Θέματα φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, για τον άνθρωπο. Νευροεπιστήμες, εγκέφαλος,συνείδηση και νοημοσύνη. Νίκος Λυγερός.

Όλες οι ανθρώπινες έννοιες είναι προβολές του ανθρώπινου πνεύματος γι'αυτό σε τελική ανάλυση πολλές φορές είναι απατηλές. Δεν βλέπουμε την πραγματικότητα , την αντιλαμβανόμαστε (όπως νομίζουμε εμείς πως είναι). Ο,τι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα. Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, αλλά και πώς καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους... Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου». Όμως δεν αρκεί μόνο η αυτογνωσία, χρειάζεται και η εμπάθεια... O Σωκράτης, μέσω της μεθόδου διαλόγου που είχε αναπτύξει, εκμαίευε (εξ ου και Μαιευτική Μέθοδος) από τον συνομιλητή του την αλήθεια/γνώση που είχε μέσα του αλλά δεν γνώριζε. Ο άνθρωπος δε μπορει να αναζητά αυτό που δε γνωρίζει γιατί τότε δεν ξέρει τί να αναζητήσει αλλά ούτε αυτό που γνωρίζει μπορεί να αναζητά γιατί το ξέρει ήδη. Ο άνθρωπος τίποτε νέο δε μαθαίνει, παρά μόνο παίρνει συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση (μάθηση) είναι ανάμνηση (ενθύμιση) , υπάρχει λοιπόν η ανάμνηση μέσα μας...

Περί της Ουσίας των Όντων - Περί Γίγνεσθαι και Φύσεως


Περί της Ουσίας των Όντων - Περί Γίγνεσθαι και Φύσεως,Αριστοτέλης, αρχαία Ελλάδα, Ηράκλειτος, Κοσμολογία, μετά τα φυσικά, Μη Ον, νους, Ον, Φιλοσοφία

"Διότι και το σπέρμα προέρχεται από άλλα τέλεια όντα που προηγούνται,το δε πρώτον δεν είναι το σπέρμα αλλά το τέλειον. Διότι ο άνθρωπος είναι πρότερος του σπέρματος κι ο άνθρωπος που προήλθε από το σπέρμα είναι έτερος εκ του οποίου το σπέρμα προέρχεται"
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά 1073Α. 

Καθώς τα "Μετά τα φυσικά" αποτελούν την συνέχεια των "Φυσικών" θα ήταν ορθό να παραθέσουμε μερικά πολύ γενικά και συνοπτικά συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν στην συνέχεια του θέματος το οποίο όσο εισέρχεται η αναλυτική σκέψη εντός του τόσο ποιο πολύπλοκο καθίσταται. 

"Ως δε ελέχθη τα πράγματα υπάρχουν εν τόπω τα μεν κατά δύναμιν τα δέ κατ'ενέργειαν. Δι'αυτό όταν μέν ένα σώμα είναι ομοιογενές και συνεχές τα μέρη του υπάρχουν εν τόπω κατά δύναμιν,όταν όμως χωριστούν από το Όλον σε μέρη τότε γίγνονται ως σωρός κατ'ενεργείαν. Τα πράγματα πάλι υπάρχουν εις ένα τόπο καθ'εαυτά. Π. χ.  κάθε κινητόν κατ'αύξησιν ή κατά φοράν σώμα υπάρχει καθ'εαυτόν κάπου. Ο Ουρανός όμως δεν είναι ώς πάν κάπου ούτε μέσα σε κάποιο τόπο,εφ'όσον κάτι δεν τον περιβάλει.  Καθ'όσον όμως κινείται υπάρχει τόπος διά τα μέρη, Το ένα μέρος του είναι συνημμένον με ένα άλλο. Άλλα υπάρχουν εις ένα τόπον κατά συμβεβηκώς όπως ο ουρανός και η ψυχή. Τα μέρη υπάρχουν εις έναν τόπο κατά κάποια έννοια διότι επί της τροχιάς αλληλεπιβάλλονται.  Δι'αυτό τό άνω μέρος κινείται κυκλικώς και μόνον. Το Όλον όμως δεν υπάρχει κάπου. Διότι αυτό που υπάρχει κάπου είναι,εις την αρχή όμως αυτό καθ'αυτό χρειάζεται ένα άλλο να το εμπεριέχει. Ως προς το όλον του σύμπαντος δεν υπάρχει τίποτε έξω από το όλον και συνεπώς όλα είναι μέσα εις τον ουρανόν, καθώς ο ουρανός είναι το πάν. Είναι χώρος όχι ο ουρανός ώς ουράνια σφαίρα, αλλά κάτι το ηρεμούν,το οποίο είναι το έσχατον του ουρανού δηλαδή το λεπτότερον τί,και το οποίο εφάπτεται παντός κινητού σώματος ώς πέραν ακίνητον. Και διά τουτου η μέν γή είναι εν τω ύδατι και το ύδωρ εν τω αέρι και αυτός εν τω αιθέρι,ο δέ αιθήρ εις τον ουρανόν ενώ ο ουρανός δεν περιέχεται υπό τινός άλλου"  (Φυσικά Ε'212Β)

"Ας παραδεχτούμε ότι τα όντα υπάρχουν όλα τα μεν εις τα δε και δεν γεννήθησαν αλλά εξήχθησαν δι'αποχωρισμού εκ του όλου όπου και προυπήρχαν ώς μέρη λαμβάνοντα όνομα από εκείνο(το στοιχείον) που κυριαρχεί.  Από την άλλη όμως επειδή από ο,τιδήποτε πρέπει να γεννάται από ο,τιδήποτε όπως το ύδωρ θα εξάγεται δι'αποχωρισμού εκ σαρκός και η σάρξ εξ ύδατος και επειδή κάθε πεπερασμένο σώμα αναιρείται από ένα πεπερασμένο σώμα,φαίνεται αδύνατον κάθε πράγμα να υπάρχει εις κάθε πράγμα. Διότι όντως αφαιρούμεν εκ του ύδατος μέρος σαρκός κατόπιν ένα άλλο εκ του υπολοίπου δι'αποχωρισμού.  Ακόμη και εάν η εξαγώμενη μερίς είναι πάντοτε ολοέν μικροτέρα εν τούτοις αυτή δεν θα υπερβεί κατά την μικρότηταν μία ορισμένη τάξη μεγέθους. Ώστε εάν μεν η εξαγωγή τερματισθεί δεν θα είναι το όλον μέσα εις το όλον,διότι εις το υπόλοιπον ύδωρ δεν θα υφίσταται πλέον σάρξ. Εάν αντιθέτως δεν σταματήσει η αφαίρεσις θα υπάρχουν μέσα εις ένα πεπερασμένο μέγεθος μεγέθη επίσης πεπερασμένα και άπειρα τον αριθμόν Αλλά τούτον είναι αδύνατον.  Επειδή κάθε σώμα από το οποίον αφαιρείται μέρος,αναγκαστικώς ελαττούται,η δέ ποσότις σαρκός είναι περιορισμένη κατά το μέγεθος και την μικρότητα,φανερόν είναι ότι εκ της ελαχίστης σαρκός κανένα σώμα δεν θα μπορούσε να εξαχθεί.  Διότι δεν μπορεί να υπάρξει μικρότερον από το μικρότατον"  (Φυσικά Δ' 187Β)

Το μικρότατον είναι η νοητή ουσία η οποία είναι αϊδια.  Αρκετοί φιλόσοφοι και επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το κενό και το μηδέν αποτελούν καταστάσεις ανυπαρξίας. Αυτό όμως είναι άτοπο διότι δεν μπορούν να μην υπάρχουν αφού δηλώνουν κάτι και αναφερόμαστε σ'αυτά. Ακόμη και το κενό όμως είναι κάτι ως κατάσταση. Απόδειξη σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι το γεγονός ότι αν βρεθεί ένα όν στο περιβάλλον της κατάστασης που χαρακτηρίζεται ως κενό θα συνεχίσει να υπάρχει και δεν θα μεταβεί σε κατάσταση ανυπαρξίας. Αντιθέτως αν στο όν αυτό προκληθεί ταλάντωση το όν αυτό θα αρχίσει να παράγει ενέργεια δια της ταλαντώσεως. Ακόμη δε και η φθορά αποτελεί μεταστοιχείωση ενός σώματος όπου τα στοιχεία του συνεχίζουν να υπάρχουν σε άλλες μορφές μη συνδεδεμένα μεταξύ τους το ένα με το άλλο. 

Απόδειξη σε αυτό είναι το γεγονός ότι η ενέργεια δεν εξαφανίζεται αλλά μεταβάλλεται και αποκτά άλλες μορφές.  Εφόσον υπάρχει το κενό δεν είναι δυνατόν να αναφερόμαστε στο κενό ως τίποτα ανύπαρκτο. Διότι και τον αέρα δεν τον βλέπουμε και τον θεωρούμε κενό σε σχέση με την ύλη αλλά υπάρχει και πληρεί το χώρο. Άρα ο καθαρός νούς και τα νοητά όντα και είδη που υπάρχουν σε κατάσταση αϊδιότητος θα έχουν κατ'ανάγκη αραιότερη πύκνωση σε σχέση με την ενέργεια όπως και η ενέργεια έχει κατ'ανάγκη αραιότερη πύκνωση από την ύλη. Αλλά ακόμη και προς τους οπαδούς της θεωρίας του σκεπτικισμού και του εμπειρισμού θα απαντήσουμε ότι «πάντα χωρεί ουδέν μένει» σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, καθώς ακόμη κι αν το αισθητό είναι ενεργεία κατάσταση που στηρίζεται σε συμβεβηκότες δυνατότητες προέρχεται σαφώς από ενδυνάμει πιθανότητες.  Το ενδυνάμει όμως δεν είναι κατ'ουδενί τρόπο ορατόν. 

Τα στοιχεία ενυπάρχουν εντός της αυτής ουσίας στον βαθμό που η ουσία ενυπάρχει εντός των αυτών στοιχείων. Κατά τρόπο τινά η φθαρτή ουσία ενυπάρχει εντός της νοητής ως διαφορετικό επίπεδο πύκνωσης.  Άρα το κενό είναι τόπος o οποίος αποτελείται από μία αραιή ουσία υποβάθρου (νοητή ουσία) η πύκνωση της οποίας σε ενεργειακό ρεύμα είναι ο χώρος με την ενέργεια και την ύλη να σχηματίζουν τις διαστάσεις (φθαρτή ουσία). Ωστόσο είναι σαφές ότι η νοητή ουσία θα πρέπει να προυπάρχει της φθαρτής και των στοιχείων που την αποτελούν κατά την αιτία και αρχή πρώτα της κινήσεως και μετά της μορφής. 

Γένεση και φθορά μπορεί να έχει ότι γεννάται και φθείρεται δηλαδή παν αισθητό.  Διότι η ενέργεια ως όν γινόμενο μεταβάλλεται και μετουσιώνεται παρά φθείρεται και εξαφανίζεται. Επομένως η γένεση και η φθορά αφορούν κάθετί το οποίο έχει μορφή ύλης και είναι σαφές ότι πρέπει να έχει κίνηση και να μεταβάλλεται αλλά φυσικά να έχει αρχή και τέλος. Αυτό είναι το μη όν. Η μορφή όμως αποτελεί την ενεργεία κατάσταση της ενδυνάμει αμορφίας. Διότι ακόμη και το τυχαίο προυποθέτει το αυτόματον όπερ και σημαίνει ότι προκειμένου να συνευρεθούν δύο άτομα θα πρέπει αυτά τα δύο άτομα να είναι καθ'οποιοδήποτε τρόπο υπαρκτά και σε σχέση μεταξύ τους και όχι κάποιο από αυτά να βρίσκεται στην ανυπαρξία. Τα άτομα όμως γνωρίζουμε ότι είναι ποιοτικώς και ποσοτικώς άπειρα και πληρούν το χώρο. Θα πρέπει να ορίσουμε όμως μέσα στα άτομα το άτμητο εκείνο το οποίον δεν δύναται να υποδιαιρεθεί σε μικρότερα σωματίδια αλλά αποτελεί το μικρότατον θεωρητικά όν του οποίου μικρότερον δεν δύναται να υπάρξει. Αυτό το μικρότατον θα ισορροπεί κατ'ανάγκην στο ενδιάμεσο πεδίο του υποατομικού κόσμου και του κβαντικού κενού το οποίο όπως αποδείξαμε είναι κάτι το οποίο δεν δύναται να είναι ανύπαρτκο. 

Για την ανάγκη του ορισμού το μικρότατο αυτό θεμελιώδες σωματίδιο το οποίο αποτελεί την θεμελιώδη βάση των στοιχειωδών σωματιδίων θα το ορίσουμε ως ελάχιστο ή ορθότερα ελάσσων στην καθομιλουμένη το πιο μικρόν,αλλά το ορθόν θα ήταν να το ορίσουμε ως άτομον,διότι αυτό ακριβώς εννοούσαν ο Αριστοτέλης και ο Δημόκριτος όταν όρισαν την ονομασία του ατόμου,το άτμημο και μη δυνάμενο διαιρετό. Οι σύχρονοι φυσικοί επιστήμονες όμως ονομάζουν ως άτομο κάτι άλλο το οποίο δεν δύναται να έχει σχέση με την ορθότητα του ορισμού του ατόμου δεδομένου ότι ορίζουν ως άτμητο κάτι το διαιρετό. Αυτό όμως είναι σαφώς άτοπο. Διότι οι ατομικοί φιλόσοφοι όρισαν ορθώς ως άτομο εκείνο που προσπαθούμε εμείς τώρα να ορίσουμε ως απόλυτα μικρόν

Το μικρόν ως θεμελιώδες σωματίδιο της κοσμολογίας μας είναι ένα και το αυτό με την έννοια της βαρύτητας δεδομένου ότι η συγκέντρωση μεγάλων ποσών προκαλεί πύκνωση στην οποία πύκνωση οφείλεται ο θεμελιώδης νόμος της έλξης που σήμερα αποκαλούμε βαρύτητα. Βάση αυτής της αλληλεπίδρασης εκδηλώνονται οι ισχυρές και ασθενείς αλληλεπιδράσεις των στοιχειωδών σωματιδιακών φορέων που επιτρέπουν στην ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση να εκδηλωθεί ως διαφορετικές εκφάνσεις του αυτού θεμελιώδους σωματιδίου σε διαφορετική ποσότητα αλλά κοινή ποιότητα στο επίπεδο της θεμελιώδους κατάστασης η οποία όσο αυξάνεται τόσο μεταβάλλεται η ποιότητά της. Επομένως το μικρόν ως θεμελιώδες σώμα σε διαφορετικές εκφάνσεις προυπάρχει της μάζας εφ'όσον αυτό την προκαλεί αλλά ταυτόχρονα αποτελεί την εκδήλωσή της ενέργειας νοούμενο ως σημείο μετάβασης από το ενδυνάμει στο ενεργεία. Το σωμάτιο αυτό θα πρέπει να βρίσκεται παντού εντός του απείρου και να πληρεί το πάν σε διαφορετικές ποιότητες και ποσότητες συγκέντρωσης και πύκνωσης. Συνεπώς όλα αυτά τα θεμελιώδη σωμάτια στο σύνολό τους θα πρέπει να συνθέτουν ένα αδιαίτερο αείζωο πεδίο εφόσον η ενέργεια δεν εξαφανίζεται (συνεπώς και η αιτία της) παρά μόνον υπάρχει,εκδηλώνεται σε διάφορες μορφές και μεταστοιχειώνεται σε άλλες σε μια διαρκή διαδικασία ροής. Αυτό το όλον που μόλις ορίσαμε θα βρίσκεται όπως προείπαμε μεταξύ του υποατομικού κόσμου και του κβαντικού κενού το οποίο υπάρχει ως κατάσταση και ουσία. Η πύκνωση αυτής της ουσίας ως Όλον αποτελεί την αϊδια ουσία η οποία αποτελεί το μέρος της νοητής ουσίας που πυκνώνεται και αποπυκνώνεται διαρκώς εντός αυτής σχηματίζοντας το άπειρον. Η δε νοητική ουσία πέραν του απείρου είναι η απόρροια του νού και σαφώς παραμένει αμετάβλητη. Η δε φθαρτή ουσία εντός του απείρου που πυκνώνεται σε ενέργεια και μορφές ύλης είναι ο αισθητός κόσμος. 

Το ενδιάμεσο πεδίο που μετέχει και μετέχεται από τις άλλες δύο είναι η αϊδια ουσία η οποία είναι ο αιθέρας.  Ωστόσο είναι σαφές ότι αυτές οι τρείς ουσίες είναι μία σε διαφορετική λειτουργία και αποτελούν την απόρροια του νου ως νοητική ενέργεια ο οποίος αν και τριπλός είναι πάλι ένας σε διαφορετικές λειτουργίες και χωρίζει το Έν Όν από το πολλαπλόν άπειρον ώστε να μην μετέχεται το ένα από το άλλο αλλά αμφότερα να αλληλομετέχονται μέσω του Νού και συγκεκριμένα της Ουσίας του.  


Περί Γίγνεσθαι και Φύσεως

Περί Γίγνεσθαι και Φύσεως
Η διερεύνηση της ουσίας υπόκειται στο ειδέναι και το επίστασθαι,των αρχών και των αιτιών των στοιχείων,από τα σαφέστερα καθ'ημάς προς τα σαφέστερα κατά φύση εαυτά,καθώς το πάν αποτελεί μάλλον ένα σύνολο συγκεχυμένων γεγονότων. 

Προσδιορίζοντας το γίγνεσθαι ώς τον κύκλο ενός όλου διερωτόμαστε λογικώς αν το αυτό όλον αποτελεί μέρος ενός άλλου όλου και σημείον του κύκλου ή αν αποτελεί το σύνολο του κύκλου καθ'αυτού. Ο κύκλος του γίγνεσθαι θα πρέπει να θεωρηθεί ώς μία διαρκής πορεία ενός τινός όντος προς μία κάποια ή κάποια άλλη αντίστροφο κατεύθυνση. 

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν το γίγνεσθαι αφορά ένα σημείο της πορείας του αυτού όντος ή το φάσμα αυτού του όντος από την στιγμή της εκδηλώσεώς του ώς την φθορά του δεδομένου ότι ομιλούμε περί ενός αισθητού. 

Αν λάβουμε το ον αυτό ώς προς την στιγμή της παρατηρήσεώς του λαμβάνουμε αυτόματα ένα φάσμα της υπάρξεώς του,παραλείποντας τα υπόλοιπα προηγούμενα και ερχόμενα. Παρατηρούμε δηλαδή έναν μεσήλικα άνδρα την συγκεκριμένη και δεδομένη στιγμή αγνοώντας το υπόλοιπο της ζωής του,τόσο το προηγούμενο νεανικό όσο και το επερχόμενο γήρας. Ωστόσο,ο άνδρας αυτός δεν ήταν ανέκαθεν μεσήλιξ,αλλά υπήρξε κάποτε νέος,ενώ εν πορεία θα μετεβληθεί σε γέρος. Εμείς όμως παρατηρούμε ένα φάσμα του, τον άνδρα εις αυτή τη χρονική ηλικία κι όχι τον άνδρα αυτό καθ'αυτό. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή το σύνολο των σωματικών και διανοητικών ιδιοτήτων του ανδρός που παρατηρούμε την στιγμή που ερχόμαστε σε επαφή μαζί του, αγνοώντας τον πρώτερο βίο του ή το επερχόμενο γήρας του. 

Βάση αυτών,θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η γνώση που έχουμε για τον άνδρα απέναντί μας είναι ελλειπής ή έστω μερική και συγκεκριμένη στο δεδομένο σύνολο ιδιοτήτων κατά την συγκεκριμένη στιγμή παρατήρησης.  Επομένως,η γνώση μας επί παντός επιστητού αποτελεί γνώμη, εκτός από την μέθοδο εκείνη που αφορά το ειδέναι και επίστασθαι του τάδε ή του δείνα όντος. 

Ο άνδρας αυτός που αναφέραμε θα πρέπει να αποτελεί κάτι το μή όν ως ύλη δεδομένου ότι ποτέ δεν είναι ο ίδιος,αλλά εντός του γίγνεσθαι στο οποίο κινείται λαμβάνει παροδική υπόσταση και μορφή. Ο άνδρας καθ'αυτός ώς ιδέα αποτελεί ένα όν,καθώς αφορά ένα νοητό είδος. Ο άνδρας ο συγκεκριμένος εφ'όσον λαμβάνει τις ιδιότητες που προσδιορίζουν την έννοια του άνδρα μετέχει της ιδιότητος του ανδρός. Ωστόσο,ώς φυσικό όν υπόκειται σε γένεση και φθορά. 

Ως φυσικό όν λοιπόν αποτελεί ένα κατά συμβεβηκώς γεγονός εντός άλλων συμβεβηκότων γεγονότων εντός του γίγνεσθαι. Η μορφή όμως του ανδρός και με αυτό εννοούμε την βιολογική και σωματική του υπόσταση,διαφέρει την ιδέας του ανδρός,όσο διαφέρει και η ιδέα του ήλιου από τον ήλιο καθ'εαυτόν. Διότι,κάθε στιγμή ο ήλιος είναι διαφορετικός δεδομένης της διαρκούς μεταστοιχείωσής του από υδρογόνο σε ήλιο ή έστω από διάπυρη συμπυκνωμένη μάζα στοιχείων σε ακτινοβολία και κύματα ενέργειας. Παρ'όλα αυτά όταν αναφερόμαστε στον ήλιο ενοούμε την ιδέα του ήλιου,το ορισμό του ώς γενικό σύνολο εμπεριέχον όλο το φάσμα του κι όχι έν συγκεκριμένο μέρος του κύκλου του, ασχέτως αν δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε όλο το κύκλο του. Ωστόσο,η ιδέα αυτή του ήλιου ώς ιδέα αποτελεί κάτι το όν,καθώς η λέξη ήλιος αποτελεί έναν ορισμό. Η ιδέα όμως του ήλιου ώς συγκεκριμένο γεγονός ή φαινόμενο,αυτός ο ήλιος δηλαδή,αποτελεί ένα γεγονός μή όν,καθώς πρίν μερικά δισεκατομύρια έτη πιθανόν να μην υπήρχε και σε μερικά δισεκατομύρια έτη προφανώς δεν θα υπάρχει ή ακόμη στο παρελθόν δεν ήτο ίδιος με αυτό που παρατηρούμε σήμερα και στο μέλλον θα είναι επίσης διαφορετικός. Αλλά ακόμη και στο παρόν της παρατηρήσεώς του δεν είναι κάτι το καθ'εαυτόν όν δεδομένου ότι εμείς δεν παρατηρούμε τον ήλιο καθ'εαυτόν αλλά το είδωλό του,δηλαδή το φάσμα της ακτινοβολίας του μερικά λεπτά μετά την εκπομπή του,δεδομένης της αποστάσεως του ήλιου από τη γή και του απαιτούμενου χρόνου διανύσεως της αποστάσεως από το φώς. 

Ωστόσο,ο ήλιος καθ'εαυτός ώς όν συμβεβηκόν αποτελεί κατά τινά τρόπο κάτι το οποίο γίγνεται αλλά υπόκειται σε γένεση και φθορά ως εικόνα μορφής. Αυτό που παρατηρούμε και υπόκειται σε αύξηση και φθορά είναι το μη όν νοούμενο ως ύλη ενώ εκείνο που αεί γίγνεται ενεργεία είναι το γίγνεσθαι. 

Η ιδέα του ήλιου όμως ώς ήλιος δεν αφορά το φάσμα πορείας του όπως προείπαμε,αλλά την συγκεκριμένη στιγμή εξελίξεώς του η οποία αντανακλά την αέναη ιδέα του ώς ήλιος,καθώς εμπίπτει στις ιδιότητες που ορίζουν τις έννοιες του ορισμού του ήλιου. Ως προς αυτό το είδος του και την ιδέα του είναι κάτι το όν. 

Κατ'αυτό το τρόπο και όπως αναπτύξαμε,ο ήλιος ώς συμβεβηκόν γεγονός κι όχι ώς καθολική προσδιοριστική ιδέα,θα πρέπει να ληφθεί ώς ένα γεγονός μή όν,όσον αφορά την στιγμή της παρατηρήσεώς του,ενώ αντιθέτως όσον αφορά την ίδια του την πορεία θα πρέπει να θεωρηθεί ώς ένα γεγονός που εμπίπτει στα όρια του γίγνεσθαι. 

Ότι ο άνθρωπος λοιπόν ώς προσωπικότητα αποτελεί ένα γεγονός μή όν αναφορικά με την αντιληψή του ώς προς την ίδια την πορεία του γίγνεσθαί του εντός του γίγνεσθαι,είναι σαφές. 

Το ίδιο λογικά θα πρέπει να συμβαίνει με κάθε όν φυσικό,αισθητό και αυξομειώμενο. Την δεδομένη στιγμή αναφοράς του ως ύλη είναι κάτι το μη όν ενώ ως συμβεβηκόν γεγονός που μετέχει ενεργεία στην ουσία του γίγνεσθαι ταυτίζεται με αυτό. 

Κατά τί όμως διαφέρει το μή όν εκ του γίγνεσθαι είναι κάτι το οποίο γίνεται πασιφανές εκ των προηγουμένων. 

Ως γίγνεσθαι λοιπόν θα πρέπει να θεωρήσουμε ένα γεγονός κι όχι ένα φαινόμενο,δηλαδή ένα σύνολο γεγονότων που εμπίπτουν στην αυτή εντελέχεια του συγκεκριμένου όντος πέρα από την αρχή της εκδηλώσεώς του και το τέλος της φθοράς του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαρκούς ροής. 

Ως ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ένα καθ'αυτό γεγονός όπως είναι ο ήλιος ή ένα σύνολο γεγονότων όπως είναι η φύση. 

Τι είναι όμως η φύση;

Η φύση θα μπορούσε να προσδιοριστεί ώς το σύνολο της φθαρτής ουσίας που μετέχει στην νοητή υπό των λαμβανόμενων μορφών που αυτή λαμβάνει και υπό των ειδών που αναδύονται εκ των γενικών μορφών που εμπεριέχει. 

Το σύνολο αυτό θα αποτελεί ένα μείγμα έμψυχων και άψυχων όντων,νοήμονων και άονων,ωστόσο υποκείμενων εις κάποιου είδους ενέργεια και λόγο, τα οποία λειτουργούν ώς κινητήριες αρχές τους. Το σύνολο λοιπόν των όντων εν μορφές και είδη έμψυχα και άψυχα αποτελεί αυτό που ορίζουμε ώς φύση. Το σύνολο όλων των όντων που γίνονται ενεργεία συμπεριλαμβανόμενης της φύσεως,αποτελεί το γίγνεσθαι,υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη του διαρκώς γίγνονται,είτε είναι αυτά ενέργειες είτε είναι μορφές αισθητών,πέρα από τον περιορισμό της αύξησης και της φθοράς. 

Ως εδώ είναι σαφές ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε το γίγνεσθαι ώς κάτι το αεί κινούμενο και μεταβαλλόμενο,καθ'όσον η ενεργεία ουσία του διαρκώς γίγνεται σε νέες και παλαιότερες μορφές,αλλά και η αυτή δυνάμει ουσία του εκδηλώνεται δημιουργώντας τις μορφές των αισθητών σε διαρκή ροή.  Επομένως η αύξηση και η φθορά ως επιμέρη χαρακτηριστικά της μεταβολής των μορφών των όντων που κινούνται εντός της φθαρτής ουσίας είναι αρχές μεταβολής κι όχι οριστικές καταστάσεις δεδομένου ότι οι ενέργειες των όντων υπήρχαν προ της εκδηλώσεώς τους διά της γενέσεως ενδυνάμει και θα μετουσιωθούν σε άλλες ενέργειες μετά την φθορά τους. Άρα η αύξηση και η φθορά προσδιορίζουν τα όρια του μη όντος καθ'όσον το γίγνεσθαι εμπεριέχει εντός του την αύξηση και την φθορά χωρίς να επιρρεάζουν το όλον του ως ουσία αλλά μερικώς ως συμβεβηκότα γεγονότα και εφόσον η εντελέχεια του ενεργεία γίγνεσθαι εμπίπτει εντός του είναι ως ενδυνάμει καθώς το ένεκα και τι ήν είναι της εντελέχειας είναι κάτι το όν στο βαθμό που το τι εστί υποκείμενο διακρίνεται του συμβεβηκότος αντικειμένου. 

Είναι ωστόσο το γίγνεσθαι ή δεν είναι;

Ως προς αυτό θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι και δεν είναι εφ'όσον δεν είναι ποτέ σαφώς ούτε το ένα ούτε το άλλο,αλλά και ούτε είναι ούτε δεν είναι για τον ίδιο ακριβώς λόγο και βάση του ίδιου συλλογισμού. 

Στο σημείο αυτό θα ήταν ορθό να θεωρήσουμε το πάν αισθητό και νοητό ήτοι το σύμπαν όπως ορίζεται δια τών νεωτέρων,ώς ένα γεγονός διαρκώς γιγνόμενο και ως μια δυνάμει κατάσταση που δεν γίγνεται και παραμένει αμετάβλητη. Άρα στο σύμπαν δεν υπάρχει αρχή και τέλος παρά μόνον μετάβαση από το ενδυνάμει στο ενεργεία. 

Ωστόσο,θα πρέπει να μην αφήσουμε ασαφές το ζήτημα περί των αρχών του γίγνεσθαι,δηλαδή του αν το παν υπόκειται εις κάποια αρχή ή περισσότερες.  Εφ'όσον συμφωνούμε ότι το παν αποτελεί ένα γεγονός πεπερασμένο καθ'αυτό και άπειρο καθ'ημάς αλλά διαρκώς γιγνόμενο τόσο καθ'ημάς όσο και καθ'αυτό,θα πρέπει να δεχτούμε πως ώς μεταβαλλόμενο ,αποτελεί ένα όν κινούμενον,λαμβανόμενο ώς όλον. Διότι το παν πράγματι κινείται εφ'όσον κινούνται έστω και τα μέρη αυτού,ήτοι οι αστέρες,οι πλανήτες και τα σώματα επ'αυτών. 

Αφού το παν κινείται θα χρειαστεί να θέσουμε κάποια αρχή κινήσεώς του. 

Η αρχή αυτής της κινήσεως θα είναι είτε νοητή είτε αϊδια είτε τα δύο μαζί. Η κίνηση καθ'αυτή όμως θα είναι κατ'ανάγκη ενεργεία. Εφ'όσον είναι αρχή εντούτοις το αίτιο κινήσεως θα εμπίπτει στο ενδυνάμει. 

Αυτό είναι σαφές. 

Ως αρχή κινούμενου,η αρχή αυτή θα πρέπει να μην υπόκειται στην κίνηση δεδομένου ότι η αρχή της κινήσεως πρέπει να προηγείται της κινήσεως. Όντας η αρχή της αρχής αίτιο το οποίο θα πρέπει να κινεί,είναι ανάγκη να είναι ακίνητο και δεδομένου του μεγέθους του γίγνεσθαι,θα πρέπει να είναι μή ποσοτικώς προσδιορίσιμη,επομένως όχι άπειρη,καθ'ότι δεν υπόκειται στην έννοια του μετρήσιμου ή του μετρητού,αλλά λαμβάνει ώς προϋπόθεση κάποια δική της αρχή. 

Η αρχή αυτή είναι έιτε κάποιος παράγοντας έξω από αυτήν ο οποίος και επιδρά μέσα από αυτήν (αίτιο) ή αρχή που ταυτίζεται με το αίτιο το οποίο ενυπάρχει αυτής ενδοκοσμικά,άρα δρα καθολικά άρα και μερικά. 

Ως αρχή καθ'αυτή θα πρέπει να θεωρήσουμε κάποια ουσία η οποία κινείται και κινεί. 

Ωστόσο θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε δια του λογισμού κάποιου είδους αρχή ώς πρώτη αιτιώδης η οποία και κινείται και κινεί,καθ'ότι η κίνηση προϋποθέτει την μετάβαση γύρω από κάτι,από κάτι σε κάτι και σίγουρα μέσα σε κάτι,διότι δεν υφίσταται κίνησις ή ύπαρξις εντός κάτι του ανύπαρκτου.  Άρα,θα πρέπει να θεωρήσουμε ώς αιτιώδη αρχή και κινούν αίτιο κάτι το όν και ακίνητον,ώστε να έχει την δυνατότητα να κινεί το γίγνεσθαι ή έστω μέρος της ουσίας του μεταβαλλόμενης από αϊδια νοητή σε αισθητή και φθαρτή. Διότι το φθαρτό δεν δύναται να είναι ούτε αμετάβλητο και ακίνητο αλλά ούτε και αρχή όντος αεί κινούμενου,μεταβαλλόμενου και γιγνόμενου. Το γεγονός ότι αυτή η αρχή θα πρέπει να είναι κινητική είναι σαφές. Επίσης,είναι σαφές ότι αυτή η αρχή θα πρέπει να είναι κάτι το όν ή απόροια κάποιου όντος,άρα και ουσία. 

Σχετικά με το ερώτημα του άν αυτή η ουσία είναι αισθητή ή νοητή ή και τα δύο μαζί,νομίζω ότι αποδείξαμε ότι θα πρέπει να είναι νοητή κατά τρόπο ενδυνάμει. Σχετικά με το άν η νοητή αυτή ουσία είναι απόρροια τινός νού θα ήταν άτοπο να υποστηρίξουμε το αντίθετο. 

Άρα,η ουσία αυτή θα πρέπει όχι μόνον να είναι καθολική και ακίνητη κινητική,αλλά πέραν του ορισμού του καθολικού και του κινητικού,άρα πέραν από το ποσόν και το ποϊόν. Επίσης το τι ήν είναι της θα προηγείται του ένεκά της. Άρα το τι ήν είναι της θα είναι το έν όν ως πρώτο όχι με την έννοια του χρόνου ή του προσδιορισμού αλλά του μη δυνάμενου άλλου τι είναι όπερ και σημαίνει ότι η αρχή δεν έχει πλέον χρονικό χαρακτήρα αλλά καθαρά υπερβατικό και το έν δεν δηλώνει ποσόν ή ποιόν αλλά μοναδικότητα. 

Η νοητή αυτή ουσία ως απόρροια του ενός όντος θα πρέπει να είναι και δυνάμει και ποιητική καθώς και να δρά με τρόπον ορεκτόν. Παρά ταύτα δεν μπορούμε να αποφανθούμε σαφώς το άν η ουσία αυτή είναι μία και διττή ή διττή εκ μίας ή διττή εκ φύσεως,τουτέστιν νοερό όν,νούς και νοητή ουσία. Δεδομένου ότι στο επίπεδο αυτό του Είναι δεν υφίσταται χρόνος άρα έννοια πρώτερου ή πρωταρχικού κατανοούμε ότι το ζήτημα δεν είναι απλό. Διότι είναι πολύ λεπτά και ασαφή τα όρια μεταξύ του ενός όντος και του νοερού όντος ακόμη κι αν πούμε ότι το νοερό όν είναι πιο κοντά στο έν όν ως απλούν ως προς την μοναδικότητά του σε σχέση με τον νού και την νοητή ουσία που κατέρχονται στην κατηγορία του Είναι. 

Διαφέρει όμως το έν όν από το νοερό όν κι αν ναι κατά ποιο βαθμό και σε τι επίπεδο και με τι αποδείξεις;

Κι αν το έν όν διαφέρει προς την υπερβατικότητα και μοναδικότητά του θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτό είναι ως τι είναι του νοερού όντος το τι ήν είναι του;Αν ισχύει αυτό είναι σαφές ότι το έν όν θα πρέπει να διαφοροποιείται του πρωταρχικού Ενός εφόσον όπως βλέπουμε το έν όν ταυτίζεται με το τι ήν είναι του νοητού. Διότι το πρωταρχικό Έν δεν δύναται να έχει τι ήν είναι αλλά από αυτό προέρχεται το τι ήν είναι. 

Επομένως αυτό το πρωταρχικό Έν δεν θα μπορεί να είναι κάτι το πεπερασμένο ή το άπειρο,αλλά Έν νοούμενο όχι ως ένα αλλά ως Είς (μοναδικό) πέραν αυτών των ιδιοτήτων και καταστάσεων. 

Χαρακτηριστικό αυτού του όντος θα πρέπει να είναι η υπερβατικότητά του στο επίπεδο της μοναδικότητός του προς τα πάντα. Συνδετικό του στοιχείο με την κατηγορία του Είναι και του γίγνεσθαι ως όλον εντός όλου θα πρέπει να είναι η ιδιότητά του ως Αγαθόν Έν. 

Το δε σύμπαν δε είναι,αλλά γίγνεται,ομοίως του ήλιου που δεν έίναι φωτεινός,αλλά φωτίζει ή του ανθρώπου που δεν έχει μορφωθεί,αλλά μορφώνεται. 

Επομένως,το Εν είναι και πολλαπλούν,εν ως όλον έν και πολλαπλούν ως μέρη όλου. 

Ωστόσο,ο νούς δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με την ουσία,καθ'ότι η ουσία καθ'αυτή δύναται να παρουσιάσει τοπικές διακυμάνσεις παροδικών γίγνεσθαι,ήτοι συμβεβηκόντων γεγονότων,δηλαδή αιθερικών διακυμάνσεων και πυκνώσεων της. 

Το ζητούμενο λοιπόν είναι να εντοπίσουμε τον νού αυτό ο οποίος νοεί δια να νοηθεί. Ωστόσο,ο νούς αυτός αποτελεί ένα αίτιο το μή προσδιορίσιμο και καθοριζόμενο,καθ'ότι η γνώση μας επί αυτού αποτελεί μόνον γνώμη δεδομένη της μη εμπειρικής προσέγγισής μας επ'αυτού. 

Αν λοιπόν παραδεχτούμε ότι πάντα τα όντα είναι παράγωγα της νοήσεως του νού,μετέχουμε κατ'αυτό τον τρόπο της νοήσεως του νου αυτού ώς όντα θωρούμενα πέραν της γενέσεως και της φθοράς,ώς όντα καθ'αυτά και μέρη της νοήσεως του νου. 

Κατερχόμενοι θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα πάντα εν τω γίγνεσθαι αποτελούν μέρος της νοήσεως του νου που νοεί,όπως και εμείς ώς όντα νοούμε εντός της νόησης νοήσεις. Τα νοητά επομένως μετέχουν στον νου. Και αυτό που νοεί είναι πλέον ο Νούς κι όχι το πρωταρχικό Έν που παραμένει αμέθεκτο. 

Το τί ενσαρκώνει όμως τίς σκεπτομορφές του Νού όμως είπαμε πως είναι η νοητή ουσία του ως μετάβαση από το ενδυνάμει στο ενεργεία. Διότι δια να ενσαρκωθεί μία ιδέα είς έργο,συνεπάγεται ότι θα πρέπει να ενεργήσει ο καλλιτέχνης δια της ποιητικής τέχνης εις τη διαμόρφωση του έργου προσθετικά ή αφαιρετικά ή εναλλάξ. Το μέσον αυτό καθ'αυτό όμως στο επίπεδο της μετάβασης θα πρέπει να μην είναι απόλυτα νοητό καθ'αυτό,αλλά ούτε και καθ'αυτό αισθητό. Και το μέσο αυτό καθ'αυτό το οποίο ως ουσία ενσαρκώνει το νοητό στο αισθητό,θα πρέπει να είναι πέραν από αϊδια ουσία και ένα όργανον ως έκφανση της ουσίας αυτής. Τούτο είναι η κοσμική ψυχή η οποία θα είναι μεταγενέστερη του Νού ως νοητική ενέργεια. Ως τέτοια ουσία θα πρέπει να θεωρηθεί ο αιθέρας εντός του ουρανού. 

Στο δε γίγνεσθαι,το όργανο αυτό θα πρέπει να αποτελεί ένα σώμα ή μέσο πύκνωσης ή ακόμη και αποπύκνωσης. Το όργανο αυτό λοιπόν,θα πρέπει να είναι παρόμοιο της μορφής του γίγνεσθαι,εφ'όσον το γίγνεσθαι ενσαρκώθηκε δια αυτού και το οποίο μετέχει αναλόγως μεταξύ νοητών και αισθητών. 

Ένας πόλος εκδήλωσης της νοητής ουσίας θα μπορούσε να αποτελεί σχηματικά ένα ποσό και ποϊό συμπυκνωμένης ουσίας σε ένα σώμα σφαίρας εβρισκόμενο στην ενδιάμεση κατάσταση νοητού και αισθητού. 'Ενα δεύτερο σώμα θα πρέπει να υλοποιεί τις σκεπτομορφές σε ενέργειες τις οποίες και κινεί αυτή η δεύτερη σφαίρα. Το όργανο αυτό θα πρέπει να περιφέρεται πέριξ του αρχικού σώματος που νοεί ώστε να έλκει και να απωθεί δια της ενέργειας το σύνολο των όντων,τα οποία θα πρέπει να αποτελούν ένα σύνολο ιδεοφασμάτων και ιδεογραμμάτων,εφ'όσων αποτελούν σκεπτομορφές του Όντος. 

Ένα τρίτο σώμα θα πρέπει να συναρμόζει τις ενέργειες σε δευτερογενείς μορφές ενεργειών οι οποίες συνουσιαζόμενες θα πρέπει να διαμορφώνουν τις απαραίτητες πυκνώσεις ενέργειας σε μορφές ύλης και δια των οποίων τα άτομα πλέον κι ουχί στοιχειώδη σωματίδια του προηγούμενου επιπέδου θα πρέπει να έχουν ενωποιηθεί σε μοριακές ενώσεις,τις οποίες αντιλαμβανόμαστε εμείς ώς όντα αισθητά,μερικώς αισθητά ή και αϊδια προς αισθητά. Πάντα σχηματικά καθώς η σφαίρα πέριξ σφαιρός ουσιαστικά αποτελεί σφαίρα εντός σφαίρας. 

Περί του πώς δεί τη φύση ειδείν είναι ένα ζήτημα πολυδιάστατο και αμφιλεγόμενο. Ως πρώτη κατάσταση της φύσεως θα ήταν ορθό να νοήσουμε την μάζα συγκεχυμένη με την ενέργεια σε αμορφία που τείνει να αποκτήσει μορφή,καθώς από την σύνθεση αφαιρετικά προχωρούμε στην ανάλυση. Το πολλαπλό ώς απόρροια του Ενός είναι αντίθετό του και ώς αντίθετο είναι πολυσύνθετο νοούμενο ώς ουσία πυκνότατη και άμορφη. Λογικό είναι καθώς μορφοποιείται σε κάτι το απλούστερο μέσω της ανάδυσης των μορφών από την αμορφία να αποπυκνώνεται επιτρέποντας στο πολλαπλό να εκδηλωθεί διαφοροποιούμενο εκ της μονάδος. Η διαδικασία μετάβασης του άμορφου γίγνεσθαι σε γίγνεσθαι αποκτόν μορφές δηλώνει την κοσμογονική μετάβαση από το χάος προς την τάξη,διαδιακασία εξελικτική και προσομοιαζόμενη με την διαδικασία λάξευσης ενός όγκου λίθου σε μορφή αγάλματος,καθώς μέσω της στέρησης διαμορφώνεται ο χονδροειδής λίθος σε εκλεπτισμένη μορφή που προβάλει την εικόνα μιας ιδέας. 

Ορθότερον θα ήταν να λέγαμε ότι δεν προέρχεται το άγαλμα εκ του λίθου,αλλά εκ του λίθου ο λίθος γίγνεται άγαλμα. Η διαδικασία αυτή επισημαίνεται και εκ των παλαιότερων και δή της θεωρίας του Αναξαγόρος που αναφέρει 

«Ας παραδεχτούμε ότι τα όντα υπάρχουν όλα τα μεν εις τα δε και δεν γεννήθησαν αλλά εξήχθησαν δι'αποχωρισμού εκ του όλου όπου και προυπήρχαν ώς μέρη λαμβάνοντα όνομα από εκείνο(το στοιχείον) που κυριαρχεί . 

Από την άλλη όμως επειδή από ο,τιδήποτε πρέπει να γεννάται από ο,τιδήποτε όπως το ύδωρ θα εξάγεται δι'αποχωρισμού εκ σαρκός και η σάρξ εξ ύδατος και επειδή κάθε πεπερασμένο σώμα αναιρείται από ένα πεπερασμένο σώμα,φαίνεται αδύνατον κάθε πράγμα να υπάρχει εις κάθε πράγμα. Διότι όντως αφαιρούμεν εκ του ύδατος μέρος σαρκός κατόπιν ένα άλλο εκ του υπολοίπου δι'αποχωρισμού. Ακόμη και εάν η εξαγώμενη μερίς είναι πάντοτε ολοέν μικροτέρα εν τούτοις αυτή δεν θα υπερβεί κατά την μικρότηταν μία ορισμένη τάξη μεγέθους. Ώστε εάν μεν η εξαγωγή τερματισθεί δεν θα είναι το όλον μέσα εις το όλον,διότι εις το υπόλοιπον ύδωρ δεν θα υφίσταται πλέον σάρξ. Εάν αντιθέτως δεν σταματήσει η αφαίρεσις θα υπάρχουν μέσα εις ένα πεπερασμένο μέγεθος μεγέθη επίσης πεπερασμένα και άπειρα τον αριθμόν. 

Αλλά τούτον είναι αδύνατον. 

Επειδή κάθε σώμα από το οποίον αφαιρείται μέρος, αναγκαστικώς ελαττούται,η δέ ποσότις σαρκός είναι περιορισμένη κατά το μέγεθος και την μικρότητα,φανερόν είναι ότι εκ της ελαχίστης σαρκός κανένα σώμα δεν θα μπορούσε να εξαχθεί. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει μικρότερον από το μικρότατον»  (βλ.  Αριστοτέλης " Φυσικά" βιβλ.  Α' κεφ Δ' 187Β)

Ακριβώς αυτή η "εξαγωγή" αποτελεί την διαδικασία που αναφέραμε,από τα σύνθετα προς τα απλούστερα ή από την ολότητα του Όλου στην διαφοροποίηση των μερών. 

Η ανάδυση των μορφών φύεται εκ του άμορφου γίγνεσθαι ή αείζωου κοσμογονικού πυρός που μεταβάλλον αναπαύεται,όπως και η ανάδυση των ειδών φύονται εκ των μορφών που λαμβάνει το γίγνεσθαι. Καθώς η τάξη αναφύεται προς εξέλιξη και σχηματισμό τελειότερων μορφών δηλώνει την μετατροπή της ουσίας καθ'αυτής δηλαδή του μικρότερου απ'το μικρότερο σε οργανικό σύνολο μερών που συναρμόζονται μεταξύ τους προς δημιουργία αρμονίας,ισορροπίας και τάξης. 

Τούτη η μετάβαση γίνεται μέσω και βάση του λόγου ο οποίος δομείται και εκδηλώνεται μέσω των μαθηματικών όντων. 

Η δέ κίνησις αυτή της φύσεως ως δευτερογενούς κατάστασης του γίγνεσθαι εκφράστηκε από τους στωϊκούς φιλόσοφους ώς τόνος εκφράζοντας την κίνηση του νοητού που ωστόσο θα πρέπει να διαφορροποιείται από την αλλαγή θέσης αντιπροσωπεύοντας την ταυτόχρονη κίνηση του νοητού από και πρός τον εαυτόν του,με την πρώτη να παράγει ποσότητες και ποιότητες και την δεύτερη να παράγει ενότητα και ουσία. Επομένως η ουσία του αιθέρα πυκνώνεται ενεργεία σε μάζα η οποία αποτελεί μια ασύλληπτη πολυπλοκότητα. Στη συνέχεια αυτή η πολυπλοκότητα διαιρείται μαθηματικά σε κάτι περισσότερο απλό καθώς αναδύονται οι μορφές μέσα την συγκεχυμένη μάζα μέσω της στέρησης. 

Είναι σαν να έχουμε ένα μείγμα ουσίας και όσο αφαιρούνται μέρη της τόσο αποκτά μορφή. Κατ' αυτό τον τρόπο το γεμάτο αδειάζει και το άδειο γεμίζει αναλογικώς. 

Ο τόπος λοιπόν που διαχέεται κατά την εκπύρωση όπως την ορίζει εκ των αρχαίων ο Ηράκλειτος,είναι τώρα αραιός καθώς δεν τον έχει γεμίσει κάποιο σώμα στο μεσοδιάστημα του κλεισίματος του κοσμικού κύκλου,δηλαδή μεταξύ εκπυρώσεως και σταθεροποιήσεως. 

Αν επομένως η ουσία του σύμπαντος ήταν απόλυτα σταθερή δεν θα μπορούσε ο κόσμος να συγκροτείται ,ούτε και θα είχε αναλογία,δεδομένου ότι ένα στατικό σύμπαν δεν θα κινούνταν. Ούτε και θα μπορούσε να λειτουργεί σε συνεχή αν δεν υπήρχε η προαναφερθείσα σχέση και εναλλαγή εκπυρώσεως (μεταβάλλων αναπαύεται στον Ηράκλειτο και Ψυχρά Φλογί στον Πίνδαρο) και τονικής κίνησης. 

'Οσον αφορά το ορατόν του κόσμου,αποτελεί ένα σύστημα τάξεως μέσα στο χάος αποτελούμενο από τα στοιχεία και από το φαινόμενο της εκδήλωσης ή αποχής της θερμότητος έναντι του απόλυτου πρώτου ψυχρού,η οποία θερμότητα ως δύναμη και πύκνωση παράγει ενέργεια η οποία λειτουργεί ως εσωτερική κινητήρια δύναμη του γίγνεσθαι ανεξάρτητα από την εξωτερική νοητική ενέργεια. Αυτού του είδους η τάξη και θερμότητα οφείλεται στα άστρα όσον αφορά την ενδοκοσμική λειτουργία αυτοδιοργάνωσης του κόσμου. Η φύση ωστόσο διοικεί τον κόσμο βάσει δύο ορμών και τεσσάρων στοιχείων όπως ανέφερε και ο Εμπεδοκλής. 

Οι δύο αυτές ορμές είναι η Φιλότητα και το Νείκος,με ισχυρότερη την δεύτερη και λειτουργικότερη ή ζωοποιό την πρώτη,νοούμενες ώς παράδειγμα σαν έναν άνθρωπο που διψά και ταυτόχρονα νυστάζει και όπου η δίψα δεν του επιτρέπει να κοιμηθεί,ενώ ο ύπνος δεν του επιτρέπει να σηκωθεί. 

Η εντροπία και η νεγκετροπία αφορούν αυτές τις δύο δυνάμεις ή αυτή την ορμή χωριζόμενη στα δύο,σε ενδοκοσμικό επίπεδο όπου συνδέονται με την ιδιότητα της φύσεως να συγκρατεί την τάξη μέσω της έλξης των σωμάτων (θέσις) και να τους επιτρέπει την κίνηση μέσω της απώθησης (κίνησις) ενώ στο οργανικό βασίλειο η μία ορμή ως έρωτας και ζωή οδηγεί τα είδη στην επιβίωση και την διαιώνησή τους.  Πολύ ορθά επίσης είχε ορίσει και ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος την παραπάνω σχέση ως <<Διόνυσος και Άϊδης εν και ωυτό>> με τον Διόνυσο να συμβολίζει τον Έρωτα και κυρίως τη Ζωή,ενώ ο Άϊδης να συμβολίζει το Θάνατο. Ωστόσο,θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτές οι δύο καταστάσεις είναι κοινές ή μάλλον ομοούσιες,ώστε να δύναται να διατηρείται η ισορροπία του συμπαντικού οργανισμού και η αρμονία της φύσεως. Ουσιαστική διαφορά τους η κίνηση και η ακινησία καθώς μέσω της κίνησης εκφράζεται κάθε μεταβολή. Το ζήτημα που παραμένει σκοτεινό είναι ο τρόπος με τον οποίο η φύση ελέγχει αυτές τις δύο αντίθετες ορμές. 

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει μία τρίτη ορμή εξισσοροποιητική και έμφυτη εντός της φύσεως η οποία μετέχει και μετέχεται εκ των άλλων δύο και ώς τέτοια θα πρέπει να εκλάβουμε εκείνη την ουσία έκ της οποίας απορρέουν οι δύο ορμές (+ 0 -) ή εκείνη την ουσία που συνθέτουν οι δύο μορφές κυκλικά και έχοντας κατά ακόμη ζωντανό τον τρόπο λειτουργίας της εκπύρωσης και της τονικής κίνησης. Ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ουσία αυτή θα πρέπει να σχετίζεται με την πεμπτουσία που αναφέρει η οποία ώς αϊδια εξισσοροπεί την φθαρτή ουσία με την νοητή,δημιουργώντας την μείξη και μέθεξη των δύο που αποτελεί τον κόσμο. Η ουσία αυτή δεν θα πρέπει να ταυτιστεί άμεσα τον Νού που αναφέραμε προηγουμένως αλλά με την απόρροιά του ως νοητική ενέργεια και κοσμική ψυχή. 

Πηγή: Οι Νόες των Σφαιρών - Γιαννακόπουλος Μάριος