Πως συγκροτείται ένα πολιτισμικό ρεύμα;
Ένα πολιτισμικό ρεύμα πρέπει να στηρίζεται στους επόμενους τρεις ισχυρούς, αλληλοϋποβασταζόμενους και αλληλοεξαρτόμενους μεταξύ τους πυλώνες.
Ο πρώτος πυλώνας είναι η εσωτερική φιλοσοφία, ο δεύτερος η επιστημονική κοσμοθεωρία, και ο τρίτος η κοινωνική φιλοσοφία.
Σαν εσωτερική φιλοσοφία εννοούμε το σύνολο των αναπόδεικτων πεποιθήσεων μιας κοινωνίας, για την φύση του ανθρώπου και του κόσμου, οι οποίες όμως «φαίνονται», στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, ότι είναι ορθές. Τις περισσότερες των περιπτώσεων οι...
αναπόδεικτες αυτές φιλοσοφικές θέσεις αποτελούν μια έντονη εσωτερική ανάγκη της συγκεκριμένης κοινωνίας, προκειμένου αυτή να αποδιώξει κάποια αισθήματα φόβου και δέους που την κατέχουν μπροστά στα μυστήρια της ύπαρξης του ανθρώπου και του Σύμπαντος.
αναπόδεικτες αυτές φιλοσοφικές θέσεις αποτελούν μια έντονη εσωτερική ανάγκη της συγκεκριμένης κοινωνίας, προκειμένου αυτή να αποδιώξει κάποια αισθήματα φόβου και δέους που την κατέχουν μπροστά στα μυστήρια της ύπαρξης του ανθρώπου και του Σύμπαντος.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία, η οποία αποτελεί το κομμάτι των πεποιθήσεων, οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν (όχι να αποδειχθούν πάντα) με κάποιον τρόπο, σύμφωνα πάντα με την ανθρώπινη λογική που έχει αναπτύξει αυτή η κοινωνία.
Ο τρίτος πυλώνας είναι η κοινωνική φιλοσοφία. Τι σημαίνει όμως κοινωνική φιλοσοφία; Μια κοινωνία, η οποία έχει αναπτύξει μία συγκεκριμένη εσωτερική φιλοσοφία και μια συγκεκριμένη επιστημονική κοσμοθεωρία, πρέπει να διοικηθεί, να δομήσει δηλαδή ένα διοικητικό σύστημα αξιών. Η θεωρία αυτού του διοικητικού συστήματος, αποτελεί την κοινωνική φιλοσοφία.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι, αυτοί οι τρεις πυλώνες πρέπει να βρίσκονται σε συνέπεια μεταξύ τους, να μην αλληλοαναιρούνται, αλλά ο ένας να στηρίζει τον άλλον. Δηλαδή η εσωτερική φιλοσοφία πρέπει να στηρίζει και να στηρίζεται από την επιστημονική κοσμοθεωρία και σαφέστατα η επιστημονική κοσμοθεωρία και η εσωτερική φιλοσοφία να βρίσκονται σε ευθεία αντιστοίχηση με την κοινωνική φιλοσοφία, δηλαδή την φιλοσοφία του κοινωνικού συστήματος που πρέπει να εγκαθιδρυθεί σε αυτήν την κοινωνία. Βεβαίως αυτή είναι η απαρχή του κοινωνικού ρεύματος το οποίο στη συνέχεια εξελίσσεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει και οι τρεις πυλώνες να εξελίσσονται ισόρροπα, και οι νέες εκφράσεις των τριών πυλώνων να αλληλοστηρίζονται και να μην αλληλοαναιρούνται.
Η Εσωτερική φιλοσοφία προκειμένου να γίνει κατανοητή από τις μάζες αποβάλλει κάποια φιλοσοφικά της χαρακτηριστικά, αντικαθιστώντας τα με δόγματα. Με τον τρόπο αυτό, από την Εσωτερική Φιλοσοφία γεννιέται η Θεολογία.
Δεν πρέπει να μπλέκουμε την έννοια της θεολογίας με αυτή της εσωτερικής φιλοσοφίας.
Μία Θεολογία γεννιέται από μία συγκεκριμένη Εσωτερική Φιλοσοφία αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν. Εξάλλου από την αυτή Εσωτερική Φιλοσοφία είναι δυνατόν να προκύψουν αρκετά διαφορετικές Θεολογίες. Σε μια επόμενη μετεξέλιξή της η Θεολογία μετασχηματίζεται σε Θρησκεία ενσωματώνοντας στην θεολογία ένα σύνολο ηθών εθίμων και κανόνων λατρείας της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία απευθύνεται.
Το πολιτισμικό ρεύμα λοιπόν μέσα από αυτές τις εξελίξεις μετεξελίσσεται σε κοσμική εξουσία.
Οι βάσεις αυτής της πολιτισμικής μετάλλαξης εδράζουν στους πρώτους αιώνες μετά τον Χριστό. Την περίοδο εκείνη έγινε μία τεράστια προσπάθεια, των τότε εξουσιαστικών δομών, να μεταλλάξουν το καταρρέον πολιτισμικό ρεύμα. Αγκάλιασαν λοιπόν τον Χριστιανισμό αφενός μεν διότι οι χριστιανοί άρχισαν να γίνονται πολυπληθείς, αφετέρου δε διότι η χριστιανική διδασκαλία έβρισκε απήχηση στον καταπιεσμένο λαό.
Βέβαια για να γίνει κάτι τέτοιο θα έπρεπε η απλή εξιστόριση των έργων και του λόγου του Ιησού, να αποκτήσει μια εσωτερική φιλοσοφική δομή, στη συνέχεια να μετεξελιχθεί σε Θεολογία και τελικά σε Θρησκεία..
Το ερώτημα λοιπόν που βασάνισε τους πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας, τους πρώτους μετά τον Χριστό αιώνες, και το οποίο τελικά εξελίχθηκε σε μια τεράστια σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα, ήταν το αν θα έπρεπε να ντύσουν τον λόγο και τα έργα του Χριστού με την φιλοσοφική θεώρηση του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα. Αν θα μετασχημάτιζαν δηλαδή τον χριστιανισμό σε Αριστοτελισμό ή Πλατωνισμό.
Το σημαντικό βέβαια είναι ότι η ενδοχριστιανική αυτή σύγκρουση, δεν γίνεται στο επίπεδο της ερμηνείας ή του σχολιασμού του λόγου του Ιησού, αλλά για το ποιο ελληνικό φιλοσοφικό ρεύμα θα τον εμπλουτίσει και θα τον μετασχηματίσει.
Ετσι παρατηρούμαι ότι οι περισσότερες αιρέσεις των πρώτων αιώνων μετά Χριστόν αποτελούσαν εκφράσεις ελληνικών φιλοσοφικών ρευμάτων οι οποίες συγκρούονταν στους κόλπους του Χριστιανισμού. Οσες δεν υπερίσχυαν, τις έβαζαν στην άκρη, τις αφόριζαν και έτσι τελείωνε αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα. Μια πολύ γνωστή αίρεση των πρώτων χριστιανικών χρόνων η οποία εμπίπτει σε αυτήν την περίπτωση είναι και ο γνωστικισμός. Η ερώτησή μας είναι γιατί στην ανατολή μίας νέας χιλιετίας, στην ανατολή ενός νέου πολιτισμικού ρεύματος, πράγματα απλά, όπως τα προηγούμενα, τα οποία μπορεί να τα καταλάβει ο οποιοσδήποτε, δεν δίνονται στο ευρύ κοινό. Βεβαίως η απάντηση είναι γνωστή και κατανοητή και ως εκ τούτου μπορούμε να την προσπεράσουμε χωρίς ανάλυση.
Το σημαντικό όμως είναι αυτούς τους πρώτους μετά τον Χριστό αιώνες συντελέσθηκαν και τα όποια ανοσιουργήματα από μέρους του χριστιανισμού, σε βάρος του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και των οπαδών της.
Οι οποίες βιαιότητες όμως ήταν ένα αναμενόμενο γεγονός. Δεν μπορούσαν οι δημιουργοί του νέου πολιτισμικού ρεύματος και της νέας εξουσίας να επιτρέψουν να επιβιώσει μία άλλη κοσμική εξουσία. Γιατί και τα αρχαία ελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, αποτελούσαν και αυτά με την σειρά τους ένα κομμάτι της τότε κοσμικής εξουσίας. Είναι σε όλους γνωστό ότι πάντα τα ιερατεία αποτελούσαν πόλους και εκφράσεις της εκάστοτε πολιτικής, κοινωνικής αλλά και οικονομικής εξουσίας. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν δύο διαφορετικές εξουσιαστικές δομές πάνω στο αυτό αντικείμενο δράσης. Η μία έπρεπε να εξαφανίσει την άλλη. Με τον τρόπο αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι, το πρόβλημα της αντιπαλότητας του χριστιανισμού απέναντι στις παλαιές λατρείες δεν ήταν θεωρητικό, φιλοσοφικό, ή θρησκευτικό αλλά πολύ πρακτικό. Επρεπε να εξαφανίσει τον άλλο πόλο εξουσίας για να τον αντικαταστήσει ολοκληρωτικά.
Για να κατανοήσουμε όλα τα προηγούμενα, αναφέρω σαν τυχαίο παράδειγμα τον Μέγα Βασίλειο. Στις ομιλίες τους εις την Εξαήμερο, όπου προσπαθεί να εξηγήσει την γέννηση του κόσμου σύμφωνα με την Γένεση, αφενός μεν σχεδόν «βρίζει» τους Ελληνες, αφετέρου δε, όχι μόνο χρησιμοποιεί, αλλά αντιγράφει κατά λέξη τις απόψεις των ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων, ξεχνώντας πάντα να αναφέρει τις πηγές του, προκειμένου να υποστηρίξει τις χριστιανικές απόψεις του.
Εδώ όμως πρέπει να δούμε μια πανανθρώπινη διάσταση που είχε η λέξη Ελληνας εκείνη την περίοδο και αυτό προς άρση κάθε παρανόησης.
Την εποχή εκείνη όλος ο γνωστός πολιτισμένος κόσμος, Αίγυπτος, Βαβυλωνία, σημερινή Τουρκία, Μικρά Ασία μέχρι το βάθος της Ανατολίας ήταν Ελληνιστές και όχι Ελληνες. Δηλαδή Ελληνες υπό την έννοια του μετέχοντος την ελληνική παιδεία. Δηλαδή το ότι π.χ. ο Αμερικανός μιλάει αγγλικά και έχει μία κουλτούρα αγγλοσαξωνική, δεν σημαίνει ότι είναι Αγγλος. Ως εκ τούτου λοιπόν, όταν σε ιστορικό επίπεδο κάποιοι βάλλουν εναντίον των Ελλήνων, η λέξη Ελληνας σημαίνει ελληνιστής, δηλαδή ο μετέχον της ελληνικής παιδείας και ως εκ τούτου γνώριζε την ελληνική γλώσσα.
Ωστόσο όμως υπάρχουν τεράστιες διαφορές, διότι η ελληνική φιλοσοφία, η ελληνική σκέψη, ο ελληνικός λόγος ανυψώνει. Εδώ βλέπουμε μία καθοδική πορεία στο πολιτιστικό ρεύμα
Όπως είδατε ένα πολιτισμικό ρεύμα, όπως εξελίσσεται μέσα στους αιώνες, τις περισσότερες φορές, αντί να βελτιώνεται πνευματικά καταρρέει και αυτό επειδή εκλαϊκεύεται και εκχυδαϊζεται.
Εκλαϊκεύεται, βέβαια με την κακή έννοια, απλώς και μόνο για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί από την κοσμική εξουσία σαν εργαλείο χειραγώγησης των μεγάλων μαζών. Διότι δεν θα μπορούσε να χειραγωγήσει ανθρώπους του πνευματικού επιπέδου του Πλάτωνα και των προσωκρατικών φιλοσόφων. Θα πρέπει να εκχυδαϊσει και να ευτελίσει το προϊόν της φιλοσοφίας, ή της θεολογίας, ή του κοινωνικού συστήματος, για να μπορέσει να το χειραγωγήσει. Να το κάνεις εύπεπτο, να το απλουστεύσεις με ένα τρόπο πολύ γενικό.
Εκείνη την εποχή των πρώτων αιώνων μετά τον Χριστό, συγκρούστηκαν, πάντοτε στα πλαίσια της ελληνικής φιλοσοφίας, δύο ισχυρότατα πολιτισμικά ρεύματα. Το πρώτο από αυτά, το οποίο ονομάζω, αδόκιμα ίσως, «πραγματιστικό πολιτισμικό ρεύμα» γέννησε τον σημερινό υλιστικό δυτικό πολιτισμό μας.
Το ρεύμα αυτό, εκείνους τους πρώτους αιώνες μετά τον Χριστό, στηρίχτηκε σε εκείνο το κομμάτι της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, που έχει να κάνει με τον πραγματισμό. Με την μελέτη του απτού κόσμου. Το κομμάτι εκείνο που πραγματευόταν πραγματιστικές επιστημονικές ιδέες. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις κάθε τι μη αισθητό ήταν και μη υπάρχον. Ό,τι ήταν αισθητό, υπήρχε. Έτσι μελετάγαμε μόνο τα αισθητά άρα και υπάρχοντα. Αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα έθεσε τις βάσεις της μελέτης του φυσικού κόσμου, δηλαδή τις φιλοσοφικές απαρχές της επιστήμης.
Όπως παρατηρούμε σαν «εσωτερική φιλοσοφία» του πολιτισμικού αυτού ρεύματος, υιοθετήθηκε ο Αριστοτελισμός. Αλλά όχι όλος ο Αριστοτελισμός, αλλά το μέρος εκείνο που έχει να κάνει με το res, με το πράγμα, την εξατομικευμένη ύλη, την υλική πραγματικότητα των αισθήσεων. Σαν «επιστημονική κοσμοθεώρηση» υιοθετήθηκε η μελέτη του αισθητού μόνο σύμπαντος, του σύμπαντος δηλαδή που μπορούν να αντιληφθούν και να μετρήσουν οι αισθήσεις και τα όργανά μας. Τέλος ως «κοινωνική φιλοσοφία» που θα μπορούσε να υπηρετήσει τον Αριστοτελισμό και την μελέτη του αισθητού σύμπαντος επιλέχτηκε η «ολιγαρχία».
Και φυσικά υπήρξε και η μετεξέλιξη των τριών αυτών πυλώνων
Βεβαίως. Στα πλαίσια του πρώτου πυλώνα, ο ιδιότυπος αυτός Αριστοτελισμός, γέννησε την Δυτική Χριστιανική Θεολογία (Καθολικισμός και τα μετέπειτα παρακλάδια του), και αυτό διότι ο αριστοτελικός πραγματισμός δέθηκε πάρα πολύ καλά με τις Ιουδαϊκές βάσεις της Δυτικής Χριστιανικής Εκκλησίας και αυτό διότι γνωρίζουμε όλοι ότι ο Ιουδαϊσμός, σαν φιλοσοφία, παρά τα όποια λεγόμενα, είναι πολύ πραγματιστική.
Για να γίνουν κατανοητά τα προηγούμενα, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι την εποχή εκείνη, οι Χριστιανικές Εκκλησίες είχαν χωριστεί σε δύο μεγάλες ομάδες, στις Χριστιανικές Εκκλησίες των οποίων το ποίμνιο προερχόταν εξ Ιουδαίων και αυτές των οποίων το ποίμνιο προερχόταν εξ Ελλήνων (Ελληνιστών και Ελλήνων).
Η πρώτη βασική διαφωνία μεταξύ αυτών των δύο χριστιανικών τάσεων ήταν δομική και συνίστατο στο ερώτημα του τι είναι Χριστιανισμός. Μια νέα Θρησκεία; Μια Ιουδαϊκή αίρεση; ή μια απλή συνέχεια του Ιουδαϊσμού με πραγματοποιημένη την προφητεία περί ελεύσεως του Μεσσία;
Οι περισσότερες εξ Ελλήνων χριστιανικές εκκλησίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους βρίσκονταν στην ανατολή, πρέσβευαν την άποψη περί μιας νέας θρησκείας. Οι προερχόμενες εξ Ιουδαίων, οι περισσότερες των οποίων βρίσκονταν στην Δύση, είχαν την άποψη της συνέχειας του Ιουδαϊσμού.
Και αν δεν κάνω λάθος αυτήν την εποχή, ο Ανατολικός Χριστιανισμός συνάδει με τις φιλοσοφικές αρχές του ελληνισμού. Και είναι αν θέλετε μία μετεξέλιξη.
Ακριβώς. Οι δύο αυτές χριστιανικές τάσεις άρχισαν να δημιουργούν δύο αλληλοσυγκρουόμενα πολιτισμικά ρεύματα. Το πολιτισμικό ρεύμα που στην συνέχεια κυριάρχησε και το οποίο αναφέραμε στα προηγούμενα στηρίχθηκε από τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς.
Το δεύτερο, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, το οποίο ηττήθηκε, στηρίχθηκε από τους εξ Ελλήνων χριστιανούς και είχε ως φιλοσοφικό του υπόβαθρο τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα.
Αν διαβάσουμε τον Ανατολικό Χριστιανικό Λόγο επί της ουσίας του, με λάμδα κεφαλαίο, είναι ο Λόγος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
Βεβαίως. Οι ανατολικές εκκλησίες προήρχοντο από χριστιανούς εξ Ελλήνων, ή εξ ελληνιστών, δηλαδή χριστιανών που είχαν ενστερνιστεί την ελληνική κουλτούρα.
Τί γίνεται λοιπόν με την σύγκρουση αυτών των δύο εκκλησιών;
Η σύγκρουση αυτή με την πάροδο των αιώνων μετεξελίχθηκε σε σχίσμα, μέσα από το οποίο γεννήθηκαν η Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία και η Καθολική Δυτική. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα κάποιος αφελής που να πιστεύει ότι το αίτιο του σχίσματος ήταν το από πού εκπορεύεται το Αγιο Πνεύμα. Αυτά είναι για τον πολύ κόσμο. Υπάρχει ουσία στην διαμάχη. Συγκρούονται δύο πολιτισμικά ρεύματα. Ο δυτικός ιουδαϊκός αριστοτελικός υλισμός της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας, με όλα τα συμφέροντά του, με έναν ιδεαλισμό ελληνιστικού και πλατωνικού χαρακτήρα, της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αποσμάσματα συνέντευξης του:
Δρ. Μάνου Δανέζη
Επίκουρος Καθηγητής Αστροφυσικής
Τμήμα Φυσικής
Τομέας Αστροφυσικής Αστρονομίας & Μηχανικής
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ