Ή άγανάκτησις
Αριστοτέλης: Αγανάκτηση και Φθόνος |
’Αντίθετο πρός τό συναίσθημα τοϋ οίκτου είναι αυτό πού ονομάζουν άγανάκτησι. Γιατί τό νά λυπάσαι για την ανάξια ευτυχία είναι κατά κάποιον τρόπο αντίθετο πρός τό νά λυπάσαι γιά την ανάξια δυστυχία καί είναι τής ϊδιας φύσεως. Καί τά δύο αυτά συναισθήματα δείχνουν ένα καλό χαρακτήρα. Γιατί πρέπει νά οργιζόμαστε μαζί με αυτούς πού υποφέρουν ανάξια καί νά τούς συμπονούμε, καί νά αγανακτούμε μέ αυτούς πού ευτυχούν άνάξια. Γιατί αυτό πού γίνεται «παρ’ αξίαν» είναι άδικο. Γι’ αυτό αποδίδουμε την άγανάκτησι καί στούς θεούς. ’Ίσως φανή καί ό φθόνος ότι κατά τον ϊδιον τρόπο είναι αντίθετος στον οίκτο, γιατί πλησιάζει καί σχεδόν ταυτίζεται μέ την άγανάκτησι. Είναι όμως άλλο πράγμα. Γιατί καί ό φθόνος είναι μιά ταραχώδης λύπη γιά κάποια ευτυχία, όχι όμως τού αναξίου, αλλά τού ανθρώπου πού φαίνεται ϊσος μέ εμάς. Τώρα, όλοι όσοι αισθάνονται φθόνο καί άγανάκτησι, πρέπει νά έχουν τούτο τό κοινό μεταξύ τους, ότι αναστατώνονται όχι γιατί σκέπτονται ότι ένα κακό μπορεΐ νά συμβή σέ αυτούς τούς ίδιους, αλλά γι’ αυτό αποκλειστικά πού συνέβη στον πλησίον τους. Γιατί τότε δεν θά είναι άγανάκτησις καί φθόνος, αλλά φόβος, αν ή λύπη καί ή ταραχή προέλθη άπό τό ενδεχόμενο νά προκύψη γιά μάς κάποιο κακό άπό την ευτυχία τού άλλου.
Είναι φανερό ότι αύτά τά αισθήματα θά συνοδεύωνται καί άπό τά αντίθετα. Γιατί αυτός πού αισθάνεται λύπη γιά την άνάξια δυστυχία, θά χαρή ή πάντως θά μείνη άσυγκίνητος γιά κείνους πού δυστυχούν γιατί έτσι τούς αξίζει. ’Επί παραδείγματι, κανένας καλός άνθρωπος δέν είναι δυνατό νά λυπηθή γιά τούς πατροκτόνους καί τούς δολοφόνους, όταν τιμωρηθούν. Γιατί πρέπει νά χαίρεται κανείς για την τιμωρία αυτών, καθώς καί γιά κείνους πού εύτυχοΰν μέ την αξία τους. Γιατί καί τά δυο είναι δίκαια καί προκαλούν χαρά στους τίμιους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να δημιουργούν την έλπίδα δτι θά συμβοϋν καί σέ μάς αυτά πού συνέβησαν στον δμοιό μας. Κι δλα αυτά πηγάζουν από τόν ϊδιο χαρακτήρα, όπως καίτά αντίθετα πηγάζουν από αντίθετο χαρακτήρα. Γιατί αυτός που είναι χαιρέκακος είναι καί φθονερός. Άφοϋ λυπάται γιά κάτι πού συμβαίνει ή υπάρχει σέ κάποιον, κατ’ ανάγκη αυτός χαίρεται, όταν αυτός πού τό έχει, τό στερηθή ή άν καταστραφή. Γι’ αυτό όλα αυτά τά συναισθήματα εμποδίζουν τόν οίκτο, διαφέρουν δέ γιά τούς λόγους πού αναπτύξαμε. "Ωστε όλα είναι έξ ίσου χρήσιμα γιά νά εμποδίζουν τό αίσθημα τοϋ οίκτου.
Καί πρώτα, άς μιλήσουμε γιά την άγανάκτησι, εναντίον ποιων αγανακτούν οί άνθρωποι καί γιά ποιούς λόγους καί όταν βρίσκονται σέ ποιά κατάστασι. Έπειτα θά μιλήσουμε καί γιά τά άλλα. Τό πράγμα γίνεται φανερό από όσα έχουν λεχθή. Γιατί άν άγανάκτησις είναι νά λυπάσαι γιά κάποιον πού φαίνεται ότι ευτυχεί παρά τήν αξία του, είναι φανερό ότι δέν είναι δυνατό νά άγανακτή κανείς μέ όλων τών ειδών τά αγαθά. Γιατί δέν θά άγανακτής μέ κάποιον πού είναι δίκαιος ή ανδρείος, ή πού μπορει νά άποκτήση μιά αρετή (γιατί καί στις αντίθετες περιπτώσεις δέν γεννάται οίκτος), αλλά γιά τόν πλούτο καί τή δύναμη καί τά παρόμοια, όσα γενικά αξίζει νά έχουν οι αγαθοί κι αυτοί πού έχουν φυσικά αγαθά, όπως είναι ή ευγένεια, τό κάλλος καί τά παρόμοια. Καί επειδή ό,τι είναι πολύ παλαιό πλησιάζει πρός τό φυσικό, γι’ αύτό μεταξύ δύο ατόμων, πού έχουν τό ι'διο αγαθό, μάλλον αγανακτούμε μέ εκείνον πού τό απέκτησε έσχάτως καί γι αύτό ευτυχεί. Γιατί μάς ενοχλούν περισσότερο οί νεόπλουτοι από τούς παλιούς πλούσιους, πού τά έχουν προγονική κληρονομιά. Τό ι'διο συμβαίνει καί μέ αυτούς πού παίρνουν αξιώματα καί αποκτούν δύναμι καί πολλούς φίλους καί καλά τέκνα καί ό,τιδήποτε άλλο παρόμοιο. Καθώς καί άν, έξ αιτίας τούτων, άποκτήσουν και κανένα άλλο αγαθό. Καί πράγματι, μάς λυποϋν περισσότερο οί νεόπλουτοι πού έγιναν άρχοντες χάρι στον πλούτο τους, παρά οί άρχαιόπλουτοι.
Τό ίδιο ισχύει καί στις άλλες περιπτώσεις. Καί τούτο, γιατί οί τελευταίοι φαντάζονται ότι έχουν ό,τι τούς ανήκει, ένώ οί άλλοι όχι. Γιατί αυτό πού φαίνεται πάντα τό ί'διο, θεωρείται αληθινό, ώστε οί άλλοι θεωρούνται ότι έχουν πράγματα πού δεν είναι δικά τους. Καί επειδή τό κάθε αγαθό δέν αξίζει στόν τυχόντα, άλλα υπάρχει κάποια αναλογία καί αρμονία. Έπί παραδείγματι, τα λαμπρά όπλα δέν αρμόζουν στούς νεόπλουτους, αλλά στούς εύγενεΐς. Άν λοιπόν κανείς, ένώ είναι αγαθός, δέν βρίσκη αυτό πού τού ταιριάζει, τότε προκαλεΐ τήν άγανάκτησι. Επίσης κι άν ό κατώτερος συναγωνίζεται τον ανώτερο του, κι αυτό προκαλεΐ τήν αγανάκτηση, προπαντός σέ αυτούς πού άνήκουν στήν ι'δια κατηγορία. Γι’ αυτό λέει ό ποιητής:
'Από τον Αϊανταμόνο αλάργευε, τό γώ τοϋ Τελαμώνα,τί ό Δίας τον άμποδοϋσε πόλεμο με πιο άντρειανούς να στήνεi
Ή άν δέν άνήκουν στήν ιδία κατηγορία, άν ό κατώτερος συναγωνίζεται τον ανώτερο του σέ κάτι, όπως έπί παραδείγματι, άν ό μουσικός συναγωνίζεται τον δίκαιο. Γιατί ή δικαιοσύνη είναι ανώτερη άπό τή μουσική.
’Από αυτά γίνεται φανερό μέ ποιούς αγανακτούν οί άνθρωποι καί γιά ποιες αιτίες. Γιατί είναι αυτά πού είμαστε καί τά παρόμοια. ’Αγανακτούν εύκολα εκείνοι πού είναι άξιοι των μεγίστων αγαθών καί μάλιστα όταν τά έχουν. Γιατί δέν είναι δίκαιο νά άξιώνωνται τά ίδια αγαθά άνθρωποι πού δέν είναι όμοιοι τους. "Επειτα όσοι είναι αγαθοί καί τυχαίνει νά είναι καί σπουδαίοι. Γιατί οί άνθρωποι αυτοί έχουν ορθή κρίσι καί επιθυμούν νά άναλάβουν ώρισμένες λειτουργίες, καί μάλιστα δταν επιδιώκουν τις τιμές εκείνες, τις όποιες έχουν άλλοι πού είναι ανάξιοι. Καί γενικά δσοι θεωρούν τον εαυτό τους άξιο γιά αγαθά, γιά τα όποια θεωρούν τούς άλλους ανάξιους, αγανακτούν εναντίον αυτών γι’ αυτά τά αγαθά. Γι αυτό οί δουλοπρεπεΐς καί οί φαύλοι καί οί άδιάφοροι γιά τή δόξα δεν αγανακτούν. Γιατί δεν υπάρχει κάτι, γιά τό όποιο νά θεωρούν τον εαυτό τους άξιο. Είναι λοιπόν από αυτά φανερό ποιων ανθρώπων τις άτυχίες ή τις συμφορές ή τις αποτυχίες πρέπει νά χαιρόμαστε ή τουλάχιστο νά μή αισθανόμαστε λύπη γι αυτές. Άπό δσα είπαμε είναι φανερά πιά τά αντίθετά τους. "Ωστε, άν ό λόγος τού ρήτορος διάθεση ετσι τούς δικαστές ώστε νά δείξη δτι αυτοί πού ζητούν οίκτο, είναι ανάξιοι αυτού τού οίκτου, καί γιά τούς λόγους γιά τούς οποίους τον ζητούν, καί δτι αξίζει νά μην τον επιτύχουν, τότε είναι αδύνατο νά τούς ευσπλαχνιστούν οί δικασταί.
Ό φθόνος
Αριστοτέλης Αγανάκτηση και Φθόνος |
Είναι επίσης φανερό γιά ποιόν λόγο οί άνθρωποι φθονούν καί ποιους φθονούν καί σέ ποιά κατάστασι βρίσκονται καί φθονούν, άν σκεφθοϋμε δτι ό φθόνος είναι μιά λύπη από τή θέα τής ευτυχίας πού προκύπτει γιά τούς όμοιους μας από τά αγαθά πού άναφέραμε, όχι γιατί έπιδιώκουμε κάτι γιά τον εαυτό μας, αλλά γιατί νά τό έχουν άλλοι. 'Ώστε φθόνο θά δείξουν οί άνθρωποι πού έχουν ή φαίνονται δτι έχουν άλλους όμοιους τους. Κι δταν λέω όμοιους, εννοώ στην καταγωγή, στη συγγένεια, στην ηλικία, στο ήθος, στην ύπόληψι, στην περιουσία. Κι αυτοί πού έχουν σχεδόν δλα τά αγαθά. Γι’ αυτό δσοι επιχειρούν μεγάλα πράγματα μέ επιτυχία καί δσοι ευτυχούν είναι φθονεροί. Γιατί νομίζω δτι δλοι προσπαθούν νά τούς πάρουν τά δικά τους. Καί αυτοί πού τιμώνται υπερβολικά γιά κάτι, καί μάλιστα αυτοί πού τιμώνται γιά τή σοφία ή γιά την ευτυχία τους. Καί οί φιλόδοξοι είναι φθονερώτεροι άπό αυτούς πού είναι αδιάφοροι στη δόξα. Κι δσοι φαντάζονται πώς είναι σοφοί. Γιατί θέλουν νά τούς τιμούν γιά τή σοφία τους. Καί γενικά oool είναι φιλόδοξοι γιά κάτι, είναι φθονεροί σχετικά μέ αύτό. Επίσης οι μικρόψυχοι. Γιατί σέ αυτούς φαίνονται δλα μεγάλα.
’Έχουμε μιλήσει ήδη γιά τά αγαθά πού διεγείρουν τό φθόνο. Τά έργα καίτά άποκτήματα,τά όποια κάνουν τούς ανθρώπους νά επιθυμούν τή δόξα καί τις τιμές καί νά λαχταρούν τή φήμη, καθώς καί ή εύνοια τής τύχης, σχεδόν δλα αυτά δημιουργούν τό φθόνο, καί μάλιστα δταν οί άνθρωποι ποθούν αυτά γιά τόν εαυτό τους ή νομίζουν δτι δικαιούνται νά τά έχουν ή, άν μέ την άπόκτησί τους υπερέχουν κατά τι ή υπολείπονται κατά τι.
Είναι φανερό καί ποιους φθονούμε. Γιατί ουσιαστικά τό είπαμε στά παραπάνω. Φθονούμε δηλ. εκείνους που είμαστε κοντά-κοντά στο χρόνο, στον τόπο, στην ηλικία καί στην έκτίμησι. Γι αυτό έχει λεχθή.
Ή συγγένεια ξέρει και πώς νά φθονή.
Επίσης φθονούμε αύτοϋς πρός τούς οποίους είμαστε άνταγωνισταί. Καί οί άνθρωποι ανταγωνίζονται αυτούς πού είπαμε, καί κανείς δεν ανταγωνίζεται ανθρώπους πού έζησαν πριν χιλιάδες χρόνια η αυτούς πού άκόμα δε γεννήθηκαν ή αυτούς πού έχουν πεθάνει, ούτε αυτούς πού κατοικούν στις Ηράκλειες στήλες. Ούτε εκείνους πού νομίζουμε, δτι σέ σχέσι μέ μάς ή μέ άλλους υπολείπονται πολύ, ούτε εκείνους πού νομίζουμε δτι υπερέχουν πολύ. Τό ΐδίο κι εκείνους πού βρίσκονται σέ κάποια άνάλογη θέσι. Κι επειδή οί άνθρωποι ανταγωνίζονται τούς αντιπάλους τους καί τούς αντεραστές τους, καί γενικά εκείνους πού έπιθυμοΰν τά ϊδια μέ αυτούς πράγματα, είναι ανάγκη κυρίως νά φθονούν αυτούς. Γι’ αυτό εχει λεχθή:
Κι ό λαϊνάς τό λαϊνά (εχθρεύεται).
Κι αυτοί πού μέ δυσκολία πέτυχαν κάτι ή άπέτυχαν, φθονούν αυτούς πού πέτυχαν αμέσως. Καί έκεΐνοι πού θεωρούν ντροπή τους, πού οι άλλοι έχουν πλούτη ή σημειώνουν επιτυχίες. Καί τέτοιοι είναι οι συγγενείς καί οι δμοιοί μας. Γιατί είναι φανερό, δτι από δική τους ευθύνη δεν έχουν τό άγαθό, κι αυτό τό πράγμα τούς λυπεί καί διεγείρει τό φθόνο. Φθονούμε κι εκείνους πού έχουν ή έχουν αποκτήσει δσα επρεπε νά τά είχαμε εμείς ή τά είχαμε κάποτε. Γι’ αυτό οι γεροντότεροι φθονούν τούς νεώτερους. Κι δσοι ξόδεψαν πολλά γιά κάτι, φθονούν αυτούς πού ξόδεψαν λίγα για τό ϊδιο πράγμα. Είναι λοιπόν φανερό γιά ποιούς χαίρονται οι φθονεροί καί γιά ποιά αιτία και σέ ποιά κατάστασι βρίσκονται καί χαίρονται. Όπως δηλ. λυπούνται πού δέν έχουν μερικά πράγματα, ετσι δταν τά αποκτήσουν θά ευχαριστηθούν μέ το γεγονός αυτό. Έτσι, ,άν οί δικασταί διατεθούν κατά τέτοιον τρόπο από τον ρήτορα, κι αυτοί πού ζητοΰν οίκτο ή κάποιο άλλο αγαθό είναι σάν αυτούς πού άναφέραμε, είναι φανερό δτι δέν θά πετΰχουν τον οίκτο από έκείνους πού είναι στο χέρι τους νά τον έπιδείξουν ή δχι.
Πηγή: Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Μετάφρασις/Σημειώσεις:Απ. Παπανδρέου,Επιμέλεια:Ανδριάννα Χαχλά Αθήναι 2005 Γεωργιάδης |