Δεν χρειαζόταν πολύς συλλογισμός για να αντιληφθεί κάποιος το παράλογο της υπόθεσης, αλλά η κοινωνία είχε ήδη αποφασίσει αλλιώς. Η απεριόριστη σοφία του είχε διακηρύξει ότι η ανθρώπινη φύση ήταν απαγορευμένη. Όλοι οι σοφοί της πόλης είχαν εγκρίνει αυτόν το νόμο και καμία αντίσταση δεν είχε καταχωρηθεί στα αρχεία του Κράτους. Ως ένας μόνο άνθρωπος -ακόμα κι αν αυτή η έκφραση δεν είχε πια νόημα- η κοινωνία είχε αποβάλει την ανθρωπιά από τα χώματά της. Είχε στείλει απεσταλμένους σ’ όλη την επικράτεια για να ενημερώσει το σύνολο του πληθυσμού. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι ήταν τόσο πεπεισμένοι για την ορθότητα αυτού του νόμου που δεν έκριναν αναγκαίο να ενημερώσουν και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Κράτους. Αυτό το λάθος προκάλεσε ένα άλλο, πολύ μεγαλύτερο. Στην πραγματικότητα, ήταν χάρη σ’ αυτό που γεννήθηκε ο απαγορευμένος. Μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία που δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο μέρος και, παρά το νόμο, έγινε ανθρώπινος. Και μόνο πολύ αργότερα απέκτησε το επίθετό του. Άλλωστε δεν το ήξερε παρά μόνο έμμεσα, όταν έμαθε ότι είχε επικηρυχθεί. Έτσι ο ανθρώπινος έγινε ο απαγορευμένος. Είχε δεχτεί αυτή την κατηγορία διότι του ήταν αδύνατον να κάνει αλλιώς. Εξάλλου η κοινωνία είχε πάντα δίκαιο. Αυτό τουλάχιστον έλεγε ο κόσμος μέχρι που ανακάλυψαν την ύπαρξή του. Διότι μόνο η ύπαρξή του, η απλή του ύπαρξη, αποδείκνυε το παράλογο του κοινωνικού συμβολαίου. Παρά την κοινοποίηση του κοινωνικού νόμου, ο απαγορευμένος υπήρχε. Αν και ήταν εντελώς αδύνατον, το κοινωνικά απαγορευμένο ήταν αυτό το αδύνατον. Έτσι η εξολόθρευσή του έγινε εθνικό θέμα. Έπρεπε να κρύψει την ανθρωπιά του για να μην τον πιάσουν. Κατέφυγε στα βιβλία του γιατί δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει να τα ξεχάσει. Σταμάτησε να γράφει για να μην τον καταδώσουν οι ίδιες του οι σημειώσεις. Με τον ίδιο τρόπο εγκατέλειψε τα πινέλα του και τους καμβάδες του, τις πένες του και τις παρτιτούρες του. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για τον απαγορευμένο να επιβιώσει σ’ αυτή την απάνθρωπη κοινωνία. Όμως ο κόσμος δεν ήταν εφησυχασμένος. Όσον ο απαγορευμένος δεν είχε συλληφθεί και εξολοθρευτεί, ο κοινωνικός νόμος κινδύνευε. Έτσι το Κράτος έπρεπε να λάβει νέα μέτρα για να υποκινήσει τον πληθυσμό στη συκοφαντία. Το πρόβλημα περιείχε και πικάντικα στοιχεία, διότι το Κράτος στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους συκοφάντες, έπρεπε να ορίσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που κοινοποιήθηκε ο νόμος και ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι δεν θυμούνταν πια καθόλου αυτό που μπορούσε να μοιάζει με ανθρώπινο. Το Κράτος, λοιπόν, προσέτρεξε στα αρχεία και ανέθεσε σε μια επιτροπή ειδικών να ορίσουν την απαγορευμένη ανθρωπιά. Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να καταρτίσει λίστα των ανθρωπίνων κριτηρίων. Αναρτήθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα κι έτσι το έμαθε κι ο απαγορευμένος. Διαβάζοντας αυτή τη λίστα, είδε με έκπληξη ότι ανταποκρινόταν σε όλα τα κριτήρια, ενώ ένα από αυτά ήταν ήδη αρκετό για να τον καταδικάσουν. Έτσι ο απαγορευμένος ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνο ανθρώπινος, μα πολύ ανθρώπινος. Ευτυχώς για την κοινωνία, αυτό δεν άλλαζε καθόλου τη θανατική του καταδίκη και η εξολόθρευσή του μ’ ένα μόνο χτύπημα, θα έλυε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Ο απαγορευμένος ήταν υποχρεωμένος να προσέχει την παραμικρή του κίνησή για να μην προδοθεί και το παραμικρό στα λόγια του για να μη μαρτυρηθεί. Έπεσε, λοιπόν, στην πιο βαθιά σιγή χωρίς να ξεχνά ούτε στιγμή την παρατήρηση του Leonardo da Vinci για τους μουγγούς και την ικανότητά τους να εκφράζουν ανθρώπινα αισθήματα με τις χειρονομίες τους. Γι’ αυτό προσπαθούσε να ελέγχει το σώμα του όταν βρισκόταν μέσα στην κοινωνία. Ως πραγματικός χαμαιλέοντας, έπαιξε το ρόλο του καθ’ όλη την περίοδο των αναζητήσεων. Και μετά από πολλά χρόνια, η κοινωνία εγκατέλειψε τις έρευνές της και δήλωσε πως ο απαγορευμένος ήταν νεκρός. Αυτή η νέα περίοδος επονομάστηκε περίοδος της τελειότητας. Η κοινωνία είχε επιτέλους απανθρωπιστεί εντελώς. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μα είχε ξεχάσει ότι το λάθος ήταν ανθρώπινο.
Η ατέλεια δεν είχε αποκαλυφθεί. Ο απαγορευμένος ήταν πάντα ζωντανός παρά τον κοινωνικό νόμο και την τάξη τελειότητας. Ήταν ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία. Ο ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος είχε επιζήσει της αυτοκρατορίας του παρόντος, μα δεν είχε κανένα μέλλον σ’ αυτή την κοινωνία. Κάποιες στιγμές πέρασε από το μυαλό του η ιδέα της αυτοκτονίας, μα συνήρθε γρήγορα όταν σκέφτηκε τους επόμενους ανθρώπους, αυτούς που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί, αυτούς που δεν είχαν παρελθόν και ο αλτρουισμός του αποφάσισε να δράσει. Δεν μπορούσε να αρκεστεί στο να είναι ένα κοινωνικό λάθος, έπρεπε να γίνει μία ανθρώπινη αξία. Όμως, πώς να γινόταν χωρίς να τον επισημάνουν οι συκοφάντες; Δεν έπρεπε να αγγίζει το παρόν. Έπρεπε να βρει το μέλλον μέσα στο παρελθόν. Γύρισε, λοιπόν, κι έψαξε στα αγαπημένα του βιβλία για να δει πώς οι δάσκαλοι του παρελθόντος είχαν ξεπεράσει την παντοδυναμία των κοινωνιών. Ξαναδιάβασε Βολταίρο για να καταλάβει το επιπόλαιο και να κατακτήσει το ουσιώδες. Μόνο που έπρεπε να λάβει υπόψη την ανισότητα του αγώνα. Οι δάσκαλοι του χρόνου ήταν πάντα μόνοι και απομονωμένοι. Ενώ η κοινωνία ήταν πανταχού παρούσα και κυρίαρχη. Δεν υπήρχε στρατηγική για να την νικήσει. Η θυσία ήταν αναγκαία κάθε φορά. Ήταν αναπόφευκτη. Το κερί έπρεπε να λιώσει για να φωτίσει το σκοτάδι. Κι αν κάποιο ανάμεσά τους αρνούνταν τον αγώνα, τα επόμενα δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν. Το σκοτάδι του κόσμου θα ήταν τότε μόνιμο. Οι άνθρωποι ήταν σπάνιοι αλλά αρκετοί για να φωτίσουν τον κόσμο. Αυτή η ανακάλυψη έδωσε κουράγιο στον απαγορευμένο. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε πως δεν είχαν χαθεί όλα, υπό τον όρο να είναι έτοιμος να τα χάσει όλα. Και το παραμικρό σφάλμα ήταν μοιραίο. Επιτέλους, είχε βρει ένα σκοπό στη ζωή του μετά την επιβίωσή του. Το θέμα δεν ήταν πια απλώς να αντισταθεί μαζί με το παρελθόν, μα να υλοποιήσει το μέλλον. Έπρεπε να πάει πέρα από τον κοινωνικό ορίζοντα, να συναντήσει τους δασκάλους του μέλλοντος οι οποίοι θα έπαιρναν τη δάδα. Ήταν οι φραγμοί που χαρακτήριζαν το χώρο, η υποστήριξη της ανθρωπότητας, τα θεμέλια της μνήμης. Μόνο που ήταν οι μόνοι που το γνώριζαν. Για όλους τους άλλους, ήταν τα λάθη του συστήματος, οι ατέλειες του Κράτους, οι απαγορευμένοι της κοινωνίας. Τι πείραζε! Ήταν εδώ για να παίξουν ένα ρόλο και θα τον έπαιζαν έστω και αν το κοινό ήταν αόρατο. Μόνο το μέλλον μπορούσε να τους δικαιώσει διότι το παρόν ήταν παράλογο. Ο απαγορευμένος ανασκουμπώθηκε και οπλίστηκε με τις πένες του και τα πινέλα του. Ήξερε ότι από ’δω και μπρος ο χρόνος θα ήταν με το μέρος του. Άρα δεν φοβόταν να απομακρυνθεί. Η δίκη είχε γίνει, αλλά ο πύργος δεν είχε κατακτηθεί. Οι φραγμοί ήταν οι φρουροί. Αυτό ήταν το μήνυμα του παρελθόντος. Αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος. Ο απαγορευμένος έπρεπε να φύγει για ν’ ανακαλύψει τον κόσμο για να μπορέσει το παρελθόν να δημιουργήσει το μέλλον παρά το παρόν. Ήταν περικυκλωμένος για πολλά χρόνια κατά την περίοδο της αντίστασης. Όμως, από ’δω και μπρος η δράση ήταν αναγκαία, διαφορετικά η φλόγα κινδύνευε να σβήσει. Έπρεπε, λοιπόν, να γίνει το απαγορευμένο δίχως να σκεφτεί τις επιπτώσεις. Οι μελέτες δεν αρκούσαν πλέον, ήταν απαραίτητο ένα έργο. Ο απαγορευμένος εγκατέλειψε την πόλη για να ταξιδεύσει σ’ όλη την επικράτεια με σκοπό να συναντήσει ανθρώπους κρυμμένους μέσα στη μάζα. Ο απαγορευμένος έπρεπε να εκτεθεί για να αναγνωριστεί χωρίς ωστόσο να εξοντωθεί από το σύστημα. Είχε συνείδηση ότι αυτή η ήττα θα μπορούσε να ήταν μοιραία, αλλά ποιο θα ήταν το νόημα της ζωής του αν δεν το αποκάλυπτε; Η πορεία του απαγορευμένου ήταν το νόημά της. Ήταν αυτός που αναλάμβανε την αποστολή της επαφής. Χωρίς φανό, χωρίς βαρέλι, έπρεπε να ξαναρχίσει την αναζήτηση ανθρώπων για να συνεχίσει η ανθρωπότητα να ζει και ν’ ανθίζει παρά τον κοινωνικό νόμο, την ισχύ του συστήματος και την απολυταρχία του Κράτους. Έτσι άρχισε η επανάσταση του απαγορευμένου.
Η πρώτη συνάντηση του απαγορευμένου έγινε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό. Ο ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος έπινε τσάι με άρωμα γιασεμιού, μόνος, όταν τον πλησίασε μία μικρή. Φαινόταν να ξαφνιάστηκε από την παρουσία του στο χωριό της.
- Ποιος είσαι;
- Ένας ξένος.
- Αυτό το βλέπω.
- Θέλεις να μάθεις γιατί είμαι εδώ;
- Ναι.
- Ψάχνω για ανθρώπους.
- Δεν υπάρχουν εδώ.
- Επειδή απαγορεύεται;
- Ακριβώς.
- Καμία εξαίρεση στον κανόνα;
- O νόμος είναι νόμος.
- Κι εσύ;
Έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση προς τα πίσω.
- Δεν έχω τίποτα το ανθρώπινο.
- Πώς το ξέρεις;
- Αν είχα, θα ήμουν στη φυλακή.
- Άρα οι άνθρωποι υπάρχουν.
- Αν υπάρχουν, είναι στη φυλακή.
- Έχεις συναντήσει κάποιους;
- Όχι, ποτέ.
- Τότε δεν ξέρεις με τι μοιάζουν.
- Είμαι σίγουρη ότι είναι όλοι άσχημοι.
- Εννοείς άσχημοι όπως εμένα;
Τον κοίταξε προσεχτικά πριν απαντήσει.
- Ναι, άσχημοι όπως εσένα.
- Είναι μάλλον γι’ αυτό που οι άνθρωποι είναι φοβεροί.
- Δεν τους φοβάσαι;
- Όχι, γιατί;
- Εδώ, όλοι τούς φοβούνται.
- Για ποιο λόγο;
- Εξαιτίας των πληγών τους.
- Των πληγών τους;
- Είναι τόσο αηδιαστικές!
- Μα γιατί;
- Διότι δεν ξεχνούν.
- Είναι αλήθεια ότι δεν ξεχνούν.
- Είναι το λάθος της μνήμης τους!
- Άρα ξέρεις τι σημαίνει μνήμη!
- Είναι αυτό που δεν ξεχνά την ασχήμια.
- Την ασχήμια ποιου;
- Των ανθρώπων, βέβαια. Ποιου άλλου;
- Αλήθεια, ποιου άλλου;
- Εδώ είναι όλοι όμορφοι.
- Είναι αλήθεια ότι είσαι πολύ όμορφη.
- Είναι η καλύτερη απόδειξη της απανθρωπιάς μου.
- Καταλαβαίνω.
- Εδώ ο κόσμος δεν θυμάται τίποτα.
- Πώς είναι δυνατόν;
- Επιλέξαμε να είμαστε ευτυχισμένοι.
- Άρα, εδώ είναι όλοι ευτυχισμένοι.
- Βέβαια.
- Είναι, λοιπόν, τόσο προφανές;
- Αυτή είναι η κοινωνική ευτυχία...
- Το αύριο θα είναι ολόιδιο με το σήμερα;
- Δεν είσαι μόνο ξένος, είσαι παράξενος.
Η δεύτερη συνάντηση του απαγορευμένου έγινε σ’ ένα χωριό αγνοουμένων. Αυτή τη φορά ένας γέρος τού απηύθυνε το λόγο.
- Ποιος καλός άνεμος σάς φέρνει ξένε;
- Αυτός της ανθρωπότητας.
- Ξέρετε πως είναι επικίνδυνο να προφέρετε αυτή τη λέξη;
- Μα δεν έχω παρά μόνο αυτή στο στόμα.
- Όπως και να ’χει, θα ’πρεπε να προσέχετε.
- Μα γιατί;
- Διότι δεν είστε γέρος!
- Δεν είμαι τόσο νέος. Γεννήθηκα γέρος.
- Όμως αυτό δεν φαίνεται και δεν σας προστατεύει.
- Να με προστατεύει;
- Το γήρας μάς προστατεύει εδώ. Κρύβει την ασχήμια μας...
- Και οι αγνοούμενοι;
- Ήταν όλοι νέοι!
Έκανε μία παύση κι εξέτασε το γέρο με συμπάθεια πριν συνεχίσει με λυπημένο ύφος.
- Και ήξεραν όλοι να διαβάζουν...
- Να διαβάζουν; Βιβλία;
- Ήμουν ο δάσκαλός τους στο σχολείο.
- Τώρα καταλαβαίνω.
- Εγώ όχι ακόμα. Δεν καταλαβαίνω πώς φθάσαμε εδώ.
- Η κοινωνία της λήθης...
- Το σύστημα δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνο του.
- Οι συκοφάντες...
- Δεν αρκούσαν. Οι συνεργάτες ήταν πολύ περισσότεροι.
- Πώς γλυτώσατε τον κολασμό;
- Με τύφλωση.
- Δεν είστε εκ γενετής τυφλός;
- Όχι, είναι δώρο από την κοινωνία της ευτυχίας.
- Και παρ’ όλα αυτά μου απευθύνατε το λόγο;
- Δεν είχα επιλογή.
- Πώς;
- Δεν είστε μόνο ανθρώπινος...
- Τι άλλο, λοιπόν;
- Είστε πολύ ανθρώπινος.
- Λυπάμαι που σας ακούω να το λέτε.
- Μη λυπάστε. Εγώ πάντα χαίρομαι όταν συναντώ ένα δάσκαλο, έναν πραγματικό δάσκαλο.
- Κι εσείς είχατε μαθητές.
- Μα όλοι τους αγνοούνται από δικό μου λάθος.
- Δεν είστε υπεύθυνος!
- Δεν ξέρω αν ο Ντοστογιέφσκι θα συμφωνούσε...
- Γνώρισε κι αυτός τις λευκές νύχτες.
- Είναι αρκετό για να συγχωρέσει;
- Είναι αρκετό για να καταλάβει.
- Ευχαριστώ για την καλοσύνη σας.
- Θα βρω τους μαθητές σας...
- Είναι πολύ επικίνδυνο! Και ούτε ξέρω αν είναι ακόμα ζωντανοί.
- Ακόμα και νεκρούς, θα σας τους βρω.
- Λοιπόν, θα σας δώσω ό,τι χρειάζεστε.
Ο απαγορευμένος έγειρε το κεφάλι και ο γέρος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό του. Του μετέδωσε τα στοιχεία των μαθητών του για να τον βοηθήσει να τους βρει, έστω κι αν πίστευε ότι αυτή η αποστολή ήταν αδύνατη. Διότι ήξερε ότι ο δάσκαλος ήταν ένα δώρο της ανθρωπότητας.
Η τρίτη συνάντηση του απαγορευμένου ήταν σίγουρα η πιο επικίνδυνη. Πλησίασε τα άτομα της εξουσίας για να πάρει πληροφορίες για τους αγνοούμενους. Έπρεπε να αλλάξει κάποιες συνήθειές του για να μην τον καταλάβουν εξ απροόπτου. Παρ’ όλα αυτά ένιωσε πίσω του ένα βλέμμα απειλητικό. Γύρισε αργά για να μην τον υποψιαστούν.
- Εσείς είστε, λοιπόν, που κάνετε ερωτήσεις;
- Πώς πρέπει ν’ απαντήσω;
- Χωρίς να κάνετε ερωτήσεις.
- Καλώς.
- Μα δεν απαντήσατε!
- Δεν κάνω καμία έρευνα.
- Αυτό δεν είναι απάντηση.
- Προσπαθώ να καταλάβω το νόημα της ερώτησής σας.
- Στερείται νοήματος.
- Άρα, τι πρέπει να πω;
- Την αλήθεια!
- Έστω και αν η ερώτηση στερείται νοήματος;
- Ειδικά τότε. Το νόημα δεν ορίζεται παρά μόνο από την κοινωνία.
- Τι έγιναν οι αγνοούμενοι;
- Ποιοι αγνοούμενοι;
- Ακόμα και οι εξαφανίσεις αγνοούνται.
- Βλέπετε κάτι που σας εκπλήττει;
- Αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της κοινωνικής ευτυχίας.
- Είστε επιτέλους στο σωστό δρόμο.
- Ευχαριστώ γι’ αυτές τις πληροφορίες.
- Μα δεν έχουμε τελειώσει!
- Τι άλλο μπορώ να σας πω;
- Το ενδιαφέρον σας για κάτι που δεν υπάρχει.
- Είναι ιστορικής τάξης.
- Ξεχνάτε ότι η ιστορία δεν υπάρχει στην κοινωνία μας!
- Έχουμε φθάσει, λοιπόν, την αιωνιότητα...
- Την αιωνιότητα της ημέρας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
- Η αιωνιότητά μας φαίνεται να έχει περιοριστεί σε πολύ λίγα.
- Τι υπονοείτε; Ότι η κοινωνία μας δεν είναι ιδανική;
- Σίγουρα είναι ιδανική, μα χωρίς ιδανικά.
- Δεν βλέπω ποιο είναι το πρόβλημα!
- Άρα, δεν υπάρχει.
- Βλέπετε, αρκεί να στρωθείτε και εσείς.
- Έτσι έγινε με τους αγνοούμενους;
- Βλέπω ότι επιμένετε.
- Απλώς για να γνωρίζω.
- Η γνώση είναι μία μορφή εξουσίας, άρα απαγορεύεται.
- Νόμιζα πως η απαγόρευση στόχευε μόνο στα βιβλία.
- Τα βιβλία; Κι αυτά ανύπαρκτα αντικείμενα! Τελικά…
- Αναφέρομαι μόνο στο νόμο.
- Το βλέπω. Η μνήμη σας είναι που με εκπλήττει.
- Μα γιατί; Είναι τόσο παράξενη;
- Κανένας πια δεν θυμάται αυτή την απαγόρευση, εκτός...
- Εκτός από ποιον;
- Εκείνους που δεν υπάρχουν.
- Πρέπει να συμπεράνω ότι δεν υπάρχω;
- Θα μπορέσετε σε λίγο να το συμπεράνετε...
- Είναι απειλή;
- Όχι, πρόκειται για δεδομένο.
- Όπως επιθυμείτε.
- Θα ψάξω πληροφορίες για σας.
- Γιατί;
- Υπάρχετε παρά την απαγόρευση και αυτό είναι αδύνατον.
Ο απαγορευμένος πέρασε από δίκη όπως το είχε προβλέψει. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε επιτέλους να συναντήσει εκείνους που είχαν οργανώσει τη σύλληψη των μαθητών. Ο ανακριτής προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Μα ο απαγορευμένος τού το απαγόρευσε.
- Πήγατε, λοιπόν, στο χωριό του τρελόγερου που αυτοαποκαλείται «δάσκαλος του σχολείου».
- Κατάλαβα αμέσως ότι του ’χει σαλέψει.
- Δεν είναι έτσι που μου είπαν οι πληροφοριοδότες μου.
- Μιλούσε συνεχώς για το σχολείο του. Ενώ γνώριζα καλά πως δεν υπήρξε ποτέ.
- Δεν είναι ακριβώς έτσι.
- Πώς; Υπήρχε λοιπόν;
- Σας ενδιαφέρει;
- Καθόλου;
- Τότε γιατί θέτετε αυτή την ερώτηση;
- Έχετε δίκιο. Δεν έχει νόημα.
- Δεν πειράζει. Όντως, υπήρχε σχολείο. Όμως...
- Όμως;
- Ο τρελόγερος δεν ήταν ο δάσκαλος.
- Ποιος ήταν τότε;
- Ένας από τους μαθητές του.
- Άρα, ο δάσκαλος είχε μαθητές.
- Όχι ακριβώς. Οι άλλοι ήταν τυπικοί μαθητές.
- Ενώ ο τρελόγερος ...
- Αυτός ήταν πραγματικός μαθητής και η τύφλωσή του μας προκάλεσε πολλές σκοτούρες.
- Η τύφλωσή του;
- Τυφλώθηκε από τα βιβλία.
- Τα βιβλία, δεν καταλαβαίνω.
- Δεν γνωρίζετε αυτή τη λέξη;
- Ναι, βέβαια. Είναι αυτό που ο κοινωνικός νόμος απαγορεύει.
- Θυμάστε, λοιπόν, τον κοινωνικό νόμο.
- Πώς να κάνω αλλιώς;
- Όπως όλοι οι άλλοι. Δεν είχατε γεννηθεί όταν ψηφίστηκε.
- Η προφορική παράδοση, ξέρετε.
- Μη με περνάτε για χαζό.
- Δεν θα τολμούσα.
- Στην κοινωνία μας, δεν υπάρχει προφορική παράδοση. Άρα το πρόβλημα παραμένει. Πώς θυμάστε ένα νόμο που όλοι τον ξέχασαν;
- Όπως εσείς, υποθέτω...
- Είναι αδύνατον.
- Δεν βλέπω γιατί.
- Θα πρέπει να είχατε πρόσβαση στα αρχεία του Κράτους.
- Και είναι απόρρητα, φαντάζομαι.
- Βεβαίως.
- Άρα, είμαι ένα λάθος.
- Αυτό είναι σίγουρο, όμως δεν καταλαβαίνω την ύπαρξή σας μέσα στο σύστημα...
- της τελειότητας.
- Ακριβώς.
- Θα ήμουν ένα βυζαντινό λάθος;
- Είναι δυνατόν, αλλά δεν νομίζω. Είστε απομονωμένος.
- Τότε μία επίπτωση της θεωρίας του Gödel.
- Εάν γνωρίζετε τον Gödel, η κατάσταση είναι πιο σοβαρή.
- Μα γιατί;
- Διότι ανήκει στον ανύπαρκτο λαό.
Το σύστημα δεν μπορούσε να απαλλαχθεί από την ανθρώπινη μνήμη. Τουλάχιστον όχι εντελώς. Ήταν κρυμμένη μέσα στον πυρήνα. Για να χαθεί η μνήμη, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχουν μνήμη. Κι αυτό δεν είχε διαφύγει της αυτοαναφοράς. Το κλειδί του προβλήματος ήταν, λοιπόν, στη φυλακή. Γι’ αυτό ο απαγορευμένος αφέθηκε ελεύθερος. Το σύστημα ήθελε να τον απομακρύνει. Σίγουρα φοβούνταν κάποιο φαινόμενο κρισιμότητας. Επίσημα είχε απαλλαχθεί λόγω έλλειψης ικανοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων. Εν τούτοις, κατάλαβε ότι χρωστούσε την επιβίωσή του σ’ ένα λάθος της δίκης που είχε εντοπίσει ο ανακριτής. Από τώρα και στο εξής θα ήταν υπό παρακολούθηση σ’ όλη την επικράτεια. Σκέφτηκε για μια στιγμή να επιστρέψει στο χωριό του «δασκάλου του σχολείου» για να τον ενημερώσει ότι οι μαθητές του ήταν ζωντανοί, έγκλειστοι στα αρχεία του Κράτους, μα φοβήθηκε μήπως τον έθετε σε κίνδυνο. Έτσι συνέχισε το δρόμο του αναζητώντας ανθρώπους ελεύθερους χωρίς να ξεχνά τους εγκλωβισμένους. Στο επόμενο χωριό, συνάντησε έναν ιερέα χωρίς βίβλο που προσπάθησε να του εξηγήσει ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά θέλημα Κυρίου. Μα όταν ο απαγορευμένος τού απάντησε πως ούτε ο ίδιος ο Κύριος δεν μπορούσε να ανήκει στην κοινωνία της λήθης διότι είχε υποφέρει, ο ιερέας σταμάτησε αμέσως το κήρυγμά του. Ζήτησε συγγνώμη για την παρέκκλιση από τη σωστή πορεία, αλλά το μαύρο πρόβατο δεν τον συγχώρεσε καθόλου γιατί ήξερε ότι ήταν ανεύθυνος. Τι να σκεφθείς για έναν ιερέα που δεν είχε πια ιερά κείμενα; Πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρχαν καθόλου κείμενα σ’ αυτή την κοινωνία, πόσο μάλλον τα ιερά! Όμως οι άνθρωποι όφειλαν με τη σειρά τους να γίνουν κείμενα για τους επόμενους. Μόνο πώς να γράψεις χωρίς ιστορία μέσα στην αιωνιότητα της ημέρας χωρίς να είσαι ήδη άνθρωπος; Χωρίς το σύνδεσμο, οι επόμενοι δεν θα γίνονταν ποτέ άνθρωποι. Αυτό είχε στο νου του όταν άκουσε μία άγνωστη φωνή πίσω του. Ήταν ένα αγόρι.
- Κύριε, κύριε!
Γύρισε και θαύμασε τον μικρό άνθρωπο.
- Ναι, τι θέλεις μικρέ μου...
- Δεν είμαι μικρός.
- Έχεις δίκιο. Όπως έλεγε ο Επίκτητος, μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου σκλάβο ή ελεύθερο, αυτό εξαρτάται από σένα.
- Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος!
- Είσαι σίγουρος πως δεν κάνεις λάθος ;
- Κι εγώ ξέρω να διαβάζω. Ο παππούς μου μου διάβαζε παραμύθια.
- Δεν είναι πια μαζί σου;
- Αγνοείται...
- Μη στενοχωριέσαι.
- Δεν στενοχωριέμαι, σας έχω βρει.
- Τέλεια.
- Έχω να σας δώσω ένα βιβλίο.
- Το έχεις μαζί σου;
- Ναι, πάρτε.
Μόλις ο απαγορευμένος πήρε το βιβλίο, το αγόρι απομακρύνθηκε τρέχοντας. Κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτό μα δεν του κράτησε κακία. Δεν κοίταξε τους φρουρούς που τον πλησίασαν με τρόπο. Μετροφύλλησε το βιβλίο. Ήταν Ο Μικρομέγας. Χαμογέλασε διότι ήξερε ότι θα συναντούσε τον παππού του μικρού. Το σύστημα τον είχε χρησιμοποιήσει ως δόλωμα χωρίς να ξέρει ότι το γνώριζε.
- Επέστρεψες, λοιπόν;
- Ο μικρός σου δεν μου άφησε επιλογή.
- Τον χρησιμοποίησαν, λοιπόν, για να σε πιάσουν.
- Του υποσχέθηκαν να σε ελευθερώσουν, αν με προδώσει.
- Λυπάμαι.
- Δεν πειράζει. Ήθελα να σε δω.
- Ήθελες να ξαναδείς τον παλιό σου δάσκαλο...
- Συνάντησα κι έναν άλλο...
- Και με σκέφτηκες... Τώρα πια είμαι ένας κακόμοιρος τυφλός.
- Σ’ έκαναν να υποστείς την ίδια μοίρα.
- Όχι βέβαια. Θυμάσαι τον Βερν;
- Τον Μιχαήλ Στρογκώφ!
- Βλέπω δεν έχεις χάσει καθόλου την οξυδέρκειά σου.
- Ο μικρός το ξέρει;
- Όχι, δεν πρέπει.
- Πρέπει να είναι δυστυχισμένος, το είδα στο βλέμμα του.
- Πρέπει να είναι απεγνωσμένος για ν’ αναγκαστεί να σε προδώσει.
- Τι λογαριάζεις να κάνεις εδώ;
- Να πεθάνω...
- Δεν μιλάς σοβαρά. Θα βρούμε μία λύση.
- Υπάρχει ήδη. Θυμάσαι τον Δουμά;
- Τον κόμη;
- Ακριβώς.
- Δεν είναι πολύ επικίνδυνο;
- Τίποτα δεν είναι πιο βέβαιο από το θάνατο.
- Τι μπορώ να κάνω για σένα;
- Να ζήσεις.
- Τίποτα άλλο;
- Να βρεις τον μικρό. Δεν έχω κανέναν άλλο εκτός απ’ αυτόν.
- Θα το φροντίσω. Κάτι άλλο;
- Η βιβλιοθήκη...
- Υπάρχει ακόμα;
- Ναι, παρ’ όλα αυτά.
- Είναι απίστευτο.
- Αυτό ξεπερνά τον κοινωνικό νου.
- Δεν την εντόπισαν;
- Ακόμα κι εσύ, δεν θα την έβρισκες.
- Την έχετε μετακινήσει;
- Ακόμα καλύτερα! Την έχουμε εξαφανίσει.
- Τους ανταποδώσατε...
- Σκέψου τον Λάιμπνιτς.
- Μοναδολογία.
- Άρα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
- Ποιος θα το πίστευε ότι θα ζούσα αυτή τη στιγμή χαράς μέσα στη φυλακή;
- Τώρα πρέπει να δραπετεύσεις. Θα σου δείξω ένα δρόμο.
- Κι εσύ;
- Εγώ πρέπει να πεθάνω για να ζήσω.
Ο σοφός γέρος έγειρε το κεφάλι του και ο απαγορευμένος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό του. Ήταν καλό που βρέθηκαν μετά από τόσο καιρό και την αιωνιότητα της ημέρας. Του έδειξε το δρόμο όπως στο παρελθόν όταν έπαιζαν σκάκι στα τυφλά. Η σικελική άμυνα ήταν απαραίτητη αφού η επίθεση ήταν πλάγια. Ο απαγορευμένος ακολούθησε το δρόμο που δεν υπήρχε κι έγινε αόρατος. Οι φρουροί πανικοβλήθηκαν βλέποντας την εξαφάνιση και το θάνατο. Μετέφεραν το σώμα του σοφού γέρου χωρίς να ξέρουν ότι τον απελευθέρωναν.
Ο μικρός περίμενε στη βιβλιοθήκη. Όταν αντιλήφθηκε το δάσκαλο των βιβλίων, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί κι έχυσε ένα δάκρυ. Ήξερε πως η προδοσία του πήγε χαμένη. Ο σοφός γέρος ήταν νεκρός. Είχε μάθει το νέο από τους φρουρούς της πολίχνης. Έμεινε μόνος για μέρες μέσα στη βιβλιοθήκη χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Και μετά κατάλαβε ότι έπρεπε να περιμένει το δάσκαλο των βιβλίων. Αυτός ήξερε τι έπρεπε να κάνουν. Μόνο που είχε ένα φόβο διότι δεν ήξερε πώς είχε πάρει την προδοσία του. Μόνο όταν είδε το χαμόγελο του απαγορευμένου, η καρδούλα του γέμισε και πάλι από χαρά. Δεν του κρατούσε κακία. Πριν ακόμα του ζητήσει συγγνώμη, ο πολύ ανθρώπινος τού εξήγησε το τέχνασμα του σοφού γέρου κι ο μικρός άνθρωπος έπεσε στην αγκαλιά του. Κι έτσι όπως ήταν αγκαλιασμένοι, έγειρε το κεφάλι κι ακούμπησε το μέτωπο του δασκάλου των βιβλίων. Του αποκάλυψε όλο το δίκτυο της βιβλιοθήκης και ο απαγορευμένος εξέτασε ολόκληρη τη δομή για να εντοπίσει τις ιδιομορφίες και τις ανωμαλίες. Ο μικρός δεν γνώριζε κανένα άνθρωπο ικανό γι’ αυτό το έργο. Μα ο σοφός γέρος που του είχε μιλήσει για την ύπαρξη των δασκάλων, δεν παρέλειψε να τονίσει ορισμένα από τα πιο βασικά τους χαρακτηριστικά. Παρ’ όλα αυτά, τώρα που δεν είχε ανάγκη να πιστεύει παρά μόνο να βλέπει, δεν πίστευε στα μάτια του. Σαν να ο χρόνος λειτουργούσε με διαφορετικό τρόπο για τους πολύ ανθρώπινους. Τώρα πια ο απαγορευμένος είχε ολόκληρη τη δομή στο νοητικό του χώρο. Έτσι ενεργοποίησε την ολιστική του προσέγγιση για να ανασυντάξει τα γεγονότα τα οποία είχαν οδηγήσει στη δημιουργία της κοινωνίας της λήθης. Έτσι κατέληξε ότι όλα είχαν αρχίσει με τις γενοκτονίες, αυτά τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Στη συνέχεια, για να καθιερωθεί η κοινωνική ευτυχία, έπρεπε οι επιζήσαντες να ξεχάσουν και οι επιζήσαντες να παραμείνουν στην άγνοια. Αυτή ήταν η περίοδος της γενοκτονίας της μνήμης. Τα επόμενα ήταν αλυσιδωτές αντιδράσεις που κανένας πλέον δεν μπορούσε να σταματήσει. Όλα τα υπόλοιπα ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτα και οδηγούσαν αναγκαστικά στην αιωνιότητα της ημέρας. Άρα, έπρεπε να τελειώσει η αιωνιότητα για να μπορέσει η ανθρωπότητα να ελευθερωθεί ξανά. Μόνο που έπρεπε να απενεργοποιήσει όλους τους μαθητές τους οποίους είχε αιχμαλωτίσει το σύστημα σ’ έναν αγώνα ενάντια στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο απαγορευμένος έπρεπε, λοιπόν, να εισχωρήσει στην πολίχνη. Για να μη διεξαχθεί η δίκη, έπρεπε να πολιορκήσει και να κατακτήσει τον πύργο. Ο μικρός κατάλαβε το σχήμα χάρις στον Κάφκα, έτσι δεν είπε τίποτα περισσότερο. Ήξερε πως ο δάσκαλος των βιβλίων έπρεπε να πάρει μία απόφαση που δεν θα επιδεχόταν καμία επιστροφή, ακόμα κι αν αυτή η απόφαση ήταν βασισμένη σε κάποιο λάθος του συστήματος. Ήταν αδύνατοι, μα το ήξεραν. Αυτή ήταν η δύναμή τους. Το σύστημα ήταν ισχυρό, μα δεν το ήξερε. Αυτή ήταν η αδυναμία του. Μόνο η μη πληρότητα θα οδηγούσε στην ελευθερία. Όμως η θυσία ήταν και πάλι αναγκαία. Πόσες νότες για ένα μέτρο; Πόσοι δάσκαλοι για ένα χρόνο; Ο μικρός αγκάλιασε πιο σφιχτά το δάσκαλο των βιβλίων. Αυτά τους είχαν ελευθερώσει. Τώρα ήταν χρέος των ανθρώπων να τους ελευθερώσουν για τους επόμενους. Ο μικρός ανέβηκε στους ώμους του γίγαντα της σκέψης. Χώθηκαν στο κενό του Κράτους αναζητώντας το δρόμο του γέρου δασκάλου.
Χάρις στο δρόμο του σοφού γέρου, ο απαγορευμένος διείσδυσε στην πολίχνη. Τέτοιο ήταν το παράδοξο στον αγώνα ενάντια στο παράλογο. Ο σοφός γέρος πέθανε για να ζήσει και ο απαγορευμένος δραπέτευσε διεισδύοντας στην πολίχνη. Ο ένας ήταν τυφλός και ο άλλος αόρατος: δύο λάθη μέσα στο σύστημα. Μόνο δύο, αλλά επαρκούσαν για να ξαναθέσουν υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια του συστήματος. Ο απαγορευμένος βρήκε επιτέλους την αίθουσα των αρχείων του Κράτους. Άνοιξε την πόρτα με τον κώδικα χάρις στις οδηγίες του σοφού γέρου. Μα πώς ένιωσε αντικρίζοντας όλους τους μαθητές παραταγμένους παράλληλα για να υποστηρίζουν την αρχιτεκτονική της κεντρικής μνήμης. Η κοινωνία της λήθης χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους για να προστατεύει τα απαγορευμένα. Αλλιώς ήταν χαμένη μέσα στην ίδια της τη λήθη. Οι μαθητές διατηρούνταν στη ζωή μόνο εφόσον λειτουργούσε το σύστημα. Ήταν η ζωντανή του μνήμη. Γι’ αυτό η κοινωνία αναζητούσε τόσο άγρια τους ανθρώπους. Χρειαζόταν τη μνήμη τους που επέτρεπε στην αιωνιότητα της ημέρας να ξαναρχίζει χωρίς να διαφοροποιείται από αναταραχές. Δεν υπολόγισε τα λάθη του συστήματος. Το τυφλό σφάλμα είχε προκαλέσει το πρώτο λάθος. Κι αυτό επέτρεψε την ύπαρξη του απαγορευμένου. Ο δάσκαλος των βιβλίων παρατήρησε τους φυλακισμένους μαθητές. Ήταν ζωντανοί, αυτό ήταν σίγουρο. Μόνο που ποιος θα ήθελε τέτοια ζωή; Σκέφτηκε πως ο δάσκαλος του σχολείου δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει αυτή την αλήθεια και προτίμησε να το αποσιωπήσει. Ο μικρός έκλαιγε πάνω στους ώμους του διότι το θέαμα των μαθητών ήταν φρικτό. Ακόμα και η μνήμη του συστήματος ήταν φτιαγμένη από αίμα και ανθρώπους. Τέτοια ήταν η μνήμη της γενοκτονίας και τα θεμέλια της κοινωνίας της ευτυχίας. Έπρεπε, λοιπόν, να κοπεί ο γόρδιος δεσμός και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Έπρεπε να δράσει γρήγορα πριν αντιληφθούν οι φρουροί την παρουσία του μέσα στον πυρήνα του συστήματος. Μελέτησε διεξοδικά τη σύσταση της κεντρικής μνήμης και έλαβε υπόψη του ότι οι μαθητές δεν μπορούσαν να ζήσουν παρά μόνο σ’ αυτή την κατάσταση. Ήταν, λοιπόν, εντελώς αδύνατον να τους σώσει. Ήταν καταδικασμένοι να ζουν με αυτόν τον τρόπο και κανένα άλλο. Ξανασκέφτηκε τους Δίκαιους του Καμύ και κατάλαβε ότι έφθασε η στιγμή να πραγματοποιήσει το αδιανόητο. Έπρεπε να φέρει το παράδοξο μέχρι το άκρον της λογικής για να αντιμετωπίσει το παράλογο. Έτσι, για να σώσει την ανθρωπότητα, όφειλε να σκοτώσει τους ανθρώπους. Απομάκρυνε τον μικρό που δεν θα μπορούσε να κατανοήσει αυτήν την απόφαση. Ο ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος έπρεπε να διασχίσει μία μηδενιστική φάση για να ξαναδώσει ζωή στην ανθρωπότητα και στο χρόνο. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να καταστρέψει την κοινωνία της αιωνιότητας της ημέρας. Θυμήθηκε το όνομα του κάθε μαθητή. Δεν ήθελε να τους ξεχάσει ακόμα και σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή. Έμοιαζαν με ανατομικές μελέτες του δασκάλου της Αναγέννησης. Μόνο που παρ’ όλα αυτά ήταν ζωντανοί. Έκοψε το γόρδιο δεσμό και η κεντρική μνήμη του συστήματος έσβησε. Βρήκε τον μικρό που τον περίμενε στην πόρτα με τον κώδικα. Τον ξανάβαλε πάνω στους ώμους του χωρίς να προφέρει λέξη. Έχοντας συνείδηση ότι σκότωσε την αιωνιότητα, ο απαγορευμένος έφερνε το μέλλον πάνω στους ώμους του. Προσπέρασε τους φρουρούς στα στενά της πολίχνης που φαίνονταν εντελώς παραλυμένοι. Δεν λάμβαναν πλέον καμιά πληροφορία και οδηγία από το σύστημα το οποίο είχε καταρρεύσει. Η πολίχνη του παραλόγου είχε ηττηθεί από τη λογική του απαγορευμένου. Από ’δω και μπρος έπρεπε να επινοήσει τη μνήμη του μέλλοντος. Έτσι ο δάσκαλος των βιβλίων βρήκε τη βιβλιοθήκη της ανθρωπότητας και του χρόνου.
www.lygeros.org