Ο πόλεμος και η αρμονία των αντιθέτων
Σ' ένα σύγγραμμα, που στο παρελθόν είχε αποδοθεί εσφαλμένα στον Αριστοτέλη, το Περί κόσμου, βρίσκουμε το ακόλουθο, ηρακλείτειας, αναμφίβολα, έμπνευσης, χωρίο, που κλείνει άλλωστε με παράθεση του Εφέσιου:
Αγαπάει και η φύση τα αντίθετα, και μ' αυτά, όχι με τα όμοια, δημιουργεί τη συμφωνία' έτσι γίνεται και ενώνει, λόγου χάρη, το αρσενικό με το θηλυκό, όχι όμως και το κάθε ον με το όμοιο του, και πραγματώνει την πρώτη ομόνοια με την ένωση των αντιθέτων κι όχι των ομοίων. Φαίνεται πως και η τέχνη κάνει το ίδιο, με το να μιμείται τη φύση. Η ζωγραφική αναμειγνύοντας τα άσπρα και τα μαύρα χρώματα, τα κίτρινα και τα κόκκινα, πετυχαίνει να συμφωνούν οι εικόνες με το μοντέλο. Η μουσική, συνδυάζοντας τους ψηλούς ήχους με τους χαμηλούς, τους μείζονες και τους ελάσσονες, με διαφορετικές φωνές, δημιουργεί μια μοναδική αρμονία. Η γραμματική με τη μείξη των φωνηέντων και των συμφώνων χτίζει όλη της την τέχνη. Αυτό υποστήριξε και ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός: «Οι συνδέσεις γίνονται από όλα κι από τα όχι όλα, ομόνοια - διχόνοια, συμφωνία - ασυμφωνία: απ' όλα γεννιέται το Ένα και από το Ένα όλα» (απ. 10). Έτσι «τα αντίθετα ταιριάζουν, απ' τις διαφορές γεννιέται η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη» (απ. 8).
Θα πρέπει λοιπόν να διακηρύξουμε μαζί του πως «ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων» (απ. 53): ο πόλεμος είναι συμπαντικός, η ίδια η δικαιοσύνη, στο μέτρο που τείνει να εναρμονίζει τα αντίθετα δεν είναι παρά πάλη. Τα πάντα γεννώνται μέσα από τη σύγκρουση και την αναγκαιότητα (απ. 80). Αυτή η πάλη των αντιθέτων, κατά βάθος, δεν είναι άλλο από αυτή την ίδια την τραγωδία, που αντιπαραθέτει το Ένα στην πολλαπλότητα και τα πολλά στο Ένα. Πράγματι, εφόσον τα πάντα γεννώνται από το Ένα και το Ένα από τα πάντα, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης είναι, λοιπόν, που η πολλαπλότητα ξεπηδά από το Ένα, που την γενννά και το οποίο αυτή αποχωρίζεται· κι είναι, ακριβώς, μέσα από μια άλλη σύγκρουση που η πολλαπλότητα τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της και να ανακαλύψει και πάλι το αντίθετο της που, παρ' ότι γεννημένη μέσα του, κάποτε εγκατέλειψε.
Συνεπώς «ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας και αυτός» (απ. 60), η Ταυτότητα διατρέχει τη Διαφορά και Διαφορά εγκαθίσταται στην ίδια την καρδιά της Ταυτότητας. Εξού και η ιδέα πως και «μέσα μας είναι το ίδιο: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοιμισμένο, νέο και γηραιό· γιατί αυτά, όταν μεταβάλλονται, γίνονται εκείνα εκεί κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, γίνονται αυτά» (απ. 88).
Η ενότητα άρα συγκροτείται από αντίρροπες τάσεις και ο βρυχηθμός των αντιθέτων στοιχειώνει την καρδιά της αρμονίας: «Δεν καταλαβαίνουν πως αυτό που αντιτίθεται στον εαυτό του βρίσκεται ταυτόχρονα σε αρμονία με τον εαυτό του, ακριβώς όπως οι αντίθετες εντάσεις του τόξου και της λύρας» (απ. 51). Η ηρακλείτεια φιλοσοφία του Λόγου, τραγική ήδη στην ουσία της, προεκτείνεται, κατ' αυτόν τον τρόπο, σε μια φιλοσοφία του σπαραγμού που, αν επιμένει στη λανθάνουσα αρμονία και την ειρήνη του βάθους, υπογραμμίζει ωστόσο έντονα τις χίλιες και μια όψεις του πολέμου, που τα αντίθετα, πράγματα ή όντα, διεξάγουν στην επιφάνεια.
Ο Λόγος
Ο Λόγος, που επικαλείται ο Ηράκλειτος, είναι ένα υπερβατικό ρήμα, το οποίο ο φιλόσοφος καλείται να ερμηνεύσει. Ο Λόγος που απευθύνεται στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το νόημα που κατέρχεται ως αυτόν εν είδει ενός μηνύματος προς μετάδοση: «Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι Ένα τα πάντα...» (απ. 50).
Ο Λόγος είναι αυτός που «τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ' αυτόν» (απ. 1), αυτός «που τα κυβερνάει όλα» (απ. 72) κι ακόμα αυτός που κρύβεται μέσα στη ψυχή (απ. 45). Τα βάθη όμως από τα οποία προέρχεται μας τον κάνουν σχεδόν απρόσιτο: «Στον πηγαιμό σου δεν θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ' όλους τους δρόμους κι αν περάσεις· τόσο βαθύ λόγο περιέχει» (απ. 45). Μοιάζει με τη Σίβυλλα που, με μανιασμένο στόμα, λέει λόγια αγέλαστα, ακαλλώπιστα κι αφτιασίδωτα, «με τη φωνή της διασχίζει χιλιάδες χρόνια, με τη βοήθεια του θεού» (απ. 92). Όπως ακριβώς η προφητεία μας μιλά χωρίς να μας λέει συγκεκριμένα το ένα ή το άλλο, έτσι και ο Λόγος μας μεταδίδει ένα νόημα που σε μας απόκειται να αποκρυπτογραφήσουμε, στο μέτρο πάντα των δυνατοτήτων μας. Γνωρίζουμε πως «ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει» (απ. 93), τα λόγια του εξακολουθούν να είναι μυστηριώδη για τον άνθρωπο, παρ' ότι σ' αυτόν απευθύνονται. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις των ανθρώπων με το Λόγο: «Παρ' ότι τον λόγο, αυτόν που όλα τα κυβερνά, τον συναναστρέφονται αδιάκοπα, έχουν διαφορές μ' αυτόν, κι όσα συναντούν κάθε μέρα τους φαίνονται ξένα» (απ. 72). Αν και παρόντες, οι άνθρωποι είναι σα να απουσιάζουν, μοιάζουν με κουφούς (απ. 34) γι' αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει:
Αν κι ο λόγος αυτός είναι αιώνιος, οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φοράγιατί ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, οι άνθρωποι μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν καταπιάνονται και με λόγια και με έργα τέτοια σαν αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας το όπως έχει· οι άλλοι όμως άνθρωποι ξαστοχούν όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν όσα κάνουν στον ύπνο τους (απ. 1).
Το δράμα της ανθρώπινης συνθήκης οφείλεται στο ότι «ενώ ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δικιά τους φρόνηση» (απ. 2). Υπάρχει, λοιπόν, ταυτόχρονα, μια παρουσία αλλά και μια απόσταση αυτού, δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος είναι σε θέση να υπερβεί τον εαυτό του και να φθάσει στην αυτοσυνείδηση. Γιατί «το ανθρώπινο ον δεν έχει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).
Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως υπάρχει ένα μυστικό του ανθρώπου, και με τις δύο σημασίες που εγκλείει ο ονοματικός προσδιορισμός: υπάρχει ένα μυστικό που ανήκει στον άνθρωπο, αλλά όμως το μυστικό αυτό είναι και το μυστικό που τον αφορά. Οι άνθρωποι δυστυχώς «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλούν» (απ. 19), ζουν μέσα στο επιφαινόμενο (απ. 17) και τρέφονται απ' αυτό: «εξαιτίας της απιστίας / τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα / τους διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά» (απ. 86): ωστόσο «η φρόνηση είναι σ' όλους κοινή» (απ. 113) και «όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116). Το ουσιώδες λοιπόν είναι «η πειθαρχία στη βούληση Ενός» (απ. 33) και το ότι «αντλούμε δύναμη απ' αυτό που είναι σε όλους κοινό» (απ. 114). Ο Ηράκλειτος όμως το λέει ξεκάθαρα: «Αν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απ. 18).
Ο Λόγος λοιπόν είναι ταυτόχρονα, και κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα υπερβατικό νόημα και μια σημασία εμμενής στον άνθρωπο. Ο Λόγος εγκαθίσταται στη καρδιά του σχίσματος, που διαμελίζει τον άνθρωπο σε απολιπόν Είναι και ύπαρξη που τον συγκροτεί· η συνθήκη του άρα δεν μπορεί να 'ναι άλλο από τραγική.
Πηγή: dikaiopolis.pblogs.gr