Ο Ηράκλειτος, παρά τα λίγα αποσπάσματά του, που σώθηκαν αποδεικνύεται μεγάλος κοσμολόγος, αστρονόμος, μαθηματικός, βιολόγος και πολιτικός, μιά τέλεια πολυμερής προσωπικότητα. Αναζητώντας τον εαυτό του ανάμεσα στη δίνη της διαρκούς κι αδιάκοπης ροής και πάλης των εξωτερικών και εσωτερικών του στοιχείων, αληθινός στοχαστής, είδε την αλήθεια κατάματα στην ολότητά της και απαλλαγμένος από κάθε πάθος και σκοπιμότητα την αποκάλυψε στους ανθρώπους λακωνικά και σιβυλλικά καθοδηγώντας τους στο δρόμο της αρετής και της σοφίας. Αλήθειες ωμές, ιδέες ελεύθερες και αυτοδύναμες συνθέτουν το ηρακλείτειο έργο, που ενωμένες σε σύνολο καλύπτουν όλους τους χώρους του επιστητού, γνωστούς και αγνώστους.
O Hράκλειτος δεν πρότεινε κανένα νέο υλικό στοιχείο, για να εξηγήσει τη γένεση των όντων και του κόσμου, αλλά προχωρώντας πιό πέρα συνέλαβε την έννοια του Λόγου: «Kόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν· αλλ΄ ήν αεί και έστι και έσται πώρ αείζωον· απτόμενον μέτρα και σβεννύμενον μέτρα» (Απόσπ. 30). (Ο κόσμος αυτός, ο οποίος για όλα τα όντα είναι ίδιος, δεν δημιουργήθηκε από κανένα θεό, ή άνθρωπο, αλλά υπήρχε πάντοτε και υπάρχει και πάντοτε θα υπάρχει, ένα αιώνιο ζωντανό πύρ, που μόνο του αναζωογονείται σύμφωνα με ορισμένους νόμους και σβήνει πάλι σύμφωνα με ορισμένους νόμους). Αυτή η τάξη του κόσμου, η εσωτερική του νομοτέλεια, με τους αναπόσπαστους από αυτήν νόμους, δηλαδή με το ρυθμό της, είναι ο αιώνιος Λόγος του κόσμου.
Ο χριστιανισμός εισήγαγε μια ιουδαϊκή απομίμηση του Λόγου («εν αρχή ήν ο λόγος»), την οποία προσωποποίησαν και ταύτισαν με τον Μεσσία αλλοιώνοντας τις συλλήψεις του ηρακλείτειου πνεύματος επιχειρώντας να προσδώσουν σε αυτές δογματικό χαρακτήρα.
Δεν είναι ο Ηράκλειτος φυσιολόγος, ή θεολόγος, ή αστρονόμος, ή πολιτικός, όπως τον παρουσιάζουν κι οι ηρακλειτικοί ακόμα. Πρόκειται για το στοχαστή, που, σαν τέτοιος, αγκαλιάζει τον κόσμο στην ολότητά του και ποτέ μερικά. Άλλωστε αυτός δεν είναι, που έφτασε στο τολμηρό συμπέρασμα, ότι το Όν και το μή Όν είναι το ίδιο πράγμα, για να τα αρνηθεί και τα δύο μετά τη διαπίστωση, ότι τίποτε από αυτά δεν υπάρχει; Πράγματι, μέχρι που να σκεφθεί κανείς το όν, το ηρακλείτειο ποτάμι ήδη τόχει συμπαρασύρει και τη θέση του έχει καταλάβει το μή όν. Καμμία ουσία, κανένα στοιχείο και καμμία στιγμή δεν υπάρχει, παρά μόνο για να καταστραφεί από την αμέσως επόμενή της, που κι εκείνη την περιμένει η ίδια μοίρα.
Η ύλη του κόσμου δεν είναι παρά ενέργεια, αίτιο μεταβολής και αποτέλεσμα. Ούτε χάος, ούτε σταθερό δημιούργημα, ούτε παραδείσιοι κήποι, ούτε τόποι τιμωρίας του όντος, ούτε ζωή, ούτε θάνατος, παρεκτός το αιώνιο μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι. Όσο κι άν ψάξει ο στοχαστής μέσα στο θέατρο του πολυμορφισμού του κόσμου και των φαινομένων του, δεν βλέπει παρά τον ένα και μοναδικό κόσμο, τη μία σοφία, τον ένα και Απολλώνειο (απλό) Λόγο. Ο Εφέσιος παραμένει πάντοτε απόλυτα και καθολικά «ενιστής».
Η μεταβολή και εναλλαγή του Όντος γίνεται με βάση αλάνθαστους νόμους και βεβαιότητες, με συμμετρία και τάξη, με συνέπεια και αλληλουχία, που αποτελεί τη δικαίωση του γίγνεσθαι. Η πάλη των στοιχείων αποτελεί την ακρότατη δικαιοσύνη και διέπεται από τον Κοσμογονικό Νόμο, από το Λόγο, από τη μία και μοναδική Ποιότητα, που «εθέλει και ουκ εθέλει λέγεσθαι Ζηνός Όνομα».
Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην πόλη της Μικράς Ασίας, Έφεσο, που βρίσκεται 60 χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης, Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τοποθετούν την ακμή του περί την 69η Ολυμπιάδα (504 – 501 π.Χ., Διογένης Λαέρτιος, Σουΐδας). Από τα σωζόμενα αποσπάσματά του φαίνεται, ότι ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις θεωρίες της Σχολής της Μιλήτου, ιδίως δε του Αναξίμανδρου (βλ. Σχολή της Μιλήτου: Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης). Θεωρείται πολύ πιθανό, ότι ο Ηράκλειτος άκουσε πρώτα μαθήματα στη Μίλητο και κατόπιν στην Ελέα με διδάσκαλο τον Ξενοφάνη (Διογένης Λαέρτιος, Σωτίων).
Παρά την υψηλή θέση, που του εξασφάλιζε η αριστοκρατική του καταγωγή, επειδή έβλεπε, ότι η δημοκρατία κατέληγε συχνά σε αναρχία, αποτραβήχτηκε τελείως από τα κοινά. Ο Ηράκλειτος πρέσβευε, ότι κατά τη λειτουργία μιάς Πολιτείας πρέπει να υπάρχει απόλυτος σεβασμός στους νόμους. («Μάχεσθαι χρή τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τείχεος», δηλαδή ο λαός πρέπει να μάχεται υπέρ του νόμου, όπως όταν υπερασπίζεται τα τείχη της πόλης κατά την προσβολή από τους εχθρούς). Ήταν ο πρώτος αρχαίος φιλόσοφος, που επιχείρησε να αναμορφώσει την αρχαία πολιτική ζωή με τη βοήθεια της φιλοσοφικής γνώσης. Όπως μέσα στη φύση επικρατεί ο αιώνιος νόμος, έτσι και μέσα στην πολιτεία πρέπει να επικρατεί ο άκαμπτος ηθικός νόμος. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του Ηράκλειτου, ώστε ο βασιλιάς τών Περσών Δαρείος τόν προσκάλεσε να μεταβεί στήν Αυλή του. Ο Ηράκλειτος δεν αποδέχθηκε τήν πρόταση.
Στην ακμή της ηλικίας του συνέγραψε περίφημο βιβλίο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Περί φύσεως», όπου συγκέντρωσε τα αποτελέσματα των πολυετών ερευνών του σε όλα σχεδόν τα πεδία του επιστητού. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο το εν λόγω σύγγραμμα περιείχε τρία μέρη: «Περί του Παντός», τον «Πολιτικό» και τον «Θεολογικό» (Λόγο). O τρόπος της διατύπωσης τών σκέψεων του Ηράκλειτου ήταν αφοριστικός. Στά διάφορα ερωτήματα και απορήματα απαντούσε με αφορισμούς. Γι΄ αυτό ήταν δύσκολο να γίνει εύκολα κατανοητός και ονομάστηκε σκοτεινός φιλόσοφος.
Χαρακτηριστική της δυσκολίας προς κατανόηση του συγγράμματος του Ηράκλειτου είναι η πληροφορία, την οποία παρέχει ο Διογένης Λαέρτιος, που γράφει τα έξης: «Φασί δ΄ Ευριπίδην αυτώ δόντα το Ηρακλείτου σύγγραμμα ερέσθαι “τι δοκεί;” τον δέ φάναι “α μεν συνήκα, γενναία· οίμαι δέ και α μη συνήκα· πλην δηλίου γέ τινος δείται κολυμβητού”» (II, 22). [Λέγουν δε, ότι όταν ο Ευριπίδης έδωσε σε αυτόν (τον Σωκράτη) το σύγγραμμα του Ηράκλειτου και τον ρώτησε “πώς σου φαίνεται;” αυτός του απάντησε: “όσα κατάλαβα μού φαίνονται σπουδαία, νομίζω δε και όσα δέν κατάλαβα· αλλά γι΄ αυτά υπάρχει ανάγκη Δήλιου κολυμβητή”» (σ.σ.: ο οποίος να κατορθώσει να εισδύσει στο βάθος των σκέψεων του Ηράκλειτου, χωρίς να πνιγεί· οι Δήλιοι θεωρούνταν οι καλύτεροι κολυμβητές της Ελλάδας)].
Τα σωζόμενα αποσπάσματα του «Περί φύσεως» βιβλίου του Ηράκλειτου ανέρχονται μόλις σε 130. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ορισμένα, τα οποία δεν θεωρούνται γνήσια, αλλά πολύ μεταγενέστερες χριστιανικές παραχαράξεις. Τα περισσότερα έχουν έκταση ενός ή δύο στίχων, ενώ λίγα έχουν μεγαλύτερη έκταση. Το περίφημο απόσπασμα «τα πάντα ρεί», θεωρείται μεν γνήσιο ως προς το νόημά του, διότι εκφράζει ακριβώς την κοσμογονική θεωρία του Εφέσιου φιλόσοφου, δεν ανευρίσκεται όμως στα συναφή χειρόγραφα.
Στο κοσμογονικό πρόβλημα ο Ηράκλειτος ακολουθεί τον τρόπο έρευνας της Σχολής της Μιλήτου. Ο Θαλής θεωρούσε αρχή και στοιχείο των όντων το ύδωρ, ο Αναξίμανδρος το άπειρο, ο Αναξιμένης τον αέρα. Γιά τον Ηράκλειτο όμως, είναι ματαιοπονία να ζητάει κανείς να βρεί την πρώτη ύλη· πνεύμα εξόχως παρατηρητικό και πηγαίο, προχωρεί πολύ περισσότερο από τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη και αποφαίνεται: «πυρός τε ανταμοιβή τά πάντα και πύρ απάντων όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρημάτων χρυσός» (Απόσπ. 90). [Τά πάντα προέρχονται από την μετατροπή του πυρός (θερμικής ενέργειας) και αυτό προέρχεται από την μετατροπή εξ όλων των πραγμάτων, όπως εκ του χρυσού αποκτώνται πράγματα και εκ των πραγμάτων χρυσός]. Πώς εκ του πυρός (της ενέργειας) προέρχονται τά πράγματα, και πώς εκ των πραγμάτων (της ύλης) προέρχεται το πυρ (η ενέργεια), αυτό ο Ηράκλειτος δέν το καθορίζει. Αλλά και η σημερινή επιστήμη, η οποία δέχεται την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και το αντίθετο, βρίσκεται σε αδυναμία να προβεί σε συναφή καθορισμό.
Ο Αέτιος μας πληροφορεί επίσης, ότι κατά τον Ηράκλειτο αρχή των πάντων είναι το πυρ (η ενέργεια). Όταν δε τούτο σβήνει (παύει να εκδηλούται ως ενέργεια), τα πάντα λαμβάνουν την μορφή, υπό την οποία υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, γίνονται δηλαδή ύλη. [«Εκ πυρός γαρ πάντα και εις πυρ πάντα τελευτά». (Δοξογράφοι Diels 283, από του Στοβαίου Εκλογαί Ι 10, 14)]. Κατά τον Σιμπλίκιο, ο Ηράκλειτος θεωρεί το σύμπαν ένα και πεπερασμένο και πρεσβεύει, ότι τα πάντα προέρχονται από το πυρ διά πυκνώσεως και μανώσεως (δηλαδή αραίωσης) τούτου και σε πυρ (δηλαδή ενέργεια) καταλήγουν, θεωρούμενου του πυρός ως στοιχείου των όντων. Ακόμη σαφέστερα μας πληροφορεί για την μετατροπή του πυρός σε διάφορα πράγματα (ύλη) ο γιατρός Γαληνός, ο οποίος λέει, ότι κατά τον Ηράκλειτο, όταν το πυρ (η ενέργεια) πυκνωθεί, γίνεται ο αήρ, όταν πυκνωθεί ακόμη περισσότερο γίνεται ύδωρ, και ακόμη περισσότερο γίνεται γη (Diels, Frag, Vors. A 5-8).
H μετατροπή των υλικών πραγμάτων σε πυρ (ενέργεια) ονομάζεται από τον Ηράκλειτο κόρος, ενώ από τους μεταγενέστερους καλείται εκπύρωση. Ομολογία (ομόνοια) και ειρήνη οδηγούν τα πράγματα στην εκπύρωση (μετατροπή ύλης σε ενέργεια), ενώ πόλεμος και έρις, στη γένεση του κόσμου (μετατροπή ενέργειας σε ύλη).
Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης
Το εντελώς νέο, το ρηξικέλευθο, το οποίο απαντάται στην κοσμογονική θεωρία του Ηράκλειτου, είναι η δοξασία του, ότι ο φαινομενικός κόσμος, τα αισθητά πράγματα, διαρκώς μεταβάλλονται και τίποτε δεν μένει σταθερό. «Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει ως δις ες τον αυτον ποταμον ουκ άν εμβαίης» (Πλάτωνος Κρατύλος, 402 Α). (Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος, ότι όλα προχωρούν και τίποτε δέν μένει και παρομοιάζοντας τα όντα με ροή ποταμού λέει, ότι στον ίδιο ποταμό δέν είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς δύο φορές, δηλαδή εννοεί στα ίδια ύδατα του ποταμού). Στον κόσμο παρατηρείται συνεχής περιοδική δημιουργία καί καταστροφή.
Το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η ροϊκότητα των αισθητών (η συνεχής μεταβολή των πραγμάτων) είναι οι εκ φύσεως αντιθέσεις, που υπάρχουν μεταξύ των πραγμάτων. «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Απόσπ. 53). (Το αίτιο, στο οποίο οφείλονται όλα τα πράγματα είναι ο πόλεμος, αυτός δε είναι κυρίαρχος όλων και άλλους μεν ανέδειξε θεούς, άλλους δέ ανθρώπους, άλλους μεν έκαμε δούλους, άλλους δε ελεύθερους). Δεν θα υπήρχε αρμονία στον κόσμο, άν δέν υπήρχαν οι αντιθέσεις μεταξύ των πραγμάτων και φαινομένων, όπως αυτό παρατηρείται στη μουσική, όπου η αρμονία προκαλείται από τη μείξη του οξέος ήχου και του βαρέος και στα ζώα, όπου η αρμονία προέρχεται από την ύπαρξη των αντιθέσεων άρρενος - θήλεος. Ο Ηράκλειτος επιτιμούσε τον Όμηρο, ο οποίος έγραφε, ότι «μακάρι να εξαφανιζόταν από τους θεούς και τους ανθρώπους η φιλονεικία και η οργή» (Σ 107), διότι χωρίς τις αντιθέσεις αυτών δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αρμονία στον κόσμο.
Αυτή τη σύνθεση των αντιθέσεων μέσα στη νόησή μας επεξεργάσθηκε στη νεώτερη εποχή ο Γερμανός φιλόσοφος Έγκελς, που την ονόμασε διαλεκτική σκέψη· αργότερα την ολοκλήρωσαν οι Κάρλ Μάρξ και Λένιν. Το λάθος, που έκαναν οι μαρξιστές είναι, ότι παρουσίασαν τον Ηράκλειτο ως υλιστή. Ο Ηράκλειτος δεν ήταν υλιστής. Ήταν ιδεαλιστής επομένως; Ούτε και ιδεαλιστής ήταν. Ο Εφέσιος φιλόσοφος έβλεπε τα πράγματα όπως ήταν στην ολότητά τους με ακρίβεια, χωρίς να έχει τέτοια διαχωριστικά ψευτοδιλήμματα.
Ο Πλάτων είχε βαθύτατα επηρεασθεί από τις θεωρίες του Ηράκλειτου περί της αέναης ροής των αισθητών και της εκ των αντιθέσεων αρμονίας στον κόσμο. Ο αντίκτυπος του επηρεασμού αυτού φθάνει να έχει αποτυπωθεί και στο δυσκολότατο σε κατανόηση Δέκατο Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη, όπου σε 115 θεωρήματα δημιουργείται από την ποικιλία των ασύμμετρων μεγεθών (από τις αντιθέσεις) ένα περίλαμπρο αρμονικό όλο. Διότι ο Ευκλείδης είναι Πλατωνικός και οικείος προς την Πλατωνική φιλοσοφία (Πρόκλος εις Ι Ευκλ. σελ. 68, εκδ. Friedlein, 1878). H φύση δέν θέλει να αποκαλύπτει τους νόμους της («φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», Απόσπ. 123) και η αφανής αρμονία είναι καλύτερη της φανερής («αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», Απόσπ. 54) είναι ρήσεις του Ηράκλειτου, που μαρτυρούν την πεποίθησή του, ότι πίσω από όλες τις αντιθέσεις στον κόσμο κυριαρχεί η αρμονία, η οποία είναι κρυφή και δέν γίνεται αντιληπτή από τον κάθε τυχόντα. Συναφής κάπως πρός τον μυστικισμό του Ηράκλειτου, τον οποίο προδίδουν οι προηγούμενοι λόγοι του είναι και η ρήση του: «ο άναξ ου το μαντείον εστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» Απόσπ. 93. [Ο άναξ (ο Απόλλων), στον οποίο ανήκει το μαντείο των Δελφών, ούτε λέει φανερά, ούτε αποκρύπτει, αλλά τα λέγει εμμέσως, τα υποδηλώνει, αφήνει να υπονοηθούν].
Ο κοινός, παγκόσμιος (ξυνός) ηρακλείτειος Λόγος από αποστάσεις 10 εκατομμυρίων ετών φωτός (1023 m) στο Σύμπαν μέχρι το ηλεκτρόνιο στο πεδίο ενός ατόμου (10-11m).
1. 10 εκατομμύρια έτη φωτός (1023 m), η απόσταση του Γαλαξία Milky-Way. (Έτος φωτός είναι η απόσταση, που διανύει το φώς σε ένα έτος. Η ταχύτητα του φωτός είναι 300.000 km/sec).
2. 1 εκατομμύριο έτη φωτός.
3. 100.000 έτη φωτός. Διακρίνεται με δυσκολία ο Γαλαξίας μας.
4. 1.000 έτη φωτός.
5. 1 έτος φωτός. Με λίγη προσοχή διακρίνεται ο Ήλιος μας.
6. 100 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Το Ηλιακό μας Σύστημα αρχίζει να φαίνεται. (Οι τροχιές των πλανητών έχουν χρωματιστεί).
7. 100 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Οι τροχιές: της Αφροδίτης (πράσινη), της Γης (μπλέ) και του Άρη (κόκκινη).
8. 100.000 Χιλιόμετρα. Η Γη φαίνεται ακόμα μικρή.
9. 10.000 χιλιόμετρα. Το βόρειο ημισφαίριο της Γής.
10. 1.000 km. Χαρακτηριστική φωτογραφία από δορυφόρο (Το ακρωτήριο Φλόριντα των ΗΠΑ).
11. 100 μέτρα. Συνηθισμένη θέα από ελικόπτερο.
12. 1 μέτρο. Ό,τι βλέπει κάποιος με τεντωμένο χέρι.
13. 10 εκατοστά. Τα φύλλα ενός φυτού.
14. 1 χιλιοστό. Διακρίνονται οι κρύσταλλοι του φύλλου.
15. 10 μάικρον (10-5 m). Φαίνονται καθαρά τα κύτταρα.
16. 100 Άνγκστρομ (10-8 m). Η αλυσίδα του DNA.
17. 1 Άνγκστρομ. Το νέφος ηλεκτρονίων του ατόμου του άνθρακα.
18. 10 πικόμετρα (10-11 m). Το ηλεκτρόνιο στο πεδίο ενός ατόμου.
Η έννοια του Λόγου στο Σύμπαν
Όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο τα κυβερνά ο Λόγος, ο φυσικός Νόμος: «Του δε λόγου τούδε εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον» (Απ. 1). «Διό δει έπεσθαι τω ξυνώ, του λόγου δ΄ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν» (Απ. 2). «Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι» (Απ. 50 ). «Ξύν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρή τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω πόλις, και πολύ ισχυροτέρως. Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός του θείου· κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει καί εξαρκεί πάσι καί περιγίνεται» (Αποσπ. 114 ).
[Ενώ δε υπάρχει αιωνίως αυτός ο λόγος (τον οποίον ερμηνεύει ο Ηράκλειτος), οι άνθρωποι γίνονται πάντοτε ασύνετοι (και δέν τoν εννοούν) είτε χωρίς να τον ακούσουν, είτε αφού προηγουμένως τον ακούσουν. Γιά την αιτία αυτή πρέπει να ακολουθεί κανείς τον κοινό (τον παγκόσμιο) λόγο. Ενώ δέ ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι ζουν σαν να είχαν δική τους φρόνηση. Όχι γιατί το λέω εγώ, αλλ΄ αφού ακούσετε τον λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε, ότι τα πάντα είναι ένα. Γιά να μιλήσουμε δε με την απλή λογική λέμε, ότι πρέπει να στηριζόμαστε στο λόγο, ο οποίος διευθύνει τά πάντα, όπως η πόλη στηρίζεται στο νόμο και ακόμη μάλιστα πολύ ισχυρότερα. Διότι όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από ένα νόμο, του θείου, γιατί αυτός κυριαρχεί τόσο, όσο θέλει, και φθάνει παντού και επικρατεί όλων].
Εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε στις δοξασίες του Ηράκλειτου, ότι «τα πάντα ρει» και ότι «δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης» και να τις εκφράσουμε κατά τη σημερινή ορολογία της Φυσικής, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Ηράκλειτος εξαγγέλλει ήδη πρό 2.500 ετών το φαινόμενο της Εντροπίας, σύμφωνα με το οποίο οι μεγάλες μεταβολές, που παρατηρούνται στον κόσμο ακολουθούν μία μόνον κατεύθυνση χωρίς να είναι αντιστρεπτές. Εξ άλλου η περιοδική γένεση και καταστροφή των κόσμων (ηλιακών συστημάτων) στο σύμπαν, που πρεσβεύει ο Ηράκλειτος με την μετατροπή της ύλης σε ενέργεια και της ενέργειας σε ύλη συμφωνεί η σημερινή Αστροφυσική.
Στα γραπτά αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων βρίσκονται οι έννοιες της δημιουργίας και του / των θεών. Δημιουργία υπάρχει κάθε στιγμή μέσα στο σύμπαν. Ο κάθε ένας μας έχει δημιουργηθεί από τους γονείς του. Εκατομμύρια γαλαξίες δημιουργούνται κάθε δευτερόλεπτο. Οι θεοί για τους φιλόσοφους είναι ισχυρές ενδοσυμπαντικές δυνάμεις, που έχουν κωδικοποιηθεί και τους έχουν αποδοθεί ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά από τη Μυθολογία. Όλα όμως υπάρχουν και γίνονται ενδοσυμπαντικά και μόνον. Η έννοια του εξωσυμπαντικού δεν υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες.
Στον παραπάνω πίνακα του Εστάς Λέ Σέρ (1649), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου (δεξιά λεπτομέρεια) εικονίζεται ο Σαούλ - Παύλος (όρθιος στη μέση), να καίει μαζί με την ακολουθία του τα Ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα της φημισμένης Βιβλιοθήκης της Εφέσου ( «Πράξεις», ιθ΄ 17-19).
Ευαγγελιστής Ιωάννης εναντίον Ηράκλειτου
Προκειμένου να επιβάλει η χριστιανική ηγεσία το παρά φύση δόγμα της και τον παρά φύση προσυμπαντικό και εξωσυμπαντικό Θεό, έννοιες, που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από έναν ελεύθερο κατά φύση φιλοσοφούντα άνθρωπο, έπρεπε να εμποδίσει τους ανθρώπους να φιλοσοφούν. Έθεσε λοιπόν τη φιλοσοφία υπό άγριο διωγμό κατακρεουργώντας φιλοσόφους, καίοντας βιβλιοθήκες, κλείνοντας δια νόμου Φιλοσοφικές Σχολές κ.τ.λ.. (Βλ. Ένα χρονικό του διωγμού των φιλοσόφων δια μέσου των αιώνων). Μέγιστο εμπόδιο αποτελούσε ο κατέχων πρώτιστη θέση στην Ιστορία του Πνεύματος και του Πολιτισμού, Εφέσιος φιλόσοφος, Ηράκλειτος, του οποίου ο Λόγος, ως αρχή, που συντηρεί κι ενώνει τον κόσμο είναι -φυσικά- ενδοσυμπαντικός.
Παρουσίασαν λοιπόν οι ταγοί του χριστιανισμού το «κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», το οποίο υποτίθεται, ότι γράφτηκε -πού αλλού;- στην Έφεσο, το οποίο αρχίζει με -τι άλλο;- με το Λόγο: «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι΄ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Ο λόγος λοιπόν είναι ο Θεός-Γιαχβέ, ο οποίος υπήρχε στην αρχή (προσυμπαντικός κι εξωσυμπαντικός) κι από αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα. Πρόκειται για την αντίληψη περί «λόγου», που συνδέει τον όρο αυτό όχι με την κοσμολογία και την κατά φύση φιλοσοφική σκέψη, αλλά με το εβραϊκό δόγμα της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός.
Στην Έφεσο επίσης αναφέρεται ο Ιωάννης και στην Αποκάλυψη (β΄ 1-7), ενώ προς Εφεσίους έχει απευθύνει επιστολή ο Απόστολος Παύλος. Αργότερα πλάστηκαν οι παραδόσεις περί συγγραφής και του ευαγγελίου του Λουκά στην Έφεσο, αλλά και της έκδοσης των επιστολών του Παύλου, καθώς και του θανάτου της Παναγίας εκεί, η οποία είχε δήθεν μεταβεί στην Έφεσο μαζί με τον Ιωάννη.
Ο Ναός Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αποτελούνταν από διπλή ιωνική κιονοστοιχία από 117 κίονες εξωτερικά και τριπλή κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά. Το 406 μ.Χ. ο Ιωάννης Χρυσόστομος διέταξε την εκθεμελίωση και πυρπόλησή του: «Μαθών δε την Φοινίκην έτι περί τας των δαιμόνων τελετάς (ο Ιωάννης Χρυσόστομος) μεμηνέναι, ασκητάς μεν ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών, τα δε τοις καταλύουσι τεχνίταις και τοις τούτων υπουργοίς χορηγούμενα χρήματα ουκ εκ ταμιείων βασιλικών λαμβάνων ανήλισκεν, αλλά τας πλούτω κομώσας και πίστει λαμπρυνομένας γυναίκας φιλοτίμως ταύτα παρέχειν ανέπειθε, την εκ της χορηγίας φυομένην ευλογίαν επιδεικνύς τους μεν ουν υπολειφθέντας των δαιμόνων σηκούς τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν» (Θεοδώρητος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 329-330). Άλλα τεμάχια του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση χριστιανικών ναών στην περιοχή κι άλλα μεταφέρθηκαν αργότερα κατ΄ εντολή του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας, στη βάση του τρούλλου της οποίας υπάρχουν τέσσερις γρανιτένιοι κίονες από την Έφεσο (βλ. Η Θαμμένη Ελλάδα). Στην αριστερή φωτογραφία φαίνεται ό,τι έχει απομείνει από τις καταστροφές των χριστιανών: Ένας πρόχειρα πρόσφατα αναστηλωμένος κίονας.
Στο χώρο του ναού του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο (δεξιά) ενίοτε λειτουργεί ο πατριάρχης Βαρθολομαίος. Ο ναός αυτός βρίσκεται δίπλα στα ερείπια του ναού της Αρτέμιδος κι έχει κτιστεί με χρήση πλήθους υλικών του.
Παρά τις χριστιανικές διώξεις, την παραχάραξη και την εξαφάνιση μεγάλου μέρους του έργου του Εφέσιου φιλόσοφου, ο αριθμός των ανθρώπων, που τον μελετούν και διδάσκονται από αυτόν αυξάνεται αλματωδώς, ιδιαίτερα μεταξύ των επιστημόνων. «Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, ότι η σύγχρονη φυσική είναι κατά κάποιο τρόπο οριακά κοντά στις ιδέες του Ηράκλειτου» (Χάιζενμπεργκ).
Δεν μένει παρά να αρχίσουν να αγχιβατούν με τον Εφέσιο και οι πολιτικοί και οι κοινωνιολόγοι, ώστε να γίνει ο κόσμος μας ηρακλειτικός, δηλαδή φυσικός και έλλογος· ανθρώπινος με μία λέξη.
Πηγή: http://www.freeinquiry.gr