύπο των ύπαλλήλων του καί τά μέλη ένος εργατικού σωματείου, τά όποια εκμεταλλεύεται ό πονηρός εργατοκάπηλος, άποτελουν δυο άντίθετα παραδείγματα του γεγονότος, οτι ή βλακεία δεν έχει ταξικήν τήν πατρίδα.
Ψυχολογικά δε είναι κυρίως τά περιεχόμενα, τά όποια δημιουργούν τάς ποικιλίας καί παραλλαγάς μεταξυ των βλακων. Ό fils a papa της άνω τάξεως, ό όποιος λόγω φυσικής άτροφίας του βουλητικού του κόσμου, λαμβάνει σοβαρως ύπ’ οψιν τήν άτελεύτητον σειράν των άπαγορεύσεων της οικογενείας του, στερούμενος δε καί ιδιας πνευματικότητος, καταντά εις το τέλος τύπος χωρίς τήν ελαχίστην προσωπικότητα, ονομάζεται ύπο της τάξεώς του επιεικέστατα «καλο παιδί», εις δε τήν άντικειμενικήν διάλεκτον θά ήδύνατο νά άποκληθη «εύπρεπής βλάξ», ενω το «τέκνον του λαου» εις τήν αύτήν περίπτωσιν ονομάζεται ύπο του εύφυεστέρου καί κυριολεκτουντος λαου δραστικώτατα «κόπανος». Σημαντικως αύστηροτέρα είναι έπομένως ή φυσική επιλογή εντος της κάτω τάξεως: ενω λ.χ. ό fils a papa εις τήν μαθητικήν ήλικίαν τυγχάνει της άγωγης, των μορφωτικών μέσων καί των περιποιήσεων της τάξεώς του καί παραμένει ψυχικως άμείωτος, οπερ επαυξάνει τήν γελοίαν αύτοπεποίθησίν του εις πρεσβυτέραν ήλικίαν, δυνάμενος νά φθάση άνενοχλήτως καί εις ύψηλά άξιώματα, ή δε άτομική του υπαρξις ώς μή ωφειλε, είναι γνωστή εν τη κοινωνία. Άντιθέτως το τέκνον του λαου καί σκληρώτερον χειραγωγείται ύπο των γονέων του καί των συμμαθητων του εν τω σχολείφ μέχρι πλήρους ψυχικης εξουθενώσεως διά σκληράς ύποτιμήσεως, προπηλακισμων, φαρσων, υβρεων καί βιαιοπραγιων καί δυσκολώτερον είναι κατόπιν τούτων ν’ άνέλθη τήν κοινωνικήν κλίμακα, ό δε βλάξ των λαϊκων τάξεων ουτως καί συμπαθέστερος είναι καί άγνωστος καί άκινδυνώτερος καί ολιγώτερον γελοίος, καθ’ ο σεμνότερος καί εστερημένος της αύτοπεποιθήσεως ή επάρσεως του βλακος των άνω τάξεων, εις τον όποιον λόγω άτροφίας του βουλητικου του καί της μαλθακότητος του οικογενειακου του περιβάλλοντος προστίθεται έστιν οτε καί άηδής γυναικωτος χαρακτήρ. Ένιαιον ομως είναι το πνευματικον προλεταριάτον πάσης ταξικης καταγωγης.
VII
11. Ή ήθική τέλος σχέσις μεταξυ βλακος καί επιτηδείου ή άπατεωνος είναι άπροσδοκήτως διάφορος της ην εκλαμβάνει συνήθως ή «κοινή γνώμη». Ό συνήθης κοινωνικος άνθρωπος θεωρει τον επιτήδειον καί τον άπατεωνα ώς άνηθίκους μέν, άλλ’ ώς ύποδιαιρέσεις του εύφυους. Όλως το άντίθετον ομως συμβαίνει: ό επιτήδειος καί ό άπατεών είναι άκριβως ύποδιαιρέσεις του βλακός. Καί ιδου πως. Ειπομεν άνωτέρω οτι ή πονηρία, εκτος εάν είναι μέσον άμύνης των εύφυων ούχί κατά των βλακων άλλά κατά της πονηρίας των, άποτελει φυσικήν ιδιότητα των βλακων καί δή φυσικήν συνέπειαν του γεγονότος, οτι, λόγω άτροφίας του νοητικου των μηχανισμου, άποτελει αυτη τήν μόνην άμυναν αύτων κατά πάσης έξωθεν επιθέσεως. Άπο της διαπιστώσεως της άληθείας ταύτης μέχρι της άκολούθου άληθείας ύπάρχει εν καί μόνον βημα: οτι μόνον ό πνευματικως άνάπηρος έχει άνάγκην της επιτηδειότητος καί της άπάτης διά νά προωθηθη ή νά επικρατήση. Ούδείς άνθρωπος άξίας έχει άνάγκην νά γίνη επιτήδειος ή άπατεών. Ή καθημερινή κοινωνική πειρα διδάσκει οτι τά επίθετα ταυτα ούδέποτε κατώρθωσαν νά «κολλήσουν» εις άνθρώπους πραγματικης άξίας, οί όποιοι, εάν ύπηρξαν μισητοί, εχαρακτηρίσθησαν ισως ώς «κακοί», ώς «καταχθόνιοι», ώς «γόητες», ώς «τορπιλληταί» ή ώς «λιβελλογράφοι», ούδέποτε ομως ώς επιτήδειοι ή άπατεωνες, καί οταν άκόμη ύπηρξαν συντηρητικοί εις τάς σχέσεις των μετά των λοιπων άνθρώπων καί κατώρθωσαν πάντοτε νά προωθηθουν ή νά επικρατήσουν. Απόλυτος εσωτερική συνέπεια της πνευματικης άναπηρίας του βλακος είναι άλλως τε οχι μόνον ή άγελαία του τάσις, οχι μόνον ή προώθησίς του «πλάτην με πλάτην» με τήν λεγεωνα των όμοίων του, οχι μόνον ή προσφυγή εις τά εύτελέστερα μέσα της επιτηδειότητος, τήν έλλειψιν άντιθέτου γνώμης, την προσφοράν εύκόλων και άνηθίκων εκδουλεύσεων και την κολακείαν, άλλα και ή συστηματική άποφυγή πάσης συγκρούσεως καί πάσης μάχης.
Καί όταν άκόμη ό βλάξ, ύπο τήν μορφήν του επιτηδείου η του άπατεωνος, έξαναγκασθη νά δώση μάχην, θά δώση αύτήν διά των πνευματικως εύκολοτέρων καί συνεπώς των άνηθικωτέρων «όπλων»: του ψεύδους, της διαστροφής, της ραδιουργίας καί της συκοφαντίας.
Καί όταν άκόμη ό βλάξ, ύπο τήν μορφήν του επιτηδείου η του άπατεωνος, έξαναγκασθη νά δώση μάχην, θά δώση αύτήν διά των πνευματικως εύκολοτέρων καί συνεπώς των άνηθικωτέρων «όπλων»: του ψεύδους, της διαστροφής, της ραδιουργίας καί της συκοφαντίας.
’Εξ ού επεται το άκλόνητον δόγμα: καί ή άνηθικότης είναι άποκλειστικον προνόμιον των βλακών!
Πηγή: Εύάγγελος Λεμπέσης, «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών», 1941